- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιώργος Πέτρου: «Η Καμεράτα είναι η οικογένειά μου»
Ο κορυφαίος διευθυντής ορχήστρας διεθνώς μιλάει για την όπερα του Μοντεβέρντι που θα ερμηνεύσουν στο Ηρώδειο, αλλά και την Καμεράτα
Συνέντευξη με τον Γιώργο Πέτρου με αφορμή την «Επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα» του Μοντεβέρντι που θα ανέβει στο Ηρώδειο 4&5/8, σε παραγωγή Φεστιβάλ Αθηνών
Ο Γιώργος Πέτρου δεν χρειάζεται συστάσεις. Είναι ένας από τους κορυφαίους Έλληνες διευθυντές ορχήστρας με διαπρεπή διεθνή παρουσία, και μαζί με την Καμεράτα έχουν φέρει την Ελλάδα στο παγκόσμιο στερέωμα της κλασικής μουσικής πετυχαίνοντας διακρίσεις, πρωτιές, καταξίωση. Εδώ και λίγο καιρό είναι ο νέος μουσικός διευθυντής της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ. Αεικίνητος άνθρωπος της μουσικής με καλλιτεχνικές ανησυχίες που συνεχώς διευρύνει, ενθουσιώδης με όσα καταπιάνεται, και μαζί ζεστός, με ωραίους τρόπους, που έχει την ικανότητα να μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, ένας συναρπαστικός συνομιλητής που σε ξεναγεί στον μαγικό κόσμο της όπερας και της κλασικής μουσικής διατρέχοντας τους αιώνες, τους συνθέτες, την ιστορία. Στο καφέ του Αρχαιολογικού Μουσείου, που συναντηθήκαμε λίγο πριν την πρόβα για την «Επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα» του Μοντεβέρντι, ένα από τα αγαπημένα του έργα όπως λέει, που ετοιμάζουν για το Ηρώδειο με την Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής σε σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη για το Φεστιβάλ Αθηνών, είχα την τιμή –που έγινε χαρά– να συνομιλήσω μαζί του.
Tο προηγούμενο βράδυ ήταν στον κήπο του Προεδρικού Μεγαρου στη γιορτή για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Καλεσμένος έτσι κι αλλιώς, πήγε όμως με την ιδιότητα του αρχιμουσικού της ΕΡΤ και ερμήνευσαν την Συμφωνία αρ. 33 του Μότσαρτ, ένα μικρό δείγμα από τα καινούργια που φέρνει αυτό το νέο ήθος της Προέδρου. «Φαίνεται πως παρακολουθεί τις τέχνες, είχε καλέσει πολλούς ανθρώπους του πολιτισμού, μουσικούς, ανθρώπους του θεάτρου, συγγραφείς». Ήταν η δεύτερη δημόσια εμφάνισή του με την Ορχήστρα της Ερτ, αλλά και στη μετα-καραντίνα εποχή. «Η συνεργασία αυτή προέκυψε στο τέλος της καραντίνας, τη βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα και παραγωγική, είναι μια πρόκληση υπό μία έννοια. Η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα είναι μια ραδιοφωνική ορχήστρα με πρόσβαση σε στούντιο, σε ζωντανές μεταδόσεις, σε ένα πεδίο που για τα άλλα σύνολα δεν είναι εύκολα προσβάσιμο. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό όχι μόνο για την προβολή, αλλά κυρίως επειδή έτσι μπορείς να φτάσεις σε όλη την Ελλάδα, σε κάθε σπίτι, μέσω της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου – αυτό είναι μέρος του dna της ορχήστρας και έχει τρομερό ενδιαφέρον. Πιστεύω σε κάποιες ρηξικέλευθες κινήσεις, σε πολύ τολμηρό προγραμματισμό, είμαστε πάρα πολύ ευχαριστημένοι, μέσα σε δύο μόλις εβδομάδες κάναμε τη συναυλία στο Ηρώδειο για τον Μπετόβεν πριν λίγες μέρες, και αρκετές ηχογραφήσεις. Τώρα είμαστε στο στάδιο του προγραμματισμού για την ερχόμενη σεζόν, που κυριαρχείται από τον κορωνοϊό».
