- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η νύχτα που ο Ένιο Μορικόνε διηύθυνε Ένιο Μορικόνε στο Ηρώδειο
Η πρώτη φορά που ο αστείρευτος Μαέστρος επισκέφτηκε την Αθήνα για μια διαφορετική συναυλιακή εμπειρία, σε φωτογραφίες
Η συναυλία του Ένιο Μορικόνε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, τον Ιούλιο του 2005, σε φωτογραφίες του Χρήστου Κισατζεκιάν.
«Δεν ακούω ποτέ δική μου Μουσική» είχε πει ο Μαέστρος Ένιο Μορικόνε. Για όσους πίνουν νερό στο όνομα του πολυαγαπημένου Ιταλού μουσικοσυνθέτη, ενορχηστρωτή και τρομπετίστα, τούτη η περίφημη δήλωση του χειμαρρώδους δημιουργού αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα στον ρου της έντεχνης ορχηστρικής μουσικής κληρονομιάς του 20ού και 21ου αιώνα.
Και δεν είναι οι πάνω από τετρακόσιες κινηματογραφικές ταινίες που υπόκρουσε μοναδικά ο αείμνηστος μαέστρος, ούτε τα εκατόν κάτι συμφωνικά έργα που μας κληροδότησε που τον θέλουν εκεί ψηλά, στη κορυφή της εκτίμησής μας. Βαθιά μες την καρδιά μας. Που μας θέλουν δηλαδή με άλλα λόγια -διαμετρικά αντίθετα με αυτόν- να έχουμε «ρουφήξει» με βουλιμία και επανειλημμένα τα όσα μας χάρισε απλόχερα. Εγώ δεν «υπολογίζω» καν τις πέραν των εβδομήντα εκατομμυρίων δίσκων πωλήσεις του. Τα νούμερα ωχριούν της ουσιαστικής, ανυπέρβλητης προσφοράς του.
Κατέγραψα ήδη την προσωπική μου αλήθεια με το που δάκρυσα αυθόρμητα στο άκουσμα της είδησης του χαμού του, μα θα το επαναλάβω. Δεν ξέρω για σένα, μα εγώ του χρωστώ τις περισσότερες από τις πιο ιδιαίτατες προσωπικές στιγμές της ζωής μου, τις πιο αισθησιακά συντροφικές. Mα και άλλες τόσες μοναχικές... Τις ταξιδιάρικες ονειροπολήσεις μου.
Ένιο Μορικόνε – Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Αθήνα, Τρίτη 5 Ιουλίου 2005
Δυο οι φορές που πρόλαβε να επισκεφθεί τα μέρη μας ο αστείρευτος τιτάνας. Τα καλοκαίρια του 2005 και του 2008, κοντά-κοντά. Ήμουν και τις δυο εκεί, κάτω από την βαριά, θεόρατη σκιά της Ακρόπολις, εκστασιασμένος στα μάρμαρα του Ωδείου του Ηρώδου του Αττικού, ως εκπρόσωπος διττός του περιοδικού Ποπ & Ροκ. Ο γενικός τίτλος και των δυο εμφανίσεών του υπήρξε ίδιος και τις δυο χρονιές: «Ο Ennio Morricone διευθύνει Ennio Morricone». Όπως άλλωστε υπήρξαν πανομοιότυπες και οι επιλογές των λατρεμένων μας συνθέσεων που αποτέλεσαν το πρόγραμμα κάθε βραδιάς.
Το 2005 από όπου και οι εικόνες που κοσμούν τον εν λόγω φόρο τιμής, το Φεστιβάλ Αθηνών γιόρταζε ως ετήσιος θεσμός πολιτισμού τα πενήντα του χρόνια. Τα εισιτήρια υπήρξαν έως και «αλμυρά», αφού ξεκινούσαν από εικοσιοκτώ ευρώ στις πιο απόμακρες σειρές έως και ενενήντα στις μπροστινές. Όμως προσωπικά δε μπορώ να σκεφτώ καλύτερη επιλογή από το άκουσμα της εισαγωγής του βραβευμένου με Grammy “The Untouchables” του Μπράιαν Ντε Πάλμα για αυτόν τον εορτασμό. Από τα σπαραξικάρδια θέματα του επικολυρικού “Once Upon A Time in America” του αιώνιου συνοδοιπόρου του Sergio Leone (“Deborah’s Theme”, “Poverty” μα και το ομώνυμο έπος), ενός από τα θεμελιώδη δίδυμα σκηνοθεσίας/μουσικής επένδυσης στην ιστορία της έβδομης Τέχνης. Μα και του εμβληματικού “The Good, The Bad and the Ugly” που κυκλοφόρησε τη χρονιά που πήρα την πρώτη μου ανάσα για να θεωρείται πλέον… Κλασική Μουσική.
