Μουσικη

O Σταμάτης Κόκοτας και οι ιστορίες της ζωής του

Στης Ακρόπολης τα μέρη, ο Ωνάσης, η καφέ Λαμποργκίνι κι ο Τσιτσάνης

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 717
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Σταμάτης Κόκοτας έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών - Διαβάστε όσα είχε πει για τη ζωή του στην Athens Voice και τον Γιάννη Νένε

Μπορεί να έγινε μία cult φιγούρα την περίοδο της χρυσής εποχής του λαϊκού τραγουδιού στις μεγάλες πίστες, αλλά δεν ήταν οι φαβορίτες του, ούτε τα κύπελλα σε αγώνες ταχύτητας αυτοκινήτων που του έδωσαν αυτό το στάτους. Ήταν μία γλυκιά φωνή που ξεχώριζε μέσα στο ανεβασμένο volume των μαγαζιών για τα υπέροχα τραγούδια που έχει τραγουδήσει, με την ευλογία του Ξαρχάκου που τον πρωτοδιάλεξε για να ερμηνεύσει τα τραγούδια σε στίχους του Νίκου Γκάτσου στο ιστορικό άλμπουμ «Στου Όθωνα τα χρόνια». Ακολούθησαν οι μεγαλύτεροι έλληνες συνθέτες που του πρόσφεραν δυνατά κομμάτια και εκείνος τους έδινε την έξτρα αξία τους. 

Τον συνάντησα στο αγαπημένο του στέκι, σε μία κλασική 70s καφετέρια-μπαρ στη Συγγρού, ενώ ο κόσμος ερχόταν και του έσφιγγε το χέρι. Ένας άψογος κύριος, με το δικό του timing, που μιλάει με σεβασμό για όλους, χρησιμοποιεί ένα συντακτικό και παύσεις που μοιάζουν με στίχους, και λέξεις όμορφες όπως «γραμμοφώνησα έναν δίσκο».

O Σταμάτης Kόκοτας με τα δικά του λόγια

«Εδώ συχνάζω πότε-πότε, έρχομαι από το Φάληρο αλλά έχω γεννηθεί στο κέντρο της Αθήνας, στο μαιευτήριο της Μαρίκας Ηλιάδου. Πρώτα έμενα Κολωνάκι αλλά εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια έχω έρθει στο Φάληρο. Η γειτονιά μου όμως ήταν στου Ζωγράφου. Είχα πολύ απλά παιδικά χρόνια, όπως κάθε παιδί. Όταν μεγάλωσα λίγο μου άρεσε η κιθάρα. Όχι, δεν ήμουνα μέσα στο ροκ εν’ ρολ. Είχα περιοριστεί στην κιθάρα μου απλώς. Έπαιζα σπανιόλικα τραγούδια που μου άρεσαν. Κι αυτό με βοήθησε αργότερα, η σπουδή στην καλλιτεχνία γενικότερα. Μαθαίνεις ανώτερα, πολύ δύσκολα πράγματα από μεγάλους καλλιτέχνες και σιγά-σιγά κάτι μένει και σε σένα. Αν είσαι πάρα πολύ επιδέξιος, μένουν όλα. Δεν φεύγει τίποτα».

