Μουσικη

Η Αθήνα παίζει Jazz

Έλληνες τζαζίστες μιλούν στην A.V.

62076-137231.jpg
Γιάννης Παναγόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 483
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
68464-152069.jpg

Οι κορυφαίοι Έλληνες τζαζίστες μιλούν στην Athens Voice.

Ελληνική Jazz

Το φινάλε των διακοπών του 1988 είχε πολλή πλάκα. Τέλη του Ιούλη, πριν φύγω από νησί για Πειραιά, αγόρασα για πρώτη φορά το περιοδικό «i-D». Μια γερή δόση νεανικής λονδρέζικης κουλτούρας θα έκανε το ταξίδι επιστροφής στην πόλη λιγότερο επώδυνο. Σ’ εκείνο το τεύχος, με το μοβ εξώφυλλο, θέμα ήταν και η «άνοδος» της acid jazz. Ο οργανίστας James Taylor, φωτογραφημένος με ψυχεδελικό ροζ πουκάμισο και τραγιάσκα, μιλούσε για το κουαρτέτο του, τους James Taylor Quartet, και συμφωνούσε με τον –τότε μόνο DJ– Gilles Peterson πως η χορευτική τζαζ ήταν το μέλλον της ποπ κουλτούρας. Το ταξίδι τέλειωσε. Και στην Αθήνα τα πρώτα χαρτζιλίκια έφυγαν σε δισκάδικα. Οι συλλογές «Totally Wired 1» και μετά «Totally Wired 2, 3, 4, 5, 6» άρχισαν να λιώνουν στο πικ-απ. Και μετά; Μετά άρχισε το κώλυμα και το ψάξιμο για την τζαζ που μπορούσα να χορέψω. Κάπου στα μέσα του ’90 έσκασαν σε κλαμπ της πόλης οι Mode Plagal. Αποκάλυψη. Ο ντράμερ τους Τάκης Κανέλλος ήταν κάποτε ντράμερ στο χύμα πανκ γκρουπ των Anti-Tropau Council. Βλέποντας τους πρώτους ένιωσα όπως όταν άκουγα τους δεύτερους. Οι βρώμικες κιθάρες είχαν φύγει, αλλά η μαγεία της έντασης που έβγαζαν οι μουσικοί ήταν ατόφια. Το δημώδες φανκ-τζαζ τους είχε χιούμορ, ένταση, δεν ήταν ακόμα μία ελληνική αναπαράσταση αμερικάνικου ήχου. Από το τότε στο σήμερα η jazz έκανε του κεφαλιού της. Άλλοτε έμπλεκε με τον εαυτό της, άλλοτε με το ska, άλλοτε με τη house, άλλοτε με την ορχηστρική μουσική, άλλοτε με τους ήχους των Βαλκανίων. Τι άλλο; Επειδή είναι τζαζ –υπάρχει παντού, είναι ελεύθερη– λέω πως οι Έλληνες μουσικοί την κατέχουν με το δικό τους τρόπο. Την εξελίσσουν με το δικό τους τρόπο. Τη διακινούν με το δικό τους τρόπο. Την ερμηνεύουν με το δικό τους τρόπο.

Τελικά το καλοκαίρι του ’88 είχε πολλή πλάκα. Αγόρασα το περιοδικό «i-D» για να πάρω «μάτι» βρετανική μόδα του δρόμου και κοίτα τι συνέβη. Κείμενο του περιοδικού έγινε αφορμή, εικοσιτέσσερα χρόνια μετά, να λιώνω με το ξέφρενο τζίπσι-τζαζ των Swing Shoes. Παρακάτω μιλούν για τη δική τους αφετηρία στην τζαζ και τη μορφή που πήρε στα χέρια τους άνθρωποι-μουσικοί διαφορετικών γενεών που ζουν στην Αθήνα, εμφανίζονται σε κλαμπ της και εξελίσσουν κάτι που αγαπούν πολύ. Τη μουσική.


