Μουσικη

Στης Χαρούλας και στης Τάνιας

Μια βραδιά στην Άνοδο

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 470
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μαθαίνω, στην Άνοδο της Πειραιώς, στης Χαρούλας και στης Τάνιας, γίνεται τα Παρασκευοσάββατα κοσμοσυρροή. Τρέχουν οι πιστοί για το τάμα, θα δακρύσουν οι εικόνες λέει, θα ανάψουνε φωτιές, θα πέσουν βλέμματα, θα σκάσουν έρωτες. Με τόση αγάπη συσσωρευμένη σε μία μαρκίζα, ήταν επόμενο. Διψάει το πλήθος. Η κρίση δεν μας έφερε κοντά τους ανθρώπους όπως μας υποσχέθηκαν οι ποιητές, αλλά μείναμε σκυλιά στη νύχτα του Κεραμεικού να ζητάμε λίγη χαρούλα κουνώντας την ουρά. Μπουλουκιάζουνε λέει τα πούλμαν στην είσοδο, η φίλη μιας φίλης ενός φίλου έπαθε πάνικ ατάκ, της ψιθυρίζανε όλη τη δισκογραφία των δύο αγίων οι δικοί της, σαν ξεμάτιασμα, να την ηρεμήσουν.

Όταν πήγαμε εμείς δεν ήταν έτσι. Η Δήμητρα και η Ηρώ μας υποδέχτηκαν ταχύτατες και ευγενικές, μας πήραν από το χέρι και ελιχθήκαμε σαν αίλουροι μέσα στο εκκλησίασμα, άνοιγαν δίοδο ακολουθώντας το χάρτη και ξαφνικά βρεθήκαμε σε ένα τραπέζι από εκείνα τα καλά – τα γνωστά, που κάθεσαι απέναντι με τους φίλους σου και σε γωνία 110 μοιρών είναι η σκηνή, τόσο πρέπει να γυρνάς το κεφάλι για να δεις τον ντράμερ, αλλά αξίζει τον κόπο. Και επιτέλους έτσι είναι οι ναοί στην Ελλάδα, με τραπεζοκαθίσματα, ας το αποδεχτούμε πια να ησυχάσουμε.

Κλασικό μαγαζί-ναός η Άνοδος. Στο ημίφως της ατμόσφαιρας υπάρχει εκείνο το ηλεκτρισμένο ντριλ, το λίγο-πριν-την-αυλαία. Κάθεσαι, λες «αχ ωραία», τσεκάρεις φάτσες, βάζεις τις στάμπες σου, κάνεις τα κουμάντα σου, ανοίγεις το grindr σου, έρχονται οι πρώτες φιάλες, τα ξηροκάρπια, οι καλές δονήσεις, είσαι μπούτι με μπούτι με τους αγαπημένους σου. Στα μπαλκόνια και στα γύρω μπαρ, όρθιοι οι πιστοί, αφοσιωμένοι ακροατές των ραδιοφωνικών σταθμών, προσηλωμένοι στην εντέλεια της αγάπης τους για τη βαθύτητα της Αγίας Αλεξίου και την «αγία τρέλα» της Santa Τσανακλίδου.

Το κοινό συρρέει γιατί για πρώτη φορά αυτές οι δύο μεγάλες αγάπες συνυπάρχουν σε μία μουσική σκηνή. Είναι δύο τάσεις που έρχονται και, ζεσταμένες από τη θαλπωρή του ρεπερτορίου της η κάθε μία, ανθίζουν σε μία ιδανική στιγμή τεσσάρων ωρών και αμέτρητων τσιγάρων, όλα όσα έχεις καπνίσει στη ζωή σου κι έχουν κάψει τα δάχτυλά σου. Έτσι και στο κοινό, βλέπεις τους καμένους και τους αναγνωρίζεις: παλαιούς ερωτευμένους, καλοκαίρια των 80s, έμπειρους και αναχωρητές, νοικοκυρές που έκλαψαν με το ραδιόφωνο να παίζει, φοιτητές που κάποτε πήραν την επιφοίτηση, πενηντάρηδες με φύσημα, αμαζόνες αλλά και νεότερες συναγωνίστριες, τα ωραία τριαντάρια, μικρές καρδιές που λάμπουν στο σκοτάδι με τη χαρά και την έξαψη ακούγοντας τα τραγούδια που βρήκαν φυλαγμένα στα ιερά και όσια των μαμάδων τους. Τα βλέπεις έτοιμα να τα καταβροχθίσουν οι έρωτες, να τα ξεσκίσουν οι άγγελοι και λες μπράβο μικρά μου, είσαστε στο σωστό μέρος.