«Η ερμηνεία μου στα τραγούδια είναι κάτι προσωπικό, δεν είναι θέμα στιλ. Έτσι γεννήθηκα. Ο καθένας μας γεννιέται με μια φωνή, με δυο μάτια, με δυο χέρια και δυο πόδια. Έτσι κι εγώ. Δεν αλλάζει σε τίποτα. Αλλά το θέμα της καλλιτεχνίας είχε μιλήσει από πολύ νωρίς για μένα. Τώρα, πώς έγινε, δεν μπορώ να καταλάβω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ξημεροβραδιαζόμουνα με την κιθάρα. Κάποτε άνοιξαν και οι πόρτες που δεν περίμενα: γνωριμίες. Με εσάς, με τον ένα κύριο, με τον άλλο κύριο οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το καλλιτεχνικό στερέωμα. Ας πούμε ο Οικονομίδης. Η πρώτη μου εμφάνιση έγινε στο Άλσος του Γιώργου Οικονομίδη, στο Πεδίον του Άρεως, στον διαγωνισμό ταλέντων του. Ήταν τότε η μεγαλύτερη πόρτα που θα μπορούσε ένας καλλιτέχνης να μπει για να διακριθεί. Αυτό περίμενα κι εγώ. Δεν θυμάμαι τι είχα τραγουδήσει αλλά φρόντισα να έχω ένα άλφα ρεπερτόριο. Κι έτσι έγινε. Το αστέρι ήτανε μεγάλο. Ξεκίνησε από του Ζωγράφου κι έφτασε μέχρι τη Γαλλία, την Αγγλία, και πού δεν πήγα. Γραμμοφώνησα και στο εξωτερικό».

Μία από τις μεγάλες επιτυχίες του Σταμάτη Κόκοτα ήταν και το 45άρι single (δυσεύρετο τώρα) που ηχογράφησε τραγουδώντας στα γαλλικά «Τα δάκρυά μου είναι καυτά» των Ξαρχάκου - Γκούφα, με τίτλο «Ne leur dis pas» και το «Στρώσε το στρώμα σου για δυo» του Μίκη Θεοδωράκη, που το ερμήνευσε και το 2018 στη μεγάλη συναυλία προς τιμή του συνθέτη. 

«Κι έτσι έγινε ο Σταμάτης. Το λαϊκό τραγούδι, που βασιλεύει εδώ και πολλά χρόνια, είναι θρησκεία, δεν είναι παίξε γέλασε. Και μπορώ να πω, το υπηρέτησαν πολύ άξιοι άνθρωποι σαν τον Τσιτσάνη, σαν τον Καλδάρα… Ο Τσιτσάνης με αγαπούσε πάρα πολύ. Άμα θα πάτε τώρα στο σπίτι του, εκεί που κοιμότανε δίπλα, στο κομοδίνο του, υπάρχει μία φωτογραφία μας, εγώ κι αυτός. Θα ’ναι και πενήντα χρόνια εκεί. Ήμασταν τόσο φίλοι που ήμουν “υποχρεωμένος”, μια φορά τον μήνα, να πηγαίνω να τρώμε μαζί. Με καλούσε στο σπίτι του. Ευγενέστατος άνθρωπος. Εξαιρετικός κύριος και πολύ μεγάλος στο είδος του. Σε αυτό που λέμε σύνθεση».

©Θανάσης Καρατζάς

O Σταμάτης Kόκοτας και οι φίλοι του

«Φίλοι μου ήταν όλοι. Ο Ξαρχάκος όμως ήταν αυτός που με επέλεξε, με συνέστησε στον κύριο Λαμπρόπουλο (της δισκογραφικής εταιρείας Columbia) κι από κει και πέρα ανοίξανε οι μεγάλοι δρόμοι για μένα. Έφτασα κάπου και μετά όλοι οι μεγάλοι συνθέτες της Ελλάδας ήθελαν να γραμμοφωνήσουν μαζί μου. Διάλεγα τα τραγούδια. Ποια νομίζω ότι έπρεπε να πω και ποια όχι. Έκανα συμβόλαιο με τον κύριο Λαμπρόπουλο, ο οποίος μου φέρθηκε όπως πρέπει και κάτι παραπάνω, ποτέ δεν με στεναχώρησε, ποτέ δεν είπαμε μία στραβή κουβέντα αναμεταξύ μας… Είχα μία καριέρα ομαλή, από τις λίγες. Στα 40 χρόνια συνεργασίας μας μου έδωσε πολλές δικαιοδοσίες. Τίποτα δεν μεταχειρίστηκα, το μόνο που ζήτησα ήταν ένα δωματιάκι να κάνουμε τις πρόβες μας με τον κάθε συνθέτη που ήθελε να μου περάσει ένα τραγούδι, να μου το μάθει».

