- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αναμνήσεις από το POP 11
Ο Γιώργος Κουτσονάσιος θυμάται το ιστορικό δισκάδικο της οδού Σκουφά, με αφορμή το Record Store Day
Το ΡΟΡ 11 των αδερφών Τάσου και Γρηγόρη Φαληρέα ήταν ένα μουσικό –και πολλά άλλα- hotspot που έγραψε τη δική του ιστορία στην οδό Σκουφά από τη δεκαετία του ’70 μέχρι τα ‘90ς. Ένας τόπος συνάντησης κουλτούρας που μάζευε όλους τους μουσικόφιλους της Αθήνας και έδωσε το δικό του στίγμα στην πόλη.
Ο Γιώργος Κουτσονάσιος, εικαστικός, παραγωγός δίσκων και γκουρού της μουσικής κουλτούρας, θυμάται, με αφορμή το Record Store Day, τα χρόνια που δούλευε δίπλα στους αδερφούς Φαληρέα:
«Το μαγαζί άνοιξε γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’70 από τους δύο αδερφούς Φαληρέα. Μαζί τους ήταν σαν παρέα και ο Μεταξάς που είχε το Free Shop. Το πρώτο μαγαζί ήταν χαμηλά στη Σκουφά, στα Εξάρχεια. Από κάτω το ΡΟΡ 11 και από πάνω το Free Shop – τότε έφτιαχνε ο Μεταξάς και δικά του ρούχα, κάτι πουκάμισα πιο μοντέρνα για την εποχή. Ήταν φίλοι και είχαν κάνει αυτή τη φάση, τύπου together, νέο ρεύμα και λοιπά. Ήταν σαν ναός το μαγαζί. Στους τοίχους έργα του Κυριτσόπουλου, αφίσες, παράλληλα και βιβλιοπωλείο. Το μαγαζί στη δεύτερη φάση του πήγε στην Σκουφά, πάνω από το Free Shop, λίγο πριν την πλατεία και το ’81 μεταφέρθηκε στην Πινδάρου. Από τους αδερφούς Φαληρέα ο Τάσος ήταν ο πιο μέσα στα κόλπα και ο Γρηγόρης, αν και αυτός γνώστης, ήταν ο πιο πρακτικός, αυτός που έτρεχε το μαγαζί και ο πιο τσαμπουκάς. Είχε τύχει να παίξει και ξύλο μέσα στο μαγαζί επειδή άκουσε κάτι που δεν του άρεσε.
Το πρώτο λογότυπο του μαγαζιού το είχε φτιάξει ο Πάνος ο Κουτρουμπούσης και το 11 του ονόματος, το είχαν πάρει από το τρίτο κομμάτι «The Eleven» που υπάρχει δεύτερο στη δεύτερη πλευρά στο διπλό των Grateful Dead, το «Live/Dead».
Έτσι είχε αρχίσει να δημιουργείται μία γειτονιά τέτοιου στιλ στο Κολωνάκι. Πίσω από τον Άγιο Διονύση υπήρχε και το Market, ένα παλιό τριώροφο που είχε μέσα μπαρ, ρουχάδικο, πιο ιδιαίτερα πράγματα, στέκι πιο friendly και cool. Το Κολωνάκι τότε δεν ήταν μία περιοχή δημοσίων σχέσεων. Το Κολωνάκι τότε είχε μία ανεκτικότητα και γούσταρε. Ήταν εκεί ένας κόσμος πιο «παλιάς αριστοκρατίας» που αναγνώριζαν το πιο διαφορετικό και την κουλτούρα.
