- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Έφτασε το «On Sunset»: Καινούργιος Paul Weller για το καλοκαίρι
Φρέσκα ακόρντα από την ταστιέρα του αγέραστου modfather
Paul Weller: Ο Δημήτρης Καραθάνος άκουσε το «On Sunset» και γράφει για το 15ο άλμπουμ που κυκλοφόρησε ένας από τους διασημότερους τραγουδοποιούς του κόσμου.
Αγάπη για το καλοκαίρι. Μέσα στη λάβρα του θέρους, πέφτει ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα που ανάβει τα αστέρια μόνο για εμάς, τους μουσικοληπτικούς, ώστε να πετάξουμε ψηλά στον ουρανό του δειλινού παρέα με τις κιθαριστικές ραψωδίες του «On Sunset», του νέου άλμπουμ ενός ογκόλιθου της βρετανικής σκηνής. Ο ήχος του Paul Weller, ακόμη και σήμερα, είναι ένα διαχρονικό αλληλούια στη δύναμη του rockin’ beat: «Η μουσική είναι η ζωή μου, είναι η μόρφωσή μου, είναι η διασκέδασή μου, είναι ο τρόπος που επικοινωνώ, είναι τα πάντα για μένα. Κάθε τραγούδι εδώ αντανακλά αυτή την εμμονή».
Να ’τος ο Weller στο βίντεο του «On Sunset», ψηλός και όμορφος, φέροντας την ασημόχρωμη κόμη του και το ριγέ κοστούμι. Να ’σου πάλι ο αγέραστος modfather, με μια ανθοδέσμη ακόρντα να κρέμονται από την ταστιέρα της Rickenbacker. Πολλοί προσπάθησαν να τον βάλουν σε καλούπια, άλλοι τόσοι να τον υιοθετήσουν, ωστόσο ο Weller γνωρίζει καλά, πως ταξιδεύει γρηγορότερα όποιος ταξιδεύει μόνος, ιδιαίτερα όταν ατενίζει το παρελθόν του στον πλαϊνό καθρέφτη της κούρσας. Και μιλάμε για μακρινό ταξίδι, ΟΚ; Στο διάβα του, ένας long and winding road που περνάει από το πολιτικοποιημένο ποπ πανκ των Jam στα seventies, με τους αμέτρητους παιάνες της βρετανικής πλέμπας, (ενδεικτικά: «Going Underground», «Eton Rifles», «When You’re Young», «That’s Entertainment», «In The City», «Beat Surrender», αειθαλείς πραγματικά μελωδίες), έως την ανάλαφρη τζαζ των τραγικά υποτιμημένων Style Council, κατά τη δεκαετία του ογδόντα. Και έπειτα στα nineties, οπότε αποθεώθηκε από τους λεγεωνάριους της brit-pop επιτρέποντας ωστόσο στον εαυτό του να αποπειραθεί σχεδόν τα πάντα: κλασικότροπο ροκ, ρυθμ εν μπλουζ, σόουλ, φολκ, φανκ.
Ομοίως και εδώ, όλα στο δοκιμασμένο, ανίκητο μιξ. Το εναρκτήριο «Μirror Ball» είναι ένα crossover όλων όσων τον γαλούχησαν και δεν έπαψε να αγαπά: Οι μπιτλικές αρμονίες, το γρέζι των Small Faces, η ευρηματική πολυτονικότητα των Who. Το «Baptiste» αντλεί από τις εξίσου βαθιές ρίζες του στη σόουλ και το ρυθμ εν μπλουζ. Το «Old Father Tyme» ροκάρει σκληρότερα, με τις wah wah κιθάρες του περασμένες από κυματομορφές, για έξτρα ψυχεδελικό αντίκτυπο. Το «Village» θα μπορούσε να προέρχεται από το setlist οποιουδήποτε bigger than life τροβαδούρου αρέσκεσαι να ακροάζεσαι στα FM, τις στιγμές που γκαζώνεις με το παράθυρο κατεβασμένο και τον αέρα να σου παίρνει τα μαλλιά: Ο Bruce Springsteen και ο Tom Petty έρχονται εύκολα στο μυαλό, εξαιρώντας τα strings που δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν από το σολφέζ ενός προφέσορα της βρετανικής σχολής.
