Μουσικη

Μια ώρα με τη Μαρινέλλα

Η Μαρινέλλα δεν μιλάει συχνά. Ξέρει να κρατάει αποστάσεις και από την άλλη με μία μόνο φράση μπορεί να σε κάνει φίλο της και να σου περιγράψει τη ζωή της

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 692
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μαρινέλλα: Συνέντευξη με την γνωστή τραγουδίστρια 

Μια μαρκίζα που θυμίζει εκείνες τις παλιές, των «καλών εποχών» με τα τρομερά σχήματα και τα πολλά, μεγάλα ονόματα, ήρθε στην Αθήνα εδώ και λίγες μέρες, στο Διογένης Studio για λίγες μόνο παραστάσεις – μέχρι τις 10 Μαρτίου («μπορεί να μείνουμε και παραπάνω»): Μαρινέλλα, Κώστας Μακεδόνας, Έλενα Παπαρίζου, Κωνσταντίνος & Ματθαίος Τσαχουρίδης, Ήβη Αδάμου. Μέσα στη διαχρονικότητα και την ποικιλία των μουσικών ειδών που συγκεντρώνει αυτό το σχήμα, ξεχωρίζει το όνομα της Μαρινέλλας όχι μόνο για το εξαιρετικό, ειδικό της βάρος, αλλά και για το ότι έφτιαξε η ίδια το σχήμα, όπως λέει, το οργάνωσε ακόμα και στις ώρες των παραστάσεων έτσι ώστε να μπορέσει να στεγάσει πολλές αγάπες μαζί, μεγάλο εύρος ηλικιών, βολικό ωράριο, πολλούς συνδυασμούς, ένα τέλειο Σαββατοκύριακο για όλη την οικογένεια.

© Μανώλης Χιώτης

Μιλήσαμε στο τηλέφωνο πολλή ώρα. Είναι μία διαχυτική, άμεση γυναίκα, που σε σκανάρει και γνωρίζει αμέσως πώς να σταθεί απέναντί σου. Με καθαρή, στιβαρή φωνή, χωρίς ίχνος «νύχτας» μέσα της, αλλά με πολύ φιλική διάθεση και αμεσότητα. Φωνή γυναίκας που νιώθεις πόσο πρέπει να αγαπάει τους φίλους και τον κόσμο γύρω της, πόσο ζεστά φέρεται, όπως μιλάει και τραγουδάει. Περιγράφει με την ίδια αγάπη το πρόγραμμα του Διογένης Studio.
 
«Το πάλεψα σχεδόν ένα χρόνο για να φτιαχτεί αυτό το σχήμα, για να ενώσω αυτό το είδος τραγουδιών. Η Παπαρίζου, για παράδειγμα, είναι ροκ-ποπ. Δεν έχει καμία δουλειά με τον Μακεδόνα, ούτε μαζί μου, ούτε με τους Τσαχουρήδηδες. Με την Αδάμου είναι πιο κοντά. Έπρεπε να ενωθούν όλα αυτά τα είδη. Οπότε, κάνω εγώ ντουέτο με τους Τσαχουρήδηδες, παίζουν λύρα ποντιακή και πώς ταιριάζουμε με τον τραγουδιστή... Η Παπαρίζου λέει το “Number One”, το παίζουν με τη λύρα, το χορεύουνε, τραγουδάνε, λένε κι άλλα αγγλικά τραγούδια, κάνουν ένα ντουέτο άλλο πράγμα. Η Έλενα κάνει ντουέτο και με τον Μακεδόνα και με μένα, και με την Ήβη, και με τον Κωνσταντίνο. Όλοι κάνουμε ντουέτα, βγαίνουμε ο ένας μετά τον άλλο και τραγουδάμε διαφορετικά τραγούδια, μπλέκοντας πολλές φορές τα είδη τραγουδιών και το αποτέλεσμα είναι ένα καταπληκτικό πράγμα. 

» Έχουμε πολύ ωραίες ώρες για να δει ο κόσμος το πρόγραμμα. Το Σάββατο αρχίζουμε στις 10 και το πρόγραμμα διαρκεί μέχρι τις 2, την Κυριακή είναι 7 το απόγευμα με 11. Για όνομα της Παναγίας, σινεμά να πας, πιο αργά θα τελειώσεις. Θέλω ο κόσμος να έρχεται την Κυριακή να μας βλέπει και μετά να πηγαίνει σπίτι του, 12 η ώρα να κοιμάται. Είναι και πολλοί οι επώνυμοι που έρχονται να μας δουν, ο Αντώνης Ρέμος, ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο Αντώνης Σρόιτερ, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, με τελευταία την κυρία Αρβελέρ που δεν έχασε λεπτό από την αρχή μέχρι το τέλος».