Το ΡΟΡ 11 άρχισε και έφερνε εισαγωγές δίσκων που τότε δεν υπήρχαν στα άλλα μαγαζιά: blues, jazz, reggae. Επίσης έφερνε και από τις εισαγωγές που έκαναν οι εταιρείες οι οποίες τότε, εκτός από τις δικές τους κυκλοφορίες, έφερναν και κάποια αντίτυπα εισαγωγής, κυρίως ολλανδέζικα, ευρωπαϊκές πάντως κυκλοφορίες, που ήταν πιο φθηνά από τα ακριβά αμερικάνικα κομμάτια. Τα αμερικάνικα ήταν και τα φετίχ μας τότε, με τα σκληρά εξώφυλλα, τα διπλά εξώφυλλα, τους ένθετους στίχους – όπως ήταν το Exile on Main Street των Stones για παράδειγμα, που ήταν ολόκληρο πακέτο ή το Sticky Fingers με το φερμουάρ. Ο Τάσος εκείνη την περίοδο δούλευε και σαν παραγωγός, στην αρχή με τη δισκογραφική Lyra και μετά σε μία άλλη εταιρεία που είχε φέρει μία σειρά με δίσκους blues – jazz με αμερικάνικα εξώφυλλα, ελληνικές κόπιες. Κάτι Coltrane, Skip James, κάτι τέτοια, εγώ τα έχω από εκείνες τις κυκλοφορίες.
Το ΡΟΡ 11 ήταν γνωστό για τις πολλές εισαγωγές κυρίως blues και jazz. Τότε δούλευε στο βιβλιοπωλείο του μαγαζιού ένας άνθρωπος που στήριξε όλη τη σκηνή της jazz στην Ελλάδα, ο Κώστας ο Γιαννουλόπουλος. Το μαγαζί είχε και ολόκληρο τμήμα βιβλιοπωλείου με παρτιτούρες, μουσικά βιβλία, αμερικάνικες εκδόσεις… θυμάμαι είχα πάρει από εκεί κάτι Country Joe & the Fish, κάτι Dylan… Μαζί με τον Γιαννουλόπουλο ήταν στο βιβλιοπωλείο και η Ντενίζ Χάρβεϊ, μία καταπληκτική φυσιογνωμία. Η Ντενίζ τότε, στο ΡΟΡ 11 είχε κάνει κάποιες πολύ καλές δικές της εκδόσεις, μεταξύ των οποίων το πρώτο βιβλίο του Κουτρουμπούση του ’77, και ένα κεφάλαιο από το Mystery Train του Greil Marcus με την Πρισλεϊάδα που είχε μεταφράσει ο Νίκος Σαββάτης και είχε γράψει έναν καταπληκτικό πρόλογο ο Κώστας Θεοφιλόπουλος. Εκεί κυκλοφορούσε και το περιοδικό Jazz του Γιαννουλόπουλου, στο οποίο ο Θεοφιλόπουλος είχε γράψει τρία επίσης καταπληκτικά θεωρητικά κείμενα “Περί Rock’n Roll”. Όλοι αυτοί ήταν διάφορα άτομα, φυσιογνωμίες της εποχής και της παρέας ΡΟΡ 11.
Ακόμα και ο Σταύρος Πετσόπουλος όταν πρωτοάνοιξε τις εκδόσεις Άγρα και είχε βγάλει τις Ιστορίες του Ηρόδοτου, την Ιστορία του Ματιού του Μπατάιγ και το βιβλίο της Billie Holiday, εκδόσεις πιο ιδιαίτερες, περιποιημένες, όχι εμπορικές, τα έφερνε στο ΡΟΡ 11 διακινώντας τα ακόμα χέρι-χέρι. Το βιβλιοπωλείο, δίπλα στις μουσικές είχε και την Κολούμπρα που είχε πρωτοβγεί τότε, το πρώτο ενήλικο κόμικς περιοδικό, το Ιδεοδρόμιο αλλά και διάφορα fanzines και παρόμοιες εκδόσεις.