Μιλώντας κάποια στιγμή για αυτή την ανυπέρβλητη «παντρειά» ο Μορικόνε δήλωσε: «Προσπάθησα να είμαι εκλεκτικός με τα γουέστερν, γιατί εκείνη την εποχή γυρίζονταν εκατοντάδες. Έδωσα προτεραιότητα στον Σέρτζιο φυσικά, αλλά επειδή μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα ανάμεσα στις ταινίες του, δούλεψα και σε άλλα γουέστερν. Παρ’ όλα αυτά, αναλογικά με τον όγκο του έργου μου, δεν νομίζω ότι έχω γράψει μουσική για τόσο πολλά γουέστερν. Δεν ήθελα να γίνω γνωστός ως σπεσιαλίστας μουσικοσυνθέτης αυτού του είδους. Άλλωστε αν κοιτάξετε τη φιλμογραφία μου, θα δείτε ότι μόνο τριάντα-τριανταπέντε ταινίες από τις τετρακόσιες και βάλε είναι γουέστερν, δηλαδή περίπου το οκτώ τις εκατό». Πράγματι. Έτσι είναι.
Το πλούσιο πρόγραμμα του διημέρου χωρίστηκε σε δύο μέρη. Εγώ έδωσα το παρόν την δεύτερη μέρα, την Τρίτη 5 Ιουλίου. Στο πρώτο, πέρα από τα προαναφερθέντα, απόλαυσα συνάμα το για με «αφόρητο» θέμα της «αφόρητης» ταινίας “The Legend of 1900” με τις τρίχες του τριχωτού της κεφαλής μου όρθιες. Την υπόκρουση των “Marco Polo”, “Casualties of War”, “Moses Theme”. Στο δεύτερο έμεινα σιωπηλός ώστε να σεβαστώ μεταξύ άλλων τα πολυαγαπημένα “Once Upon A Time in the West”, “The Sicilian Clan”, “Metti una sera acena”, “Maddalena”, και ως μαγευτικό επίλογο για το κλείσιμο της αυλαίας, το θέμα του “The Mission” που αποτελεί μια από τις ταινίες που έχω δει περισσότερες φορές στη ζωή μου!...
Κάτω από τη βαρυσήμαντη μπαγκέτα του πρωταγωνιστή, η εισαγόμενη Orchestra Roma Simfonietta προσέφερε τα μέγιστα. Στα μετόπισθεν μα εξίσου πρωταγωνιστικά συνέβαλαν δικά μας σημαίνοντα μουσικά σύνολα: η Χορωδία του Φεστιβάλ Αθηνών και η Χορωδία Μακεδονία υπό τη διεύθυνση του Αντώνη Κοντογεωργίου. Solist στα φωνητικά υπήρξε η Susanna Rigazzi, στο πιάνο η Gilda Butta, στο βιολί ο Antonio Salvatore και στη βιόλα ο Fausto Anselmo.
Το να αποχωρείς από τα εγκόσμια στα 91σου χρόνια έχοντας αφήσει πίσω σου τέτοια διαχρονική, απέθαντη κληρονομιά, είναι υπέρτατη ευλογία. Ο εκλεκτός συνθέτης έφυγε την περασμένη Δευτέρα 6 Ιουλίου του 2020 στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Bio-Medico της Ρώμης, μετά από ακούσια πτώση του που τον τραυμάτισε -όπως δυστυχώς προέκυψε σε βάθος χρόνου- θανάσιμα.
Στο παραπέντε πρόλαβε η Ακαδημία του Χόλιγουντ το 2016 να μη γίνει ρεζίλι των σκυλιών. Όμως σιγά μην περιμέναμε του λόγου μας τα Όσκαρ για να τον ευγνωμονούμε αιώνια. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Ακόμη κι αν δεν είχε πίσω του πέντε υποψηφιότητες και το βραβείο για το “The Hateful Eight” του Ταραντίνο, ο πρωτομάστορας του φθογγικού συναισθήματος που δεν Συνοδεύει, μα Δοξάζει τις εικόνες, σημάδεψε την ψυχούλα μας μια για πάντα με αυτή την αβάσταχτη χαρμολύπη που ελάχιστοι όμοιοί του μας προσέφεραν!
«Για μένα σημασία δεν έχει το Όσκαρ αλλά η υποψηφιότητα…» δήλωνε πριν τη βράβευσή του ο ταπεινός γίγας και συνέχιζε: «…Νιώθω υπερήφανος που τιμήθηκα από τους συναδέλφους μου, οι οποίοι πέντε φορές επέλεξαν τη δουλειά μου για να βρεθώ στην πεντάδα των υποψηφίων. Ούτως ή άλλως, τα Όσκαρ είναι σαν λοταρία. Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες που δεν κέρδισαν ποτέ αυτό το βραβείο».