Η αβεβαιότητα του κορωνοϊού έρχεται στη συζήτησή μας, με τις δυσκολίες που φέρνει σε όλα τα επίπεδα. «Και στην Καμεράτα, και στην Ερτ, δεν ξέρουμε με ποια λογική να προγραμματίσουμε. Δεν είναι αυτονόητο πώς θα κινηθούμε, υπάρχει ένα δίλημμα. Θα προσπαθήσουμε να προγραμματίσουμε έργα που να μην είναι προκλητικά μεγάλα».
Συνοδοιπόρος ζωής όμως για τον Γιώργου Πέτρου είναι η Καμεράτα με την οποία θα ερμηνεύσουν στο Ηρώδειο την όπερα του Μοντεβέρντι, μαζί σε μία κοινή πορεία χρόνων με σπουδαίες επιτυχίες και διακρίσεις, αλλά και δυσκολίες και εμπόδια. Μιλάει με πολύ μεγάλη αγάπη και περηφάνια για την ορχήστρα αυτή και τους ανθρώπους της, ένα από τα κορυφαία ελληνικά σύνολα με φοβερά ευρύ ρεπερτόριο, με τη μεγαλύτερη διεθνή καταξίωση και τη σημαντικότερη δισκογραφία στην ιστορία της Ελλάδας (Decca, Deutsche Gramophone), με συμμετοχές σε κορυφαία διεθνή φεστιβάλ, η πρώτη ελληνική ορχήστρα στα BBC-PROMS ή στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ.
Η ιδιαιτερότητά της, που την οδήγησε στη διεθνή αυτή καταξίωση, έχει να κάνει με αυτό που ονομάζουμε ιστορική ερμηνευτική, μια επιστήμη που εξερευνά πώς παιζόταν η μουσική την εποχή που γράφτηκε. Η Καμεράτα θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά σύνολα με εξειδίκευση στις ιστορικές πρακτικές ερμηνείας, είναι η κοινή τους κατάκτηση. Ειδικά σε αυτό το έργο που ετοιμάζουν για να παρουσιάσουν στο Ηρώδειο, επειδή είναι μία από τις πρώτες όπερες στην ιστορία της μουσικής που γράφτηκε, το 1640, είναι πολύτιμη και απαραίτητη η εξειδίκευση αυτή. Πώς διαβάζουν και ερμηνεύουν μια μουσική που δεν είναι γραμμένη σε παρτιτούρες με τη μορφή που τις ξέρουμε σήμερα;
«Η όπερα αυτή του Μοντεβέρντι είναι πράγματι μία από τις πρώτες όπερες και ένα από τα πιο αγαπημένα μου έργα, και βασίζεται στο αριστούργημα του Ομήρου, στην “Οδύσσεια”. Είναι ίσως η ωραιότερη μελοποίηση της αχρετυπικής αυτής ιστορίας, της επιστροφής του Οδυσσέα, της συνάντησής του με την Πηνελόπη και της αποκάλυψης της πραγματικής του ταυτότητας μετά από 20 χρόνια απουσίας, με τρομερές ψυχολογικές προεκτάσεις. Και σε κάνει να νιώθεις πόσο σύγχρονη είναι η ματιά του Μοντεβέρντι, στην όψιμη αναγέννηση. Τόσο σύγχρονη, που η Τέχνη της Όπερας χρειάστηκε να κάνει ένα ταξίδι και να περάσει από την εξτραβαγκάντζα του μπαρόκ, στον συναισθηματισμό του ρομαντισμού, στην προσέγγιση του βερισμού, και να φτάσει στον 20ό αιώνα στην αναζήτηση του πραγματικά απογυμνωμένου δραματικού στοιχείου στη μουσική».