Η Μαρινέλλα δεν μιλάει συχνά. Ξέρει να κρατάει αποστάσεις, είναι προσεκτική και διακριτική σε αυτά που λέει, και από την άλλη με μία μόνο φράση μπορεί να σε κάνει φίλο της, να σε βάλει στο σπίτι της και να σου περιγράψει τη ζωή της, ακόμα και για αυτά που τόσες φορές έχει μιλήσει, ακόμα και για πολλά άλλα (απολαυστικές ιστορίες) που θέλει, όμως, να μείνουν off the record. Σε αποκαλεί «αγαπητέ μου» και μετά από λίγο λέει και ένα «καλέ»:

© Μανώλης Χιώτης

«Δεν ξενυχτάω, αγαπητέ μου. Σήμερα που δεν έχω παράσταση, λέω να κοιμηθώ κατά τις 9.30, 10. Θέλω να δω τα Όσκαρ αλλά αμφιβάλλω αν θα κρατηθώ. Ξυπνάω πάντα πολύ νωρίς το πρωί, μπορώ να πω 5, ή 6. Ακόμα και όταν ξημερωνόμουν στο ξενύχτι και πήγαινε η ώρα 5 μέχρι να πάω σπίτι μου, και κοιμόμουνα 6, στις 10 η ώρα θα ξύπναγα. Δεν είμαι πολύ του ύπνου. Είμαι άνθρωπος με πολλή ενέργεια και δεν ξέρω πού να τη διοχετεύσω. Κάποτε δουλεύαμε 7 μέρες την εβδομάδα και επίσης ξενυχτούσαμε πολύ γιατί ήμασταν και νεότεροι… Τώρα έχουν περάσει τα χρόνια, έχει κοπεί η δουλειά στις 2 μέρες την εβδομάδα, Παρασκευή-Σάββατο, το εξής Σάββατο. Εγώ, λοιπόν, εδώ και πολλά πολλά χρόνια έχω καταργήσει τον ύπνο. Μ’ αρέσει να ξυπνάω το πρωί και να γίνονται διάφορες δουλειές. Παλαιότερα μου άρεσε να ασχολούμαι με τον κήπο, μετά πήγαινα για ψώνια, γενικά ό,τι κάνει μία νοικοκυρά. Εκτός από το ότι δεν μαγειρεύω· όχι ότι δεν ξέρω, απλώς μαγειρεύει η αδερφή μου. Άντε καλέ που θα μαγειρέψω, απλώς είμαι πολύ κουρασμένη.
» Αγαπημένο μου φαγητό; Τα τρώω όλα εκτός από κρέατα, κιμάδες, σαλάμια, ζαμπόν, κοτόπουλα κ.λπ. Ποτέ αυτά. Τρώω όμως αυγά, μακαρόνια που μου αρέσουν, ψάρια, όσπρια… Μου αρέσει πολύ το τυρί και με πολύ ωραίο ψωμί και ντομάτα και ελιά, είναι ό,τι πρέπει, το καλύτερό μου. Αν ήμουν άλλη θα μπορούσα να έχω γίνει πολύ χοντρή, αλλά, φαίνεται, δεν χοντραίνω εύκολα». 

Τα λάπτοπ και τα κινητά

«Υπολογιστές, τέτοια, δεν έχω τίποτα από όλα αυτά. Αρνούμαι να μάθω. Στο τηλέφωνο ξέρω να παίρνω μηνύματα και να γράφω μηνύματα. Ως εκεί. Δεν μπορώ όλα αυτά που κάνουν κουμάντο πλέον τους ανθρώπους. Και αυτό πρέπει να το πω: βγαίνουμε, βρε παιδί μου, να τραγουδήσουμε και βλέπουμε από κάτω εκατοντάδες μηχανές, οθόνες τηλεφώνων! Δεν κάνουν τίποτα άλλο, όλο το βράδυ, να έχουν ανοιχτό το τηλέφωνο και να μας παίρνουν συνέχεια βίντεο. Δεν μπορούμε ούτε να βήξουμε. Εγώ πολλές φορές μπαίνω μπροστά και λέω: και τώρα τι κατάλαβες, βρε παιδί μου; Κάτσε να δεις το πρόγραμμα. Βρε παιδιά, αφήστε λίγο τα τηλέφωνα στα τραπέζια. Ας ήξερα, λέω, ποιος είναι αυτός που έβγαλε τα τηλέφωνα!  

