- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο μικρούτσικος αποχαιρετισμός ενός τεράστιου Θάνου
Ιστορίες ζωής του συνθέτη που θεωρούσε το πιάνο «ως προέκταση του σώματός του». Και ένα αντίο στον Θάνο Μικρούτσικο.
Ο Θάνος Μικρούτσικος έφυγε από τη ζωή χθες το βράδυ σε ηλικία 72 ετών και η Έρρικα Ρούσσου τον αποχαιρετά με θύμησες από την τελευταία τους συνέντευξη.
Με μια ξεφτισμένη καπαρντίνα και ένα χλωμό καπέλο κάποτε, είχε βγει στη γωνία του σπιτιού του παριστάνοντας τον ζητιάνο. Η φωτογράφιση θυμάται πήγε περίφημα, ενώ η μπαλωμένη τσέπη από το πανωφόρι του κατέληξε κατά 90 ευρώ βαρύτερη. «Δεν με είχε καταλάβει κανείς» έλεγε και γελούσε. Γελούσε και έπινε γερές ρουφηξιές από την σχεδόν διάσημη πίπα του.
Έχουν περάσει 3,5 χρόνια από τότε που άκουσα για πρώτη φορά αυτήν την ιστορία. Ήμουν σπίτι του. Στο στενό εκείνο δρομάκι του Μετς. Μου είχε παίξει τους «7 Νάνους» στο πιάνο και είχα την τύχη να τον δω να μεταμορφώνεται από άνθρωπος σε πελώριος γίγαντας άψογος κουμανταδόρος της τράτας με το όνομα «μουσική» -από την πρώτη κιόλας νότα. Μου είχε εξηγήσει τον τίτλο «Εύχρηστα» σε κάποιους από τους φακέλους της εντυπωσιακά τακτοποιημένης και ταυτόχρονα χαώδους βιβλιοθήκης του (εκεί βρίσκονταν αποθηκευμένες οι συνεντεύξεις που ήθελε να θυμάται ή να ανατρέχει, είχε σημειώσεις, ακόμα και στίχους). Με είχε αφήσει για κάποιες ώρες να μπω στη ζωή του και να χαζέψω το άλμπουμ της ιστορίας του. Ή μάλλον των ιστοριών του.
Ο Θάνος Μικρούτσικος γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1947 ως το μέλος μιας «αστικής οικογένειας της πόλης». Ο παππούς του είχε ένα εργοστάσιο ζυμαρικών το οποίο το 1937 χρεοκόπησε και έτσι, στην οικογένεια «εμειναν τα νεοκλασικά σπίτια των Μικρούτσικων και η κουλτούρα». Στα τέσσερά του, έπαιξε την πρώτη του νότα, μια πράξη- αποτέλεσμα ενός μεγάλου έρωτα. «Η θεία μου, όντας πολύ ερωτευμένη με τον θείο μου ταξίδεψε μαζί του μέχρι το Ντάβος για να τον θεραπεύσει από την φυματίωση που τον βασάνιζε. Δεν κατάφεραν τίποτα. Ο θείος πέθανε και η θεία γύρισε σπίτι ανήμπορη να αποδεχτεί την απώλεια. Έκλεισε τα τρία πιάνα της και κλείστηκε και αυτή μαζί τους. Ήταν τρία πιάνα με ουρά. Ήταν σπουδαία πιανίστρια». Μια μέρα την επισκέφθηκε στο νεοκλασικό της που βρισκόταν στα 30 μέτρα από αυτό της γιαγιάς του για να της δώσει γλυκό του κουταλιού. Ανέβηκε στην αγκαλιά της 62 σκαλιά μέχρι που μπήκαν και οι δύο στο σπίτι και εκείνη του είπε: «“Θανασάκη, σήμερα αποφάσισα να παίξω για σένα”. Έπαιξε ένα κομμάτι που αργότερα έμαθα ότι ήταν Σούμπερτ. Ύστερα, γύρισε και μου είπε “τώρα, θα παίξεις και εσύ”. Με καθίζει λοιπόν στο πιάνο, βάζει το δεξί μου χέρι στα πλήκτρα του, τοποθετεί από πάνω το δικό της και αρχίζει να καθοδηγεί το κάθε μου δάχτυλο ώστε να παίξει την αρχική μελωδία». Από εκεί και πέρα, τον πήρε η μουσική. Ή καλύτερα όπως τον ακούω σχεδόν στα αυτιά τώρα να μου λέει συγκινημένος: «Έρρικα, αυτήν την ηλεκτρική εκκένωση, τη θεωρώ σημείο μηδέν της μουσικής μου».
