Μουσικη

Το πολύχρωμο Jukebox του Νίκου Πορτοκάλογλου

«Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω την καθημερινότητα πιστεύοντας πως το μέλλον είναι μαύρο»

Δημήτρης Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 726
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη του Νίκου Πορτοκάλογλου με αφορμή την παράσταση «Jukebox» με τους Μπλε, Δρογώση, Κίτρινα Ποδήλατα, Διαγγελάκη στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο

Γεμάτο «με τραγούδια που μας μεγάλωσαν» από διαφορετικές εποχές και γλώσσες, πολύχρωμο, εορταστικό, το «Jukebox» του Νίκου Πορτοκάλογλου ξεκινά να παίζει από το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Μαζί με τους Μπλε, τον Στάθη Δρογώση, τα Κίτρινα Ποδήλατα, την Αγάπη Διαγγελάκη και τον Βύρωνα Τσουράπη. Λίγο πριν την πρεμιέρα μιλά στην ATHENS VOICE για τη νέα παράσταση, τις δικές του μουσικές αναμνήσεις και το μέλλον.

Aπό την εποχή του jukebox στους καιρούς των smartphones, τι άλλαξε στη μουσική και στον τρόπο που οι άνθρωποι τη βιώνουν;
Η ιστορία της ηχογραφημένης μουσικής είναι υπόθεση μόλις ενός αιώνα. Πιο πριν ο μόνος τρόπος να ακούσεις μουσική ήταν η ζωντανή ορχήστρα. Η όπερα, οι συναυλίες, τα καφέ αμάν, τα πανηγύρια στα χωριά και πάει λέγοντας. Από τη στιγμή που άρχισε η μουσική να ηχογραφείται γίνεται όλο και πιο εύκολα προσβάσιμη: από τον φωνογράφο και το πικάπ στο walkman και τέλος στο διαδίκτυο. Και μάλιστα δωρεάν. Τζάμπα. Ωραία είναι η εύκολη πρόσβαση, αλλά όλα τα ωραία στη ζωή έχουν ένα κόστος. Άμα είναι εντελώς τζάμπα δεν τα εκτιμάς.

Θυμάσαι το πρώτο άλμπουμ που αγόρασες;
Βέβαια. Πρέπει να ήμουν γύρω στα 10. Με είχε πάει ένας θείος μου σε ένα δισκάδικο να διαλέξω ένα δίσκο για δώρο. Το μαγαζί είχε άφθονα λαϊκά αλλά μόνο δύο «μοντέρνα»: το «Sgt Pepper’s Lonely Hearts Club Band» των Beatles, που προφανώς μόλις είχε κυκλοφορήσει, και το τελευταίο του Al Bano που είχε μέσα «Το κορίτσι του φίλου μου» στα ιταλικά. Και βέβαια στα δέκα οι Beatles μου φάνηκαν πολύ κουλτουριάρηδες και διάλεξα τον Al Bano.

Τι σε έκανε να πιάσεις μια κιθάρα στα χέρια και να αρχίσεις να τραγουδάς;
Κυρίως οι Beatles. Γιατί λίγα χρόνια αργότερα έφερε στο σπίτι ο αδερφός μου, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, κάποιους μαγικούς δίσκους που άλλαξαν τη ζωή μου για πάντα. Ανάμεσά τους ήταν και το «White Αlbum». Εξακολουθεί να είναι για μένα η πιο υπέροχη και μυστηριώδης μουσική που έχω ακούσει. Και συνειδητοποιώ με τα χρόνια πως σε εκείνη την τρυφερή ηλικία, ο δίσκος αυτός ήταν για μένα η τέλεια μουσική διαπαιδαγώγηση. Γιατί ήταν ένα αλλοπρόσαλλο αριστούργημα που περιφρονούσε κάθε μουσική «συνέπεια» και κάθε πολιτική ορθότητα. Blues, country, rock ’n roll, παλιομοδίτικα μιούζικαλ, μπαρόκ, ψυχεδέλεια και πολλά άλλα συνυπήρχαν με απόλυτη φυσικότητα μαθαίνοντάς μου πως η μουσική είναι μία. Όχι θεωρητικά, αλλά στην πράξη. Και επιπλέον ένιωθα πως οι τύποι αυτοί σίγουρα ζούσαν την πιο συναρπαστική περιπέτεια. Ε, πώς να μη θέλω να πιάσω και γω μια κιθάρα και να προσπαθήσω να τους μοιάσω;