Μου εξηγεί δηλαδή πως η όπερα, όταν ξεκινάει, δεν είναι ένα διακοσμητικό είδος πάνω στο οποίο η μουσική είναι μια συνοδευτική μελωδία, αλλά η μουσική υποστηρίζει μια δραματική κατάσταση. Αυτό ακριβώς είναι που κάνει μοντέρνο τον Μοντεβέρντι, πως ο λόγος και η μουσική έχουν ακριβώς το ίδιο βάρος, κάτι που συναντάμε ξανά στο τέλος του 19ου, αρχές του 20ού αιώνα. «Η γέννηση της όπερας βασίζεται σε μια προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας τραγωδίας. Η οποία ξέρουμε ότι είχε μουσική και τραγουδιστική απαγγελία, την οποία προσπάθησαν οι μουσικοί της Αναγέννησης να αναπαράγουν, όχι προσπαθώντας να μιμηθούν τον τρόπο απαγγελίας των αρχαίων Ελλήνων αλλά υιοθετώντας την ιδέα να μπορείς να τραγουδάς, σε τονικό ύψος, τον λόγο με τέτοιο τρόπο ώστε να υποστηρίζεται το δράμα. Και αυτό ξεκίνησαν να κάνουν. Αλλά τότε δεν χρησιμοποιούσαν παρτιτούρες, η γραφή ήταν πολύ πιο πρακτική».
Στον Μοντεβέρντι χρειάζεσαι μουσικούς, κι έναν μαέστρο, που να μπορούν να σπάσουν τον κώδικα, που να έχουν γνώση και training της ιστορικής ερμηνευτικής για να μπορέσουν να αυτοσχεδιάσουν
Η ιστορική ερμηνευτική είναι εξόχως σημαντική ειδικά στη μουσική του μπαρόκ, στην οποία ο ίδιος έχει εντρυφήσει. Πόσο μάλλον εδώ, που βρισκόμαστε στις απαρχές του και τα έργα δεν είναι γραμμένα με τον σαφή σημειολογικά τρόπο με τον οποίο γράφονται σταδιακά όσο περνάνε οι αιώνες. «Από τον Μπετόβεν και μετά, περίπου, έχουμε μια συγκεκριμένη γραφή με νότες που λέει αυτό ακριβώς θέλω. Ακόμα και στη μουσική του Μότσαρτ, στα κοντσέρτα του, υπάρχουν τεράτια κενά τα οποία αφήνει ο συνθέτης, ελπίζοντας ότι ο ερμηνευτής θα μπορεί να αυτοσχεδιάζει εκείνη την ώρα, όσο αφορά τα στολίδια και τα ποικίλματα. Όμως, 100 χρόνια πίσω όλο αυτό ήταν ένας οδηγός πάνω στον οποίο βασίζονταν οι τραγουδιστές για να διαβάσουν τον ρόλο τους και οι μουσικοί για να αυτοσχεδιάσουν τη συνοδεία».
Το χειρόγραφο της «Επιστροφής του Οδυσσέα στην Πατρίδα» βρέθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ακόμα δεν είχαν τα εργαλεία να το αποκωδικοποιήσουν. Νομίζαν, μάλιστα, ότι ήταν ημιτελές το έργο. Η εξέλιξη της ιστορικής ερμηνευτικής ήταν αυτή που του έδωσε τη θέση που του αξίζει, ως ένα από τα πιο μεγαλειώδη έργα του οπερατικού ρεπερτορίου, τοποθετώντας τον Monteverdi στο βάθρο των σημαντικότερων μουσικών δραματουργών όλων των εποχών.
Όπως μου εξηγεί, «αντί για παρτιτούρες υπάρχει ένας οδηγός, στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται κάτι άλλο για να μπορέσεις να κάνεις ένα recreation. Ο οδηγός αυτός σου δίνει την κεντρική ραχοκοκαλιά και μέσα εκεί αυτοσχεδιάζεις, αυτό έκαναν και τότε – μοιάζει πολύ με αυτό που κάνουν οι μουσικοί στην τζαζ. Η εκτέλεση ενός έργου της εποχής αυτής δεν είναι ποτέ η ίδια, είναι πολύ έντονο το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο, δεν μπορώ να ξερω τι θα παίξω τη μία μέρα και τι την άλλη. Οι μουσικοί λειτουργούν αυτοσχεδιαστικά, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ενορχήστρωσης απολύτως, μόνο οι αρμονίες είναι γραμμένες, αυτό κάνουμε και εμείς. Στον Μοντεβέρντι χρειάζεσαι μουσικούς, κι έναν μαέστρο, που να μπορούν να σπάσουν τον κώδικα, που να έχουν γνώση και training της ιστορικής ερμηνευτικής για να μπορέσουν να αυτοσχεδιάσουν».
