Μουσικη

Προσοχή! Ο Ντον Τζοβάνι παραμονεύει στα σκοτάδια

Η όπερα του Μότσαρτ ανεβαίνει στο Ηρώδειο

Κατερίνα Ι. Ανέστη
ΤΕΥΧΟΣ 485
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι αυτή η πρώτη φορά που το ελληνικό κοινό θα δει μια όπερα σκηνοθετημένη από τον Γιάννη Χουβαρδά στο Ηρώδειο.

«Sous les pavés, la plage» φώναζαν στο Παρίσι το 1968. Και ξήλωναν τις πέτρες από το οδόστρωμα, τις εκτόξευαν εναντίον της εξουσίας. «Κάτω από το πεζοδρόμιο, η παραλία», μπορείς να αποδράσεις από μια ζωή που εξουσιάζεται, υποταγμένη... Στη σκηνή του Ηρωδείου έχει στηθεί μια τέτοια πλατεία, διάσπαρτη από κυβόλιθους όπως αυτούς του Παρισιού. Κομμάτια πέτρας λείπουν, έχουν αντικατασταθεί από λίμνες νερού κάτω από το κίτρινο φως των δημοσίων φώτων. Δεν ξέρεις ακριβώς πού βρίσκεσαι. Βρίσκεσαι κάπου σκοτεινά, με ένα σκοτάδι που αναβλύζει από μέσα. Βρίσκεσαι εκεί που το ατελέσφορο και το απέλπιδο έχουν εγκατασταθεί, ανάμεσα στα στρώματα των αστέγων, κάτω από τις δονήσεις που προκαλεί η ύβρις και η βία του Ντον Τζοβάνι.

Από τις 30 Μαΐου, στην πρώτη σκηνική δοκιμή της μέγιστης όπερας του Μότσαρτ εντός του Ηρωδείου (οι πρόβες είχαν αρχίσει ενάμιση μήνα νωρίτερα), η γνώριμη σκηνή έχει μετατραπεί σε ένα σκληρό, αστικό τοπίο κάποιας βορειοευρωπαϊκής πόλης. Ένα τοπίο που στερείται κάθε τι ένδοξου και ανήκει μόνο στη σφαίρα του περιθωρίου. Εκεί διεξάγεται η σπαρακτική και ανταριασμένη ιστορία του Ντον Τζοβάνι, που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς και κάνει πρεμιέρα στις 11 Ιουνίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού.

Συντελεστές, συνεργάτες, καλλιτέχνες αγκαλιάζονται, δίνουν τα πρώτα καλοκαιρινά φιλιά στην πρώτη μέρα του 2014 που το Ηρώδειο ανοίγει και πάλι. Στο πάνω διάζωμα με ένα μικρόφωνο στο χέρι ο Γιάννης Χουβαρδάς τούς καλεί όλους στη σκηνή. «Σας καλωσορίζω όλους… συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου» λέει. Στη σκηνή, οι άστεγοι έχουν απλώσει κουβέρτες και στρώματα, οι ήρωες με βαριές καπαρντίνες τον ακούν προσεκτικά, λίγο πριν ο καταστροφικός εραστής Ντον Τζοβάνι εισβάλει στη σκηνή για πρώτη φορά (μπες αργά, περπάτα σαν να είσαι τουρίστας πριν φτάσεις στο σημείο σου, είναι η οδηγία από τον Γιάννη Χουβαρδά στον Αμερικανό Φράνκο Πομπόνι, μόνιμο μέλος της Metropolitan Opera).

n

Μεθυσμένοι άστεγοι γίνονται οι μάρτυρες όσων συμβούν, σιωπηροί, παραδομένοι σε μια ανώτερη δύναμη. Θυμίζουν το χορό της αρχαίας τραγωδίας, μόνο που δεν προλέγουν όσα θα συμβούν. Σημειώνει ο Γιάννης Χουβαρδάς: «Ο ανασφαλής γόης και άεργος αλητόβιος Ντον Τζοβάνι επιτίθεται στην κόρη του ηλικιωμένου ιδιοκτήτη του μπαρ της πλατείας για να τη βιάσει. Όταν ο πατέρας προστρέχει σε βοήθεια της κόρης του, ο Ντον Τζοβάνι τον σκοτώνει. Συνεργός του είναι ο υποτακτικός του, Λεπορέλο, που πάντα αρνείται την ευθύνη της συμμετοχής του σε όλα τα εγκλήματα του αφεντικού του. Ό,τι θα ακολουθήσει δεν είναι η γλαφυρή εξιστόρηση των ηρωικών ερωτικών κατορθωμάτων του διάσημου εραστή, αλλά η μανιακή συσσώρευση μιας σειράς σκληρών, βίαιων πράξεων εκ μέρους του Ντον Τζοβάνι εις βάρος όποιας γυναικείας μορφής –αλλά και ανδρικής, αν χρειαστεί– βρεθεί στο δρόμο του, αλλά, εντέλει και κυρίως, εις βάρος του ίδιου του εαυτού του, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή».