Ένα τέτοιο άγριο πάθος βγάζει η νύχτα με την Αλεξίου και την Τσανακλίδου. Η ορχήστρα, το εξαίρετο Nouveau Sextet (Θωμάς Κωνσταντίνου, Σωτήρης Λεμονίδης, Αλέξανδρος Αρκαδόπουλος, Δημήτρης Τσάκας, Κώστας Μερετάκης, Κώστας Κωνσταντίνου) και μαζί τους ο Παναγιώτης Τσεβάς και ο Δημήτρης Μπαρμπαγάλας, παίζουν δυνατά και ορμητικά, εν χορδαίς και οργάνοις να γκρεμίσουν το τείχος του ήχου και να κερδίσουν απνευστί τις καρδιές που πάλλουν στα τραπέζια και στα μπαλκόνια. Οι δύο φίλες ορμάνε τρέχοντας στη σκηνή, μέσα από τα κόκκινα φλογισμένα ριντό του Γιώργου Γαβαλά, ντυμένες στα μαύρα φυσικά, και αρχίζουν ένα γρήγορο, βροντερό ύμνο στη χαρά.

Πες το κι έγινε, Αν μ’αγαπάς, Τηλεφωνητής, Νύχτα της φωτιάς, Ο άνθρωπός μου, λίγο Μιχάλη Δέλτα – Μια αγάπη μικρή… Αγκαλιάζονται και είναι χαρούμενες, υπάρχει μία αίσθηση συνωμοσίας, είναι τρελές, είναι φίλες, είναι οικογένεια. Στα πρώτα τραπέζια-διάδρομους μπροστά τους είναι και οι φαμίλιες τους – γιοι, αδέρφια, σεφ, τραγουδιστές, ο Άρης Τσανακλίδης, ο Γιώργος Σαρρής, πι-αρ, λατρείες, συνεργάτες, και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Είναι συναυλία, όλοι στο κοινό υψώνουν το χέρι ηρωικά και κάνουν εκείνο το «άιντε πάμε» ή «δώσε» ή «φέρε», «έλαααα», «όι!», δεν ξέρω ακριβώς πώς να το πω, τι μου εμπνέει. Μέσα μου εύχομαι σε αυτή τη συναυλία να έχουμε και τις μικρές, εξομολογητικές στιγμές της.

Το σόλο της Τάνιας έχει τέτοιες στιγμές («επιτέλους συνεργαζόμαστε» λέει ενθουσιασμένη) και καθώς αραδιάζει τα ωραία της επάνω στη σκηνή, φαίνεται ξανά η θεατρίνα και ακούγεται ο ευεργετικός αέρας του Πηλίου στο εκτόπισμά της. Το χρώμα της μέρας, Σαββατόβραδο, Αλλιώτικη μέρα, Γυφτάκι, Καίγομαι, Πάτωμα, Ζελατίνα. «Δεν βλέπω και πολλούς αναπτήρες όμως» λέει το διπλανό μου μπούτι. Ναι, γιατί οι περισσότεροι τουιτάρουν με τα κινητά τους. Αυτά που βλέπεις και λάμπουν είναι οι ψυχές από μπαταρία, online απαθανατίζουν αυτό που ζουν. Πάντως, μία κοπέλα δίπλα μας, για πάντα όρθια από την ώρα που την είδαμε, κρατάει μόνιμα ψηλά το χέρι με αναπτήρα αναμμένο, αδιαφορώντας για την τεχνολογία. Είναι το τυχερό της bic, ξέρει με ακρίβεια κεραίας όλα τα λόγια των τραγουδιών, κυματίζει τραγουδώντας το κορμί της σ’ ένα δικό της κόσμο, στα μυωπικά γυαλιά αντανακλούν τα φώτα της σκηνής.

