- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πρώτη ακρόαση: Οι Nightfall ανασταίνουν έναν ολόκληρο metal κόσμο
H ιστορική μπάντα της Αθήνας και η εφιαλτική ατμόσφαιρα του «At Night We Prey»
Ο Γιώργος Φλωράκης ακούει το νέο άλμπουμ των Nightfall, «At Night We Prey», και περιμένει να βγει σε βινύλιο.
Η ελληνική σκηνή του metal underground στη δεκαετία του 1990 ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες στην Ευρώπη. Μπορεί να μην κατάφερε να φτάσει στο ύψος της νορβηγικής ή της σουηδικής -έλειψαν και τα μαχαιρώματα, βλέπεις- αλλά σ’ εκείνο ακριβώς το διάστημα έδωσε τα πιο σημαντικά από τα βέβηλα κομψοτεχνήματα του είδους.
Κοιτάζοντας πίσω, σήμερα, μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια, ανάμεσα στα σπουδαία σχήματα που ξεπηδούν στις αρχές των nineties -ακόμη κι αν κάποια προϋπάρχουν σε επίπεδο demo- βλέπεις δύο να ξεχωρίζουν αισθητά, πράγμα που οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και στις (αντίθετες) προσωπικότητες των frontmen τους: από τη μία πλευρά, οι Rotting Christ και από την άλλη, οι Nightfall. O Σάκης Τόλης, πιο εσωστρεφής, κιθαρίστας και τραγουδιστής των Rotting Christ είναι πάνω απ’ όλα ο άνθρωπος της σκληρής δουλειάς: σκύβει πάνω στην κιθάρα του, εξελίσσει τα riff του, εξελίσσει τον ήχο της μπάντας, εξελίσσει τη σκηνική παρουσία και εμβαθύνει όλο και πιο πολύ στην προσωπική του μαυρομεταλλική αισθητική. Ο Ευθύμης Καραδήμας, πιο εξωστρεφής, μπασίστας και τραγουδιστής των Nightfall είναι πάνω απ’ όλα ο άνθρωπος του οράματος. Αναζητά συνεχώς το νέο σε ιδιώματα ακόμη και πέρα από το metal, διατηρεί ευαίσθητες κεραίες ως προς κάθε καινούργιο ήχο, ψάχνει νέες διεξόδους και οραματίζεται τον ιδανικό τρόπο έκφρασης σ’ ένα ευρύτερο ύφος, που θα ονόμαζα γοτθικό, όχι με τη στενή έννοια που θα έδιναν οι Sisters Of Mercy αλλά με την ευρεία, αυτήν που θα αγκάλιαζε πρόθυμα την ποικιλία ύφους που υιοθέτησαν οι Paradise Lost από το ξεκίνημά τους μέχρι το 1997.
Αν είχα μέχρι σήμερα εμπλοκή με όλο αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο που λέγεται ελληνική metal σκηνή, το πιθανότερο είναι να μην αναφερόμουν στα πιο πάνω στοιχεία. Θα έγραφα –για μια ακόμη φορά- σχετικά με το πόσο εμπνευσμένα είναι τα riff (και είναι πραγματικά!), πόσο καλή είναι η παραγωγή –που είναι πολύ καλή αλλά… τα πρώτα Satyricon που έχουν άθλια παραγωγή, ήταν κακοί δίσκοι;- πόσο καλά τοποθετημένα είναι τα φωνητικά του Καραδήμα (είναι εξαιρετικά!), πόσο καίρια είναι η συμβολή της Ελένης και της Σουζάνας Βουγιουκλή (σπουδαίες φωνές, σπουδαία αισθητική!) κι ότι -ξέρεις- είναι πολύ καλός δίσκος το «At Night We Prey» και… «επενδύστε άφοβα».
Ευτυχώς, οι καιροί έχουν αλλάξει και πλέον οι ακροατές κάθε είδους μουσικής έχουν πρόσβαση στα πάντα. Έτσι, μόνο για λόγους μιας απροσδιόριστης νοσταλγίας μπορεί κάποιοι ν’ ασχοληθούν με την προσωπική μου οπτική. Οι πιο πολλοί, θα ακούσουν (πριν αγοράσουν) ολόκληρο τον δίσκο στο Spotify και θ’ αποφασίσουν μόνοι τους αν θα… επενδύσουν ή όχι.
Από τη δική μου πλευρά, ως ένας ακόμη ακροατής, που -συμπτωματικά- ως διευθυντής του Metal Hammer έτυχε να ακούσει -ορισμένες φορές αναγκαστικά- όλα όσα πέρασαν από τα γραφεία του περιοδικού από το 1993 μέχρι το 1998, έχω να πω ότι ακόμη κι αν πολλές από τις πλευρές του metal με έχουν κουράσει, ακόμη κι αν άργησα να δώσω στο «At Night We Prey» την πρώτη ακρόαση, όχι μόνο κόλλησε στα ηχεία μου αλλά έφερε μαζί του ακροάσεις δίσκων που είχα αγαπήσει στην εποχή τους και είχα καιρό να ακούσω: το «Icon» των Paradise Lost, ύστερα στη σειρά τα δύο αγαπημένα μου των Nightfall, το «Macabre Sunsets» και το «Athenian Echoes», μετά Rotting Christ, Necromantia, Septic Flesh, δυο δισκάρες των Death και το ντεμπούτο μαζί με το «Mandylion» των Gathering. Όταν ένας δίσκος πυροδοτεί την ανάσταση ενός ολόκληρου κόσμου, εκείνου που νόμιζες χαμένο για πάντα, δεν μπορεί παρά να είναι σπουδαίος δίσκος! Αλλά δεν είναι μόνο αυτό…
Οι ψυχολόγοι λένε ότι όταν ένας άνθρωπος καταφέρνει να αλλάξει μερικά από τα patterns που ορίζουν τη συμπεριφορά του, είναι πάντα για καλό. Στους δύσκολους καιρούς που όλοι ζούμε, στις εποχές που η κατάθλιψη συνδέεται ευθέως με μια υπέρμετρη, παράλογη επιθετικότητα, ο Ευθύμης Καραδήμας παρατηρεί την κατάσταση των πραγμάτων κι επιπλέον δείχνει να αλλάζει: αντί να στραφεί προς τα έξω, αντί να ασχοληθεί με το να μυριστεί το νέο στον ευρύτερο κόσμο της μουσικής, πράγμα -σήμερα- σχετικά ανώδυνο, επιλέγει τον δύσκολο δρόμο: στρέφεται απευθείας στις σκοτεινότερες πλευρές του εαυτού και βγαίνει στην επιφάνεια μ’ ένα ωμό θανατομεταλλικό άλμπουμ, γεμάτο γαμάτες κιθάρες και αυθεντικές προσωπικές μελωδίες, που δεν αρνείται το γοτθικό στοιχείο αλλά το διατηρεί ως απλή ψηφίδα της γενικότερης εφιαλτικής ατμόσφαιρας και τα σπάει!