Κάποια στιγμή στην πορεία του βρέθηκαν τα μαθηματικά τα οποία και λάτρεψε εξίσου. Είχε σίγουρη την ακαδημαϊκή καριέρα, παρόλα αυτά εκείνος πήρε το ρίσκο της μουσικής. Και σήμερα είμαστε εδώ για να τον ευχαριστήσουμε γι αυτήν του την επιλογή.
Λάτρεψε τον Καββαδία, πολέμησε τον καρκίνο, θέλησε να στηρίξει και όχι να στηριχτεί. Άλλαξε κόμματα, όχι συνήθειες. Ήταν η μουσική αλλά αντί για νότες, είχε πράξεις. Μαθηματικές πράξεις σε Λα ελάσσονα. Κάθε που έφερνε την πίπα του στο στόμα έμοιαζε με σοφό κάθε που την άφηνε στο τραπέζι, αποδείκνυε πως ήταν.
Η ρουτίνα της έμπνευσης
«Χέρι συνδεδεμένο με το μυαλό, συνδεδεμένο με την καρδιά. Ξυπνητήρι: “Ντριιιν”, επτά το πρωί, οκτώ, εννιά. Καφές, γραφείο. Καμιά ιδέα, καμιά έμπνευση. Κάθεσαι με το με το μολύβι και μουτζουρώνεις: Χέρι - μυαλό - καρδιά είναι ένα μηχάνημα, όποιο κινηθεί πρώτο».
Το ταλέντο
«Είμαι ευτυχής γιατί είμαι από τις τελευταίες περιπτώσεις που λειτούργησα σε μια εποχή ομοιογένειας, με αποτέλεσμα να μπορώ να λειτουργήσω πανελλαδικά. Αν έβγαινα σήμερα, με το ίδιο ταλέντο θα ήμουν μια μικρούτσικη περίπτωση».
Όσα συμπληρώνουν τα «μου αρέσει» του
«Θυμάμαι ένα ταξίδι με τη Μαρία στην Ισπανία και ένα πάλι μαζί της εκεί μαζί με τα παιδιά μας. Μου αρέσουν οι περίπατοι στο Παρίσι, μου αρέσει ένα χωριό στην Κρήτη. Μου αρέσει να βλέπω τους ποδοσφαιρικούς αγώνες της Μπαρτσελόνα. Μου αρέσει ένα καλό εστιατόριο στην Αθήνα. Και πάντοτε, μου αρέσει ένα ωραίο βιβλίο».
Οι συνομιλίες του με το χρόνο
«Μου αρέσει να συνομιλώ με τον χρόνο παρουσία του αέναου λιβυκού πελάγους. Μου λέει “θα σε κερδίσω όπως τους κερδίζω όλους” του απαντώ “το ξέρω αλλά ηρέμησε και προετοιμάσου για επόμενα χτυπήματα που θα σου δώσω εγώ μέχρι να με ρίξεις κάτω”».
Οι γυναίκες - γυναίκα του
«Οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη στις γυναίκες που έχω περπατήσει μαζί τους. Έλεγα στη Μαρία ότι “δεν πρέπει να σε πειράξει αν ποτέ πω: πρώτα η μουσική. Δεν είναι ακριβώς πρώτα και χωρίς τη μουσική θα ήμουν άλλος. Και χωρίς εσένα όμως, άλλος θα ήμουν”».