Τζαζίστες χωρίς σύνορα

n

Ο τζαζίστας (πιάνο, Hammond) Γιώργος Κοντραφούρης δένει συνειδήσεις, μουσικών και κοινού, όταν λέει: «Θέλω να παίζω συνέχεια μουσική. Αυτό είναι το βασικό. Έτσι, δεν χάνω το ενδιαφέρον μου για τη ζωή. Ήταν η γοητεία του αυτοσχεδιασμού που αρχικά με μαγνήτισε στην τζαζ. Σήμερα πιστεύω πως ο αυτοσχεδιασμός υπάρχει παντού. Η ίδια η φύση αυτοσχεδιάζει διαρκώς. Και η φύση είναι μεγαλύτερη από την τζαζ. Έτσι δεν είναι;». Ο Κοντραφούρης ζει ανάμεσα στην Αθήνα, την Κέρκυρα (είναι λέκτορας στο τμήμα Μουσικών Σπουδών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και μαζί με τον αναπληρωτή καθηγητή στο ίδιο πανεπιστήμιο, στο ίδιο τμήμα, Δήμο Δημητριάδη έχουν χρεωθεί την τζαζ διαπαιδαγώγηση των σπουδαστών του πανεπιστημίου) και τη Φινλανδία. Στην τελευταία σπούδασε μουσική και, ως σήμερα, συνεργάζεται με ντόπια τζαζ αστέρια της. Από το 2008 ο έμπειρος Έλληνας τζάζμαν συνεργάζεται με το Baby Trio. Γκρουπ μουσικών που αλλάζει συνέχεια σύνθεση και οι ηλικίες των μελών του θα μπορούσαν να είναι εκείνες που θα μπορούσαν να έχουν τα παιδιά του. Ο Κοντραφούρης λέει: «Από τους Baby Trio παίρνω ενέργεια και από τη μεριά μου μεταδίδω στα παιδιά της μπάντας κάτι από την εμπειρία μου. Η ηλικία των μελών τους δεν έχει τα κολλήματα της δικής μου γενιάς. Είμαι γεννηθείς το 1967. Πιτσιρικάς άκουγα AC/DC και Black Sabbath. Οι μουσικοί που περνούν από το Baby Trio έχουν άλλες αναφορές. Δεν κολλούν σε ονόματα. Σε κατηγορίες μουσικής. Πολλοί από την παλιά γενιά των Ελλήνων τζαζιστών αντιδρούν με τα ακούσματα που έχουν οι νεότεροί τους. Δεν το βλέπω έτσι. Δεν έχω ταμπού. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το κοινό που έμαθε ή μαθαίνει τη Nina Simone μέσα από ρεμίξ. Μ’ αρέσουν οι νέες μπάντες που παίζουν τζίπσι-σουίνγκ. Μ’ αρέσει που οι Next Step, νέα ελληνική τζαζ μπάντα, έκαναν αφιέρωμα στους Radiohead. Μ’ αρέσουν όλα αυτά τα παντρέματα. Αν είχαμε την ευκαιρία να δούμε τι θα θεωρείται ελληνική τζαζ σε πενήντα χρόνια από σήμερα, πιστεύω πως όλες αυτές οι δραστηριότητες θα ήταν μέρος της τζαζ σκηνής της. Κανένας ή ελάχιστοι θα νοιάζονταν για το αν και κατά πόσο ήταν ορθό καλλιτέχνες ή συγκροτήματα καλλιτεχνών να παντρέψουν διαφορετικές μουσικές νοοτροπίες με την τζαζ. Όλα όσα λέω τώρα μ’ επαναφέρουν σ’ εκείνο που είπα πρωτύτερα. Σημασία έχει να παίζω μουσική. Αυτό θέλω να κρατήσω ζωντανό. Ακόμα και τη στιγμή που κουβαλώ τα όργανα για να πάω στο μαγαζί που θα εμφανιστώ με το Baby Trio είναι σαν να πηγαίνω εκδρομή. Ζω για στιγμές σαν και αυτές. Όλα τα υπόλοιπα, τα μειωμένα μπάτζετ των παραγωγών, ο περφεξιονισμός που πολλοί μουσικοί προσπαθούν να ενσωματώσουν στην ερμηνεία τους, είναι μέρος μιας πραγματικότητας που δεν θέλω να συζητήσω. Δεν θα ήταν καθόλου τζαζ να το κάνω αυτό».

