Μουσικη

Ένα χαστούκι στον Σάκη Ρουβά

Ο Sakis την έχει φτάσει δύο φορές. Πώς ξεκίνησαν όμως όλα;... Η ATHENS VOICE ήταν εκεί.

Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 245
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιώργος Παυριανός διηγείται στην ATHENS VOICE τη γνωριμία και τη σχέση του με τον Σάκη Ρουβά.

Καλά, υπάρχει στο Show Center ένας κούκλος 18 χρονών που τραγουδάει υπέροχα. Λέγεται Σάκης Ρουβάς!» με ενημερώνει ο Νίκος Μουρατίδης. «Γιατί δεν παίρνεις τον Καραγιάννη να πάτε να τον δείτε;» Είμαι στα γραφεία της Polygram, είναι αρχές Ιανουαρίου του 1991, ο Μουρατίδης είναι υπεύθυνος ξένου ρεπερτορίου και ο Νίκος Καραγιάννης είναι ο γνωστός παραγωγός. Πάω στο γραφείο του. «Θες να πάμε στο Show Center να ακούσουμε ένα νέο τραγουδιστή;» «Ποιον, τον Σάκη Ρουβά; Καλά, θα πάθεις την πλάκα σου. Πάμε, αν και, από ό,τι δείχνει ο καιρός, απόψε θα ξεσπάσει δυνατή μπόρα…»

Μια δυνατή μπόρα είχε ξεσπάσει από το απόγευμα και δεν έλεγε να σταματήσει μέχρι αργά το βράδυ. Αστραπές έσκιζαν το σκοτεινό ουρανό και τα μπουμπουνητά τράνταζαν συθέμελα την αίθουσα του Show Center. Επάνω στη σκηνή ο Σάκης Ρουβάς τραγουδάει το “Man in the Mirror” του Μάικλ Τζάκσον. Φοράει ένα μαύρο κολλητό τζιν κι ένα λευκό πουκάμισο με μαύρες ρίγες. Είχε δίκιο ο Μουρατίδης: Είναι κούκλος, είναι 18 χρονών και τραγουδάει υπέροχα.

Έρχεται και κάθεται στο τραπέζι μας ο επιχειρηματίας του Show Center. «Πώς σας φαίνεται ο Σάκης;» ρωτάει χαμογελαστά. «Είναι καταπληκτικός! Θέλω να κάνω δουλειά μαζί του» απαντάω αυθόρμητα. Το χαμόγελο σβήνει από τα χείλη του. Πετάγεται όρθιος, βουτάει ένα από τα μαχαίρια του σερβίτσιου και με γουρλωμένα μάτια με πλησιάζει απειλητικά. «Τι λες, ρε πούστη;  Ήρθες εδώ για να μου πάρεις το παιδί; Θα σε σφάξω!» «Ηρέμησε, ρε Γιάννη, στιχουργός είναι ο άνθρωπος, δεν είναι μαγαζάτορας!» επεμβαίνει ο Καραγιάννης. «Όταν λέει δουλειά, εννοεί να του γράψει τραγούδια, δεν θέλει να τον πάρει για το μαγαζί του! Έλα, κάτσε κάτω να πιούμε ένα ουίσκι να ηρεμήσουμε». Με τα πολλά κάθεται κάτω, πίνει ένα ουίσκι, ηρεμεί, το χαμόγελο ξαναγυρίζει, στέλνει ένα γκαρσόνι να φωνάξει τον Σάκη. Έρχεται, κάθεται, γίνονται οι συστάσεις, μας κοιτάζει ερευνητικά, με καθαρό, αθώο βλέμμα. «Θέλω να σου γράψω στίχους» του λέω ορμητικά. «Μα εγώ δεν έχω ούτε συνθέτη ούτε εταιρεία». «Αυτό άσ’ το πάνω μου» λέει ο Καραγιάννης. «Σε λίγο θα έχεις και συνθέτη και εταιρεία». «Εσύ με ποιους άλλους έχεις συνεργαστεί;» με ρωτάει, εννοώντας «ώστε να μπορώ να σε εμπιστευτώ;» «Έχω κάνει τον τελευταίο δίσκο της Βίκυς Λέανδρος». Δεν δείχνει να εντυπωσιάζεται. «Ναι, αλλά εγώ θέλω να κάνω ένα νεανικό δίσκο, δεν θέλω παλιά πράγματα…» «Μη φοβάσαι, ο Γιώργος είναι καταπληκτικός στιχουργός» με υποστηρίζει ο Καραγιάννης. «Κανονίστε να βρεθείτε και να γνωριστείτε καλύτερα κι εγώ θα μιλήσω στην εταιρεία για να υπογράψεις συμβόλαιο». Ανταλλάσσουμε τηλέφωνα, μας χαιρετάει ευγενικά και φεύγει. «Αν τον πας σε άλλο μαγαζί, θα σε σφάξω με τα ίδια μου τα χέρια!» ξαναρχίζει το τροπάρι του ο επιχειρηματίας. Σηκωνόμαστε και φεύγουμε. Έξω η μπόρα συνεχίζεται. Αλλά μέσα στην καρδιά μου έχει απλωθεί μια χειμωνιάτικη λιακάδα…

   

Χειμωνιάτικη λιακάδα στην πλατεία Κολωνακίου. Καθόμαστε με τον Σάκη αραχτοί, πίνουμε φραπέδες και παρακολουθούμε το πολύχρωμο πλήθος που πηγαινοέρχεται στα μαγαζιά και ψωνίζει. «Τόση ώρα προσπαθώ να μάθω δυο-τρία πράγματα για σένα και σου τα βγάζω με το τσιγκέλι. Είσαι η καταστροφή του δημοσιογράφου!» του λέω μισοαστεία - μισοσοβαρά.