«Προσωπικά, θα ήθελα πάρα πολύ να κάνω ένα ταξίδι στον χρόνο και να μπορούσα να ακούσω πώς παιζόταν η “Επιστροφή του Οδυσσέα” την εποχή εκείνη, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα μου άφηνε πολλά ερωτηματικά»
Αυτό που θα ακούσουμε είναι πιστό σε αυτό που έπαιζαν την εποχή εκείνη; «Όμως κι αυτό που γινόταν τότε ποτέ δεν ήταν το ίδιο. Από τη μια μέρα στην άλλη και από το ένα θέατρο στο άλλο γίνονταν άλλα πράγματα, ακόμα και στο ίδιο το έργο υπάρχουν πολλές εκδοχές, όπως και στην τζαζ. Οι άνθρωποι τότε δεν είχαν την αίσθηση πως έγραφαν για την αιωνιότητα, έγραφαν για το τώρα. Δεν φανταζόταν ποτέ ο Μοντεβέρντι ότι 4 & 5 Αυγούστου σε ένα θέατρο κάτω από την Ακρόπολη θα παίζονταν το έργο του, 400 χρόνια μετά, θα του φαινόταν αδιανόητο. Είναι κοντινό αυτό που θα παίξουμε; Είναι σίγουρα κοντινό, είναι μία από τις εκδοχές. Χρησιμοποιούμε αντίστοιχα όργανα, αντίστοιχο αριθμό μουσικών, αντίστοιχη προσέγγιση, και έχουμε μια γνώση της πρακτικής. Απο εκεί και πέρα, είμαστε άνθρωποι του 21ου αιώνα, όχι της Αναγέννησης, δεν θα είχε και νόημα να προσπαθήσπουμε να αναπαράγουμε ακριβώς τον τρόπο που έπαιζαν τότε, γιατί, πρώτον, δεν μπορούμε, αλλά ακόμα κι αν μπορούσαμε θα είχε μόνο μουσειακή αξία. Προσωπικά, θα ήθελα πάρα πολύ να κάνω ένα ταξίδι στον χρόνο και να μπορούσα να ακούσω πώς παιζόταν η “Επιστροφή του Οδυσσέα” την εποχή εκείνη, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα μου άφηνε πολλά ερωτηματικά, αν είμαι ο άνθρωπος που είμαι τώρα και γνωρίζω τον Μπαχ και τον Τσαϊκόφσκι, τη Σελήνη και ότι οι ερωτικές σχέσεις είναι ελεύθερες».