Τρία άλμπουμ που ο Γιώργος Κοντραφούρης ξεχωρίζει από την τζαζ σκηνή της Αθήνας:

Sphinx - «Sphinx». Ο πρώτος δίσκος με τον Μάρκο Αλεξίου, τον Γιώργο Φιλιππίδη και τον Γιώργο Τρανταλίδη. Δίσκος έμβλημα για την τζαζ στην Ελλάδα, από εκεί ξεκίνησαν όλα.

Βασίλης Ρακόπουλος - «Ρωξάνη». Ένα αριστούργημα με πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.

Τhe Next Step Quintet - «Τhe Next Step Quintet». Το επόμενο βήμα στην ελληνική τζαζ πατάει γερά και προχωράει εντυπωσιακά μπροστά.


Jazzin και Punking

n

«Για πολλούς Έλληνες τζαζίστες η τελειότητα στην ερμηνεία είναι ευαγγέλιο. Δεν το βλέπω έτσι. Από την πρώτη στιγμή που ανέβηκα σε σκηνή νοιάζομαι περισσότερο για την επικοινωνία που αναπτύσσω με μουσικούς και κοινό. Αυτό ήταν το ζητούμενο όταν έπαιζα στους Honeydive και αργότερα στους Earthbound. Αυτό θέλω σήμερα με τους τζίπσι-τζαζ Swing Shoes». Ο Πάνος Τομαράς είναι μπασίστας. Βιογραφεί το συγκρότημα που συμμετέχει λέγοντας: «Την μπάντα έφτιαξαν ο Άδωνης και ο Γιώργος, οι δύο κιθαρίστες μας, το 2007. Μέχρι εκείνη τη στιγμή έπαιζαν μουσική στο δρόμο. Όταν αποφάσισαν να φτιάξουν ολοκληρωμένο γκρουπ ένας κοινός φίλος μού γνώρισε τον Άδωνη. Δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε πολύ. Επικοινωνούσαμε σωστά. Άρα μπορούσαμε να παίξουμε μουσική μαζί. Αργότερα γνώρισα τον Γιώργο. Είναι ένας πολύ καλός κιθαρίστας που έχει φάει την κλασική παιδεία με το κουτάλι. Το ότι ερμηνευτικά κατάφερε να πετάξει το αποστειρωμένο στιλ ερμηνείας που διδάχτηκε σε ωδεία είναι υπέροχο. Αυτή η αφαίρεση τον απελευθέρωσε μουσικά». Στην πρώτη τους σύνθεση οι Swing Shoes δεν είχαν τύμπανα. Έπαιζαν ινστρουμένταλ κομμάτια. Τους άρεσε πολύ το στιλ του Jean «Django» Reinhardt. Στο πέρασμα του χρόνου η άποψή τους γύρω από το συγκρότημα άλλαξε χαρακτήρα. Βρήκαν ντράμερ. Βρήκαν τραγουδίστρια, τη Sugahspank. Ο Πάνος λέει: «Δεν με απασχόλησε ποτέ αν είμαστε ή όχι μέρος της ελληνικής τζαζ σκηνής. Δεν μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αυτοπεριορίζονται. Σέβομαι οποιονδήποτε δεν παίζει σκυλάδικο. Για μένα ένας μουσικός είναι απλά μουσικός. Δεν είναι, μόνο, τζαζ μουσικός. Δεν είναι, μόνο, πανκ μουσικός. Δεν είναι, μόνο, rock μουσικός. Ως σήμερα με τους Swing Shoes έχουμε γράψει ένα άλμπουμ, εμφανιζόμαστε ζωντανά διαρκώς. Τα κομμάτια μας διαμορφώνονται παντού. Ακόμα και τις συναυλίες, συχνά, τις βλέπουμε ως πρόβες. Τι άλλο; Δεν θεωρώ πως το τζίπσι τζαζ στιλ των Swing Shoes αναβιώνει κάποια εποχή. Δεν είμαστε ρετρό. Το Swing μπορεί να είναι μέρος μιας τάσης που αναβιώνει εικόνες και ήχους από το παρελθόν, αλλά αυτό δεν με πολυενδιαφέρει. Ήδη είμαστε μπάντα έξι χρόνια. Αν ήμασταν μόδα θα είχαμε σβήσει πολύ νωρίτερα».

