Μουσικη

Λαυρέντη, λίγο ακόμα…

Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ήτανε για μένα ο άντρας της αγαπημένης φίλης μου και ο μπαμπάς της αγαπημένης μου πιτσιρίκας

Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 715
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Μανίνα Ζουμπουλάκη γράφει για τον δικό της Λαυρέντη Μαχαιρίτσα

Το σοκ που πάθαμε όλοι με τον θάνατό του είναι απίστευτο. Εκτός από μπαμπάς και άντρας, σπουδαίος μουσικός, τεράστια φωνή και καθηλωτική σκηνική παρουσία, μεγάλος συνθέτης, καταπληκτικός τραγουδοποιός… και, δείχνει πολύ περίεργο γραμμένο όλο αυτό: ήτανε πράγματι σπουδαίος από όλες τις απόψεις. Τα ήξερα όλα αυτά, τα εισέπραττα κι από τον κόσμο (ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι τα αγνοούσα). Άκουγα τα τραγούδια του και χειροκροτούσα, όπως όλος ο κόσμος. Ήμουν «κοινό», θέλω να πω, ως προς τον καλλιτέχνη Λαυρέντη.

Αλλά είχε χιούμορ, και βάθος (πάνω και κάτω από τη σκηνή), ένα διαφορετικό χιούμορ και βάθος. Μαύρα, και τα δύο. Αν και γελούσε εύκολα, για άνθρωπο που είχε περάσει τραγωδίες στο μη περαιτέρω. Θυμάμαι περιόδους που δεν γελούσε, κι έπειτα, όσο μεγάλωνε η Μαρία Κλάρα, περιόδους που γελούσε βροντερά: στα πάρτι των γενεθλίων της, συνήθως στο «Μετρό», με εκατό μουσικούς/συνεργάτες και τα παιδιά τους. Με φίλους και συνεργάτες, εκατό και πάλι – τον αγαπούσανε όλοι οι καλλιτέχνες, μουσικοί και τεχνικοί, ήτανε πολύ γενναιόδωρος μουσικός, δεν είχε κόμπλεξ σαν καλλιτέχνης, δεν είχε απωθημένα, δεν ήταν ανταγωνιστικός με κανέναν. Ήτανε πονόψυχος, ή μάλλον ψυχοπονιάρης – τον άγγιζαν όλες οι λυπητερές ιστορίες, όχι μόνο των δικών του, και των διπλανών ή μακρινών του. Είχε την ικανότητα να συμπάσχει, με ειλικρίνεια και αληθινό συναίσθημα. Δεν ξέρω τι γινότανε μέσα του, αλλά έδειχνε πως τις απολάμβανε τις συναυλίες, και τα λάιβ στα μαγαζιά, του άρεζαν οι παρέες των μουσικών, είχε την ικανότητα να χάνεται «στη στιγμή μέσα», λες και οι προσωπικές τραγωδίες ανασηκώνονται στις άκρες κι αφήνουν το τραγούδι να βγει στη φόρα… και το τραγούδι, το κάθε ένα από τα τραγούδια του Λαυρέντη, από τους «Τερμίτες» μέχρι σήμερα, όλα τα τραγούδια του έχουνε κάτι να πούνε. Κάτι σημαντικό και μεγαλειώδες, που το λένε με σεμνό τρόπο.

Ο Μάνος Ελευθερίου κάποτε μου είπε «Ο Λαυρέντης δεν ξέρει πόσο σπουδαίος συνθέτης είναι», κι αμέσως το διόρθωσε, «Λάθος στο είπα, ο Λαυρέντης δεν δίνει δεκάρα για το πόσο σπουδαίος συνθέτης είναι». Αυτό, από έναν πολύ-πολύ σπουδαίο ποιητή και στιχουργό που έδειχνε την ντάνα με τους στίχους του στο σκαμπό κι έλεγε, «Κάτι σαχλαμάρες που έγραψα είναι, βάλ’ τα στην άκρη να καθίσεις».

Ο Λαυρέντης ήταν σπουδαίος συνθέτης, αλήθεια, θα το γράψει όλος ο κόσμος τώρα, θα ξεσκονιστούν τα τραγούδια του, θα μελετηθεί η δισκογραφία του, και καλά θα κάνει. Θα βγει ο δίσκος με τις κρυφές επιτυχίες, που μας είπε ο Νίκος Πορτοκάλογλου ότι ετοιμάζανε. Θα αναλύσουν τη (σπουδαία, λέμε) δουλειά του μέσα στις δεκαετίες οι ειδικοί. Θα παίζουν τα ραδιόφωνα τα τραγούδια του. Θα κλαίω μέσα στα ταξί όταν τον ακούω. Ήταν μοναδική φωνή, δυνατή με ευαισθησία (στο βάθος, και πάλι), με μελαγχολία αλλά και με μια χροιά Πίστης-Αγάπης-Ελπίδας, και Σοφίας, λίγο, ελάχιστα λυπημένης, με κάτι που σε έπιανε από τον λαιμό και σε συγκινούσε χωρίς να το καταλάβεις. Δεν είχες διάθεση ούτε πρόθεση να συγκινηθείς. Κι ο ίδιος, δεν είχε διάθεση ούτε πρόθεση να σε συγκινήσει. Αλλά ένιωθες, ως κοινό, ότι η απρογραμμάτιστη συγκίνηση ήτανε όχι μόνον ειλικρινής, ήταν και αμοιβαία…

Μου φάνηκε τόσο άδειο το σπίτι της οικογένειας, χωρίς τη φασαρία του Λαυρέντη. Την παρουσία, το γέλιο, τη φωνή-καμπάνα, τη φωνή-Λαυρέντη. Μου φαίνεται άλλο τόσο άδειο και το τραγούδι χωρίς αυτόν.

Σε μένα και άλλους δέκα εκατομμύρια Έλληνες.