Μουσικη

Γιατί οι μουσικοί πουλάνε τα δικαιώματα των τραγουδιών τους

Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας

Γιώργος Φλωράκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τι σηματοδοτεί η πώληση των δικαιωμάτων των τραγουδιών του Bob Dylan, του Neil Young και άλλων μουσικών και τι μπορεί να αλλάξει στη μουσική βιομηχανία.

Όταν στις 14 Σεπτεμβρίου του 1867 ο Καρλ Μαρξ εξέδιδε τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», γνώριζε καλά ότι όψεις της θεωρίας του θα συνέχιζαν να ισχύουν ακόμη και περισσότερα από 150 χρόνια αργότερα. Κι αν ολόκληρο το πολιτικό μέρος μαζί με μια σειρά από οικονομικές οπτικές έπεσαν -στο πέρασμα του χρόνου- στα βράχια, το ζήτημα της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, παραμένει επίκαιρο.

Στη σημερινή μεταβιομηχανική κοινωνία, τα κυριότερα προς πώληση αγαθά δεν είναι πλέον υλικά αλλά άυλα. Τέτοιου είδους αγαθά είναι οι κάθε λογής υπηρεσίες αλλά και τα προϊόντα της τέχνης, που όσο πιο μαζική είναι, τόσο πιο ενδιαφέρον έχει σε επίπεδο οικονομικό. Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε πολύ έντονη κινητικότητα στον τομέα των δικαιωμάτων των τραγουδιών, μια έντονη πορεία «μετασχηματισμού πολλών μικρών κεφαλαίων σε λίγα μεγάλα», όπως επί λέξει θα το έθετε ο σύντροφος Κάρολος, μια συνεχή διαδικασία εξαγοράς μουσικών έργων των μικρών κεφαλαιούχων (μουσικών) από μεγάλες εταιρείες συλλογής και εκμετάλλευσης ρεπερτορίου.

Είναι εντυπωσιακό ότι ο Bob Dylan πουλάει το σύνολο του έργου του αντί 300 εκατομμυρίων δολαρίων στη Universal Music Group, ο Neil Young το 50% των τραγουδιών του αντί 150 εκατομμυρίων δολαρίων στην Hipgnosis του Merck Mercuriadis (καμία σχέση με την παλιά εταιρεία σχεδίασης εξωφύλλων, ανάμεσα στα οποία ήταν και το “Dark Side Of The Moon” των Pink Floyd), πράγμα που θέλει να κάνει η Dolly Parton κι έχουν ήδη κάνει μουσικοί όπως ο Lindsay Buckingham, η Stevie Nicks, ο Barry Manilow, οι Blondie, η Chrissie Hynde, ο Dave Stewart και οι Killers.

© EPA/YONHAP SOUTH KOREA OUT

Oι εταιρείες που αγοράζουν τα δικαιώματα των τραγουδιών των καλλιτεχνών λειτουργούν στην πραγματικότητα ως funds. Αγοράζουν αυτή τη στιγμή καταλόγους τραγουδιών από τους πιο αξιόλογους συνθέτες –«τώρα που είναι ακόμα φθηνά», όπως λέει ο Mercuriadis ελπίζοντας σε τρελά κέρδη. Και, ασφαλώς, δεν μιλάμε εδώ για τις κλασικές πηγές που έχουν αναπτυχθεί εδώ και χρόνια: δισκογραφία, ραδιοφωνικές μεταδόσεις, διασκευές κλπ. Πλέον, πρόκειται για πηγές που πολύ λίγο έχουν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα: merchandise, που περνάει συνεχώς σε καινούργια αντικείμενα και οπτικός κόσμος. Εδώ, εκτός του κινηματογράφου, ο χώρος είναι ακόμη παρθένος κι έτσι υπάρχουν άπειρες δυνατότητες: τηλεοπτικές σειρές που όλο και ανεβαίνουν, βιντεοπαιχνίδια, διαφήμιση, εφαρμογές virtual reality, μαζί με όλα όσα έρχονται και δεν έχουμε φανταστεί ακόμη.