Σταματάμε λίγο στη μουσική του μπαρόκ και στον Χέντελ. Πέρυσι το καλοκαίρι είχαν ανεβάσει την όπερα «Αλτσίνα» στο Ηρώδειο, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Τότε είχε πει ότι η μπαρόκ αισθητική, είτε σε εικαστικό είτε σε μουσικό επίπεδο, χαρακτηρίζεται από το στοιχείο του «excess», δηλαδή της υπερβολής. «Όλα διογκώνονται με σκοπό να δημιουργηθεί ένα γλυκό overdose συναισθημάτων. Η χαρά γίνεται υπερβολική. Το ίδιο και ο φόβος, η οργή, το μίσος, ο έρωτας. Μουσικά ισχύει ακριβώς το ίδιο. Ειδικά μέσα από την πένα ενός μάστορα μουσικής δραματουργίας όπως ο Χαίντελ, η μουσική ρέει μιλώντας στην ψυχή με έναν μοναδικό τρόπο. Τα συναισθήματα μεγεθύνονται μέσα στον χρόνο της ακρόασης προκαλώντας πολύ έντονες συγκινήσεις». Συμφωνούμε πως η μουσική αυτού του είδους μάς έχει δώσει μερικά από τα πιο συγκινητικά κομμάτια μουσικής που έχουν γραφτεί ποτέ. Τον ρωτάω τις διαφορές με την όπερα του Μοντεβέρντι. «Οι διαφορές είναι των 90 χρόνων που έχουν μεσολαβήσει, δηλαδή οι διαφορές μιας ζωής! Ο Χέντελ είναι από τους μεγαλύτερους μουσικούς δραματουργούς, αλλά εδώ το τραγούδι έχει μπει πολύ πιο έντονα στην όπερα, σαν δεξιοτεχικό όχημα έκφρασης, ενώ στον Μοντεβέρντι ο λόγος μάς ενδιαφέρει πιο πολύ από την “ομορφιά”. Η ορχήστρα έχει μεγαλώσει, τα ορχηστρικά μέρη έχουν διογκωθεί, γενικά τείνουμε προς μια πιο μεγάλη και εξτραβαγκάντ προσέγγιση του μουσικού θεάτρου. Κι επίσης στα χέρια ενός μεγάλου δραματουργού όπως ο Χέντελ, η μουσική μπαρόκ γίνεται όχημα τόσο δυνατό όσο και η μουσική του Πουτσίνι. Είναι ο κυριότερος μουσικός δραματουργός του 18ου αιώνα. Για να δώσει τη σκυτάλη στον Μότσαρτ, τον Βέρντι και μετά στον Πουτσίνι».
Πέρα από τον αυτοσχεδιασμό, η ιδιαιτερότητα στα έργα του Μοντεβέρντι έγκειται στο ότι πρόκειται για καθαρά θεατρικά έργα. «Δεν είναι μουσική που θα τη βάλεις στο αυτοκίνητο να την ακούσεις. Ο “Οδυσσέας”, αν δεν ξέρεις, αν δεν μπορείς να παρακολουθήσεις τι λέει το κείμενο, είναι σαν να βλέπεις μια ταινία στα γιαπωνέζικα χωρίς υπότιτλους. Ενώ, ας πούμε, μπορείς να ακούσεις τον “Ριγκολέτο” του Βέρντι, και να πεις, δεν κατάλαβα τίποτα, αλλά τι ωραία μελωδία, και τι ωραία τραγούδια... Στον Μοντεβέρντι πρέπει να είσαι σε θέση να μπεις στο κείμενο, μέσω της μετάφρασης, και να παρακολουθήσεις την πλοκή».
Ίσως για αυτό έχουμε δίπλα στο όνομά του το όνομα της Μαριάννας Κάλμπαρη, μιας σκηνοθέτριας του θεάτρου που φέρει το δικό της στίγμα. «Η σκηνοθεσία είναι πολύ σημαντική. Η Μαριάννα Κάλμπαρη, διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης, με την οποία έχουμε ξανασυνεργαστεί το 2008, στον “Ιούλιο Καίσαρα", και είναι από τις ωραιότερες συνεργασίες που θυμάμαι, έχει πολύ δυνατό θεατρικό ένστικτο, είναι πολύ ήπιος άνθρωπος και δημιουργεί ένα πολύ θετικό και ευχάριστο κλίμα, κάτι που φαίνεται και στο πόσο εύκολα γεννάνε πράγματα οι συμετέχοντες». Όπως μου λέει, είναι μια σκηνοθεσία με πολύ χιούμορ, πολύ συναισθηματικά φορτισμένη, και με πολύ εντυπωσιακά στοιχεία που αγγίζουν τη σημερινή εποχή και πραγματικότητα.
