Μουσικη

Γιώργος Δημητριάδης: Επιστροφή στις πρίζες

Καινούριος δίσκος, παλιές αναμνήσεις. Δυο νύχτες για την Αθήνα που θυμάται ακόμα τι σημαίνει ροκ εν ρολ

Στέφανος Τσιτσόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Fred Perry μπουφανάκι και βισσυνιά σκληρόσολα μποτάκια του «Γιατρού Ντοκ»! Μπορεί ακόμα το αθηναϊκό φθινόπωρο να κυλάει ζεστά, αλλά ποτέ, αν είσαι ορκισμένη mod ή northern soul ψυχή, δεν υπολογίζεις τον καιρό για να ντυθείς αναλόγως. Όπως σκάει στο γραφείο μου ντυμένος ο Γιώργος Δημητριάδης. Για ένα στιλ και για μια υποκουλτούρα ζούμε, χαμογελώ μέσα μου, μιας και οι κάποτε κυρίαρχες στιλιστικές επιλογές των «κακών» παιδιών - ω, ήταν μέρες που η Αθήνα ήταν γεμάτη από κακά παιδιά, άλλα αληθινά κι άλλα εντέχνως και ποζάτα ενορχηστρωμένα- σήμερα φοριούνται μόνο από εκλεκτές μειονότητες! Έστω κι έτσι, η σόουλ, αμερικάνικη ή βρετανική, το φανκ αλλά και το πανκ, το νιου γουέιβ και οι Who, παραμένουν πάντα μουσικές και στιλ ζωής, έξω από την κυρίαρχη τάση για ρούχα με το κιλό από τα ζύγια των άχρωμων basic ενδυμάτων που πωλούνται σήμερα στα καταστήματα πολυεθνικών νεωτερισμών. Ή στα ράδια. Που παράπονο δεν πρέπει να έχει ο Γιώργος Δημητριάδης, αλλά και... να έχει! Τα «Σαν να μην πέρασε μια μέρα» και «Σ' ευχαριστώ», το «Ξύπνα Φτάσαμε» και «Της Καρδιάς σου ο Βασιλιάς» παίζονται στα εντεχνοπόπ «σοβαρά» ραδιόφωνα, σαν σουξέ του Δημητριάδη, που ο άτιμος έχει μια καταπληκτική ευκολία, όταν θέλει, να σκοράρει χιτ καθόλου εύκολα αλλά και πολύ εύκολα ταυτοχρόνως. Αλλά σαν αυτό μόνο να είναι ο Τζορτζ, σαν να έβγαλε «μερικά καλά τραγούδια» μόνο, στο σύνολο μιας καριέρας και παρουσίας που γράφει χιλιόμετρα σε πάλκο και δισκογραφικές από το 1993. Δηλώνω αδιάλειπτα φαν: Δεν υπάρχει δουλειά του, που, όταν την ακούω, να μη μου προκαλεί στον εγκέφαλο αλλά και το σώμα απανωτά μικρά γλυκά ηλεκτροσόκ από μνήμες ατάσθαλες και αταξινόμητες. Χα!

Ατάσθαλος και αταξινόμητος δεν είναι, ήταν -και γερός να είναι για να είναι- ο Δημητριάδης ο Μικρός Ήρωας; Από τους Φατμέ του Πορτοκάλογλου και τους Απροσάρμαστους του Παύλου, ως τους Small Faces και τον Έλβις Κοστέλο, δεν είναι παρά μόνο μερικά ακόρντα ράθυμα ή στακάτα γκαζωτά δρόμος. Από τον Τομ Πέτι και τους Κόραλ ως τον Μπούκερ Τι και τον Σαββόπουλο ή τον Γιώργο Ιωάννου, οι αναφορές, οι εμμονές, οι ενορχηστρώσεις των συνθέσεών του, αλλά και ο ίδιος ως ύπαρξη, είναι αχαρτογράφητα ελεύθερα και συγχρόνως απίστευτα συγκροτημένα και δομημένα. Μουσικάρα είναι ο τύπος και ποέτα. Έμφαση και στα δυο, αλλά λίγο περισσότερο να φωτίσω, αν μου επιτρέπετε το ποέτα. Αστική ποέτα: ο Δημητριάδης, ορκισμένος flaneur - τι κι αν μένει πλέον στην Παλλήνη κι αποφεύγει την κάθοδο στην Αθήνα, κατεβαίνει μόνο για βασικές δουλειές- διατηρεί ακόμα το χάρισμα της παρατήρησης. Ποτάδικα της πλατείας Μαβίλη, αεράκια που φυσούν πίσω από τον Λυκαβηττό και φέρνουν ρίγος στη μουσούδα των αλητόσκυλων του λόφου ή στα μπρατσάκια των κοριτσιών που σφίγγουν κατά τι δυνατότερα το χέρι του φίλου τους, σκουπιδοτενεκέδες στα Εξάρχεια, μικρά βιβλιοπωλεία στην Κυψέλη, ή τελευταία της σειράς τους καφενεία και μπαρ πέριξ της Αλεξάνδρας ή στου Γκύζη, όπου μέσα τους το πλήθος μοιράζονταν φιλιά. Ιστορίες, βιβλία, ταινίες και εμπειρικές σημειώσεις αληθινής ζωής, στην τραγουδοποιία του Δημητριάδη μπαίνουν στη σωστή σειρά. Γι' αυτό και οι στίχοι του, πάντα σχεδόν, είναι σαν μοντάζ συμπύκνωση στην κόπια μιας ταινίας που είχε καρούλια από γύρισμα, μέχρι ο Δημητριάδης να κρατήσει τα χρήσιμα πλάνα. Λιτός, ευθύς, κοφτός.