» Παρακολουθώ τη νεολαία, δουλεύω με νεολαία. Επικροτώ, χαίρομαι τα ταλαντούχα παιδιά και έχουμε πολύ ταλαντούχα παιδιά. Απλώς τους πιάνει καμία φορά μία βιασύνη και δεν κοιτάνε τι θα πουν, κοιτάνε να τα κάνουν όλα γρήγορα, “πόσα τραγούδια θα πω, τι θα φορέσω, πόσα θα πάρω”… Πράγματα που δεν τα επιτρέπει η δουλειά μας, πρέπει να είμαστε λίγο εκλεκτικοί. 

» Σήμερα, για να δουν τι θα φορέσουν, μπαίνουν από το λάπτοπ (λάπτοπ δεν τα λένε; μπράβο), και βλέπουν όλων των ειδών τη μόδα. Πού θέλετε: Ιταλία, Αμερική, τηλεόραση, ίντερνετ, όλα βλέπουν τι θα φορέσουν, πάνε στη μοδίστρα και λένε αυτό. Το ράβουν και είναι ωραία. Με ευκολία πλέον πάνε παντού να ψωνίσουν: Παρίσι, Ρώμη, Μιλάνο. Παλιά δεν είχαμε αυτή τη δυνατότητα, δεν ερχόντουσαν εύκολα τα ρούχα από έξω. Δεν είχαμε τους μόδιστρους που υπάρχουν τώρα. 

© Μανώλης Χιώτης

» Σήμερα μαθαίνουμε πολύ γρηγορότερα τα νέα. Μια φορά τραγουδούσα με τη Νατάσα τη Θεοδωρίδου νομίζω, και έβλεπα από κάτω μία παρέα με τα κινητά τους. Τελειώνω το πρόγραμμα, μπαίνω στο καμαρίνι, χτυπάει το τηλέφωνο, λέω: Παναγία μου, 2 τη νύχτα ποιος με παίρνει, μωρέ; Ε, ήταν ένας φίλος μου από την Αυστραλία, από τη Μελβούρνη, ο οποίος μου λέει: “Πολύ ωραία! Μου αρέσει το φουστάνι σου!”. Λέω, πού είσαι, βρε παιδί μου; Πες μου ότι είσαι εδώ, θα πεθάνω. “Όχι καλέ, Μελβούρνη” μου λέει. Και πώς στο διάλο ξέρεις τι φουστάνι φοράω; “Ε, μου λέει, έλα που κάθονται φίλοι από κάτω και μου στείλανε τώρα βίντεο”. Ναι, αγαπητέ μου. Και μου λέει “Τώρα σου στέλνω φωτογραφία το φουστάνι σου”. 

» Καταλαβαίνετε τώρα, ε; Δεν έχουμε να κρύψουμε τίποτα. Και τώρα που μιλάμε μας ακούνε. Αλλά δεν μας ενδιαφέρει βέβαια. Γι’ αυτό αρνούμαι να έχω και κομπιούτερ και να μπαίνω σε όλα αυτά. Δεν μπορώ να γίνομαι έρμαιο όλων αυτών των πραγμάτων. Χωρίς να είμαι old fashioned άνθρωπος, αλλά όταν είναι, όπως τα εγγόνια μου, που γράφουν τακ-τακ-τακ και με τα δύο χέρια, ε, όχι, δεν μ’ αρέσει. Όλα τα παιδιά έτσι είναι. Περπατάνε στον δρόμο και γράφουνε συνέχεια στα κινητά τους χωρίς να βλέπουν!»

Οι ώρες στο σπίτι

«Τηλεόραση βλέπω, αλλά ορισμένα πράγματα. Τώρα σε λίγο θα δω τα Όσκαρ. Έχει ωραίες ταινίες η τηλεόραση. Δεν λέω ότι βλέπω μόνο αισθηματικά ή τα καουμπόικα. Όλα τα βλέπω εκτός από θρίλερ, δεν τα μπορώ. Και τίποτα άλλο από τηλεόραση. Διαβάζω επίσης, άντε να λύσω και σταυρόλεξα. Επίσης βλέπω και πολύ θέατρο. Έχω φίλους που ανεβάζουν ωραία έργα. Τώρα τελευταία είδα τις “Μάγισσες της Σμύρνης”, που μου άρεσε, καθώς και εξαιρετική παράσταση ήταν της Δανδουλάκη με ένα καστ από σπουδαίους ηθοποιούς, το “Οριάν Εξπρές”. Ένα σκηνικό, πρέπει να το τονίσω, πάρα πολύ ωραίο. Πάντα ξέρω ότι ο Γαβαλάς και ο Γιάννης ο Μουρίκης κάνουν σπουδαία σκηνικά αλλά αυτή τη φορά ξεπέρασαν τον εαυτό τους, βρε παιδί μου».