«Ο Οδυσσέας επιστρέφει σε μια πόλη, χώρο, τόπο, που είναι διαλυμένος, κατεστραμμένος, μολυσμένος, και προστατευμένος από τις μολύνσεις. Όλα αυτά τα χρόνια, που λείπει, οι μνηστήρες έχουν μολύνει την ιερότητα της συζυγικής του στέγης, υπάρχει πολύ έντονο το στοιχείο της προστασίας από τους ιούς, και της απολύμανσης, της κάθαρσης και της εξόδου από μια αρρώστια. Το συζητήσαμε πολύ με τη Μαριάννα αυτό, κι επειδή ξεκινήσαμε τις συζητήσεις όταν βγαίναμε από την καραντίνα, ήταν πολύ έντονο όλο αυτό μέσα μας. Από τότε φυσικά έχουν μπει κι άλλα στοιχεία, διαχρονικά, αλλά τότε, αρχές Μαΐου, λέγαμε, πώς να είναι τα πράγματα άραγε τον Ιούλιο, θα έχει τελειώσει ο κορωνοϊός; Και βλέπουμε πως προσπαθούμε να ζούμε τη ζωή μας σαν να μην υπάρχει, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει, το βιώνουμε καθημερινά. Η αδιανόητη αυτή κοινωνική συνθήκη, και ο προβληματισμός του τι σημαίνει το ότι εμφανίστηκε ένας τέτοιος ιός στις μέρες μας και έκανε όλο αυτό το ταξίδι σε όλο τον κόσμο, περνάει έντονα στην παράστασή μας».
Τονίζει όμως πως συνολικά η «Επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα» είναι μια διανομή διεθνούς επιπέδου. «Είναι πολύ σημαντικό ότι έχουμε δύο σπουδαίους πρωταγωνιστές, τον βαρύτονο Τάση Χριστογιανόπουλο και τη μεσόφωνο Μαίρη Ελεν Νέζη, από τους κορυφαίους έλληνες τραγουδιστές, ακμαιότατατοι και με σημαντική διεθνή αναγνώριση, οι οποίοι έχουν διαπρέψει στους ρόλους του Οδυσσέα και της Πηνελόπης στο εξωτερικό σε πολύ μεγάλα θέατρα. Και νομίζω πως και εικαστικά θα είναι πάρα πολύ όμορφη η παράσταση, τα σκηνικά και τα κοστουμια τα φτιάχνει η Γιωργίνα Γερμανού».
«Με ενδιαφέρει η σκηνοθεσία. Τον Δεκέμβριο σκοπεύω να σκηνοθετήσω ένα έργο που θα είναι αμιγώς θεατρικό. Βέβαια άπτεται της μουσικής γιατί είναι η ζωή του Μπετόβεν, τα τελευταία του χρόνια, αλλά είναι πρόζα, θα παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής».
Είναι γνωστό πως το δραματουργικό και σκηνογραφικό στοιχείο ενδιαφέρουν και τον ίδιο, πέρα από τη μουσική, κάτι που συνάδει με την αγάπη του για την όπερα. Το επιβεβαιώνει με μια είδηση για ένα επόμενο σχέδιο. «Με ενδιαφέρει, ναι, σκηνοθετώ κι έγω ο ίδιος, όπερες, και γενικά οτιδήποτε έχει να κάνει με μουσικό θέατρο. Τον Δεκέμβριο, μάλιστα, σκοπεύω να σκηνοθετήσω ένα έργο που θα είναι αμιγώς θεατρικό. Βέβαια άπτεται της μουσικής γιατί είναι η ζωή του Μπετόβεν, τα τελευταία του χρόνια, αλλά είναι πρόζα, θα παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής. Τώρα όμως ένιωσα πως ήθελα να συνεργαστώ με κάποιο σκηνοθέτη, επειδή και λόγω καραντίνας νιώσαμε όλοι πως είναι ωραίο να έχουμε κόσμο γύρω μας, να μην απομονωνόμαστε – αν το σκηνοθετούσα εγώ θα μεμφόμουν, νομίζω, τον εαυτό μου ως ολοκληρωτικό. Σε αυτή τη φάση θέλω να μοιραστώ πράγματα, και η Μαριάννα είναι ιδανικός συνοδοιπόρος».
