- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Γιώργος Παναγιωτάκης μοιράζεται την εμπειρία του από τη μύησή του στο μαγικό κόσμο της ελληνικής τραπ.
Οδηγώ, έχοντας στο πίσω κάθισμα τρία δωδεκάχρονα παιδιά που τα γνωρίζω από μωρά. Κατά διαστήματα, τους ρίχνω ενοχλημένες ματιές από τον καθρέφτη. Τα δυο αγόρια της παρέας τραγουδούν ασταμάτητα, συνοδεία του κινητού τους, το ρεφραίν ενός κομματιού που πάει κάπως έτσι: «Σπάσ’ το, σκάσ’ το, φέρε μπουκάλι και βράσ’ το, φέρε το κρου για το ντου, πάμε να πιούμε περού».
«Όταν λέει Περού μιλάει για τη χώρα, ε;» ρωτάω ελαφρώς θορυβημένος.
«Ναι οκέι, για τη χώρα» απαντούν και βάζουν τα γέλια.
Και κάπως έτσι ξεκινά η μύησή μου στο μαγικό κόσμο της ελληνικής τραπ. Μιας μουσικής που αφορά κατά κύριο λόγο παιδιά δέκα (!) ως δεκαπέντε χρονών – και βέβαια τους γονείς τους, οι οποίοι ξεροσταλιάζουν έξω από τα μαγαζιά που φιλοξενούν τα live. Αργότερα, μπροστά σε έναν υπολογιστή, οι δωδεκάχρονοι μέντορές μου μού δείχνουν μια σειρά από πολύ καλογυρισμένα βίντεο κλιπ: Τυπάκια από τις γειτονιές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης που φαντασιώνονται ότι είναι γκάνγκστερς στο LA και μιλούν για «ντίλια», «γκάνια» και «πουτάνες» - όρος συνώνυμος με τη λέξη «γυναίκα», σύμφωνα με τους έλληνες τράπερς.
Το αφηγηματικό μοτίβο όλων σχεδόν των τραγουδιών είναι κοινό: Στο παρελθόν, ο ήρωας βρισκόταν στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας και δεν είχε να φάει. Τώρα όμως, χάρη στην τραπ και στα ντιλ με τα ντραγκς, είναι ένας μεγιστάνας. Κυκλοφορεί με ιδιωτικό ελικόπτερο, έχει γύρω του ένα crew από επαγγελματίες δολοφόνους και οι γυναίκες που πριν τον σνόμπαραν, κάνουν πεζοδρόμιο για χάρη του. Οι δε ομότεχνοί του έχουν σκάσει από τη ζήλια τους, καθώς εκείνοι ακόμα ψωμολυσσούν.
Οι τσακωμοί ανάμεσα στους καλλιτέχνες είναι, καθώς φαίνεται, συστατικό στοιχείο της τραπ σκηνής. Τους βλέπουμε λοιπόν σε ερασιτεχνικά βιντεάκια να ξεκατινιάζονται ανταλλάσσοντας προσβολές, απειλές και ατάκες για πτώματα σε χαντάκια, ενώ οι προέφηβοι οπαδοί τους συνεισφέρουν στη διαμάχη με ανάλογα σχόλια.
Αν κατάλαβα καλά, τα βασικά στρατόπεδα είναι δύο: Οι νέοι και οι παλιοί – οι δεινόσαυροι όπως τους αποκαλούν οι πρώτοι. Όμως τα πράγματα είναι αρκετά πιο περίπλοκα καθώς η εταιρία στην οποία βγάζουν κομμάτια οι νέοι, έχει για επικεφαλής έναν παλιό – τον Υποχθόνιο. Και είναι ένας άλλος παλιός, ο Tus, εκείνος που κατηγορεί τον Υποχθόνιο και τους νέους για στιχουργική ένδεια. (Ο ίδιος έχει γράψει τους στίχους «Έγινα πότης, έγινα πότης, πίνω τον κώλο μου για να ξεχάσω τον δικό της»). Οι δε Sin Boy και Light που πρόσφατα μαλλιοτραβήχτηκαν είναι και οι δύο νέοι και βγάζουν κομμάτια στην ίδια εταιρία. Και ο παλιός Τάκι Τσαν έσπευσε να υποστηρίξει τον νέο Sin Boy στον μοναχικό αγώνα του ενάντια στους …Ιλουμινάτι, οι οποίοι ευνοούν τον Light, μα και τον …Γιάννη Αντετοκούμπο. Μπερδευτήκατε; Εγώ ναι.
