Μουσικη

Matthew Halsall: Η νέα jazz σκηνή του Μάντσεστερ

Ο τρομπετίστας και ιδιοκτήτης της Gondwana Records μιλάει στην ATHENS VOICE με αφορμή το νέο του άλμπουμ «Salute To The Sun»

Γιώργος Φλωράκης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη: Ο τρομπετίστας & ιδιοκτήτης της Gondwana Records, Matthew Halsall, μιλάει για την jazz σκηνή του Μάντσεστερ & το νέο άλμπουμ του «Salute To The Sun»

Η λευκή jazz αντιμετωπιζόταν πάντα με επιφύλαξη. Κι αν τελικά, ένα μεγάλο μέρος του κοινού αποδέχτηκε έναν Brubeck, έναν Desmond, έναν Baker, αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν έτοιμο να αποδεχτεί τους πάντες. Ειδικά αν αυτοί, δεν έρχονταν καν από τη Νέα Υόρκη ή το Λος Άντζελες αλλά από το Λονδίνο. Φυσικά, το ιδίωμα έφτασε στη Βρετανία ως εισαγόμενο. Και μπορεί τα όργανα να ήταν εν πολλοίς τα ίδια, ο τρόπος που παίζονταν όμως ήταν σαφέστατα διαφορετικός: πιο εγκεφαλικός, ίσως κάπως πιο ψυχρός και όλο και σε πιο free κατευθύνσεις. Ένας Don Rendell, ένας Ronnie Scott, ένας John Dankworth στην αρχή κι από εκεί και μετά, μια σειρά από σπουδαίοι jazz composers σαν τον Michael Garrick ή τον Mike Westbrook, έστειλαν το πράγμα σ’ ένα δημιουργικό fusion, αυτό που έφερε στην επιφάνεια σχήματα όπως οι Soft Machine, οι Henry Cow και οι Nucleus. Από τότε μέχρι σήμερα, η βρετανική jazz έμαθε να είναι… αλλιώτικη. Έμαθε να στήνει σχέσεις με άλλα ιδιώματα και να παράγει -μέσω διακριτικών σχέσεων- ολόφρεσκες ιδέες. Μια από τις καλύτερες σημερινές βρετανικές ιδέες που έγιναν πράξη είναι η Gondwana του Matthew Halsall, κι ένας από τους πιο όμορφους δίσκους που έχει βγάλει το label από το Μάντσεστερ, είναι το «Salute To The Sun».

Πόσο εύκολο είναι να παίζεις jazz στο Μάντσεστερ; Δεν θα ήταν ευκολότερο να ήσουν στη Νέα Υόρκη;
Το Μάντσεστερ είναι μια σπουδαία μουσική πόλη κι έχει εξαιρετικά σημεία να μελετήσεις μουσική και να παίξεις μπροστά σε κοινό. Επιπλέον έχει πολύ καλούς ηχολήπτες και studio αλλά και πολλά δισκοπωλεία. Δεν θα ήθελα να ήμουν πουθενά αλλού, ακόμη κι αν ήταν ευκολότερο για μένα καθώς η jazz κοινότητα μπορεί εδώ να είναι μικρή αλλά είναι συγκλονιστική και μοναδική και νιώθω υπερήφανος που είμαι μέρος της.

Πόσο εύκολο είναι να είσαι μουσικός στην εποχή της πανδημίας;
Για μένα είναι εντάξει αλλά είμαι τυχερός γιατί έχω ήδη κυκλοφορήσει πολλή μουσική κι έχω έναν κύκλο ανθρώπων που με υποστηρίζει. Το μόνο πράγμα που δεν μπορώ, είναι να κάνω συναυλίες, πράγμα που μου λείπει αλλά από την άλλη, έχω την ευκαιρία να συνθέσω και να ηχογραφήσω νέο υλικό. Όμως, πρέπει να πω ότι νιώθω ότι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για τους νέους μουσικούς. Ακόμη κι όταν όλα αρχίσουν να επιστρέφουν σε μια κανονικότητα, το σύστημα θα οδηγηθεί σε λύσεις εκ του ασφαλούς, με αποτέλεσμα να είναι δυσκολότερο για τους νέους μουσικούς να οργανώσουν περιοδείες. Ο Τύπος επίσης, θα προσανατολίζεται στα πιο μεγάλα ονόματα και δεν θα υπάρχει τόσο πολύς χώρος για τους νεότερους.