Έτσι. Αυτή η αφοσίωση είναι η ιδέα της βραδιάς. Το σόλο της Αλεξίου που ακολουθεί έχει το δικό του χαρακτήρα, είναι θεϊκό, έχει το βάθος και τον αντίλαλο της δύναμης και του ταξιδιού. Και μία μικρή, καθοριστική λεπτομέρεια: το χιούμορ της Χαρούλας. Αυτό που τόσο ανήσυχα όλοι όλα αυτά τα χρόνια φρόντιζαν να την πείσουν να φανερώσει, η ίδια το είχε για πάντα εκεί. Φαινόταν στις επιλογές της, στο ειδικό βάρος της φωνής της και, νομίζω, στο ζεστό, φωτεινό της βλέμμα. Κοιτάζει με τόσο θάρρος, σε κάνει να θέλεις να ανάψεις το bic σου κι εσύ. Βγαίνει τραγουδώντας Ζαμπέτα. Μάλιστα, κύριε. Και μετά αρχίζει να στροβιλίζεται με μάγισσες σε τάνγκο, σε μια πίστα από φώσφορο, σε μινόρε και φλαμένκο, σε μοιρολόγια και ιερό πυρετό. Καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά.

Είναι η ώρα που ανοίγονται τα δεύτερα μπουκάλια, βγαίνουν τα φλασκιά, φορτώνει μικρασία ο αέρας, εμφανίζονται τσιγάρα και γουίσκια και πάνω στη σκηνή. «Πάλι πίνεις;» «Θέλεις ένα;» «Πρόσεχε που καπνίζεις, θ’ ανοίξεις πάλι τρύπες στη μουσελίνα… Κάθε βράδυ καίει κι από ένα φόρεμα…». Η Γκαρσόνα, το Χαρικλάκι, Τα παιδιά της γειτονιάς, Ούζο όταν πιεις, είναι όλοι εκεί. Κι όσο φορτώνονται τα λόγια και η νύχτα αρχίζουν οι κραουνάκηδες, Μαμά γερνάω, Μοίρες, το Παπάκι του Άσιμου, έρχονται φαντάσματα, κοπάζει ο σαματάς, μερικά δάκρυα σκουπίζονται βιαστικά.

Είναι ωραίο να ξέρεις ότι τρέχουν και κάποια δάκρυα, κάποια νύχτα, εκεί στον ορυμαγδό της Πειραιώς. Μετά το θριαμβευτικό φινάλε και το όρθιο χειροκρότημα, βγαίνουμε στο κρύο. Χωνόμαστε σε ταξί, έρχεται και συνεπιβάτης. Μία κοπέλα, μόνη, φλύαρη, ενθουσιασμένη. «Ευχαριστώ που με πήρατε, είμαι πτώμα από την κούραση. Ταξίδευα όλη μέρα, ήρθα από την Ήπειρο για να τις δω. Τις λατρεύω. Αύριο θα πάω στον Χειλάκη».

Info: Anodos Live Stage, Πειραιώς 183, 210 3468100. Έναρξη: 22.00. Eίσοδος με μπίρα ή κρασί €12. Τιμή φιάλης κομπλέ: €160. Τιμή φιάλης κρασί: € 80. Κάθε Παρασκευή και Σάββατο από 7/2.

Φωτό: Ndp Photo Agency