Ένας κανόνας στη ζωή λέει πως οι παλιότερες γενιές αδυνατούν να κατανοήσουν τα γούστα των νεότερων. Ονομάζεται χάσμα των γενεών και είναι σχεδόν αδύνατον να το διαβείς δίχως να πέσεις μέσα – να γίνεις δηλαδή σαν τον θείο που λέει «εγώ θα κάτσω με τη νεολαία» στα οικογενειακά τραπέζια. Όσο πάντως και αν μας ξενίζει το συγκεκριμένο φαινόμενο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι διαθέτει ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Και, κυρίως, ότι ταιριάζει γάντι με το πνεύμα της εποχής μας.
Ένα underground μουσικό κίνημα που κατάφερε να γίνει κάτι σαν mainstream
Καταρχάς, πρόκειται για ένα underground μουσικό κίνημα που κατάφερε να γίνει κάτι σαν mainstream. Στιχουργικά, η εγχώρια τραπ δείχνει να περιφρονεί την παράδοση της ελληνικής ραπ, από τα σπλάχνα της οποίας ξεπήδησε και προτιμά να αντλεί τη θεματολογία της απευθείας από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αντί λοιπόν να ασχολείται με κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα, προτιμά να υμνεί την δίχως ηθικούς φραγμούς αναζήτηση του πλούτου. Και το παράξενο είναι ότι η σκηνή αυτή ανδρώθηκε μέσα στα χρόνια της κρίσης. Σε μια εποχή, δηλαδή, όπου θα περίμενε κανείς πως τα underground κινήματα θα κινούνταν σε άλλη κατεύθυνση.
Οικονομικά, στηρίζεται πάνω στα σαθρά και απατηλά θεμέλια των views και των κλικς. Όσα πιο πολλά έχει κάποιος, τόσο περισσότερα χρήματα μπορεί να διεκδικήσει στα μαγαζιά όπου τον καλούν –και ας προέρχονται αυτά τα κλικς από τους haters ή από εκείνους που απλά τους λοιδορούν. Οι αμοιβές δεν είναι, φυσικά, όσο υψηλές υποστηρίζουν οι καλλιτέχνες. (Οι τράπερς είναι η μόνη κοινωνική ομάδα που εκτός από την αστυνομία, τολμά να τρολάρει και την εφορία). Αρκούν, όμως, ώστε ένας επιτυχημένος νεαρός τραγουδιστής να μπορεί να ζει άνετα από τη δουλειά του. Την ίδια στιγμή, τα mainstream media προσπαθούν να τσιμπήσουν και εκείνα λίγα views στο YouΤube. Έτσι βλέπουμε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές να καλούν τους τράπερς, συστήνοντάς τους και σε …πρωτόσαυρους σαν του λόγου μας.
Ενδιαφέρον έχει και το κοινωνικό προφίλ των καλλιτεχνών, αφού αρκετοί από αυτούς όντως βίωσαν οικονομικές δυσκολίες σαν παιδιά. Κάποιοι προέρχονται και από οικογένειες μεταναστών. Την ίδια στιγμή, όμως, με τη μουσική και τους στίχους τους ταυτίζονται παιδιά από κάθε κοινωνική τάξη. Ακόμα και στα ακριβά ιδιωτικά σχολεία, με πληροφόρησαν οι μέντορές μου, τα περισσότερα παιδιά ακούν τραπ. Ίσως γιατί οι αξίες που προβάλλουν τα τραγούδια (καταναλωτισμός, σεξισμός, ματσίλα, επίδειξη…) αποτελούν τους βασικούς πυλώνες ολόκληρου του λαμπρού οικοδομήματός μας.
Πριν λοιπόν κατηγορήσουμε τους δεκάχρονους για τα μουσικά τους γούστα, καλό είναι να ρίξουμε και ματιά στον καθρέφτη. Ίσως ο γεννήτορας του φαινομένου να κρύβεται εκεί.