Μουσικη

Η Μαμά μου, η Αρλέτα

Ο Γιώργης Χριστοδούλου μιλάει για μια ιδανική φιλία

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 669
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιώργης Χριστοδούλου, μουσικός, τραγουδιστής, ηθοποιός και μία από τις πιο ευαίσθητες παρουσίες στην ελληνική μουσική σκηνή, είναι ένας άνθρωπος που γνωστοποίησε την ιδιαίτερη σχέση που είχε με την αγαπημένη Αρλέτα, χρησιμοποιώντας τη φράση «η Μαμά μου». Τώρα, ένα χρόνο από τότε που η Αρλέτα έφυγε από τη ζωή, μας διηγήθηκε τις λεπτομέρειες αυτής της ιδιαίτερης «οικογενειακής» σχέσης που είχε μαζί της, και τρυφερές λεπτομέρειες για την ίδια.

Ο Γιώργης ήταν ένα παιδί πολύ κλειστό. Στην αρχή της δεκαετίας του ’80, μεγάλωνε με τη γιαγιά του και τον παππού του και αναζητούσε τις πρώτες του συγκινήσεις μέσα από ένα φορητό ραδιοφωνάκι που κουβαλούσε παντού μαζί του. Ένα μεσημέρι, εντελώς απρόοπτα, άκουσε ένα τραγούδι και μία φωνή που επρόκειτο να γίνουν η καινούργια του εμμονή και να τον διαμορφώσουν ανεξίτηλα: Η Αρλέτα, στο Δεύτερο Πρόγραμμα, τραγουδούσε το «Καλοκαίρι». Ο μικρός ένιωσε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

Μόνο που, στη ραδιοφωνική εκπομπή, δεν είχαν αναφέρει τίτλο και ερμηνευτή. Ο Γιώργης έμεινε τρεις μέρες κολλημένος στον σταθμό, μήπως και ξαναβάλουν το τραγούδι και πουν το όνομα. Και τελικά πέτυχε συνέντευξή της. Αμέσως έψαξε στη «Ραδιοτηλεόραση» να δει το πρόγραμμα του ραδιοφώνου εκείνης της ημέρας και, ναι, είχε τη φωτογραφία της. Αυτή, λοιπόν, ήταν η Αρλέτα.

Σε μία εποχή χωρίς ίντερνετ, ένα μικρό αγόρι δεν ήξερε πώς να αναζητήσει το είδωλό του, παρά με τον παλιό, καλό, κλασικό τρόπο: Άρχισε να γυρίζει τα δισκάδικα και να ψάχνει δίσκους της. Το «Καλοκαίρι», που τον γοήτευσε, ήταν από το «Ένα καπέλο γεμάτο τραγούδια» («Ο καλύτερός της δίσκος» λέει, «ο πιο μασίφ γιατί τα είχε κάνει όλα αυτή».)

«Το ’86 είχα δει στο Βήμα ότι θα έδινε στις 3 Σεπτεμβρίου μία συναυλία στον Λυκαβηττό. Τους είχα τρελάνει στο σπίτι, ήθελα να με πάνε. Και όντως, πήγαμε και μετά τη συναυλία κατέβηκα κάτω στο καμαρίνι και τη γνώρισα, μου έδωσε ένα αυτόγραφο. Ήμουν ενθουσιασμένος… Μετά από λίγο καιρό, διάβασα μία συνέντευξή της όπου είχε το πραγματικό της όνομα… Και δεν ξέρω πώς μου ήρθε, έψαξα τον τηλεφωνικό κατάλογο. Και υπήρχε ένα νούμερο μέσα, με αυτό το όνομα. Δίπλα είχε και τη διεύθυνση, Δεληγιάννη 3, στα Εξάρχεια (έμενε και ο Ιωάννου εκεί, από κάτω). Κατέβηκα, έψαξα, το βρήκα. Απέναντι υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο (που υπάρχει ακόμα, με τον ίδιο ψιλικατζή με το ίδιο μεγάλο μουστάκι του). Την πήρα τηλέφωνο από εκεί και της ζήτησα να βγει στο μπαλκόνι. Με θυμήθηκε από τη συναυλία στο Λυκαβηττό και βγήκε, και μου λέει “έλα πάνω”. Ανέβηκα, κι έτσι ξεκίνησε αυτή η φιλία μας. Ήμουν έντεκα χρονών…»