Όσο περνάει ο καιρός, μοιάζεις να παίρνεις όλο και πιο spiritual δρόμους. Ισχύει αυτό;
Προσπαθώ να κάνω αληθινά πράγματα με γνώμονα όλα εκείνα που θεωρώ σημαντικά στη ζωή μου. Ένα από αυτά τα πράγματα είναι ο διαλογισμός με τις αξίες και τις πρακτικές που εκπορεύονται από αυτόν. Όταν ξεκίνησα τον διαλογισμό, άρχισα να ενδιαφέρομαι για παλαιότερους μουσικούς που είχαν επηρεαστεί από αυτές τις πρακτικές, όπως ο John και η Alice Coltrane, ο Pharoah Sanders και ο Don Cherry.

© Emily Dennison

Πόσο βαθιά είσαι μέσα στις ανατολικές φιλοσοφίες;
Ξεκίνησα να ασκούμαι στον υπερβατικό διαλογισμό και στη γιόγκα σε μια σχολή του Μαχαρίσι, όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών κι από τότε δεν έχω σταματήσει να αντλώ έμπνευση από τις ανατολικές φιλοσοφίες. Αυτή την εποχή μελετώ τον διαλογισμό της σχολής Καντάμ-πα του βουδισμού και πριν από την πανδημία, συμμετείχα σε πολλές ομάδες στο Μάντσεστερ και τη γύρω περιοχή.

Ποιες είναι οι πιο σημαντικές ιδέες που κινούν τη μουσική σου;
Η αγάπη, η συνύπαρξη, ο διαλογισμός, η αρμονία με τη φύση, η απόδραση μέσα από το ταξίδι - φυσικό και διανοητικό. Επίσης, μου αρέσει η μουσική μου να έχει αρκετό χώρο για να αναπνέει και να ισορροπεί, τόσο η ίδια, όσο και όσοι επιλέγουν να την ακούν.

Πώς αποφασίζεις ποια όργανα χρειάζεσαι για μια νέα ηχογράφηση;
Σε κάθε δίσκο η διαδικασία μοιάζει να είναι κάπως διαφορετική. Στο «Salute To The Sun» η αφετηρία μου ήταν να συνθέτω ακούγοντας ταυτόχρονα αυθεντικές ηχογραφήσεις από τη φύση, ιδίως από τροπικά δάση και ζούγκλες. Ήθελα να δημιουργήσω μουσική που να μοιάζει με ένα είδος εξωτικής απόδρασης για μένα και τον ακροατή κι έτσι διάλεξα πιο πρωτόγονα όργανα όπως η καλίμπα, η μαρίμπα και μια σειρά από κρουστά ώστε να δημιουργηθεί μια μοναδική ατμόσφαιρα. Επίσης, έδωσα πολύ χρόνο σε συζητήσεις με τους μουσικούς σχετικά με την ιδέα της μίμησης των ήχων της φύσης, όπως οι φωνές των πουλιών, ο βόμβος των εντόμων, ο άνεμος και η βροχή.

Διαλέγοντας ανάμεσα στα άλλα όργανα το φλάουτο, ένιωσες ότι ενδεχομένως ο ήχος του θα σε πήγαινε κοντά στο ύφος του Yusef Lateef και σε κάποιες από τις ηχογραφήσεις του Coltrane;
Μου αρέσει πολύ ο Yusef Lateef και όπως είπα και πριν από λίγο, ο Coltrane είναι μια από τις πολύ μεγάλες μου επιρροές. Η απόφασή μου όμως να χρησιμοποιήσω το φλάουτο, έρχεται κυρίως από τον πολύ όμορφο ήχο που έχει στις ψηλές συχνότητες. Ταιριάζει εξαιρετικά στις μελωδίες που γράφω λόγω αυτής της ελαφρότητας της υφής του, αυτής της αέρινης ποιότητας του ήχου του και παράλληλα αφήνει πολύ χώρο στις μεσαίες και τις χαμηλές συχνότητες για όργανα όπως η άρπα, το πιάνο και το κοντραμπάσο.

