Μουσικη

Mammal Hands: Το νέο πρόσωπο της βρετανικής jazz

Μια απίθανη μίξη ιδιωμάτων, από την electronica και τη folk μέχρι το rock και την κλασική, με καταλύτη τους νόμους του αυτοσχεδιασμού

Γιώργος Φλωράκης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη: Το βρετανικό συγκρότημα Mammal Hands που ξεκίνησε ως μπάντα του δρόμου μιλάει στην ATHENS VOICE για το νέο του άλμπουμ «Captured Spirits»

Τα δύο αδέρφια, ο Jordan με τον Nick Smart ξεκίνησαν να παίζουν στους δρόμους του Norwich με μια κλασική κιθάρα κι ένα φλάουτο. Ύστερα έπιασαν τις ηλεκτρικές κιθάρες, συνάντησαν τον Jesse Barrett -που μπήκε στην ομάδα τους- και τον Matthew Halsall, αφεντικό της eclectic οικογένειας της Gondwana. Σήμερα, ο Nick παίζει πιάνο, o Jordan σαξόφωνο, ο Jesse drums, βρίσκονται στον τέταρτο ολοκληρωμένο δίσκο τους, το «Captured Spirits»​ και το γλυκό έχει δέσει…

Πώς είναι να είσαι μουσικός του δρόμου στο Norwich; Είναι μια ήσυχη ή μια θορυβώδης πόλη;

Nick: Ο Jordan κι εγώ έχουμε να βγούμε στον δρόμο από το 2013, οπότε ενδέχεται να έχουν αλλάξει τα πράγματα. Το χαιρόμασταν πάντως εκείνη την εποχή, ήταν αρκετά ήσυχα και υπήρχαν μερικά πολύ όμορφα σημεία στην πόλη που οι άνθρωποι μπορούσαν να καθίσουν και να μας ακούσουν. Υπήρχε μια πολύ χαλαρή ατμόσφαιρα τον πιο πολύ καιρό.

Τι μουσική ακούγατε την εποχή που αρχίσατε να παίζετε;

Jesse: Πρέπει να σου πω ότι όταν ξεκίνησα να παίζω μουσική, είχα περισσότερο στ’ αυτιά μου folk από την Ιρλανδία και τη Βόρεια Αγγλία. Ερχόταν στη γειτονική pub να παίξει ένα folk σχήμα κι εγώ πήγαινα και καθόμουν μπροστά σ’ ένα ιρλανδικό κρουστό που λέγεται bodhran. Όταν άρχισα να παίζω τύμπανα, άκουγα Bob Marley, Michael Jackson, Pink Floyd, Led Zeppelin, Bowie αλλά και αρκετή χορωδιακή μουσική από σχήματα όπως οι Ladysmith Black Mambazo και οι Coope, Boyes and Simpson.

© Alex Kozobolis

Την εποχή που παίζατε στον δρόμο, περιμένατε ότι θα ‘ρθει μια στιγμή που θα κυκλοφορεί ο τέταρτος δίσκος σας;

Jordan: Δεν τα σκέφτεται κανείς πολύ συχνά αυτά, αλλά το lockdown μας έδωσε τον χρόνο να κάνουμε μια παύση και να γυρίσουμε λίγο πίσω στον χρόνο. Πιστεύω ότι το πιθανότερο είναι, ότι σε κάθε περίπτωση ξέραμε ότι θα παίζαμε όλοι μαζί μουσική για καιρό καθώς μας άρεσε πάντα η διαδικασία και το να μοιραζόμαστε ήχους. Δεν νομίζω όμως, ότι μπορούσαμε να φανταστούμε πόσοι άνθρωποι θα ανακάλυπταν και θα άκουγαν τη μουσική μας. Νιώθουμε πολύ τυχεροί και είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό.

Πώς γνωριστήκατε με τον Matthew Halsall, το αφεντικό της εταιρείας σας, της Gondwana; 

Jordan: Πρωτοσυναντήσαμε τον Matthew στο Manchester, μετά από ανταλλαγή e-mail για αρκετό καιρό. Είχαμε μια συναυλία εκεί, νομίζω ήταν στο Klondyke Workingmens Club στο Levunshulme, μία από τις βραδιές που οργάνωνε ο Nick Blacka των Gogo Penguin με τίτλο Mix Up. Συναντηθήκαμε σ’ ένα café και συζητήσαμε για ώρες για τη μουσική και για την εταιρεία και αποδείχτηκε ότι είχαμε κοινές απόψεις για πολλά ζητήματα. Εκείνη την εποχή ήμασταν εντελώς αδαείς ως προς την πλευρά της μουσικής βιομηχανίας, άσε που ήμασταν και πολύ νέοι, οπότε η σχέση με τον Matthew ήταν η ιδανική σχέση για να ωριμάσουμε και να μάθουμε αυτού του είδους τα πράγματα. Επιπλέον, μέσω αυτής της συνάντησης, κατέληξα να παίζω για αρκετά χρόνια φλάουτο και σαξόφωνο στην Gondwana Orchestra του Matthew, μια διαδικασία από την οποία έμαθα πολλά.