Μία γυναίκα 40 χρονών, πώς γίνεται φίλη με έναν φαν - παιδάκι;

Η απάντηση, λέει ο Γιώργης, ίσως κρύβεται σε ένα βιογραφικό σημείωμά της που είχε γράψει η ίδια, για το εσώφυλλο του παιδικού βιβλίου «Ένα αλογάκι-φωτιά» του Μαγιακόφσκι στο οποίο είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο: Η Αρλέτα Τσάπρα γεννήθηκε στην Αθήνα, έζησε στην Αθήνα και ελπίζει να ζήσει στην εξοχή και να αναπαυθεί κάποτε εκεί. Τελείωσε την Α.Σ.Κ.Τ. μετά πολλών βασάνων και ενός μόνο επαίνου. Δάσκαλοι εκτός σχολής Πάνος Σαραφιανός, εντός σχολής Γιάννης Μόραλης. Τραγουδά με την ελπίδα να ζωγραφίζει και ζωγραφίζει με την ελπίδα να τραγουδά. Αγαπά τα παιδιά και τα ζώα· πολλές επιφυλάξεις για το 95% των ενηλίκων.

Το παιδικό βιβλίο «Ένα αλογάκι-φωτιά» του Μαγιακόφσκι

«Τώρα πια, που μεγάλωσα, καταλαβαίνω τι έπαιρνε αυτή από εμένα. Δεν το είχα ξεκαθαρίσει. Μια ζωή έζησα με την ιδέα ότι μόνο μου προσέφερε. Μετά από εκείνη τη φάση εγώ μπήκα εσώκλειστος σε σχολείο. Με την Αρλέτα είχαμε επαφή, τηλεφωνιόμασταν σχεδόν καθημερινά, και όταν έβγαινα, τα Σαββατοκύριακα, πήγαινα και την έβλεπα. Ή έτρεχα στις συναυλίες της και με ψάχνανε οι δικοί μου. Ήταν μία σχέση που τη διαχειρίστηκε με τρυφερότητα και διακριτικότητα. Εγώ ακόμα ντρέπομαι να το πω· εκείνη το έλεγε ευθαρσώς: έγινε η Μαμά μου. Ήταν η “ιδανική μαμά μου” και έλεγε “έχω έναν γιο δανεικό”. Η Αρλέτα ήταν καλή δασκάλα. Της κάλυπτα αυτή της την ανάγκη. Ήταν βαθύς άνθρωπος και μου επικοινωνούσε τις αλήθειες της. Ταιριάξαμε και στο χιούμορ, είχε ένα πολύ περίεργο και φαρμακερό χιούμορ. Ήμουν τόσο διαθέσιμος γι’ αυτήν. Σαν άγραφο χαρτί. Και η ίδια έφερνε πάντα την κουβέντα και μιλούσαμε σαν ίσος προς ίσον».

Παρίσι

Μετά τον θάνατό της, στις 8 Αυγούστου του 2017, οι συγγενείς της Αρλέτας παρέδωσαν στον Γιώργη το αρχείο της, χιλιάδες σελίδες με σκίτσα, σκέψεις που έγραφε σαν αυτόματη γραφή, ζωγραφιές και ιδέες. «Ήταν μπλόγκερ από τα 70s, πριν από το μπλόγκινγκ. Μέσα σε αυτό το αρχείο βρήκα ένα φάκελο όπου είχε φυλαγμένα τα παιδικά μου γράμματα. Σε ένα, τις μέρες που θα έδινε συναυλία στη Ρεματιά, της έγραφα “πρόσεξε να μη σε πιάσει πάλι ο σβέρκος σου, να έχεις μαζί σου ένα μαντήλι· εγώ θα έχω ένα μαζί μου, αν χρειαστείς, θα μου φωνάξεις και θα στο φέρω”. Ήμουν μέσα στη ζωή της. Ήξερα τα περισσότερα από τα απλώς καθημερινά της θέματα. Αλλά δεν μου επιτρέπεται να πω. Αυτά είναι τα μυστικά μας. Ο καθένας έχει πράγματα προσωπικά που δεν τα μοιράζεται ούτε καν με τον οικογενειακό του κύκλο. Ο καθένας έχει τον προσωπικό του κήπο. Με μένα ήταν πολύ διακριτική, μου έλεγε πράγματα όποτε νόμιζε ότι ήταν χρήσιμο. Κι αυτό συμπεριλαμβάνεται μέσα στα “μαθήματα” που έπαιρνα από αυτήν. Γι’ αυτό χαίρομαι, γιατί είχα μαζί της μία σχέση που πάει πιο βαθιά απ’ όσο πάει το “αίμα”».