Πότε άκουσες για πρώτη φορά Pharoah Sanders και Alice Coltrane;
Άκουσα για πρώτη φορά Pharoah Sanders, το «You’ve Got To Have Freedom», σ’ ένα club του Μάντσεστερ όταν ήμουν δεκαέξι ετών κι έπαθα την πλάκα μου. Άρχισα αμέσως να ψάχνω όλα όσα είχε ηχογραφήσει κι έτσι γνώρισα την Alice Coltrane, από τη συμμετοχή της στο «Satchidananda». Αυτή ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή στη ζωή μου καθώς οι μελέτες μου στον διαλογισμό συνδέθηκαν με τις καινούργιες -τότε- ανακαλύψεις μου στη jazz. Το γεγονός αυτό μου έδωσε τις κατευθύνσεις και μου έδειξε τον σκοπό μου, ως μουσικό και ως συνθέτη.

Συνήθως διαλέγεις νέους μουσικούς για να παίζεις μαζί τους. Και συνήθως από το Μάντσεστερ. Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτό;
Το ζήτημα της ηλικίας δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Μέσα στα χρόνια έχω παίξει με μουσικούς που είναι είκοσι κάτι αλλά και με μουσικούς που είναι ογδόντα κάτι. Το σημαντικό για μένα είναι να δουλεύω με ταλαντούχους μουσικούς από το Μάντσεστερ, ασχέτως ηλικίας, επειδή ακριβώς αγαπώ τη μουσική κοινότητα της πόλης και νιώθω ότι είναι σημαντικό να την υποστηρίζω. Μάλιστα, θέλω να κάνω πρόβες και να ηχογραφώ μαζί τους σε εβδομαδιαία βάση καθώς αυτή τριβή, τους κάνει να βελτιώνονται πιο γρήγορα. Έχει από κάθε πλευρά σημασία να δουλεύω με τοπικούς μουσικούς και μάλιστα παθιασμένους με την ίδια μουσική που είμαι κι εγώ.

Ελπίζω o ήχος μας να έχει συλλάβει την ενέργεια των ζωών μας

 

Ποιες είναι οι πιο μεγάλες σου επιρροές ως προς τον ήχο της τρομπέτας σου;
Είναι τόσο πολλοί αυτοί που μ’ έχουν επηρεάσει! Στην αρχή θυμάμαι να γοητεύομαι από τον Dizzy Gillespie, τον Miles Davis και τον Chet Baker. Ύστερα αγάπησα τον Donald Byrd και τον Freddie Hubbard. Την εποχή που ανακάλυψα τον Pharoah Sanders, έπεσα με τα μούτρα στον Don Cherry. Από τους σύγχρονους τρομπετίστες, μου αρέσει ο Arve Henriksen, ο Jon Hassel και ο Christian Scott.

© Emily Dennison

Είσαι ο τρομπετίστας και ο συνθέτης. Την ίδια στιγμή είσαι ο ηχολήπτης και ο παραγωγός του «Salute To The Sun». Πόσο εύκολο είναι να έχεις δύο ειδών ρόλους στη διαδικασία της ηχογράφησης;
Έχει ευκολότερες αλλά και δυσκολότερες παραμέτρους. Για παράδειγμα το να μπορείς να ηχογραφείς με την μπάντα χωρίς να υπολογίζεις το κόστος του ηχολήπτη ή του παραγωγού, είναι απελευθερωτικό. Είναι πολύ ωραίο επίσης να δοκιμάζεις ό,τι θέλεις ως μουσικός και ως συνθέτης και μετά να είσαι ο ίδιος που θα κάνει το editing και θα σκεφτεί την ανάπτυξη των ιδεών. Από την άλλη, αυτό παίρνει πολύ χρόνο και ενέργεια κι επιπλέον για να βεβαιωθείς ότι όλα ακούγονται όπως πρέπει, χρειάζεται πολλή συγκέντρωση και προσοχή. Πάντως, παρά τις δυσκολίες που μπορεί να έχει, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, απολαμβάνω αυτήν την καινούργια διαδικασία, αυτό το καινούργιο ταξίδι.

