- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Matt Berninger - Serpentine Prison: Τόσο μα τόσο γνήσιος
Πολλά από τα τραγούδια του Serpentine Prison θα μπορούσαν να είναι σε ένα δίσκο των National
Δισκοκριτική για το Serpentine Prison και απάντηση στο ερώτημα «Τελικά πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος του Berninger στους National;».
Τα πιο πολλά ερωτήματα που αφορούν τον τελευταίο δίσκο του Matt Berninger «Serpentine Prison» έχουν να κάνουν κυρίως με τον ακροατή και όχι με το ακρόαμα αυτό καθαυτό. Έτσι, και στον βαθμό που όσοι διαβάζουν δισκοκριτικές μάλλον εκλαμβάνουν τη μουσική ως μία διαλεκτική διαδικασία, πριν εκφράσουμε άποψη για τον συγκεκριμένο δίσκο, οφείλουμε δύο προκαταβολικές διαπιστώσεις:
Ο Matt Berninger, παρότι είναι ιερή φιγούρα στον χώρο του indie rock, δεν ξέρει να παίζει ούτε μία νότα στην κιθάρα. Ως frontman των National, διάγει μία άβολη συμβίωση εν μέσω των βιρτουόζων multi instrumentalist αδελφών Dessner, έχοντας ως μοναδικά εφόδια τη βαρύτονη φωνή του, την ευρηματική στιχουργία του και τη στιλάτη πιωμένη παρουσία του.
Το Serpentine Prison είναι το πρώτο solo album του Matt Berninger και κείται στο τέλος μιας 20ετούς κατηφορικής πορείας που άρχισε με ιδιοσυγκρασιακούς μισογυνικούς ροκ δυναμίτες (πχ, Murder me Rachael), συνέχισε με παρακλητικές ύβρεις (Vanderlyle Cry baby Geeks) και κατέληξε πέρυσι με φεμινιστικά νανουρίσματα (Hey Rosey).
Μπροστά λοιπόν στην πιθανότητα ενός ακόμα γλυκανάλατου δίσκου, ερωτήματα όπως «ποιοι ακούνε τέτοια μουσική;» ή «αν μ’ αρέσει θεωρείται πράξη συμβιβασμού;», είναι όχι απλώς θεμιτά αλλά επιτακτικά. Και για να μη σας κρατάμε σε αγωνία, έχουμε απαντήσεις και για τα δύο και θα σας τις δώσουμε αμέσως: «οι αστοί» και «ναι». Και επειδή οι μονολεκτικές απαντήσεις συχνά πάσχουν, επιτρέψτε μου να δώσω και δύο ανοιγμένες version τους: «οι ωριμασμένοι ανικανοποίητοι αστοί» και «ναι, επειδή μέσω των συμβιβασμών εξελίσσεσαι». Επίσης, υπάρχει ένα τρίτο, μη-υπαρξιακό, ερώτημα: «Τελικά πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος του Berninger στους National;». Αυτό θα το απαντήσουμε στο τέλος.
Πάμε στην ουσία. Σε συμφωνία με τη διαπίστωση 1), ο Berninger για να γράψει τον δίσκο ήταν υποχρεωμένος να απευθυνθεί σε session μουσικούς και στον βαθμό που το καλό αφεντικό κρίνεται από τους βοηθούς που επιλέγει, τότε ο Berninger έκανε το outsourcing του αιώνα: Matt Barrick (των Walkmen και των τρομερών Muzz οι οποίοι θα αποτελέσουν το αντικείμενο μίας επόμενης κριτικής), Walter Martin (των Walkmen, ξανά), Hayden, Scot Devendorf (των National), Gail Ann Dorsey (του Bowie), Andrew Bird, Brent Knopf (των ELVY) και καμιά δεκαριά ακόμα κορυφαία ονόματα. Και επειδή η συγκέντρωση τόσων πολλών κορυφαίων επαγγελματιών είναι συνήθως συνταγή χάους και όχι επιτυχίας, ο Matt επέλεξε τον καλύτερο όλων για να τους συντονίσει: τον σεβάσμιο Booker T Jones τον οποίον ίσως οι παλαιότεροι τον θυμούνται από τους Booker T & The MG’s και το κλασικό hit Green Onions. Ο Booker T όχι μόνο έκανε την παραγωγή αλλά πρόσθεσε τον φοβερό ήχο του Hammond και του πιάνου του, τις θανατηφόρες νότες του οποίου μπορείτε να νιώσετε να σας διαπερνούν σαν αόρατες σφαίρες στο τραγούδι Distant Axis, ανάμεσα στα γλυκά κιθαριστικά κύματα του οποίου ο αιωνίως απελπισμένος Berninger θρηνεί με κυνική αξιοπρέπεια την απώλεια του αντικειμένου του πόθου του: ο ψίθυρος I feel as far as I can get from you του ρεφρέν ακούγεται τόσο γνήσιος που φωλιάζει μέσα σου σαν αγαπημένη κρυφή πληγή.
