Μουσικη

«Seven Nation Army» με τζουρά; Ο Δημήτρης Λάιος το τόλμησε

Μια απίθανη διασκευή από έναν μουσικό της Αθήνας στο γνωστό rock hit των White Stripes

Δημήτρης Αθανασιάδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο μουσικός Δημήτρης Λάιος διασκεύασε το τραγούδι «Seven Nation Army» των White Stripes με τζουρά κι εξηγεί γιατί.

Tο πρώτο ανθολόγιο ηχογραφήσεων από το δίδυμο των Jack και Meg White λέγεται «The White Stripes Greatest Hits» και κυκλοφορεί στις 4 Δεκεμβρίου, υπενθυμίζοντας τη μουσική διαδρομή του iconic rock που οι περισσότεροι έμαθαν χάρη στο τραγούδι «Seven Nation Army». Που μετρά πολλές απίθανες διασκευές.

Ο Δημήτρης Λάιος, πριν λίγες ώρες ανέβασε στο κανάλι του στο YouTube τη δική του tzouras version στο hit των White Stripes που θα είχε σίγουρα ενδιαφέρον να φτάσει στα αυτιά του Jack και της Meg White. Ποιος είναι και γιατί το έκανε; Γιατί αυτό το τραγούδι; Γιατί διασκευή; Γιατί με τζουρά; Τον ρωτήσαμε και μας εξήγησε.

«Γιατί αυτό το τραγούδι; Αυτό το τραγούδι κουβαλάει μια αντίσταση. Μια αντίσταση στο ρέμα, στη μόδα, σε ό,τι επιβάλλεται μαζικά, ακόμα και σε ολόκληρους τρόπους ζωής. Μια τέτοια αντίσταση δεν είναι αμελητέα. Είναι μια μικρή επανάσταση που γίνεται σε ατομικό επίπεδο και καμιά επανάσταση -όσο μικρή κι αν είναι- δεν είναι αμελητέα. Το να σταθεί κάποιος και να αξιολογήσει όλα αυτά που προβάλλονται ως πρότυπα ή ως mainstream, π.χ. το τι τρως, το πώς ντύνεσαι, το πώς διασκεδάζεις κ.λπ., απαιτεί κριτική σκέψη αλλά και μια εσωτερική ανάγκη για προσωπική ερμηνεία του κόσμου και όχι μια παθητική υιοθέτηση του πώς τον αντιλαμβάνονται οι άλλοι. Αυτό το τραγούδι κουβαλάει ταυτόχρονα και μια φυγή. Μία φυγή, όχι υποχωρητική, αλλά δημιουργική, προς ένα δρόμο προσωπικό που τον πλάθει κανείς όπως τον ονειρεύεται» σημειώνει ο Δημήτρης Λάιος.

«Γιατί τζουράς; Ο τζουραδάκος αυτός είναι πολύ ιδιαίτερος, ένας αλήτης με ψυχούλα (που θα λεγε κι ο Ζαμπέτας). Παρότι φθηνό και προχειροκατασκευασμένο όργανο, όταν μου το άφησε στο σπίτι ο καλός μου φίλος και τραγουδοποιός Τάσος Αυγεραντώνης και το πήρα στα χέρια μου, άκουσα έναν ήχο που δεν είχα ξανακούσει. Κι αφού ρεμπέτης δεν είμαι, άρχισα να παίζω ό,τι ήξερα, δηλαδή blues, country, rock και τέτοια σχετικά με τα ακούσματά μου και άσχετα με τη συνήθη χρήση του οργάνου. Κάπου εκεί ανάμεσα στα τραγούδια που δοκίμαζα, πέρασα και το γνωστό riff του "Seven Nation Army". Το επόμενο βήμα ήταν να το παίξουμε στην επόμενη πρόβα, ύστερα σε live και κάπως έτσι φτάσαμε ως εδώ και σας γράφω τώρα αυτές τις γραμμές. Ο τζουράς αυτός παράγει ένα ιδιότυπο ηχόχρωμα, άγριο, σα να του έχεις βάλει παραμόρφωση και ο ήχος αυτός ήταν αρκετά μακριά από το original, επομένως είχε μια δική του ταυτότητα. Ένιωθα ότι ο τζουράς μόνος του είναι αρκετός για να στηρίξει όλη την ενορχήστρωση και έτσι και έγινε: όλο το κομμάτι είναι φτιαγμένο μόνο με τον τζουρά (σε διάφορα κανάλια) και μία μπότα για να κρατάει τον ρυθμό. Φυσικά στην ενορχήστρωση δεν ήμουν μόνος, αλλά είχα την πολύτιμη συμβουλή και συμβολή του αδερφικού μου φίλου και σπουδαίου κιθαρίστα Δημήτρη Νίτη, του γείτονα και εξαιρετικού ηχολήπτη Μάνου Στάγια και του φίλου και γνωστού ράπερ Γιώργου Ευσταθίου aka Epsilon» σημειώνει. 

«Γιατί διασκευή; Διασκευή γιατί πολύ απλά... προέκυψε. Κάποια στιγμή δοκίμασα αυθόρμητα να το παίξω με ένα τζουρά ο οποίος είναι κουρδισμένος σε Ρε και η αρμονία που δημιουργήθηκε με τις ανοιχτές χορδές (αυτές που δεν πατάς με τα δάχτυλα) είχε ενδιαφέρον. Ύστερα προσπάθησα να το τραγουδήσω και τότε ένιωσα ότι με εκφράζει πολύ και ο στίχος και η μελωδία της φωνής. Σιγά σιγά άρχισα να το παίζω στις πρόβες και αργότερα σε live. Τότε παρατήρησα ότι κάθε φορά που το τραγουδάω κάτι με συνδέει μαζί του και δημιουργεί κάτι αληθινό μέσα μου. Αυτή την αλήθεια ήθελα να την αποτυπώσω σε ηχογράφημα για να μείνει, πρώτα απ’ όλα για μένα και φυσικά για όποιον άλλο μπορεί να τη νιώσει. Ουσιαστικά το πρωτότυπο κομμάτι αποτέλεσε το όχημα για να μπορέσω να κάνω κι εγώ τη δική μου κατάθεση ψυχής που λένε» απαντά.

Ο Δημήτρης Λάιος γεννήθηκε το 1981 στην ανυποψίαστη για τα μελλούμενα Αθήνα. Σε ηλικία 14 ετών πήρε την πρώτη του κιθάρα, έχοντας ήδη περάσει κάποια χρόνια πειραματισμού στο πιάνο με μελωδίες από τραγούδια που τον γοήτευαν. Σπούδασε θεωρία και πράξη μουσικής στο δωμάτιό του με δάσκαλο τη φαντασία και έγραψε το πρώτο του τραγούδι στα 18 του χρόνια ορμώμενος από τον έρωτα. Από τότε συνεχίζει να εκφράζει κάθε συναίσθημα μέσα από τη μουσική γράφοντας τραγούδια και κάνοντας live εμφανίσεις στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα. Όνειρό του να γράφει τραγούδια που αποτυπώνουν αυθεντικά και ουσιαστικά συναισθήματα και συγχρόνως να δημιουργεί παραστάσεις, σε συνεργασία με τους εδώ και τρία χρόνια μουσικούς συνοδοιπόρους του, όπου τα μουσικά σύνορα καταργούνται, τα ηχοχρώματα συνδέονται και τα συναισθήματα εναλλάσσονται, ώστε να παρουσιάζει μία πολύπλευρη και ολοκληρωμένη μουσική περιπλάνηση.