Λίγο πριν τελειώσουμε, η συζήτηση επιστρέφει στην Καμεράτα. Συνήθως δεν εστιάζουμε τόσο στους μουσικούς της ορχήστρας σε μια όπερα, εδώ όμως είναι ιδιαίτερη περίπτωση, είναι ένα από τα κλειδιά του έργου, χωρίς αυτούς το έργο δεν θα μπορούσε να γίνει. Μου τονίζει ξανά πόσο σπουδαίοι μουσικοί είναι, πόσο σκληρά δουλεύουν με την ορχήστρα, πόσο επίμονοι έχουν υπάρξει για να μπορέσουν να την κρατήσουν ζωντανή σε αντίξοες συνθήκες. «Αυτή η ορχήστρα πολεμήθηκε πολύ, για πολλά χρόνια, και συντηρήθηκε μόνο και μόνο από την επιμονή αυτών των μουσικών, όχι τη δική μου, ήταν οι ίδιοι που επέμεναν και κράτησαν ζωντανό τον εργασιακό τους χώρο. Και αν η Καμεράτα λυτρωθεί κάποια στιγμή οφείλεται αποκλειστικά σε αυτούς και στην αγάπη που έχουν απέναντι στο δημιούργημά τους». Είναι μια ιστορία που θα χρειαζόταν ένα ακόμα άρθρο για να μιλήσουμε για αυτή. Να μιλήσουμε για τα προβλήματα που αντιμετώπισαν, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τις αιτίες, και να συνειδητοποιήσουμε πόσο μεγάλη αντίφαση είναι να έπρεπε να δώσει τέτοιες μάχες μια ορχήστρα που στον τομέα της είναι από τις πιο σπουδαίες, που την ίδια στιγμή εξήγαγε πολιτισμό και διαφήμιζε τη χώρα μας σε διεθνές επίπεδο με πρωτιές και υψηλού επιπέδου επιδόσεις σε πολλά επίπεδα.
Ο Γιώργος Πέτρου εκφράζει την αισιοδοξία του ότι όλα αυτά είναι πιο κοντά από ποτέ στο να αποτελέσουν παρελθόν. «Βρισκόμαστε σε μια πολύ κρίσιμη καμπή στην ιστορία της ορχήστρας, αυτή τη στιγμή ελπίζουμε και αγγίζουμε σχεδόν μία εξεύρεση ουσιαστικής θεσμικής λύσης για το σύνολο, που θα το εντάξει στο Μέγαρο Μουσικής έτσι όπως ιστορικά του αρμόζει. Είμαι πολύ αισιόδοξος και έχω πολύ καλή αίσθηση από τη διοίκηση του Μεγάρου, η οποία έμπρακτα υποστηρίζει και έχει στόχο να βρεθεί μια γόνιμη και μόνιμη λύση προς την οποία ήδη έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα. Αλλά, επαναλαμβάνω, η Καμεράτα δεν είμαι εγώ, είναι οι μουσικοί της. Και οι μουσικοί αυτοί είναι η οικογένειά μου, πραγματικά, το λέω με κάθε συνείδηση αυτό. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς την Καμεράτα, είναι κάτι μέσα από το οποίο μεγάλωσα και μου έδωσε πολύ μεγάλες συγκινήσεις, μοιράστηκα πάρα πολύ δυνατά πράγματα με αυτούς τους ανθρώπους και πιστεύω πως θα είμαι πάντα εκεί με κάποιον τρόπο. Φυσικά δεν μπορεί να προβλέψει κανείς το μέλλον, αλλά θα είμαι πάντα εκεί κοντά τους, και μαζί τους».
Ίνφο
«Η επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα», του Κλάουντιο Μοντεβέρντι
Μουσική διεύθυνση: Γιώργος Πέτρου - Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής
Στα ιταλικά, με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους
Ηρώδειο, Τρίτη 4 & Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020
Το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου θα πραγματοποιηθεί ακολουθώντας τις ειδικές οδηγίες των υγειονομικών αρχών, με προτεραιότητα τη δημόσια υγεία και με αίσθημα ευθύνης απέναντι στο κοινό και τους καλλιτέχνες.