Μίλησέ μας για το «Jukebox - Τα τραγούδια που μας μεγάλωσαν», την παράσταση που ετοίμασες για το Γυάλινο Μουσικό Θέατρο και την επιλογή των συνεργατών σου...
Η ιδέα ξεκίνησε στις συζητήσεις που κάναμε στη διάρκεια της καλοκαιρινής περιοδείας με τον Λαυρέντη. Από τη στιγμή που τον χάσαμε έτσι ξαφνικά, ή μάλλον αρκετά μετά το αρχικό σοκ, αποφάσισα να το κάνω μόνος μου. Να διηγηθώ την ιστορία μου μέσα από τα πρώτα τραγούδια που άκουσα στα χιλιάδες τζουκ μποξ που υπήρχαν παντού, στο ραδιόφωνο, στις παρέες, τα πρώτα δισκάκια που αγόρασα, τα πρώτα που χορέψαμε στα πάρτι. Τα τραγούδια που μας μεγάλωσαν, όπως λέει και ο υπότιτλος. Τη γενιά μου αλλά και τις επόμενες. Και εδώ έρχεται η συνδρομή των Μπλε, των Κίτρινων Ποδηλάτων και του Στάθη Δρογώση, που εκτός από εξαιρετικοί τραγουδοποιοί είναι και σπάνιοι ερμηνευτές, ο καθένας με τον δικό του πολύ προσωπικό χαρακτήρα. Ερμηνεύουν και αυτοί απρόσμενα τραγούδια που τους σημάδεψαν. Από ρεμπέτικα μέχρι ντίσκο και από ροκ εν ρολ και ρέγγε μέχρι ελαφρά και βαριά λαϊκά. Αν προσθέσεις και τους σταθερούς αγαπημένους μου συνεργάτες, την Αγάπη Διαγγελάκη, τον Βύρωνα Τσουράπη, τον Ηλία Λαμπρόπουλο και τον Δημήτρη Καλονάρο, που είναι σπουδαίοι μουσικοί και τραγουδιστές, έχουμε έναν πολυπρόσωπο θίασο που παρουσιάζει ένα ιδιότυπο, διαδραστικό και λίγο σουρεαλιστικό μιούζικαλ. Και βέβαια, η παράσταση αυτή είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Λαυρέντη μας.

Σκέφτηκες ποτέ να τα παρατήσεις; Αν δεν κάνω λάθος μετά τη διάλυση των Φατμέ πέρασες δύσκολες στιγμές. Τι ήταν αυτό που σε έκανε να συνεχίσεις;
Ναι, το σκέφτηκα σε εκείνη την περίοδο που λες. Γιατί τίποτα δεν μου πήγαινε καλά και η δουλειά μου, η μουσική, από πηγή χαράς έγινε πηγή πίκρας και παράπονου. Και δεν μου αρέσει καθόλου ο εαυτός μου σε ρόλο παραπονιάρη και γκρινιάρη. Σκέφτηκα, λοιπόν, πολύ νέος είμαι ακόμη, μπορώ να κάνω κάτι άλλο από δω και πέρα και να ησυχάσω από αυτό το βάσανο. Ένα τραγούδι όμως με συνέφερε. Ένα τραγούδι από αυτά που ξεπετάγονται από μέσα σου σαν χείμαρρος εντελώς απρόσκλητα: «από πείσμα και τρέλα θα ζω σε τούτη τη χώρα, ώσπου να βρω νερό, γιατί ανήκω εδώ». Ήταν σαν να είχε αποφασίσει κάποιος άλλος μέσα μου, χωρίς να με ρωτήσει.

Είσαι από τους πνευματικούς ανθρώπους που στα χρόνια της κρίσης δεν επένδυσες στον διχασμό, εκφράζοντας αντιδημοφιλείς απόψεις. Λίγο πριν έρθει το 2020, τι θα θυμάσαι από αυτή τη δεκαετία;
Τον διχασμό, τη μισαλλοδοξία, την εχθροπάθεια και την κατάθλιψη, με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του ’12 που αισθανόμουν πως ήμασταν έτοιμοι να αυτοκτονήσουμε. Λόγω αγανάκτησης. Θύμωσε ο καλόγερος κι έκαψε τα γένια του, όπως έλεγε η μάνα μου.