Δεν θυμάμαι εκείνη την εποχή να υπήρχαν άλλα δισκάδικα στην Αθήνα με τέτοια δραστηριότητα, μουσική και εκδοτική. Θυμάμαι τα μεγάλα δισκάδικα, το Jazz Rock που από το Μοναστηράκι είχε μεταφερθεί στην πάροδο της οδού Σίνα, το υπόγειο Music Corner στην Πανεπιστημίου, ο Κύκλος που ήταν στο Σύνταγμα – εκεί είχε βασικά κλασικά αλλά έπρεπε να ξέρεις, να κατέβεις υπόγειο και να βρεις τα άλλα, το Happening της Χαριλάου Τρικούπη, ενώ υπήρχαν και κάτι δισκάδικα σε κάτι στοές γύρω από την Ομόνοια που έβρισκες τρομερά πράγματα σε πολύ καλές τιμές αν έψαχνες λίγο. Θυμάμαι ακόμα και έναν άλλο τύπο, στα Εξάρχεια, κάπου μετά την πλατεία, ο οποίος μετά πήγε στη Μεταξά. Αυτός πουλούσε δίσκους αλλά είχε και κάτι άκρες και του φέρνανε κάθε τόσο μία βαλίτσα από την Αμερικάνικη Βάση με διάφορα. Μαζευόμασταν εκεί όλοι οι κολλημένοι και βλέπαμε και αρπάζαμε. Αυτός μπορεί να είχε ας πούμε, James Brown μία κόπια, Zappa δύο κόπιες… και την πέφταμε, όποιος πρόλαβε τον Κύριον οίδε. Από την Αμερικάνικη Βάση γενικά έσκαγαν πολλοί δίσκοι και στο Μοναστηράκι.
Το ΡΟΡ 11 εκτός από το κλασικό ροκ και τα electric blues έφερνε και δίσκους όπως π.χ. όλη τη σειρά reggae της Virgin, τα πρώτα punk, country blues, γενικά πράγματα που ο κόσμος μέχρι τότε τα σνόμπαρε. Όπως τη soul που τότε τη θεωρούσαν «καρεκλάδικα». Όλες αυτές οι μουσικές εκεί μέσα συνέτειναν στο να γίνονται κάποιες ζυμώσεις, συζητήσεις, συνεργασίες, περνούσε κόσμος και κοσμάκης από εκεί. Όλη η ροκ σκηνή της Αθήνας. Μετά το ’80, περάσαμε και στα ελληνικά σε έναν χώρο τον οποίο οι μεγάλες εταιρείες δεν κάλυπταν, μία ιστορία που την κίνησε ο Γρηγόρης Φαληρέας. Ήταν τότε που το ΡΟΡ 11 κυκλοφόρησε το δίσκο με τα Μικρασιάτικα από το αρχείο της Μέλπως Μερλιέ, άρχισε τις κυκλοφορίες με τα πρώτα Ρεμπέτικα όπως ο Μπάτης, ο Δελιάς κ.α. με το υλικό που είχε και επιμελήθηκε ο Παναγιώτης Κουνάδης, ακόμα και το πρώτο των Χειμερινών Κολυμβητών, πριν τους πάρει η Lyra, είχε κυκλοφορήσει σε ανεξάρτητη παραγωγή σε διάθεση ΡΟΡ 11. Την ίδια εποχή υπήρχε το περιοδικό Ντέφι, είχαμε τις συναυλίες στο Λυκαβηττό και με τον Τάσο να δουλεύει παράλληλα στην Columbia στο ελληνικό τραγούδι από λαϊκό μέχρι Τζιμάκο, αδερφούς Κατσιμίχα, Ζωρζ Πιλαλί κλπ, είχαμε ανοιχτεί σε αυτόν τον νέο χώρο. Θυμάμαι μία βραδιά που είχε γίνει στο μαγαζί, με τον Σαββόπουλο, το ’94, όταν είχε βγάλει το «Μην πετάξεις τίποτα», ένα tribute στους φίλους του από τη δεκαετία του ’60 με φωτογραφίες και αναμνηστικά που είχε ανάμεσά τους και τον Τάσο. Τότε ακόμα το ΡΟΡ 11 βαστούσε. Μετά, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, το ΡΟΡ 11 άρχισε να κλατάρει.
