Μουσικη

On repeat: Ξεχνάμε τι έγινε χθες, θυμόμαστε στίχους για χρόνια

Η μουσική κάνει κάτι ενδιαφέρον: ανακαλεί μια ανάμνηση (δηλαδή μια ιστορία) ενώ μας εξιστορεί μια άλλη (με τους στίχους)

Ελένη Χελιώτη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς η μουσική βοηθάει την ψυχολογία μας και γιατί συνδέουμε τραγούδια με ιστορίες και γεγονότα της ζωής μας

Χθες το βράδυ έπρεπε να γράψω. Ήθελα να γράψω. Προχθές το βράδυ το ίδιο. Ταυτόχρονα είχα μια άρνηση. Το τετράδιο, τα μολύβια, η γόμα, οι ιδέες μου, έμειναν σε μια γωνία του μόνιμα ακατάστατου γραφείου μου μέχρι πριν λίγο. Ούτε να διαβάσω ήθελα. Το κομοδίνο μου έχει 3 βιβλία και 2 εκτυπωμένα άρθρα. Τίποτα. Βαριανάσαιναν στην απουσία των χεριών μου επάνω τους. Το Netflix κλειστό. Έσβησα τα φώτα, έφτιαξα ένα μικρό playlist και το έβαλα να παίζει στη διαπασών. Προχθές άκουσα εμμονικά ένα τραγούδι σε repeat μέχρι να αποκοιμηθώ, και χθες ένα άλλο, του ίδιου καλλιτέχνη. Έναν καλλιτέχνη τον οποίο γνώριζα αλλά του οποίου τη μουσική ανακάλυψα και άκουσα ευλαβικά και στην ολότητά της τις τελευταίες 48 ώρες. Μπήκα στο YouTube και είδα τα περισσότερα βίντεο κλιπ του, όπως και κάποιες συνεντεύξεις του. Ανακάλυψα ότι έχει συμπρωταγωνιστήσει σε μια ταινία. Την είδα και αυτή. Τέλος, μπήκα στο Instagram του, στο οποίο είναι πολύ ενεργός, όπου έχει αναρτήσει πολλά covers και άλλων τραγουδιών που έχει κάνει. Τα άκουσα και αυτά.

Είχα καιρό να το κάνω αυτό. Ίσως χρόνια. Να ψάξω τα πάντα, να μπω τόσο βαθιά. Ένα τραγούδι του μάλιστα το «έβγαλα» και στην κιθάρα. Έχω δεκάδες Gigabytes μουσικής (έτσι δεν τα μετράμε πια;) και τα ‘χα σιχαθεί όλα. Δεν ήθελα να ακούσω τίποτα. Δεν θυμάμαι καν πώς «έπεσα» πάνω του προχθές, όχι πως έχει σημασία βέβαια. Το περιοδικό New Yorker αφιερώνει την 5η του σελίδα στη μουσική κάθε εβδομάδα, και προτείνει νέους και παλιούς καλλιτέχνες ανεξαρτήτως είδους· από indie rock και rap μέχρι κουαρτέτο τζαζ μουσικής το οποίο διευθύνει ένας 70χρονος μπασίστας (Buster Williams Quartet).

Χθες έψαχνα να βρω πρόσφατα άρθρα στην ιστοσελίδα τους για τη μουσική και βρήκα 2 αξιοσημείωτα. Το πρώτο λέγεται «How music can bring relief during these anxious times». Ο συγγραφέας του άρθρου το έγραψε τον Απρίλη, κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, και μίλησε για έναν χρόνο στη ζωή του όπου πάλεψε με την κατάθλιψη και πώς η μουσική συνέβαλλε στο να βρει ξανά τον εαυτό του. Μου έμεινε έντονα κάτι που είπε στο τέλος: «I put on my records and prayed. I was, we could say, sitting in music.» Προσπάθησα να το μεταφράσω, αλλά καμία απόδοση δεν με ικανοποίησε. Ας πούμε πεζά ότι έγινε μέρος αυτής. Θα επανέλθω.