Το μαγικό σπίτι

«Στο σπίτι της οδού Δεληγιάννη έμεινε όλα τα χρόνια, μέχρι το περιστατικό με το εγκεφαλικό στον Βόλο. Τότε, επειδή το σπίτι ήθελε επισκευές και δεν μπορούσε να το φτιάξει, αποφάσισε και αγόρασε ένα σπίτι στην Κυψέλη και τα τελευταία της 8-9 χρόνια τα πέρασε εκεί. Αυτό των Εξαρχείων, όμως, ήταν το Μαγικό Σπίτι. Πολύς κόσμος τρόμαζε όταν έμπαινε μέσα γιατί έλεγαν, α, είναι ένα αχούρι. Αλλά ήταν ένας λαβύρινθος πραγμάτων. Η Αρλέτα είχε μία συνήθεια, να κάνει πολλές συλλογές διαφόρων πραγμάτων που μετά τις σταματούσε. Είχε, ας πούμε, συλλογή από βόλους. Χιλιάδες παιδικούς βόλους που τους διάλεγε έναν-έναν, κοιτούσε τα νερά που έκαναν τα χρώματα. Ή, άλλο, είχε συλλογή από μικροσκοπικά, πλαστικά κουκλάκια, που ήταν γυμνά και φαλακρά μωρά. Επίσης της άρεσαν τα αυτοκινητάκια. Μετά, για ένα καλοκαίρι, μάζευε ποτήρια μπίρας· πηγαίναμε στην μπιραρία στον πεζόδρομο της Δράκου και παίρναμε διαφορετικές μπίρες σε διαφορετικά ποτήρια. Αν της άρεσε το ποτήρι, ζητούσε να το αγοράσει και φυσικά της το χαρίζανε. Μια άλλη εποχή μάζευε παλιά κουτιά, από μπισκότα κ.λπ. Ή τις παλιές εκείνες ξύλινες ξύστρες για τα μολύβια που είχαν ένα ζωάκι από πάνω. Μάζευε και λαστιχένια παιδικά παιχνίδια, εκείνα που τα ζουλάς και βγάζουν έναν ήχο. Παλιά είχε και μία γάτα, όταν τη γνώρισα μόλις της είχε πεθάνει. Μετά πήρε έναν σκύλο που τον λάτρευε, ένα λευκό Πομεράνιαν που το έλεγε Σεβάχ. Όταν έγινε το περιστατικό στον Βόλο το πήρα εγώ.

Κηποθέατρο Παπάγου 2009, η πρώτη δική της συναυλία μετά το επεισόδιο στον Βόλο το 2008

Στο σπίτι, λοιπόν, αυτό κρεμόντουσαν διάφορα πράγματα. Υπήρχε ακόμα και ένα πιάνο με ουρά. Στο τέλος δεν είχε χώρο εκεί μέσα. Υπήρχε και ένα ξυλόγλυπτο σκάκι που το είχε φτιάξει όλο με τα χέρια της. Όποιος έμπαινε μέσα, έμπαινε για 5 λεπτά και έφευγε μετά από 5 ώρες. Είχε υπέροχα μολύβια, ξυλομπογιές, μαρκαδόρους, μπλοκάκια τρομερά, αγόραζε πένες, μελάνια που μπορεί και να μην τα χρησιμοποιούσε ποτέ. Ήταν τρομερή καλλιγράφος.

Στο σπίτι είχε καβαλέτο ζωγραφικής, αλλά περισσότερο σχεδίαζε. Είχε πάντα δίπλα της την κιθάρα. Την ώρα που σου μιλούσε είτε γρατζούναγε την κιθάρα είτε σχεδίαζε. Αν ήταν τώρα εδώ μαζί μας θα σε είχε ζωγραφίσει και όταν θα έφευγε θα σου έδινε και το σκίτσο. Έπρεπε συνέχεια να απασχολεί τα χέρια της. Στο σχολείο, στο Αρσάκειο, είχε πάρει ειδική άδεια για να ζωγραφίζει την ώρα του μαθήματος. Τη βοηθούσε αυτό να συγκεντρώνεται για να ακούει καλύτερα το μάθημα. Δεν σταμάταγε ποτέ να κάνει σχέδια, σκίτσα, πορτρέτα. Μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο στον Βόλο, στο εξώφυλλο του δίσκου της “Και πάλι χαίρετε”, έκανε ένα αυγό σπασμένο, σαν να συμβολίζει το κεφάλι της, ότι ξαναγεννήθηκε. Τα γενέθλιά της, που κανονικά είναι 3 Μαρτίου, τα γιόρταζε 12 Φεβρουαρίου, τη μέρα που βγήκε από το νοσοκομείο».