Τι συμβαίνει με τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών στην Ελλάδα και την ΑΕΠΙ;
Το ίδιο ακριβώς έργο με τον καλόγερο. Μόνο που εκεί δεν έγινε η κωλοτούμπα της τελευταίας στιγμής και όντως αυτοκτονήσαμε. Αντί να πάρουμε την ΑΕΠΙ από τους διεφθαρμένους ιδιοκτήτες, χωρίς να κλείσει ούτε για μια μέρα ο οργανισμός, κάποιοι επέμεναν πως η λύση ήταν να κλείσει και να μας σώσει το κράτος. Και τώρα, όπως γίνεται μετά από κάθε θεομηνία στην Ελλάδα, φωνάζουν «πού είναι το κράτος;» Πολύς κόσμος νομίζει πως οι δημιουργοί είναι μια προνομιούχα τάξη που βγάζει χρήμα με ουρά. Η πραγματικότητα είναι πως η δουλειά μας τα τελευταία χρόνια είναι ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Η δισκογραφία έχει καταρρεύσει πλήρως από καιρό και τώρα ακολούθησαν και τα πνευματικά δικαιώματα, αυτό δηλαδή που σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο είναι το σταθερό εισόδημα των δημιουργών. Όσοι δεν είναι ερμηνευτές και δεν έχουν πρόσβαση στο live, που είναι η μοναδική πηγή εσόδων, είναι σε κυριολεκτικά τραγική κατάσταση. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη για να φτάσουμε σε μια νέα κανονικότητα.

«Αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά» έχεις γράψει. Τελείωσε η μεταπολίτευση ή όχι, κατά τη γνώμη σου;
Αν μεταπολίτευση σημαίνει σοσιαλισμός με τα λεφτά των άλλων, επανάσταση του καφενείου και του αμφιθέατρου και αδιαμφισβήτητο ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς, ναι, νομίζω πως τελείωσε από τη στιγμή που αυτή η αριστερά έγινε κυβέρνηση. Και η φαντασίωση της γενιάς της μεταπολίτευσης και όλων των επόμενων συγκρούστηκε με την πραγματικότητα. Τώρα πια δεν υπάρχουν ιδεολογικά άλλοθι, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Τέρμα οι θεωρίες. Ο καθένας θα κριθεί μόνο για τις πράξεις του.

Μπορείς να ξεχωρίσεις κάποια από τις χιλιάδες συναυλίες που έχεις δώσει;
Μπορώ να θυμηθώ πολλές ξεχωριστές βραδιές για διάφορους λόγους. Νομίζω όμως πως η συναυλία που θα θυμάμαι για πάντα είναι η τελευταία που κάναμε με τον Λαυρέντη στην πατρίδα μας, τον Βόλο. Στο τέλος της βραδιάς ήμασταν και οι δύο πολύ συγκινημένοι και χαρούμενοι. Λέγαμε πόσο τυχεροί άνθρωποι είμαστε που μετά από τόσα χρόνια ακόμη ταξιδεύουμε και τραγουδάμε και ο κόσμος ακόμη μας αγαπάει και δεν μας έχει βαρεθεί και κάναμε σχέδια για τον χειμώνα. Μετά από δυο μέρες τον χάσαμε.

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για το ροκ εν ρολ;
Πως για να είσαι καλός σ’ αυτό πρέπει να είσαι καταραμένος, κατατρεγμένος και σακατεμένος από αλκοόλ και ναρκωτικά. Αν εξαιρέσεις κάποιους που ακολούθησαν αυτή τη συνταγή και πέθαναν πολύ νέοι και κάποιους λίγους που άντεξαν σαν τον Κιθ Ρίτσαρντς, όλοι οι μεγάλοι ρόκερς έκαναν σπουδαία μουσική ζώντας κανονική ζωή και μεγαλώνοντας παιδιά και εγγόνια. Αν αυτό ξενερώνει κάποιους και τους χαλάει τον μύθο, ζητώ ταπεινά συγνώμη.