Δύο τζαζ άλμπουμ που οι Swing Shoes ξεχωρίζουν από την τζαζ σκηνή της Ελλάδας:

Μίμης Πλέσσας - «Greece Goes Modern». Άλμπουμ που ορίζει το ελληνικό jazz-shake.

Mode Plagal - «Mode Plagal». Δουλειά που συνδύασε την τζαζ με την ελληνική παραδοσιακή μουσική.


Ο τζαζ «εργοδηγός»

n

Ο ουτίστας Αλέκος Βρέττος δεν είναι ένας ακόμα τζαζίστας. Έχει πάρει τη στήριξη και διάδοση της ελληνικής τζαζ σκηνής σοβαρά, σχεδόν προσωπικά. Λέει: «Για τους Ευρωπαίους, ελληνική τζαζ σκηνή δεν υπάρχει. Υπάρχουν σκόρπιοι μουσικοί που κάνουν δεξιά και αριστερά κάποια πράγματα. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως κομμάτι μιας γενικότερης ευρωπαϊκής σκηνής, αλλά μέχρι εκεί. Όπως κι αν έχει, στη χώρα υπάρχουν πολλοί καλοί μουσικοί. Ο σαξοφωνοπιανίστας ο Τάκης Πατερέλης είναι ένα παράδειγμα. Ερμηνευτικά, μπορεί να σταθεί δίπλα στους καλύτερους τζαζίστες της γης. Κατά τα άλλα στην Ελλάδα υπάρχουν μετρημένοι χώροι που ακούγεται τζαζ, κάποια ωδεία που την καλλιεργούν και ένας πυρήνας κοινού που παρακολουθεί τη σκηνή. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και δεν αναφέρομαι στη Σουηδία ή τη Δανία, αλλά στη Σερβία ή την Κροατία, το κράτος θεώρει την τζαζ που “φτιάχνουν” οι μουσικοί εξαγώγιμη πολιτιστική κίνηση. Στην Ελλάδα η σχέση τζαζ-κράτους είναι αναιμική. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι-μονάδες που αγαπούν τη μουσική τόσο πολύ ώστε να οργανώνουν συναυλίες ή φεστιβάλ συχνά εις βάρος της προσωπικής τους ζωής. Ο Γιώργος Μαρκάκης είναι ένας απ’ αυτούς. Έφερε στη Θεσσαλονίκη το φεστιβάλ Womex. Θα πάθαινε ασφυξία αν δεν το έκανε αυτό. Θα έβαζα και την πάρτη μου σ’ αυτή την κατηγορία. Εκτός από τις δραστηριότητές μου ως μουσικός, εργάζομαι και στο κομμάτι των παραγωγών στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Το 2009, στις 17 Γενάρη, οργανώσαμε την πρώτη “Jazz day”. Την επόμενη χρονιά, στις 17 Απριλίου, τη “Latin Day”. Το 2014, την τελευταία μέρα του Μάη, οργανώνουμε, στο Μέγαρο, μία ακόμα “Big Jazz Day”. Θα εστιάζει σε καλλιτέχνες και γκρουπ από την ελληνική σκηνή. Στο φινάλε της θα εμφανιστεί ο πιανίστας Kenny Barron με ο τρίο του. Ανάμεσα σε άλλους μουσικούς και σχήματα θα εμφανιστούν: ο σαξοφωνίστας Gilad Atzmon με τον Τάκη Πατερέλη, ο Γιώργος Κοντραφούρης με το τρίο του και η δική μου μπάντα». Ο Βρέττος δεν είναι μία ακόμα περίπτωση αριστούχου σπουδασμένου μουσικού. Έφυγε με υποτροφία από την Ελλάδα για σπουδές πάνω στην τζαζ στο Berkley και θα γινόταν καλός πιανίστας αν το 1999, στις ΗΠΑ, δεν ερχόταν σ’ επαφή με το ούτι. Μας λέει: «Ο ήχος αυτού του οργάνου με σαγήνεψε. Για την αραβική μουσική το ούτι είναι ό,τι το πιάνο στην κεντροευρωπαϊκή μουσική. Η βάση των πάντων».