Το δεύτερο άρθρο, γραμμένο τον Μάιο που μας πέρασε, λέγεται «Remember small, sweaty music venues(αν τα θυμόμαστε λέει;) και εστιάζει όχι τόσο στον χαμό της live μουσικής σκηνής από την πλευρά των ακροατών, αλλά των ίδιων των μουσικών και των ανθρώπων που δούλευαν στον χώρο εστίασης και οργάνωσης αυτής. Αυτό το είδος της μουσικής σκηνής δυστυχώς δεν το έχουμε εδώ, τουλάχιστον όχι στην κλίμακα που υπάρχει σε άλλες χώρες του εξωτερικού. Η τελευταία φορά που το βίωσα ήταν στην Αγγλία πριν 10 χρόνια, και η τελευταία που το βίωσα έντονα ήταν στον Καναδά πριν 17 χρόνια. Μικρά μαγαζάκια, αδιάφορα, σκοτεινά, άμορφα, χωρίς κανένα ντεκόρ και καμία προσωπικότητα, να ζωντανεύουν από ασφυκτικά μαζεμένο κόσμο που ήρθε να ακούσει (ακούσια ή εκούσια) μια μπάντα που σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει, αλλά που παίζει και σε λίγα χρόνια να δίνει συναυλίες παντού στον κόσμο. Υπερισχύει η μυρωδιά της μπίρας, του ιδρώτα και της επιθυμίας να ακούσεις μουσική, ή, όπως λέει ο φίλος μας, να «καθίσεις» μέσα σε αυτή. 

Οι περισσότεροι καλλιτέχνες τους τελευταίους μήνες οργανώνουν διαδικτυακές συναυλίες. Δεν έχω παρακολουθήσει καμία· δεν θέλω όμως κιόλας. Ο καλλιτέχνης για τον οποίο μίλησα στην αρχή πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καραντίνας την άνοιξη να παίζει μόνος του στο σπίτι διάφορα κομμάτια (δικά του ή μη) και να τα αναρτά, και στη λεζάντα να μετράει τις μέρες – Day 1, day 5, day…? Κάποια στιγμή όμως, κουράζεσαι, βαριέσαι, ξεχνάς τι μέρα είναι. Και όπως με όλα, the novelty wears off…δεν είναι πια «φρέσκο», καινούργιο. Τα πάντα στη ζωή χάνουν τον αρχικό τους, έστω και στοιχειώδη, νεωτερισμό. Βαριόμαστε γρήγορα, κι ας είμαστε πλάσματα συνήθειας: ένα από τα οξύμωρα του είδους μας. Και όσο πιο εύκολα γίνονται όλα, τόσο πιο γρήγορες θα είναι οι εναλλαγές.

Μπορεί η όσφρηση να είναι η αίσθηση που συνδέεται πιο άμεσα με την ανάμνηση, η μουσική όμως κάνει κάτι πιο ενδιαφέρον: ανακαλεί μια ανάμνηση (δηλαδή μια ιστορία) ενώ μας εξιστορεί μια άλλη (με τους στίχους). Ναι, υπάρχει και αυτή άνευ στίχων, αλλά ας την αφήσουμε λίγο στην άκρη. Ξεχνάμε τι έγινε χθες αλλά θυμόμαστε στίχους που απομνημονεύσαμε χρόνια πριν, ίσως και δεκαετίες. Περιμένουμε σε μια μικρή ή μεγάλη συναυλία να παίξουν το τραγούδι «μας» για να ξελαρυγγιαστούμε τραγουδώντας το, φάλτσα ή μη, ξαναζώντας τη στιγμή της ζωής μας στην οποία μας ταξίδεψε την πρώτη φορά που το ακούσαμε.

Μπορεί μέσα σε όλα αυτά αυτό να φαντάζει μια μακρινή πολυτέλεια. Μπορεί κάποιος να με χαρακτηρίσει από γραφική μέχρι φαντασμένη. Εάν όμως αυτό ίσχυε σαν επιχείρημα, εάν η ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί δημιουργώντας τέχνη ή απολαμβάνοντάς την ήταν πραγματικά μια μη ρεαλιστική πολυτέλεια μέσα σε αντίξοες συνθήκες, οι τέχνες θα είχαν εκλείψει αιώνες πριν. Όταν, λοιπόν, ο Donald Antrim μίλησε για το πώς «καθήμενος» στη μουσική, σώθηκε, μίλαγε εκ μέρους όλων μας· όλων εμάς που ένα βράδυ (ή πρωί), ένα τραγούδι υπήρξε μια σωσίβια λέμβος.