Πέρασε από το γραφείο μετά από πρόσκλησή μου, του λέω «αμαρτία, ρε άνθρωπε, τα δυο λάιβ στο Half Note να μην είναι φίσκα, έτσι ακριβοθώρητος που είσαι», και νιώθει άβολα. Εγώ πάλι καθόλου: το προπαγανδίζω στην ψύχρα. Ειδικά αυτή την εποχή που η πιάτσα των λάιβ είναι σφιχτή και δύσκολη ακόμα και για τα κάποτε σταρλετούμπια της ΤιΒί και τα πρώτα ονόματα στην προτίμηση των μαζανθρώπων, επιτέλους οι νύχτες αποκτούν πάλι αξία και περιεχόμενο. Κι ο Δημητριάδης, που επιμένει να μην πουλάει ηρωισμούς και φούμαρα, αλλά ήταν πάντα παιδί του ρεαλισμού, της αλήθειας και του ανεπιτήδευτου τρόπου ζωής και παρουσίας είτε στα μίντια είτε στους δρόμους, ναι. Τώρα μπορεί και δικαιούται να γελάει. «Θα παίξω τα σουξέ, αυτά που τα ξέρει όλος ο κόσμος, αλλά και έξι με επτά τραγούδια από τον τελευταίο μου δίσκο. Μαζί και μερικά κόβερ από τον Πέτι και τους Coral ή τον Τάουσεντ που έλεγες. Βέβαια, όχι μετρονομημένα και by the book μιας σετ λίστας, ποτέ δεν άντεχα, ακόμα και στο λάιβ, τα σφιχτά πράγματα, τα δομημένα στεγνά και απαρέγκλιτα. Πάντα μέσα μου έχω αυτό το ροκ εν ρολ, ρε παιδί μου, φίλινγκ, να ανεβαίνω στα τραπέζια ή να βγαίνω έξω από την περίμετρο της σκηνής, οπότε και να αλλάζω ανάλογα με την κατάσταση της στιγμής το πρόγραμμα».

Άξιος. Και πολύ αγαπημένος από την πρώτη γραμμή της «τροφικής αλυσίδας» της πιάτσας. Μπορεί οικονομικά σήμερα να θες ένα σκασμό λεφτά για πρόβες, ή ηχογραφήσεις, αλλά αυτό είναι το παράσημο του Δημητριάδη. Σε αντίθεση με τους κάποτε «εταιριάρχες», που του κόλλησαν τη ρετσινιά του δύσκολου ή του ζόρικου, ή τους «συναυλιάρχες», που τον απέφευγαν λόγω χαρακτήρα που δεν σηκώνει αρπαχτές ή προχειράντζες, οι μουσικοί πάντα τον ακολουθούσαν. Για όσα είχε να τους δώσει κι όχι για όσα οι ίδιοι ήθελαν να πάρουν. Βέβαια στο γραφείο είναι δύσκολο να τον γκρουπάρω σε μια συνέντευξη με ειρμό, αρχή και τέλος. Φταίει που και για τους δυο μας οι λέξεις Θεσσαλονίκη, Παπαντίνας, Δεληγιαννίδης, Ντορέ, Παραρλάμα και Χριστιανόπουλος κρύβουν ενθουσιασμό, αναμνήσεις αλλά και ένα διαρκές παρόν, ασχέτως όσων έφυγαν ή παραμένουν, αλλά σε πιο χαμηλόφωνες εντάσεις. Ο Δημητριάδης δεν νοσταλγεί. Αν κι έχει μια κιβωτό από αναμνήσεις του «shake it all over».

Και δεν χρειάζεται να είσαι μετεωρολόγος για να ξέρεις πώς θα φυσήξει τα δυο βράδια που θα παίξει στο Half Note: στακάτο, τρυφερό, αλήτικο, ενθουσιαστικό ροκ εν σόουλ χάπενινγκ μετά μουσικής και ιδρώτα. «Να γράψεις όμως και για τη σελίδα G / Sol. Ανεβάζει μουσικάρες από τη νέα Αθήνα και τις φρέσκιες μπάντες που παιανίζουν. Ποτέ δεν σταμάτησε η μουσική να γράφεται στην πόλη. Την παρακολουθώ τη σελίδα στο fb σχεδόν καθημερινά».

Άντε γεια και ραντεβού στην άλλη «Νότα». Τη «Μισή». Γιατί εκεί, στο Half Note, για τις δυο νύχτες που ο Τζορτζ προβάρει αυτές τις μέρες τα τραγούδια του, μόνο τα καλύτερα περιμένω από τον τύπο. Που τα τιμάει τα Fred Perry και ορκίζεται στα μποτάκια τα βυσσινιά του «Γιατρού Ντοκ» πως και οι δυο νύχτες θα αργήσουν να ξημερώσουν!

Πέμπτη 25/10 και Πέμπτη 1/11 στο HALF NOTE

Την  Πέμπτη 25 Οκτωβρίου θα ροκάρουν μαζί του οι: Παύλος Ρεμπής, Βασίλης Πάντσιος, Γιώργος Οικονόμου, Νίκος Ζιώγαλας και Βαγγέλης Μαρκαντώνης, ενώ την Πέμπτη 1 Νοεμβρίου οι: Κώστας Τηλαβερίδης, Μανώλης Φάμελλος, Sidetrack, Κώστας Μπουντούρης και Θοδωρής Μαραντίνης.

HALF NOTE (Τριβωνιανού 17, Μετς), Ώρα έναρξης: 21:30, Είσοδος: 10 ευρώ (μπαρ) - 15 ευρώ (τραπέζι), Πληροφορίες - Κρατήσεις: 210 9213310
www.halfnote.gr