«Στο τραγούδι, το κάθε στιλ έχει και ένα χρονικό διάστημα. Το “βαρύ” στιλ είχε και αυτό την περίοδό του. Εμένα, όταν ο Σταύρος Ξαρχάκος με πρωτοσυνάντησε, κατενθουσιάστηκε και μου λέει «θα κάνουμε δίσκο». Του λέω “ευχαρίστως”. Από τότε μέχρι τώρα, εδώ είμαι, στρατιώτης. Και κάναμε το “Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη…”. Ο Νίκος Γκάτσος, που έγραψε τους στίχους, μου είχε πει “Σταματάκο, είμαι τόσο ευχαριστημένος με αυτά που ακούω που δεν μπορώ να σου πω κουβέντα”. Ευγενέστατος άνθρωπος και μεγάλος ποιητής».

O Σταμάτης Kόκοτας και ο Ωνάσης

«Ο κύριος Ωνάσης ήταν ένας καταπληκτικός άντρας, πολύ σωστός, μεγάλος επιχειρηματίας, ένα τρομερό μυαλό, μπορεί να πει κανείς. Η Μαρία Κάλλας ήταν αυτή που ήταν, αυτή που ξέρουμε όλοι, η Θεά Μαρία. Πάρα πολύ καλή κυρία. Να είχε διαφορετική αντιμετώπιση προς εμάς; Αστειεύεστε; Στο κρεβάτι της να καθότανε, τον Κόκοτα άκουγε. Και μου τα τραγουδούσε την άλλη μέρα με εκείνο τον τόνο της φωνής που ήταν δέκα οκτάβες πιο ψηλά από μένα (μιμείται τη φωνή της Κάλλας). Μου έλεγε: “Πολύ ωραίο αυτό. Κι αυτό μ’ αρέσει. Και εκείνο μ’ αρέσει”. Στην Αγγλία, στο Σόθμπις επουλήθησαν 6 λονγκ-πλέι δικά μου, μέσα στα πράγματα της Μαρίας. Με την υπογραφή μου, βέβαια. Και την Τζάκι είχα γνωρίσει. Κάθε βράδυ μαζί ήμασταν. Ήταν μία καλή κοπέλα η οποία είχε, πώς να το πω, όχι αγάπη, κάπως αλλιώς πρέπει να λέγεται, δεν ξέρω… ένα συναίσθημα μεγάλης υπακοής προς τον κύριο Ωνάση, αυτό είχα δει εγώ. Ένα μεγάλο αίσθημα. Κι εκείνος δεν έχανε ώρα και λεπτό: αφότου έφυγε η Μαρία και πήγε στο Παρίσι, μπόρεσε και είδε όπως πρέπει την αγάπη από όλες της τις όψεις».

«Τις φαβορίτες δεν τις είχα από την αρχή που βγήκα. Μετά μού ήρθε, πώς να το πω, έπρεπε κάπως να επισημοποιήσω τον εαυτό μου. Και ήρθε από μόνο του. Και τις άφησα. Και πέσαν οι Αμερικάνοι με τα εκατομμύρια για να μου τις κόψουνε και να διαφημίσω κάποια ξυραφάκια. Εγώ τους είπα: “Δεν είμαι για τέτοια πράγματα. Αν θέλετε, εδώ στην Ομόνοια υπάρχει σιντριβάνι. Να σας πάω και να σας λούσω όλους με 50 κιλά Tide –πώς το λένε– για να το διαφημίσουμε”. Στο ντύσιμο ήμουν πάντα περιποιημένος. Ακολουθούσα τη μόδα. Πάρα πολύ καλά ντυμένος, μπορώ να πω. Από χρώματα φορούσα ό,τι ήταν στη μόδα. Και δεν είχα ράφτη. Έπαιρνα έτοιμα».

