- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Στο καινούργιο του άλμπουμ ο James Blake ξεχνιέται μέσα στην υπνωτιστική του αυταρέσκεια.
Η τέχνη αντικατοπτρίζει την αισθητική και την πραγματικότητα που την γεννάει, ακόμη κι όταν πρόκειται για τέχνη πρωτοποριακή ή που διατείνεται πως δεν έχει σχέση με όσα συμβαίνουν γύρω. Η δημιουργία μπορεί να υπερβεί την εποχή της αλλά δεν μπορεί να μην την εμπεριέχει κι έτσι όλοι μας -καλλιτέχνες, πολιτικοί, ακροατές, θεατές, αναγνώστες, δημιουργοί, ακόμα και αναχωρητές- είμαστε (και) εντός της. Άλλοι προσπαθούν να διαφύγουν, άλλοι συμβιβάζονται και αρκούνται σε αυτό, άλλοι είναι με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω, άλλοι ονειρεύονται να αποδράσουν, όλοι όμως είμαστε όντα της εποχής μας και δεχόμαστε τις επιδράσεις της και τις δονήσεις της, ζούμε την «μόλυνση» της, αναπνέουμε τον αέρα της, συμμετέχουμε και βιώνουμε τα αποτελέσματα της.
Εδώ και χρόνια απουσιάζουν οι Μεγάλες Δημιουργίες ενώ ταυτόχρονα το life style συνέδεσε την τέχνη με την παραγωγή και την κατανάλωση μετατρέποντας την σε ένα ακόμη προϊόν αλλά της φέρθηκε και ως Προκρούστης για να έρθει ίσια με το μπόι του. Ο πήχης κατέβηκε αισθητά για να μπορούν να τον πηδάνε ημιμαθείς δημοσιογράφοι (του τύπου: πρώτα ζω και μετά γράφω), νεόπλουτοι αγοραστές, αμόρφωτοι «κουλτουριάρηδες», υβρίδια τηλεοπτικής αισθητικής και το νεόκοπο είδος: «όλοι μέσα σ’ όλα».
Ζώντας τόσα χρόνια σε μια τέτοια πραγματικότητα μάθαμε να αποθεώνουμε το μέτριο, να ντύνουμε τους «γυμνούς βασιλιάδες» με τα δικά μας ρούχα και το πονηρό life style που –για ίδιον όφελος- μας έχρισε κριτές των πάντων (μη μασάς, καλό είναι αυτό που σου αρέσει) και έδωσε εξουσίες κριτικού σε κάθε ημιμαθές δημοσιογραφάκι (μην κωλώνεις, πήγαινε δες και γράψε αυτό που αισθάνθηκες και κατάλαβες. Δεν χρειάζεται να ξέρεις από θέατρο για να γράψεις για το θέατρο, δεν χρειάζεται να ξέρεις από μουσική για να γράψεις για μουσική… Δεν χρειάζεται να ξέρεις τίποτα για τίποτα. Απλώς ζήσε, νιώσε και γράψε…).
Το μέτριο και συμπαθές έγινε η πραγματικότητα της εποχής μας, όλα έγιναν τόσο κοντά για να τα φτάνουμε όλοι. Μέτριοι πολιτικοί τηλεοπτικής παραγωγής και θολής ιδεολογίας, παραδομένοι στο life style, στην κυριαρχία του χρήματος και ανίκανοι να παράξουν πολιτική διαφεντεύουν τις τύχες μας, μέτριοι καλλιτέχνες, συμβιβασμένοι και μέρος του μηχανισμού, αποθεώνονται, αμόρφωτοι και σε πλήρη συντονισμό με την εξουσία δημοσιογράφοι μας ενημερώνουν. Το μέτριο, το «συμπαθές τίποτα», το κοινότυπο, το στοιχειώδες, το προφανές αποκτούν συχνά διαστάσεις μύθου.