Η μουσική
«Πες πως παρακολουθούμε ένα φιλμ σε ένα σινεμά. Όσο ενδιαφέρον και αν είναι, υπάρχει περίπτωση και μου έχει συμβεί να σκέφτομαι πού άφησα το χαρτί με την παρτιτούρα».
Η πολιτική
«Ήμουν πολιτικοποιημένος άνθρωπος σχεδόν πριν από τα εφηβικά μου χρόνια» Γι αυτό μεταξύ των «ναι» που είπε, είπε και πάρα πολλά όχι. Για τότε στο Υπουργείο Πολιτισμού είχε να πει το εξής: «Όταν μπαίνεις σε μια διαδικασία μηχανής που αλέθει δεν ξέρεις πώς καταλήγεις. Εγώ είχα συνηθίσει ότι τον πρώτο λόγο τον έχει ο συνθέτης. Εκεί, τον πρώτο λόγο τον είχε το star system».
Ένα σύνθημα
«Ένα βράδυ περπατούσα με το σκυλί μου, τη Σίλα και βλέπω στον απέναντι τοίχο του δρόμου τρεις πιτσιρικάδες να γράφουν ένα σύνθημα. Ήταν μια κοπέλα και δυο αγόρια. Τους πλησίασα αρχικά για να τους ψιλομαλώσω. Όταν έφτασα τόσο κοντά ώστε να διαβάσω τι έγραφαν, τους φίλησα. “Μόνος σου μπορείς να τρέξεις γρήγορα, μαζί όμως μπορεί να πάμε μακριά”. Το προτείνω και το λέω από τότε».
Μια επιθυμία
«Και άμα μου πεις, “τα έχεις όλα ρε μπαγάσα τι άλλο θες;” θα σου πω ότι στο επόμενο έργο θέλω να ξεπεράσω τα όριά μου. Στους “Επτά Νάνους” το κάνω αυτό». Θεωρεί το πιάνο προέκταση του χεριού μου. «Αυτή τη φράση Έρρικα, το “πεθαίνω και ξαναγεννιέμαι” στη σκηνή που είναι βαρύγδουπη και ίσως την ακούσεις από κάποιον καλλιτέχνη δήθεν, στην περίπτωσή μου, στους “Επτά Νάνους” ισχύει».
Με αυτούς τους Νάνους οφείλει να κλείσει το σημερινό κείμενο. Ίσως και όλα τα επόμενα ή τα προηγούμενα που γράφτηκαν ή θα γραφτούν. Ίσως και όλες οι μελωδίες που φέρνουμε ως σκέψεις κάθε φορά που θα τον συλλογιζόμαστε. Έτσι, η αλήθεια του θα γίνει και δική μας και έτσι, η αθανασία θα είναι πλέον κάτι παραπάνω από μια βαρύγδουπη λέξη που συνοδεύει έναν καλλιτέχνη που δεν θέλαμε να φύγει.
υ.γ.: Η συνέντευξή μου με τον Θάνο Μικρούτσικο είχε πρωτοδημοσιευθεί στο Oneman και αναδημοσιευθεί σε αρκετά μέσα του έντυπου και του διαδικτυακού τύπου.
Και άλλο ένα υ.γ.: Εκείνη τη μέρα, παίρνοντας τη μεγάλη κατηφόρα από το σπίτι του προς τη δουλειά ένιωσα πραγματική χαρά για τη δουλειά που κάνω. Γιατί έχω τη δυνατότητα να γνωρίζω ή -να προλαβαίνω να γνωρίσω- ανθρώπους όπως ο Θάνος Μικρούτσικος. Αυτή ήταν και παραμένει μια από τις αγαπημένες μου συνεντεύξεις και εκείνη που συνηθίζω να προτείνω όταν μου ζητούν να διαβάσουν «κάτι δικό μου». Τώρα που γράφω είναι 2.30 το πρωί και νομίζω ότι μαζί με τη βροχή ακούγεται κάπου αχνά μια μελωδία γνώριμη. Είναι το πιάνο του. Και παίζει τους «7 Νάνους».