Δεν υπάρχει τραγούδι που να υπολείπεται ή να εξέχει των άλλων. Αν έπρεπε να επιλέξω, μάλλον θα διάλεγα το All For Nothing λόγω του ηχητικού στρόβιλου που δημιουργούν τα πνευστά, τα πλήκτρα και τα δεύτερα φωνητικά του Brent Knopf (στον οποίο χρεώνεται ουσιαστικά και η σύνθεση) που μετά από ένα σημείο και πέρα σε ταξιδεύουν στη ράχη του ουρανού. Όλα τα τραγούδια σε παρασέρνουν σε μία δίνη υπαρξιακής χαρμολύπης, σήμα κατατεθέν του Berninger. Δεν υπάρχουν καθαρές καταστάσεις, δεν υπάρχει ατόφια αγωνία, θρήνος ή χαρά. Ούτε θάνατος, ούτε νέα αρχή. Όλα είναι ασαφή, ατελή, κρυφά χωρίς να σκοτώνουν και για να γίνουμε κοινότοποι μάλλον έτοιμα να σε κάνουν δυνατότερο. Αν κάτι αποπνέει ο δίσκος είναι το αίσθημα της ισχύος που μπορεί να συνεπάγεται η επίγνωση του θνησιγενούς της κατάστασης μας. Η ισχύς μέσα από τη βεβαιότητα της απώλειας που φοράει τα γιορτινά της και τραγουδάει τις πιο επαγγελματικές μελωδίες που θα μπορούσαν να γραφτούν από έναν δύοντα 50άρη. Οι μουσικές επιρροές του Matt είναι εμφανείς και ταιριάζουν σε αυτές ενός κλασικού ερμηνευτή: Nick Cave (ακούστε το Loved So Little, συγκρίνετε την με τον ελβετικό πάγο του Higgs Boson Blues και αναρωτηθείτε αν ο Berninger έχει ανάψει φλας όταν προσπερνάει την Chevy του Νικολάκη), Randy Newman (ακούστε το Silver Springs και νοερά βάλτε το Newman στη θέση του Berninger και σκεφτείτε ποιος θα το απέδιδε καλύτερα), Leonard Cohen (ακούστε τα μαύρα One More Second και το Oh Dearie και απορήστε γιατί ξέχασε να τα περιλάβει ο Cohen στο You Want It Darker), VanMorrison (συγχώρα με Θεέ μου, αλλά ακούστε το Collar Of Your Shirt και αν μετά το 1:50 που μπαίνουν τα βιολιά του Andrew Bird δεν ψάχνετε από πουθα σκάσει μύτη ο Van να απογειώσει το τραγούδι, να μου καεί το πληκτρολόγιο).
Το τελευταίο ερώτημα αφορά το αν άξιζε να κάνει αυτό το βήμα ο Berninger. Μας προσέφερε κάτι παραπάνω από αυτό που μας είχε χαρίσει το τελευταίο album των National; Δεν ξέρω. Αυτό που είμαι σίγουρος είναι ότι έδωσε την ευκαιρία στον BookerT να ξεδιπλώσει το ταλέντο του δουλεύοντας με έναν από τους καλύτερους ερμηνευτές της εποχής μας και πάνω απ’ όλα ξεκαθάρισε σε όλους εμάς τους φανατικούς λάτρεις των National ότι το στίγμα της φωνής και της ερμηνείας του Berningerείναι αυτό που καθόριζε (και καθορίζει) το συγκρότημα. Πολλά από τα τραγούδια του Serpentine Prison θα μπορούσαν να είναι σε ένα δίσκο των National παρόλα αυτά ο δίσκος είναι μόνο δικός του. Απ’ ότι φαίνεται οι δαίμονες του μπορούν να τραβήξουν στην ανηφόρα από μόνοι τους.
Έχοντας γράψει όλα αυτά, πρέπει να τονίσω ότι αν ο δίσκος δεν ήταν του Berninger δεν ξέρω αν θα υπέμενα την λαμπερή υποτονικότητα του. Αρέσει στον μπαμπά, αρέσει στην γιαγιά, αρέσει και στον παππού αλλά αφήνει αδιάφορο τον 20άρη γιό. Ευτυχώς όμως, η απουσία έντασης αντισταθμίζεται από τον μουσικό πλούτο, η έλλειψη ορμής από την ευφυία και η απολεσθείσα νεανική αυθάδεια από τον πεφωτισμένο φόβο. Μακριά από μένα απόπειρες εξορκισμού της νεανικής απερισκεψίας (την σέβομαι όσο τίποτα άλλο στη τέχνη), όμως το Serpentine Prison είναι η λυρική έκφραση μίας αναμενόμενης ωρίμανσης τόσο του ίδιου του Berninger όσο και του κοινού του. Ωρίμανσης και σαφούς εξέλιξης, συναισθηματικής, συνθετικής και εκφραστικής. Μ΄ αυτόν τον δίσκο ο Matt Berninger αγόρασε οικόπεδο στις παρυφές του όρους των κλασικών και φλερτάρει ευθέως με την υπεράνω μουσικών ειδών διαχρονικότητα (genrelessness).
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 8,7/10