Ποια είναι η διαφορά της μουσικής που παίζατε στον δρόμο από τη μουσική που παίζετε τώρα;

Nick: Α, καμία σχέση! Βγαίναμε έξω κυρίως πριν γνωρίσουμε τον Jesse, το 2012. Στην αρχή ήταν μια κλασική κιθάρα κι ένα σαξόφωνο. Αργότερα, αγαπήσαμε και οι δύο την ηλεκτρική κιθάρα, οπότε βγαίναμε με δύο ηλεκτρικές και αυτοσχεδιάζαμε για αρκετές ώρες. Αρχίζαμε με μια σειρά από ακόρντα ή με μια μελωδική γραμμή και προσπαθούσαμε να το κάνουμε να πάει όσο πιο μακριά γίνεται.  Ήταν ενδιαφέρον να μην ξέρουμε πού θα καταλήξει αλλά να εμπιστευόμαστε απόλυτα ο ένας τον άλλον ώστε να αφηνόμαστε να παίζουμε για ώρες χωρίς σχέδιο. Μας έδωσε αυτοπεποίθηση αλλά και την ετοιμότητα να μπορούμε να ανταποκριθούμε πολύ γρήγορα σε οτιδήποτε μπορεί να έπαιζε ο άλλος. Επίσης, μας έδωσε μιαν αίσθηση σε σχέση με την ανταπόκριση του κόσμου: αν έβλεπες αρκετό κόσμο να σε παρακολουθεί για ώρα, ήξερες ότι κάτι πήγαινε καλά.      

Μπορείς να μας περιγράψεις τη διαδικασία με την οποία γράφετε ένα καινούργιο κομμάτι;

Jesse: Δεν έχουμε μία διαδικασία που να ακολουθούμε κάθε φορά, είναι απολύτως ανοιχτά τα πράγματα. Αυτοσχεδιάζουμε για πολλές ώρες όταν είμαστε μαζί κι αυτό γεννάει ιδέες, θέματα και προσεγγίσεις που τροφοδοτούν τον συνολικό ήχο μας. Έτσι, μπορεί να πέσει μια ρυθμική ιδέα ή ένα riff στο τραπέζι, και αυτά κάποια στιγμή να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένο κομμάτι. Κάποιες άλλες φορές μπορεί να γράψουμε πολύ γρήγορα ένα track ή κάποιος από εμάς να έχει μια αρκετά προχωρημένη ιδέα, που δεν μένει παρά να τη δοκιμάσουμε όλοι μαζί και να δούμε πού οδηγεί.

© Alex Kozobolis

Πώς διαλέξατε το όνομα Mammal Hands;

Nick: Ήταν κάτι που μου ήρθε τελείως ξαφνικά από το πουθενά την εποχή που αρχίσαμε να παίζουμε μαζί. Άρεσε σε όλους κι επιπλέον, νιώθαμε να μας ταίριαζε. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που όλοι συμφωνούν. Μας πήρε δέκα δευτερόλεπτα να το αποφασίσουμε!

Έχετε κυκλοφορήσει κιόλας τέσσερα albums κι ένα EP. Ποια βλέπεις να είναι τα στοιχεία της εξέλιξής σας;

Jesse: Νιώθω ότι έχουμε εξελιχθεί σε κάθε επίπεδο, είναι μια εποχή που όλοι μας μαθαίνουμε συνεχώς. Έχουμε εξελιχθεί στο επίπεδο του ήχου που βγάζουμε στο στούντιο και στο επίπεδο του τρόπου με τον οποίο μιξάρουμε τη μουσική μας. Επιπλέον ο καθένας από εμάς γίνεται συνεχώς καλύτερος και όλοι μαζί ως μπάντα. Τα πάντα παίζουν ρόλο και δίνουν μια συνολική εικόνα πολύ καλύτερη απ’ ότι όταν ξεκινήσαμε.

Αν οι μουσικοί του δρόμου που ήσασταν κάποτε άκουγαν το «Captured Spirits», τι θα έλεγαν;

Nick: Είναι δύσκολο να το φανταστώ, έχουμε αλλάξει τόσο πολύ τα τελευταία οκτώ χρόνια αλλά πιστεύω ότι θα μας έπαιρνε μαζί του. Στον χρόνο που πέρασε από τότε που ηχογραφήσαμε και λόγω του Covid-19, είχαμε αρκετό χρόνο να κάνουμε ένα είδος αποτίμησης: είμαστε υπερήφανοι για τον καινούργιο δίσκο και αν αναλογιστώ το πώς ήμασταν όταν ξεκινήσαμε, έχουμε προχωρήσει πολύ, έχουμε εξελιχθεί τόσο ως άτομα, όσο και ως μπάντα.