Η Αρλέτα δεν άκουγε πολλή μουσική στο σπίτι. Της άρεσαν τα λάιβ. Της άρεσε να βλέπει τη μουσική να φτιάχνεται εκείνη την ώρα.

 

Η Αρλέτα της μουσικής

Μια γυναίκα που, όσο κι αν δεν ήθελε να την συνδέουν με το Νέο Κύμα, ανήκε στο είδος εκείνο που διαμόρφωσε τις μπουάτ της πόλης, στον πρώτο κύκλο της καριέρας της. Ήταν όμως ανεξάρτητο πνεύμα, δεν ήθελε τις ταμπέλες. Στον πρώτο της δίσκο, κι ενώ η εταιρεία επέμενε να μπει στον τίτλο το «Νέο Κύμα», η Αρλέτα είπε όχι. Και το κατάφερε, αν και ήταν μόνο είκοσι χρονών, μία νέα φωνή που την είχε ανακαλύψει ο Γιώργος Παπαστεφάνου.

«Η Αρλέτα δεν άκουγε πολλή μουσική στο σπίτι» λέει ο Γιώργης. «Της άρεσαν τα λάιβ. Της άρεσε να βλέπει τη μουσική να φτιάχνεται εκείνη την ώρα. Στο σπίτι της, πολύ σπάνια έβαζε μουσική. Και όταν άκουγε, άκουγε δυνατά. Σειόταν το τετράγωνο.

Δεν μπορούσες να καταλάβεις, αν κάτι δεν της άρεσε. Δεν ήταν ένας άνθρωπος που γκρίνιαζε. Απλώς σιωπούσε. Έλεγε “Μάνα μου… αυτό…”. Και το χιούμορ της ακόμα οφειλόταν στο ότι ήταν ακριβολόγος. Σαν κάπως να έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Είχε ανατροπή. Νόμιζες ότι κάτι είναι έτσι, και στο ανέτρεπε. Είχε ένα πολύ χαρακτηριστικό γέλιο, πολύ σαρκαστικό. Έκανε κάτι σαν ελαφρύ φύσημα. Μιλούσε πολύ σιγά γιατί άκουγε τη φωνή της πολύ δυνατά μέσα στο κεφάλι της. Δεν μπορούσε να φωνάξει ή να τραγουδήσει παραπάνω. Στη δημιουργία επάνω ή στις συνεργασίες της ήταν αργή. Ήθελε να τα κρατάει τα πράγματα παραπάνω για να τα χωνεύει. Κάθε τι το ζύγιζε πολύ καλά. Η ίδια έλεγε “Είμαι η χελώνα του μύθου”».

Η Αθήνα της Αρλέτας

«Στην Αθήνα κυκλοφορούσε αργά. Γύριζε εδώ στη γειτονιά. Καθόμασταν πολλές φορές στην Καλλιδρομίου, στη Φαίδρα. Της άρεσε και το Φίλιον γιατί έκανε καλό καφέ. Κάπνιζε πολύ αλλά κάποια στιγμή το περιόρισε. Κάπνιζε τα Κιρέτσιλερ τα Θρακιώτικα, που ήταν πολύ βαριά και βρωμούσαν. Όταν καταργήθηκαν, άρχισε να καπνίζει Πίτερ Στάιβενσαντ. Παλιά έβγαινε πολύ, αλλά μετά το περιόρισε. Θυμάμαι ότι πηγαίναμε συχνά στο Booze της Κολοκοτρώνη, να ακούσουμε την Σάνυ Μπαλτζή. Ανεβαίναμε πάνω στο κλαμπ και γινόμασταν ρεζίλι και οι δύο γιατί ζητάγαμε νερό, σε όλα τα μπαρ που πηγαίναμε. Σουρωτές, εμφιαλωμένα και τέτοια. Εδώ, είχε πάει σε ένα σκυλάδικο και ζήτησε τσάι. Και της το ’φεραν! Της άρεσαν επίσης οι Συνήθεις Ύποπτοι και πηγαίναμε να ακούσουμε τον Θηβαίο στο παλιό Μπαράκι του Βασίλη, σε ένα νεοκλασικό που κατέρρεε, στη Μαυρομιχάλη, αν θυμάμαι καλά, ή στη Ζωοδόχου Πηγής. Της άρεσε πολύ η Λιζέτα Καλημέρη, είχαμε πάει να τη δούμε όταν τραγουδούσε με την Μελίνα Κανά».