Τι πιστεύεις ότι έχουν προσφέρει οι άγγλοι μουσικοί στη jazz;
Ελπίζω να έχουμε προσφέρει έναν ειλικρινή ήχο, έναν ήχο που να αντιπροσωπεύει τους μουσικούς και τους συνθέτες αυτής της χώρας, μέσα στην όμορφη πολυχρωμία των κοινοτήτων στις οποίες μεγαλώσαμε. Ελπίζω o ήχος μας να έχει συλλάβει την ενέργεια των ζωών μας. Επίσης νομίζω, ότι η κουλτούρα των DJ, έτσι όπως αναπτύχθηκε εδώ, είχε πολύ μεγάλη επίδραση στον εμπλουτισμό του ήχου της σύγχρονης jazz. Πλέον, οι μουσικοί προσθέτουν στον ήχο τους ambient, νεοκλασικά, ηλεκτρονικά, afrobeat στοιχεία αλλά και στοιχεία από όλες τις μουσικές του κόσμου.

Πώς αποφάσισες να ξεκινήσεις την Gondwana;
Ξεκίνησα την εταιρεία το 2008, επηρεασμένος από το πνεύμα της jazz κοινότητας του Μάντσεστερ, όπως ξεδιπλωνόταν ειδικά στο Matt and Phreds Jazz Club, που εκείνη την εποχή είχε ο σαξοφωνίστας Matt Nickson. Εκεί ήταν που συνάντησα πολλούς σπουδαίους μουσικούς, όπως ο Nat Birchall, ο Chip Wickham, ο John Ellis, ο Jon Thorne, ο Phil France και ο Rob Turner των GoGo Penguin. Στο πέρασμα του χρόνου, όλοι αυτοί οι μουσικοί κυκλοφόρησαν δίσκους από την εταιρεία μου ή έπαιξαν στους δικούς μου δίσκους.

Πριν από λίγο καιρό είχα πάρει μια συνέντευξη από τους Mammal Hands. Πώς αποφάσισες να τους υπογράψεις;
Στην πραγματικότητα, ήταν ο μπασίστας των GoGo Penguin, ο Nick Blacka που μου μίλησε γι’ αυτούς. Είχαν παίξει κάποια στιγμή μαζί σ’ ένα σ’ ένα φεστιβάλ στο Μπέρμιγχαμ και του άρεσαν πολύ. Μου έστειλε ένα link με μουσική τους, τους άκουσα προσεκτικά και μου άρεσαν κι εμένα, ειδικά ένα κομμάτι που λεγόταν «Kandaiki». Έτσι, έγιναν το πρώτο συγκρότημα της Gondwana που δεν είναι από το Μάντσεστερ.

© Emily Dennison

Τι σχέδια έχεις για την Gondwana;
Θα έχουμε μερικούς πολύ καλούς δίσκους μέσα στο 2021, ανάμεσά τους καινούργιο άλμπουμ από τους Portico Quartet και τη Hania Rani. Επίσης, είναι αρκετοί οι καλλιτέχνες που θα κυκλοφορήσουν τον πρώτο τους δίσκο σ’ εμάς. Ίσως κυκλοφορήσω και κάτι δικό μου προς τα τέλη της χρονιάς, αν είναι έτοιμο.

Θα ξεκινάει εκεί που σταμάτησε το «Salute To The Sun»;
Αυτή τη στιγμή δουλεύω δύο δίσκους και δεν ξέρω ποιος θα είναι έτοιμος πρώτα. Ο ένας είναι κάπως πιο βαρύς και σκοτεινός και ταιριάζει στον νυχτερινό ήχο ενός καλά κρυμμένου jazz club. Ο άλλος, είναι ένας φωτεινός και θετικός δίσκος, που φέρνει αρκετά στο μυαλό τον ήχο του «Salute To The Sun». Θα δούμε τι θα ολοκληρωθεί πρώτο…