Τραγουδίστρια ή ηθοποιός;

«Έχω παίξει κι εγώ σε πολλά έργα, σε παραστάσεις, σε μιούζικαλ, έχω κάνει και ένα ωραίο σίριαλ, το “Όταν ήρθαν οι μέλισσες”… Είμαι άνθρωπος που λέω: τώρα θα κάνω αυτό, τώρα δεν θα πάω στο άλλο. Ούτε μπουζούκια, ούτε τίποτα. Θα πάω εκεί. Αγαπητέ μου, είναι πολύ ωραίο να κάνεις πολλά πράγματα. Κι εγώ είμαι ανήσυχος άνθρωπος. Δεν κάθομαι σπίτι μου. Το τραγούδι, η αλήθεια είναι (βάζει τα γέλια) ότι δίνει περισσότερα λεφτά από το θέατρο. Αλλά δεν είναι αυτό. Το τραγούδι μού αρέσει γιατί είναι πολύ ωραίο να μπορείς να κάνεις χαρούμενους τους ανθρώπους. Δεν είμαι αυτό που λένε, μονοφαγού. Μου αρέσει να κάνω ευτυχισμένους ανθρώπους γύρω μου». 

Η Μαρινέλλα δεν θέλει να μιλάει για το παρελθόν με έναν «νεανικό» τρόπο. Το σέβεται, αλλά το αφήνει στην ησυχία του. Μιλάει για το τώρα, σαν να μιλάει για το αύριο. Λέει ανάλαφρα, σχεδόν τυχαία μέσα στην κουβέντα: «Τραγουδάω 62 χρόνια». Κι εκεί καταλαβαίνεις ποιο είναι το πάθος και η χαρά της ζωής που κάνει τον χρόνο να είναι όμορφος και άμεσος, όσο η κίνηση του χεριού της, ψηλά, όταν τραγουδάει.

«Στο θέατρο πρωτοβγήκα, σαν ηθοποιός. Ε, έτυχε λοιπόν να γνωρίσω τον Καζαντζίδη και όλα αυτά, και άντε να τραγουδήσουμε, και έλα αφού μπορείς και ξέρεις, βεβαίως και ξέρω, άντε να κάνω αυτό… ε, πώς γίνονται συνήθως οι κουβέντες, έτσι γνωριστήκαμε, ερωτευτήκαμε και τραγουδήσαμε μαζί. Αυτό ήταν. Ας μη μεγαλοποιούμε τις σχέσεις. Η σχέση έφυγε. Έχει πεθάνει ο άνθρωπος. Δεν πρέπει ποτέ να μιλάμε για αυτόν που έφυγε. Και ένας λόγος που με κάνει και νευριάζω είναι ότι, όσο ζει κάποιος, δεν παύουν να τον κατηγορούν για διάφορα. Μόλις όμως πεθάνει, του πλέκουν το εγκώμιο, λένε ήταν καταπληκτικός και λοιπά. Για μένα είναι ντροπή αυτό. Και λέω, Χριστέ μου, τουλάχιστον συγχώρεσε αυτόν που λέει αυτά. Τον νεκρό πρέπει να τον σεβόμαστε. Δεν μπορεί να μιλήσει, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί και δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί».
 