Οι μουσικοί από την πλευρά τους, πέρασαν μία από τις πιο δύσκολες χρονιές των τελευταίων πολλών δεκαετιών: πέρα από την πτώση των πωλήσεων των δίσκων, που έμοιαζε αναπόφευκτη λόγω της ανάπτυξης του πολύ λιγότερο αποδοτικού streaming σε πλατφόρμες όπως το Spotify και το Tidal, δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν παρά ελάχιστες συναυλίες, δραστηριότητα από την οποία περιμένουν πλέον το μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων τους. Επιπλέον, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η πίεση που μπορούν να ασκήσουν ώστε η μουσική τους να παιχτεί σε διαφήμιση, σε σειρά ή σε βιντεοπαιχνίδι, είναι ελάχιστη. Ακόμη και η ανάπτυξη του merchandise χρειάζεται μεγάλη ενασχόληση για να αποδώσει. Άσε που η εκλογή του Τζο Μπάιντεν στις Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να φέρνει αύξηση φόρων για την συγκεκριμένη κατηγορία φορολογουμένων.

Συνεπώς, τα funds αγοράζουν συνεχώς νέες λίστες, ανεβάζοντας τόσο τον κατάλογό τους, όσο και –κυρίως- τη διαπραγματευτική τους δύναμη ως προς τις εταιρείες παραγωγής διαφημίσεων, σειρών, παιχνιδιών κλπ., αυξάνοντας τις πιθανότητες να δουν δικό τους υλικό στην πρώτη γραμμή του οπτικού κόσμου.

Ο Μαρξ έβλεπε με πολύ κακό μάτι τις συντριπτικά περισσότερες από τις ιδιότητες του κεφαλαίου, ανάμεσά τους φυσικά και τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση. Θεωρούσε ότι όπως ακριβώς ο εργάτης απομακρύνεται από το αποτέλεσμα της δουλειάς του όταν μεσολαβεί το κεφάλαιο (αλλοτρίωση), έτσι ακριβώς απομακρύνεται και ο μικρός κεφαλαιούχος, όταν εξαγοράζεται από τον μεγάλο. Μια μαρξιστική κριτική της σημερινής πραγματικότητας πώλησης των δικαιωμάτων των τραγουδιών σε funds, θα μας οδηγούσε σε μαύρα συμπεράσματα. Όμως, όπως στις περισσότερες περιπτώσεις η οπτική του 19ου αιώνα δίνει χοντροκομμένες απαντήσεις στις προκλήσεις του 21ου, έτσι συμβαίνει κι εδώ.

Ευτυχώς, η λύση είναι στα χέρια του μουσικού. Μπορεί να επιλέξει αν θα πουλήσει τα δικαιώματα των τραγουδιών του ή όχι. Οι όροι είναι διαφανείς λόγω της πληθώρας αντικειμενικών στοιχείων ως προς τις πωλήσεις και το streaming. Μπορεί να επιλέξει να κρατήσει το υλικό του και να το εκμεταλλευτεί με όσες δυνάμεις έχει. Ή μπορεί να αποδεχτεί, ότι στον βαθμό που πολύ δύσκολα ο ίδιος μπορεί να ελέγξει τη δυναμική που αναπτύσσεται στον σημερινό κόσμο του ήχου και της εικόνας, δεν έχει παρά να αφήσει τα πνευματικά του τέκνα στα χέρια εκείνων που πιστεύει ότι θα νοιαστούν περισσότερο γι’ αυτά και με το οικονομικό αντάλλαγμα που θα φτάσει στα χέρια του, να συνεχίσει να παίζει και να ηχογραφεί τη μουσική του χωρίς άλλη έγνοια. Όπως πάντα, ο χρόνος θα δείξει τον σοφότερο…