«Μα ποιον ενδιαφέρει η προσωπική μου ζωή;»

«Κοίτα, επειδή δουλεύω και σαν δημοσιογράφος, ξέρω πως όλοι ενδιαφέρονται. Και είναι καλύτερο να τους τα λες εσύ, παρά να τα γράφουν οι δημοσιογράφοι απ’ το μυαλό τους».

«Εμένα αυτό δεν μου αρέσει».

«Σ’ αρέσει - δεν σ’ αρέσει, έτσι γίνεται. Έλα τώρα, άσε τα πείσματα και πες μου λίγα βιογραφικά τουλάχιστον!»

«Τι να σου πω; Γεννήθηκα στην Κέρκυρα στις 5 Ιανουαρίου του 1972. Το Σάκης προέρχεται από το Αναστάσιος, Αναστασάκης-Σάκης. Ο πατέρας μου έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε. Από αυτόν πήρα την αγάπη για τη μουσική. Όταν ήμουν 12 χρονών, οι γονείς μου χωρίσανε. Τα καλοκαίρια άρχισα να δουλεύω για να βοηθήσω τη μητέρα μου και τα αδέρφια μου. Στο σχολείο δεν ήμουν καλός στα μαθήματα, είχα όμως μεγάλη αγάπη για τον αθλητισμό. Είχα διακριθεί στην ενόργανη γυμναστική. Ο αθλητισμός μού έμαθε την πειθαρχία και την αυτοσυγκράτηση. Στα 17 τραγούδησα σε ένα μαγαζί στην Κέρκυρα. Με είδαν εκεί άνθρωποι της δουλειάς και μου είπαν πως αν ήθελα να κάνω καριέρα έπρεπε να έρθω στην Αθήνα. Ο Δάκης μεσολάβησε και με πήραν στο Show Center. Ε, τα υπόλοιπα τα ξέρεις» είπε και έσκυψε να ρουφήξει μια γουλιά απ’ το φραπέ του.

«Από ερωτική ζωή πώς πάμε;»

«Πολύ καλά, ευχαριστώ!» χαμογέλασε.

«Έχεις σχέση με κάποια κοπέλα, με κάποιο αγόρι;»

«Σε παρακαλώ, τι ερωτήσεις είναι αυτές; Δεν είμαι γκέι!»

«Καλά ντε, δεν σου θίξαμε τον ανδρισμό!»

«Μου τη σπάει αυτό το θέμα! Επειδή είμαι ευγενικός και δεν μιλάω άσχημα, μου την πέφτουνε πολλοί και νομίζουν ότι θα δεχτώ τις προτάσεις τους. Τι να κάνω; Να τους αρχίσω στις μπουνιές; Δεν είναι του χαρακτήρα μου».

«Πάντως είναι πολύ κολακευτικό να αρέσεις σε άντρες και σε γυναίκες. Στην αρχαία Ελλάδα, λέγανε για τον Αλκιβιάδη…»

«Δεν με νοιάζει τι λέγανε για τον Αλκιβιάδη, για μένα δεν θέλω να λένε ότι είμαι γκέι!» Παύση. Σκύβουμε και οι δυο και ρουφάμε τις τελευταίες γουλιές του φραπέ. «Να πληρώσουμε γιατί πρέπει να πάω να αγοράσω ένα παντελόνι» λέει νευρικά. «Το απόγευμα θα πάμε στην εταιρεία;»

«Ναι, θα βρεθούμε εκεί στις 6. Εγώ έχω να πάω πρώτα από το ΚΛΙΚ. Έχουμε σύσκεψη».

Σύσκεψη στο ΚΛΙΚ. Δεν θέλεις να ξέρεις. Το περιοδικό σκίζει και ο Πέτρος Κωστόπουλος μας βρίζει. Πηγαινοέρχεται μέσα στο γραφείο, σαν το λιοντάρι στο κλουβί, ενώ οι συντάκτες καθισμένοι σε καρέκλες, σε στοίβες από περιοδικά, στο πάτωμα, λένε ιδέες, καπνίζουν, πέφτουν σε κατάθλιψη, κρυφογελάνε, κόβουν τις φλέβες τους, κουτσομπολεύουν, φωνάζουν. «Έχει έρθει ένας Αμερικάνος φωτογράφος» λέει ο Γιάννης Νένες, που είναι και αρχισυντάκτης. «Να κάνουμε ένα θέμα με 10 Αθηναίους;»

«Και ποιους να βάλουμε;»

«Τη Βάνα Μπάρμπα, τη Μαλβίνα Κάραλη, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, τον Βλάσση Μπονάτσο…»

«Να βάλουμε και τον Σάκη Ρουβά!» πετιέμαι εγώ.