Πώς αισθάνθηκες το 1990, όταν τελείωσαν οι ηχογραφήσεις για τις «Φωνές»;
Α, μεγάλη χαρά, γιατί ένιωθα πως άνοιγα μια νέα σελίδα στη ζωή μου και στη δουλειά μου. Ένιωθα επίσης πως εξερευνούσα νέα τοπία στη μουσική και στον στίχο μου και ανυπομονούσα να μοιραστώ αυτή τη χαρά με τον κόσμο. Τελικά διαπίστωσα πως ο κόσμος παραδόξως δεν ένιωθε την ίδια ανυπομονησία. Για την ακρίβεια, ένιωθε απόλυτη αδιαφορία. Ήταν από πιο ανώμαλες προσγειώσεις της ζωής μου. Και από τις πιο διδακτικές.

Έζησες τη γενιά των λουλουδιών και δημιούργησες στην Ελλάδα της γαρδένιας. Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπισες;
Ήταν δύσκολο στοίχημα: να επιβιώσω καλλιτεχνικά και να επικοινωνήσω με το ευρύ κοινό, χωρίς γαρδένιες, σαμπάνιες και σπασίματα πιάτων. Να δημιουργήσω ένα δικό μου είδος λαϊκού τραγουδιού χωρίς όλα αυτά τα ενοχλητικά στερεότυπα που το συνόδευαν. Το ότι τα κατάφερα κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, όπως και αρκετοί συνάδελφοι, το θεωρώ θαύμα.

Επιστροφή στο μέλλον. Βλέπεις να έρχονται καλύτερες μέρες για τη χώρα;
Ο προφήτης του Αρκά λέει πως όταν ο Θεός δίνει σε κάποιον το χάρισμα της πρόβλεψης του μέλλοντος πρέπει να τον εφοδιάζει και με πολλά κουτιά αντικαταθλιπτικά. Εγώ δεν είμαι τόσο απαισιόδοξος, αλλά ειλικρινά δεν έχω ιδέα. Απλώς έχω ανάγκη να ελπίζω σε κάτι καλύτερο. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω την καθημερινότητα πιστεύοντας πως το μέλλον είναι μαύρο.

Πιστεύεις σε κάποιο Θεό ή όχι; Τι σου δίνει ελπίδα σε αυτή τη ζωή;
Μου άρεσε πάντα αυτό που λέει ο Καμί: Προτιμώ να ζήσω σαν να υπάρχει Θεός για να πεθάνω και να ανακαλύψω πως δεν υπάρχει, παρά να ζήσω σαν να μην υπάρχει Θεός για να πεθάνω και να ανακαλύψω πως υπάρχει.

Είμαστε περαστικοί στον πλανήτη Γη αλλά μπορούμε να αφήσουμε πράγματα στους επόμενους. Έχεις σκεφτεί ποτέ πώς θα ήθελες να σε θυμούνται, όταν δεν θα κατοικείς εδώ; Σαν κάποιον που έγραψε μερικά τραγούδια που άγγιξαν και συγκίνησαν τους συνταξιδιώτες του σε αυτό το σύντομο και συναρπαστικό ταξίδι. Και οι πιο κοντινοί μου σαν ένα τυχερό άνθρωπο που έδωσε και πήρε πολλή αγάπη.

«Σε ένα πάρτι εκεί ψηλά με κλαρίνα ηλεκτρικά, παίζει ο Χέντριξ με Χαλκιά και γουστάρουν τα παιδιά». Το «Εισιτήριο» ακούστηκε πολύ και ήταν ηχητικά άκρως πολυσυλλεκτικό. Είσαι σε φάση που ετοιμάζεις νέο άλμπουμ;
Ναι, ναι, επιτέλους μετά από δυο χρόνια δημιουργικού τέλματος γράφω καινούργια τραγούδια και νιώθω πάλι αυτή τη σπάνια ευεξία. Σιγά-σιγά μόλις αρχίσουμε τις παραστάσεις και τελειώσουν οι ατελείωτες πρόβες, θα αρχίσω να τα ηχογραφώ.

Ποιον ορισμό δίνεις στην επιτυχία;
Για να παραφράσω τον υπέροχο Γκράουτσο Μαρξ: επιτυχία είναι να θες να γίνεις μέλος μιας λέσχης που έχει μέλος έναν τύπο σαν και σένα.


Δείτε περισσότερα για την παράσταση «Jukebox - Τα τραγούδια που μας μεγάλωσαν» στο Guide της ATHENS VOICE.