Τι σημαίνει ο τίτλος του δίσκου;

Jordan: Ο τίτλος είναι μια αναφορά σε όλα όσα μας απασχολούσαν την εποχή της που γράφαμε το υλικό για τον δίσκο. Το κεντρικό ζήτημα είναι αν ο γενετικός κώδικας μεταφέρει σ’ εμάς εμπειρίες των προγόνων μας κι αν αυτό παίζει τελικά ρόλο στο ποιοι είμαστε και ποια είναι τα χαρακτηριστικά μας. Επίσης, ο τίτλος μεταφέρει την ιδέα ότι μπορεί να είμαστε πνεύματα φυλακισμένα σ’ ένα σώμα και συνακόλουθα αυτό μπορεί να σημαίνει πολλά για την ταυτότητα, τον θάνατο, τη δημιουργική διαδικασία, ακόμη και τον ίδιο τον ορισμό της έννοιας του πνεύματος.

Τι ακούτε αυτόν τον καιρό;

Jesse: Νομίζω όπως αρκετοί άνθρωποι αυτόν τον καιρό, τείνω να επιστρέψω σε ακούσματα που με κάνουν να νιώθω άνετα, για παράδειγμα Joni Mitchell και Nick Drake.

Nick: Ψάχνω το back catalogue του Art Blakey αυτόν τον καιρό και γυρίζω στα 90s κι αυτόν τον post rock/shoegaze ήχο, κυρίως Mogwai, My Bloody Valentine και Slowdive.

Δεν νομίζω ότι μπορούσαμε να φανταστούμε πόσοι άνθρωποι θα ανακάλυπταν και θα άκουγαν τη μουσική μας. 

 

Τι θυμάστε από την τελευταία συναυλία σας στην Ελλάδα;

Jordan: Ήταν πολύ ειδική βραδιά και νιώθουμε να είναι μία από της καλύτερες συναυλίες της περιοδείας για το «Shadow Work». Ελπίζουμε να έρθουμε πάλι σύντομα για να παίξουμε το καινούργιο μας υλικό. Ξέρεις, για τον Nick κι εμένα είναι πολύ ιδιαίτερος τόπος γιατί, είμαστε μισοί Έλληνες, από την πλευρά της μητέρας μας. Ερχόμαστε μια φορά τον χρόνο, συνήθως στην Κρήτη ή σε κάποιο άλλο από τα νησιά.

© Alex Kozobolis

Έχετε ταξιδέψει αρκετά. Σε ποιον τόπο θα μπορούσατε να μείνετε μέχρι το τέλος της ζωής σας;

Nick: Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση. Πιστεύω ότι ο τόπος που βρήκαμε όλοι συναρπαστικό, ήταν η Ιαπωνία. Ήταν απίστευτο να βλέπεις το κοντράστ που υπάρχει ανάμεσα στο τόσο αστικό και φουτουριστικό Τόκιο και το Κιότο, που είναι πιο παραδοσιακό και αρκετά πιο χαλαρό. Μας άρεσε το Τόκιο αλλά είμαστε χαλαροί τύποι γενικά, οπότε αν μέναμε εκέι, θα υπήρχε γύρω μας περισσότερη ένταση απ’ όση μπορούμε να αντέξουμε. Ίσως οι ρυθμοί και τα vibes του Κιότο να μας ταίριαζαν περισσότερο…

Νιώθετε να έχετε πετύχει αυτά που είχατε ονειρευτεί;

Jordan: Θα ευχόμουν να μην υπήρχε κανένας καλλιτέχνης που να απαντούσε θετικά σ’ αυτή την ερώτηση. Πιστεύω ότι η καλλιτεχνική δημιουργία, ανεξαρτήτως της τέχνης που ο καθένας επιλέγει, είναι μια συνεχής διαδικασία δημιουργίας, βελτίωσης και ανασκόπησης, ένας ανατροφοδοτούμενος κύκλος που δεν σπάει όσο συνεχίζεις να δημιουργείς. Υπάρχει πάντα κάτι καινούργιο να μάθεις, κάτι καινούργιο να σε εμπνεύσει.

Ποιο είναι το επόμενο βήμα σας; Τι να περιμένουμε στο άμεσο μέλλον;

Nick: Αυτό που έχει την πιο μεγάλη σημασία είναι να γυρίσουμε στις συναυλίες και να ξεκινήσουμε να παίζουμε αμέσως μόλις αυτό είναι ασφαλές. Είναι το μεγαλύτερο διάλειμμα που έχουμε κάνει όσον αφορά τις περιοδείες, πράγμα αναπάντεχο και δύσκολο να το ζει κανείς. Τον χειμώνα επίσης, θα αρχίσουμε να καταγράφουμε τις καινούργιες μας ιδέες…