Μανία, βία, σκληρότητα, αυτοκαταστροφή. Χρειάζεται πολύ σκοτάδι για να φανεί ο Ντον Τζοβάνι και η Εύα Μανιδάκη ακολούθησε τις οδηγίες για τη σκοτεινιά που ζήτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς. Τα σκηνικά της, με μια λοξή αναφορά στα φιλμ του Βéla Tarr, όπως ήθελε ο Χουβαρδάς, μας μεταφέρουν κατευθείαν σε μια σκοτεινή πλατεία, σε μια περιθωριακή γωνιά μιας μεγαλούπολης – ακόμη και μέσα στο έμπλεο δόξας και λάμψης Ηρώδειο νιώθεις την υγρή παγωνιά αυτής της πόλης στο δέρμα σου, προαισθάνεσαι το κακό.

Μέσα σε αυτή τη συνθήκη η Εύα Μανιδάκη δεν έφτιαξε τα σκηνικά, αλλά μια κανονική πλατεία, όπως μου εξηγεί: «Ήθελα να χρησιμοποιήσω την πραγματικότητα του χώρου και την πραγματικότητα των υλικών. Ως αρχιτέκτων θέλω να υπάρχει αλήθεια ακόμα και στα σκηνικά. Έτσι η πλατεία είναι στρωμένη με πραγματική πέτρα, με κυβόλιθο, και όχι με βαμμένο φελιζόλ. Οι κολόνες είναι πραγματικές, τις αγόρασα από τις Σέρρες, οι πόρτες στις παρόδους είναι εργοταξιακές».

n

Μια εικόνα εργοταξίου περιβάλλει τον τοίχο του Ηρωδείου, «είναι δύσκολο να αναμετρηθείς μαζί του» λέει η Εύα Μανιδάκη. «Οι εργοταξιακές πόρτες, η καντίνα μπροστά δημιουργούν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι έξω από ένα κατεστραμμένο μνημείο ή από ένα μνημείο όπου γίνονται εργασίες αποκατάστασης. Και ο καθένας μπορεί να μεταφράσει με το δικό του τρόπο τι είναι αυτό το μνημείο».

Καπνοί βγαίνουν από τις σχάρες στο παβέ επί της σκηνής του Ηρωδείου, οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου σκληροί, η βία του Ντον Τζοβάνι σαν να ξαπλώνει πάνω στο κρεβάτι ενός ιατροδικαστή. Βλέπουμε την ανατομία του βίαιου Ντον, που σύμφωνα με το σκηνοθέτη πίσω από τη σκοτεινιά του κρύβει τεράστια τραύματα, κρύβει την εναγώνια αναζήτηση αυτού που «προφανώς έχει στερηθεί από την παιδική ηλικία του».

n

Είναι αυτή η πρώτη φορά που το ελληνικό κοινό θα δει μια όπερα σκηνοθετημένη από τον Γιάννη Χουβαρδά, αν και το έχει κάνει πολλές φορές σε μεγάλα λυρικά θέατρα του εξωτερικού (η Όπερα του Γκέτεμποργκ και η Βασιλική Όπερα της Κοπεγχάγης). Επί σκηνής σπουδαίοι ερμηνευτές από τη διεθνή σκηνή, αλλά και Έλληνες που διαπρέπουν στο εξωτερικό, καθώς στόχος του Μύρωνα Μιχαηλίδη είναι να φέρει επιτέλους στην Ελλάδα τους κορυφαίους Έλληνες καλλιτέχνες που κάνουν καριέρα στο εξωτερικό, όπως η σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου που υποδύεται την Ντόνα Άννα και κάνει ήδη σπουδαία καριέρα στο εξωτερικό, μαζί με καταξιωμένους λυρικούς τραγουδιστές των μεγαλύτερων σκηνών του κόσμου, όπως ο Φράνκο Πομπόνι.