Εγώ πήγα στο ΡΟΡ 11 αρχές ’80. Από τον πρώτο μήνα που άρχισα να δουλεύω μπορώ να σου πω ότι τα χρώσταγα γιατί τα είχα πάρει σε δίσκους. Ήταν η εποχή που προτεραιότητά μας ήταν οι δίσκοι. Πολλούς από αυτούς τους έχω κρατήσει, αλλά έχω ξεφορτωθεί κιόλας, δεν γίνεται αλλιώς. Με τους δίσκους πάντα έδινα, άλλαζα, σκότωνα, τα ξανάπαιρνα. Έχω δώσει «συλλεκτικότατες» σειρές, τι να σου πω, για να έχω να βγω το βράδυ, ή για να πάω διακοπές… Όλη τη σειρά Grateful Dead για να πάω Αμοργό, τέτοια πράγματα. Και να σου πω την αλήθεια, από αυτά που έχω σήμερα πολλά τα έχω διπλά, σε βυνίλιο και σε cd. Δεν ήθελα να τα δώσω, γουστάρω τα εξώφυλλα, τα ένθετα, το αντικείμενο. Παλιά, το artwork ενός δίσκου είχε μεγαλύτερη συνάφεια με τη μουσική, με το περιεχόμενο του άλμπουμ. Έχω βυνίλια που είναι πολύ φθαρμένα, πολυπαιγμένα, αλλά τα κρατάω. Ακόμα και τώρα αν βγει ας πούμε το Astral Weeks του Morrison σε remastered με τα extra tracks πάω και το παίρνω. Το ’90 έκανα το δικό μου δισκάδικο, στο Παγκράτι, το «Έλα Κάτω», επειδή κατέβαινες πέντε σκαλιά για να μπεις. Θα μου άρεσε πάρα πολύ να το έχω ακόμα. Αλλά όταν το έκλεισα, δεν μπορούσα άλλο να αντέξω, θα κλάταρα.
Υπήρξε μία εποχή, γύρω στο ‘89, κράτησε 2-3 χρόνια, που οι ελληνικές εταιρείες έβγαζαν δίσκους ξένους και κασέτες, σε ελληνική εκτύπωση, με ελληνικά γράμματα στο εξώφυλλο – δεν ξέρω ακριβώς γιατί το έκαναν, μάλλον για να μην πουλιούνται στο εξωτερικό. Το θέμα είναι ότι αυτά έγιναν συλλεκτικά κομμάτια τώρα.
Τότε συνέβαινε και το άλλο: οι εταιρείες έβγαζαν έναν δίσκο των Kinks ας πούμε, με διαφορετικό ελληνικό εξώφυλλο. Έπαιρναν μία άλλη φωτογραφία από αυτήν που είχαν στο αυθεντικό. Κατά σύμπτωση έμαθα την περασμένη εβδομάδα ότι κάποια από αυτά είναι θεοσυλλεκτικά. Έβαλε ένας φίλος στο e-bay το Face to Face των Kinks, το ελληνικό, το ζήτησε 5 χιλιάρικα, του δώσανε δυόμισι. Έχω κι εγώ κάτι τέτοια βυνίλια, τα κρατάω για ώρα ανάγκης.
Τις κυκλοφορίες σήμερα τις παρακολουθώ, βγαίνουν πάρα πολλά πράγματα, αλλά είναι αρκετά ακριβά. Πώς να δώσει ένας πιτσιρικάς τώρα, 22 ευρώ να πάρει έναν δίσκο; Μπορεί να συντηρηθεί αγορά με τέτοιες τιμές; Δεν ξέρω πώς μπορεί να έχει μαζικότητα όλη η βιομηχανία, όχι μόνο το βυνίλιο αλλά και το cd, τώρα με το you tube. Εγώ πάντως ποτέ δεν μπορώ να ακούω τη μουσική μου στο κομπιούτερ. Θέλω να την έχω σαν αντικείμενο, να την πιάνω, να βλέπω το artwork. Ακόμα κι αν ακούσω κάτι που μου αρέσει στο you tube, πάω και το αγοράζω.
Από δίσκους που αγόρασα τελευταία… Ε, εγώ Dylan παίρνω σταθερά. Ό,τι βγαίνει το παίρνω. Και τα τραγούδια του Sinatra τώρα που έβγαλε, το γουστάρω, πήγα και το πήρα».
Από αριστερά πρώτος ο Τάσος Φαληρέας, δύο άγνωστοι καθιστοί, Άγγελος Μαστοράκης, ο Μεταξάς του Free Shop και ο Γρηγόρης Φαληρέας.