Δεκάδες επίθετα σε υπερθετικό βαθμό συνοδεύουν την μετριότητα κι έτσι κάθε μέρα διαβάζουμε ή μαθαίνουμε για «σπουδαίες ερμηνείες», για «μαγικές στιγμές», για «έναν από τους καλύτερους δίσκους της δεκαετίας», για βιβλία ή ταινίες που «κόβουν την ανάσα» ή που «ρουφήχτηκαν ως το μεδούλι», για «μεγάλους δημιουργούς», για «εμβληματικές σκηνοθεσίες», άσε τα “next big thing” που εμφανίζονται με ρυθμό πολυβόλου. Όλα αυτά τα υπερβολικά επίθετα –όπως μας απέδειξε η πραγματικότητα- είναι γραμμένα συχνά με το «μαγικό μελάνι» το οποίο έχει την ιδιότητα –ως γνωστόν- να εξαφανίζεται μετά από λίγο, τις περισσότερες φορές μαζί με το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο James Blake έχει εισπράξει ένα σωρό κολακευτικά επίθετα που δεν δικαιούται, έχει δεχθεί ενθουσιώδεις κριτικές που απέχουν απ’ την πραγματικότητα, έχει αντιμετωπιστεί ως (μία ακόμη από τις πολλές) ελπίδα για το μέλλον, έχει χρεωθεί μια δημιουργικότητα μεγαλύτερη απ΄ το μπόι του κι ένα «προσωπικό στιλ» που όμως έχει ένα σωρό δάνεια. Όλα αντιμετωπίζονται στην ποπ κουλτούρα λες και δεν υπήρξε χτες (και προχτές), λες και δεν υπάρχει ένα ήδη συσσωρευμένο καλλιτεχνικό έργο με το οποίο κάθε τι συγκρίνεται και το βασικό κριτήριο φαίνεται –κάθε φορά- να είναι η προσωπική συναισθηματική φόρτιση του γράφοντος ή του ακροατή.
Όλα αυτά τα γράφω όχι γιατί η μουσική του James Blake δεν έχει ενδιαφέρον, γιατί δεν μπορείς να βρεις στα δύο του άλμπουμ πράγματα που τον ξεχωρίζουν από τον μέσο όρο, να διακρίνεις έναν ευαίσθητο δημιουργό «καλών προθέσεων» αλλά τόσοι υπερθετικοί και τόσος ενθουσιασμός δείχνει ανθρώπους με μνήμη αμοιβάδας, φανερώνει ασέβεια προς την ιστορία της ποπ κουλτούρας, μετατρέπει τους γραφιάδες ή τους ακροατές σε όντα μόνο με αντανακλαστικές αντιδράσεις (κάτι ήξεραν οι Pavlov’s Dog που διάλεξαν αυτό το όνομα).
Στο καινούργιο του άλμπουμ ο James Blake ξεχνιέται μέσα στην υπνωτιστική του αυταρέσκεια, βάζει τον ηλεκτρονικό του μετρονόμο να μετράει στον ίδιο ρυθμό μέχρι να σε κάνει να αναρωτηθείς αν το ξέχασε, κοιτάζει στον καθρέφτη ερμηνεύοντας (και συχνά βλέπει το φάντασμα του Antony), κλαψουρίζει παραπονιάρικα και ακκίζεται μελαγχολώντας στο χιονισμένο τοπίο του εξωφύλλου. Τελειώνει το άλμπουμ και λίγα πράγματα σε παρακινούν να επιστρέψεις σε αυτό. Προτιμάς, για πραγματική αισθητική απόλαυση υψηλής δημιουργίας, να πας κατ’ ευθείαν στα σημεία αναφορά του: Στον Nick Drake, στον Tim Buckley, στους Portishead, στους Antony and the Johnsons. Έχει πολύ δρόμο να διανύσει για να δικαιώσει τους ενθουσιώδεις φίλους του, έχει πολλές αδυναμίες να διορθώσει για να ανταποκριθεί στον υπερθετικό που τον συνοδεύει.