Σχέδια περιόδου 2004-5

«Φιλιά, η κόρη σου»

«Με τα ρούχα η σχέση της ήταν αυτή: φορούσε τα ίδια σε διαφορετικά χρώματα. Έβρισκε ένα παντελόνι ή ένα σακάκι που τη βόλευε και είχε το ίδιο σε τρία-τέσσερα χρώματα.

Επίσης δεν μαγείρευε. Έτρωγε πολύ λίγο, αν μπορείς να το διανοηθείς. Απλώς δεν ήταν πολύ κινητικός τύπος, ειδικά μετά την περιπέτεια της υγείας της. Αυτό το θέμα άλλωστε, του εγκεφαλικού, το αντιμετώπισε με πάρα πολύ χιούμορ. Το πρώτο πράγμα που μου είπε μετά το χειρουργείο ήταν “Ρε γέρο, τι θες εδώ;”. Ήταν η φάση που είχα γίνει “ο μπαμπάς της”. Είχε συμβεί κι αυτή η διάσταση στη σχέση μας. Μου είχε γράψει σε μία αφιέρωση, σε έναν δίσκο, “Φιλιά, η κόρη σου”. Ή, μια άλλη φράση που έλεγε, ήταν “Αποφάσισα ότι σε αγαπάω”. Μετά το νοσοκομείο όμως είχε γίνει πιο ανοιχτή, τα πράγματα δεν τα κράταγε μέσα της. Και είχε γίνει πιο διαλλακτική. Τους γονείς της τους λάτρευε, είχε και μία αδερφή. Η μαμά της έμενε δίπλα αλλά η Αρλέτα είχε ανεξαρτητοποιηθεί από μικρή. Καλοί της φίλοι ήταν η Σωτηρία Μπαβέλου, ο Κωτούλας, ο Σπανός, ο Παπαστεφάνου, ο Αντώνης Γλυκός ο γραφίστας, η Σάνυ Μπαλτζή, η Άννα Σταματοπούλου που της στάθηκε μέχρι το τέλος… Πιο παλιά ήταν και η Παυλίνα Παμπούδη. Είχε και μία πολύ καλή φίλη, μία φιλόλογο την οποία την αγγάρευε μάλιστα. Της άρεσε ας πούμε ένα άγαλμα στην Κύπρο, ή ένα κεφάλι αλόγου στο Βρετανικό Μουσείο. Έλεγε στη φίλη “Με ενδιαφέρει αυτό” και καθόταν η φίλη και της έγραφε ένα άρθρο με πληροφορίες, στοιχεία, επεξηγήσεις κ.λπ.

Με το ίντερνετ τελευταία είχε αρχίσει να έχει σχέση, έκανε και μαθήματα, είχε πάρει και τάμπλετ. Αλλά ξεκίνησε σιγά-σιγά, από το κινητό τηλέφωνο από το οποίο έστελνε γραπτά μηνύματα σε σταθερά τηλέφωνα. Προσπαθούσαμε να της το εξηγήσουμε. Κάποια στιγμή, όταν το κατάλαβε, χάρηκε πολύ. Μετά μας έστελνε χιλιάδες μηνύματα όλη μέρα. Τα έγραφε και γρήγορα, έκανε πάντα λάθη γιατί ήταν και ανορθόγραφη.

Ήταν ο πιο αναρχικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει…»


Info: «Ακόμα κι αν φύγεις» - Μεγάλο αφιέρωμα στην Αρλέτα.
Την Πέμπτη 27/9, στο Ηρώδειο, σπουδαίοι έλληνες ερμηνευτές και αγαπημένοι της φίλοι θα συναντηθούν για να τραγουδήσουν όλοι μαζί, μόνο για εκείνη. Θα ακουστούν επίσης ποιήματα, κείμενα και στίχοι της από ηχογραφήσεις αρχείου, αλλά και σε ελεύθερη ανάγνωση. Δείτε περισσότερες πληροφορίες στο Guide της Athens Voice