Ο Βρέττος απαντά στην ερώτηση «από πού ήρθες;» λέγοντας: «Από τον πλανήτη τύχη. Το λέω έτσι γιατί πιτσιρικάς στο σπίτι δεν ακούστηκε ποτέ σκυλάδικο. Ο πατέρας μου άκουγε τζαζ και κλασική μουσική. Η μάνα μου ελληνικό έντεχνο τραγούδι. Έχω την αίσθηση πως ο τρόπος που μεγάλωσα με ενώνει με τη νέα γενιά μουσικών και ακροατών. Αναφέρομαι σ’ αυτή που μεγαλώνει “αγκαζέ” με το ίντερνετ. Έχει πρόσβαση σε μουσικές απ’ όλο τον κόσμο. Μπορεί ν’ αποφύγει εύκολα το σκυλάδικο και τα “φτηνά” κλαρίνα, απλά γιατί έχει περισσότερες ευκαιρίες επιλογής του ήχου που της αρέσει. Η δική μου η γενιά αυτή τη δυνατότητα δεν την είχε. Την τζαζ στην Ελλάδα την έφερε η αστική τάξη. Και διαδόθηκε δεξιά και αριστερά μέσα από συνθέτες που πάντοτε κοιτούσαν στην Ευρώπη ή τις ΗΠΑ. Το ποια μορφή πήρε στο πέρασμα του χρόνου δεν ήταν υπόθεση μόνο των μουσικών. Ήταν και του κράτους, που ποτέ δεν άκουσε πραγματικά τη μουσική που έφτιαχναν και φτιάχνουν Έλληνες μουσικοί».

Τρία άλμπουμ που ο Αλέκος Βρέττος ξεχωρίζει από τη σκηνή της Ελλάδας:

Dimitris Sevdalis - «Habana Vieja». Ο Δημήτρης είναι φίλος και μ’ αρέσει που ηχογράφησε το πρώτο άλμπουμ latin-jazz στην Ελλάδα.

Sphinx - «Sphinx». Αυτή η θρυλική μπάντα, μ’ αυτό το άλμπουμ, εισήγαγε την τζαζ δισκογραφία στην Ελλάδα.

Μάρκος Αλεξίου - «Playing in the Air». Ένα εξαιρετικό άλμπουμ από ένα μουσικό που έφυγε από τη ζωή πρόσφατα.