«Σήμερα ακούω όλες τις μουσικές. Αλλά εκείνο που με διακρίνει είναι, αν θα συζητήσουμε για κάποιο τραγούδι, σε εσάς που το έχετε γράψει, εγώ θα σας πω πράγματα που δεν τα περιμένατε. Σαν να το ’χω γράψει εγώ. Ξέρω. Έμαθα πια, από τα πάρα πολλά χρόνια, τις συγκινήσεις από διάφορους ήχους που άκουσα. Γράφτηκε μέσα μου πια. Οπότε δεν μπορώ να γελαστώ με ένα τραγουδάκι. Αυτά είναι τα τραγουδάκια, αυτά είναι τα τραγουδούλια, κι αυτές είναι οι τραγουδάρες. Τα έχω βάλει στη θέση τους και ο συνθέτης, άμα θα μιλήσει μαζί μου, τον έχω κατατάξει εκεί που πρέπει».

«Στον γιο μου, τον Δημήτρη, άρεσε πολύ το τραγούδι και παρά τις φωνές τις δικές μου, το ακολούθησε. Δεν ξέρω… κάτι άλλο ήθελα γι’ αυτόν. Αλλά το αγαπούσε πάρα πολύ. Εγώ προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι είναι δύσκολο πράγμα, κοίτα να κάνεις κάτι άλλο, κι αυτός πήγε και πήρε και κιθάρα κι άρχισε και μελετούσε. Σήμερα έχει γίνει ένας καλλιτέχνης που δεν το περίμενα ούτε εγώ. Έχει πολλά αβαντάζ και δεν νομίζω ότι με χρειάζεται για να τον συμβουλεύω. Είναι μεγάλο ταλέντο ο Δημήτρης. Προσπαθώ μόνο να το κρατάω κάπως μακριά, διαφορετικά θα έσκαγε γιατί δεν γραμμοφωνεί κάθε μέρα».

«Όπως όλος ο κόσμος έτσι κι εγώ έγινα Παναθηναϊκός. Γιατί δεν έγινα Ολυμπιακός; Δεν ξέρω. Όποτε μπορούσα πήγαινα, ακολουθούσα την ομάδα, είχα φίλο τον προπονητή του Παναθηναϊκού, τον Πούσκας. Έπαιζα κι εγώ μπάλα τότε. Δεν υπήρχαν κόντρες μεταξύ των ομάδων. Όλα καλά».

©Θανάσης Καρατζάς

«Το αυτοκίνητο ήταν άλλη μεγάλη μου αγάπη. Ε, εντάξει, κι εκεί έπαιξα. Το αυτοκίνητο είναι μία αγάπη η οποία είναι περαστική. Σήμερα, αλλού βρέχει. Είχα μία Λαμποργκίνι Μιούρα, καφέ, αλλά έτρεχα με την ΒΜW. Διακρίθηκα πολλές φορές, κέρδισα και τρίωρο Τατόι… Το λέω αυτό, διότι δεν είναι καθόλου εύκολο και παρόλα αυτά το κατόρθωσα». 

«Δεν έμεινα έξω από πουθενά. Τώρα έχουνε μείνει οι εμπειρίες και τίποτα άλλο. Και πολλές ιστορίες. Όλα αυτά τα πράγματα σιγά-σιγά σου έρχονται στο μυαλό και τα θυμάσαι. Ήθελε η Τζάκι να μου γράψει ένα βιβλίο, είχε έναν από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς ήχους στο Μανχάταν, στη Νέα Υόρκη. Κι ο Ωνάσης μου έλεγε “κάν’ το βρε, Σταματάκη, αφού σου λέει”. Με τίποτα εγώ. Δεν ήθελα. Ούτε τώρα το θέλω. Τώρα, μπορώ να πω, το πουλί δεν πέταξε αλλά το πλοίο πέρασε».