Το «Equanimity» είναι ένα «Polythene Pam» για τον 21ο αιώνα, ή ίσως προτιμότερα «Rocky Raccoon», καθώς το στακάτο τέμπο και τα κάντρι βιολιά το τοποθετούν εγγύτερα στη «White Album», παρά στην «Abbey Road» πλευρά του μπιτλικού καταλόγου, ενώ το «More» είναι η κορωνίδα του δίσκου, επτά χορταστικά λεπτά νωχελικής κιθαριστικής γκρούβας, εξοπλισμένης με πνευστά, λογιών κρουστά και παλαμάκια, που οδηγούν κάθε εραστή του εξηλεκτρισμένου τζαμαρίσματος σε βέβαιο παραλήρημα.
Στο φινάλε της μιας και βάλε ώρας του «On Sunset», να ο Paul Weller του σήμερα, ένας πραγματικά μυστήριος τύπος. Στερεοτυπικός, αλλά και απρόβλεπτος. Ρηχός, όσο και βαθύς. Λιγότερο σαν βάρδος και περισσότερο σαν δανδής, ο αειθαλής modfather υπαγορεύει εδώ και χρόνια τον στιλιστικό μπιχεβιορισμό των βεσπάκηδων, των σκουτεράδων και των πιστών της northern soul. Ο Weller είναι ένας γρίφος, ένα ζωντανό πεδίο ανεξήγητων μεταλλάξεων, ένας ορκισμένος εργατικός που απαγόρευσε στους Εργατικούς να χρησιμοποιήσουν το «Changing Man» στην προεκλογική καμπάνια του 1997. Ευεπίφορος σε εσωτερικές διακυμάνσεις και αιφνίδιες αλλαγές απόψεων, έχει αποκληρώσει και στη συνέχεια εναγκαλίσει το παρελθόν του, παρέμεινε αυστηρά μονογαμικός ώσπου να τα βροντήξει όλα για μια εικοσιπεντάχρονη πιτσιρίκα, αρνείται να υποβληθεί σε μπότοξ αλλά διαθέτει αρμάδες καλλυντικών, εξεγείρεται ενάντια στα πάντα χωρίς ποτέ να γίνεται γκρινιάρης, αποπειράται επαναπροσεγγίσεις σε μουσικά ιδιώματα νεκρά όσο οι αρχαίες γλώσσες, στα οποία χαρίζει καινούργια ζωή.
Το μόνο που παραμένει απαράλλαχτο, είναι ο εξοπλισμός του: ο ενισχυτής Vox, η ηλεκτρική Rickenbacker, η κουφωτή Epiphone, που πια κυκλοφορεί σε μοντέλο με την υπογραφή του. Και εδώ θα ήταν καλό να σημειωθεί, πως παρά τα πάνω και τα κάτω που δικαιούται ένας καλλιτέχνης ανεξάντλητης παραγωγικότητας, παρά το φοβερό κέφι ή τις μελαγχολικές ενδοσκοπήσεις που εμπνέουν οι ερμηνείες του, ο Paul Weller μνημονεύεται και στο μέλλον θα μελετάται ως ένας από τους πλέον βιρτουόζους οργανοπαίκτες του κιθαριστικού hall of fame, ένας αρτίστας πρώτης γραμμής που θα φιγουράρει ανάμεσα στους τιτάνες. Ανάμεσα στον John Mayall, τον Eric Clapton, τον Peter Green, τον Jeff Beck, τον Jimmy Page, τον J.J. Cale. Τι άλλο να σας πω; Είναι Ιούλιος του 2020 και ο Paul Weller κυκλοφόρησε ένα καινούργιο άλμπουμ, πληθωρικό σαν τα βαθύτερα χρώματα του δειλινού. Το καλοκαίρι ακούμε «On Sunset».