Λασπωμένη Τζαζ

n

«Στη σκηνή χάνομαι. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Τι ουσίες εκκρίνονται. Τι μνήμες ενεργοποιούνται. Στη σκηνή χάνομαι. Υπνωτίζομαι. Δεν θυμάμαι τι κάνω. Είναι σαν να ενώνομαι με κάτι μεγαλειώδες. Με κάτι θεόσταλτο, μαγικό, συμπαντικό». Η ερμηνεύτρια Αγγελική Τουμπανάκη δεν είναι η τρελή του αθηναϊκού τζαζοχωριού. Αν εξαιρέσεις όσα της συμβαίνουν στη σκηνή, για όλα τα υπόλοιπα έχει οργανωμένη άποψη. Δεν είναι μόνο μια βαριά εκπαιδευμένη τζαζ ερμηνεύτρια. Είναι ένα αλάνι που έχει τάξει τη ζωή του στο ψάξιμο μελωδιών που θα τη συγκινήσουν. Η Αγγελική αυτή την περίοδο τραγουδά σε δύο πρότζεκτ, με τους Toubanaki & the Buzz Bastardz (fusion balkan jazz) και Jazz plus (modern vocal jazz). Οι πρώτοι είναι εξέλιξη της μπάντας Colpo Grosso, που πρωτοεμφανίστηκαν το 2008. Η Αγγελική λέει: «Εκείνη την περίοδο άκουγα και μελέταγα με μανία πολυφωνικά ηπειρώτικα, βουλγάρικη παραδοσιακή μουσική, τζαζ, κλασικό οθωμανικό τραγούδι, κρουστά. Η Colpo Grosso ήταν περισσότερο θεατρικο-μουσικό πρότζεκτ παρά μουσικό συγκρότημα. Οι παραστάσεις μας ήταν ένα αμάλγαμα πολιτισμικών συμπεριφορών του δρόμου και της βαλκανικής λασπουριάς. Στη σκηνή εκτός από μουσική ερμηνεία υπήρχαν χορός φλαμένκο, θεατρική δράση και βίντεο προβολές από ταξίδια μου στα Βαλκάνια». Οι Colpo Grosso κράτησαν έως το 2010. Χρονιά που έσκασε η μετεξέλιξή τους, οι Toubanaki & the Buzz Bastardz. Η μπάντα που «εξυπηρετεί» το τζαζ όραμα της Αγγελικής. Η Ελληνίδα ερμηνεύτρια μας λέει: «Πολλοί μουσικοί που υπήρχαν στο προηγούμενο σχήμα υπάρχουν και στους Buzz Bastardz. Είμαστε μια ομάδα μουσικών που βαφτίστηκαν σε διαφορετικές μουσικές κολυμβήθρες και όμως καταφέραμε να επικοινωνούμε, γιατί η τζαζ (η ελευθερία του αυτοσχεδιασμού που τη διακρίνει) είναι μια κοινή άποψη. Μια κοινή πατρίδα». Η Toubanaki & the Buzz Bastardz είναι ένα ψαγμένο τζαζ πανηγύρι που δεν έχει ηχητικά σύνορα. Τέλεια γι’ αυτούς και την τζαζ παροικία της Αθήνας.

Τρία άλμπουμ που η Αγγελική ξεχωρίζει από τη σκηνή της Ελλάδας:

Μιχάλης Σιγανίδης / Θοδωρής Ρέλλος - «Το πρωί και το βράδυ». Ακούγοντας το άλμπουμ έκατσα προσοχή, άραξα, έπαθα λόξυγκα, ήπια μια Απέλια, γέλασα, ξαφνιάστηκα και αναρωτήθηκα: τι έγινε, ορέ παιδιά;!

Γιώργος Τρανταλίδης - «Global vision». Ο πληθωρικός, πολυσχιδής ντράμερ Τρανταλίδης δημιουργεί ένα κράμα ήχων και ρυθμών, ευρηματικό και απίστευτο! Συμμετέχουν υπέροχοι Έλληνες παιχταράδες. Αυτό το άλμπουμ είναι ένα «κόλλημα».  

Μάνος Αχαλινωτόπουλος - «Ζωπυρείν». Μπορεί να μη χαρακτηρίζεται jazz, αλλά, για μένα είναι: τελετουργικός, ερωτικός, αρχέγονος, πολεμικός ήχος με  ανατρεπτικές ενορχηστρώσεις.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.