«Δεν ξέρω, δεν νομίζω να με έχουν αντιγράψει. Κι αν κάποια κορίτσια μπόρεσαν να το κάνουν αυτό, εγώ τις υποστηρίζω. Μη ξεχνάτε ότι κι εμείς, στο ρεπερτόριό μας, λέμε τραγούδια των παλαιότερων. Του Τσιτσάνη, του Καλδάρα, του Ζαμπέτα, όλων των παλιών. Το να πάρουν τα νέα παιδιά και να τραγουδήσουν, ας πούμε, ένα τραγούδι του Πάριου, αυτό είναι καλό γιατί πώς θα το μάθει ο κόσμος ο νεότερος; Θα ρωτήσουν, ρε παιδιά, ποιος το πρωτοείπε αυτό; Ποιος το έγραψε; Θα μάθουν. Κι έτσι τα καλά τραγούδια επανέρχονται. Κι εγώ χαίρομαι. Είναι μερικοί συνθέτες, εν ζωή ακόμη, ή οι κληρονόμοι αυτών, που αν πει κάποιος “να πούμε ένα τραγούδι αυτουνού”, εκείνοι αρχίζουν: πρέπει να περάσετε από εκεί και να γίνει πρώτα αυτό, ένα σωρό διατυπώσεις… Για όνομα της Παναγίας, ωραία, πνευματικό προϊόν είναι αλλά άσε το τραγούδι να κυκλοφορήσει στον κόσμο. Λένε ας πούμε: Μα την “Πέτρα” βρήκε να πει αυτή η τραγουδίστρια; Δόξα τω θεώ, λέω, πες μου ποια το είπε, παιδί μου; Και μου απαντάνε: μία τραγουδίστρια τάδε, σε ένα μαγαζί εκεί… Αχ, πάω να το ακούσω, λέω! Γιατί, πρέπει να τραγουδιούνται τα τραγούδια. Πώς θα τα μάθουν τα παιδιά;»

© Μανώλης Χιώτης

Η «θεά» και οι λάτρεις

«Εγώ ντύνομαι και καλά, και απλά. Μου αρέσει να βγαίνω με παντελόνια, μου αρέσει να βγαίνω και με ίσιο παπούτσι, ακόμα και με αθλητικό παπούτσι μπορεί να βγω στη σκηνή. Δεν έχω τέτοια θέματα, τι θα μου πουν, ή να είμαι κοντή και να πρέπει να βάλω τακούνι. Καταρχήν δεν μπορώ να φορέσω τακούνια. Μ’ αρέσουν αλλά λέω, γιατί, ρε παιδί μου τώρα, να κοπανιέμαι εκεί πάνω για μία ώρα; Βάλε ένα ίσιο να περπατάς και να τρέχεις. Εξαρτάται, λοιπόν, πώς το φοράς το ρούχο. Να μη σε φοράει. Κι έχω φορέσει πολλά ρούχα στη δουλειά μου. Να μου πείτε που έφερα πρώτη τον Σεν Λοράν, όλους τους μεγάλους μόδιστρους από όλο τον κόσμο κ.λπ., ναι, αυτό το έκανα. Υπήρχαν τραγουδίστριες που ντύνονταν καλά αλλά εγώ πήγαινα και το ’φερνα, πήγαινα Παρίσι πάρα πολύ συχνά. Ντυνόμουν πάρα πολύ καλά. Μπορεί να φορούσα ένα καλό φουστάνι αλλά από την άλλη φορούσα και παντελόνια. Είναι στο στιλ μου το παντελόνι».

«Ναι, ναι, ναι, οι ομοφυλόφιλοι με έχουν “θεά”. Δεν ξέρω τι με έχουν αλλά σίγουρα με αγαπάνε, με υποστηρίζουν. Έχω γνωρίσει πολλούς και συνεργάζομαι και με ανθρώπους που είναι γκέι, τους αγαπώ και μ’ αγαπούν. Επειδή πάντοτε ντυνόμουν με πουκάμισο, παντελόνι και κοντό μαλλί αντρικό, νιώθανε ότι είναι αυτοί οι ίδιοι, μέσα στα ρούχα αυτά. Θέλανε να μοιάσουν σε μένα. Κατά κάποιο τρόπο, ήμουν ο φίλος αυτών των ανθρώπων. Και εξακολουθώ. Και σκεφθείτε, από εκείνο τον καιρό, που δεν ήταν τόσο ελεύθερο, που κρυβόντουσαν, που ήταν δύσκολα τα πράγματα. Τρώγανε και μεγάλο κυνηγητό». 

Η Μαρινέλλα διηγείται ιστορίες, γελάει και θυμάται. Θυμάμαι κι εγώ ανθρώπους να την ακούν συγκινημένοι, να βρίσκουν στα τραγούδια και στις ερμηνείες της πάθος, μαγκιά, αφοσίωση, ίσως και τρέλα. Είναι σαν να διηγείται αποσπάσματα από ζωές πολλών, να δίνει happy end με εκείνη τη γνώριμη, αγέρωχη κίνηση του χεριού προς τα πάνω.

© Μανώλης Χιώτης

Info: Διογένης Studio, κάθε Σάββατο στις 22.00 και κάθε Κυριακή στις 19.00.