«Ποιος είναι αυτός;»

«Είναι ένας κούκλος τραγουδιστής από την Κέρκυρα!»

Ο Κωστόπουλος χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο. «Ρε μαλάκα, θα με τρελάνεις; Εδώ λέμε να βάλουμε 10 Αθηναίους κι εσύ μου προτείνεις έναν Κερκυραίο;»

«Ναι, αλλά σε λίγο όλη η Αθήνα θα μιλάει γι’ αυτόν!» λέω με σιγουριά. Οι συντάκτες χειροκροτούν, ο Πέτρος ξεσπάει στα γέλια και ο Σάκης μπαίνει στους 10 Αθηναίους! Φεύγω πανευτυχής από το ΚΛΙΚ και πηγαίνω στην Polygram.

Στην Polygram επικρατεί ενθουσιασμός. Όλοι έχουν να πουν μια καλή κουβέντα για τον Σάκη. «Επιτέλους. Ένας νέος άνθρωπος σ’ αυτή την εταιρεία! Έχουμε αραχνιάσει με όλες τις γριές εδώ μέσα!» ωρύεται ο Μουρατίδης. Η Ελίνα Δελαλοπούλου στο διπλανό γραφείο έχει μάθει τα νέα από τον Καραγιάννη. Η Μανουέλλα Παυλίδου, υπεύθυνη Δημοσίων σχέσεων, άκουσε από τον Σταμάτη Φασουλή πως είναι εξαιρετικός. Μέχρι και ο ξινός παραγωγός Γιώργος Μακράκης ρωτάει με ενδιαφέρον: «Μα είναι τόσο όμορφος;».

«Ναι, Γιώργο μου».

«Είναι όμως καλός τραγουδιστής;»

«Ο Χατζιδάκις λέει ότι δεν χρειαζόμαστε καλούς τραγουδιστές, χρειαζόμαστε όμορφους τραγουδιστές».

«Ε, τα λέει κάτι τέτοια ο Μάνος. Πάμε τώρα στο meeting γιατί ο Βίκο έχει αντιρρήσεις για το όνομά του».

Μπαίνουμε όλοι στο γραφείο του Βίκο Αντύπα, του διευθυντή της εταιρείας. Μετά από λίγο ακούγεται ένα σούσουρο στους διαδρόμους, και εμφανίζεται ο Σάκης με μαύρο κολλητό τζιν, λευκό t-shirt, μπότες και μπουφάν Perfecto.

«Υπερθέαμα!» ψιθυρίζει ο Μουρατίδης και καθόμαστε όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι των συσκέψεων.

«Σάκη, έχουμε ακούσει πολλά καλά λόγια για σένα και σε καλέσαμε σήμερα για να υπογράψεις συμβόλαιο. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: το όνομά σου. Σάκης Ρουβάς δεν είναι όνομα για τραγουδιστή, πρέπει να το αλλάξουμε» λέει ο Βίκο.

«Να τον βγάλουμε Ρωμανό!» πετάγεται ο Μακράκης.

«Μα τι είναι, ψάλτης;» αντιδρώ εγώ.

«Γιατί δεν τον βγάζουμε Μέγα Αλέξανδρο, που είναι και πιο εντυπωσιακό;» λέει ειρωνικά ο Μουρατίδης.

«Μήπως να τον βγάλουμε Σεβαστιανό και να τον φωτογραφίσουμε γυμνό με βέλη για το εξώφυλλο;» προτείνει ο γραφίστας Πέτρος Παράσχης. Τα ονόματα πέφτουν βροχή. Προσπαθώ να εξηγήσω ότι ένας νέος ποπ τραγουδιστής δεν χρειάζεται ένα εντυπωσιακό όνομα, το Σάκης Ρουβάς είναι μια χαρά. «Εσύ, Σάκη, τι λες;» ρωτάει η Μανουέλλα.

«Λέω ότι θα υπογράψω συμβόλαιο μόνο σαν Σάκης Ρουβάς» απαντάει ήρεμα. «Δεν θέλω να αλλάξω το όνομά μου».

Ως διά μαγείας, όλοι συμφωνούν ότι το Σάκης Ρουβάς είναι το καλύτερο όνομα, μια σκέψη έκαναν για αλλαγή, αλλά τώρα πια όλοι είναι σίγουροι ότι δεν χρειάζεται. Φέρνουν τα συμβόλαια για υπογραφή, τελειώνει το meeting, ο Καραγιάννης μάς ειδοποιεί ότι έχει κανονίσει να βρεθούμε με ένα νέο συνθέτη, τον Νίκο Τερζή, βγαίνουμε με τον Σάκη στη Μεσογείων, παίρνουμε ταξί, τον αφήνω σπίτι του.

   

Το σπίτι του είναι στη Δάφνη. Έχει νοικιάσει ένα δυάρι επιπλωμένο, στον πρώτο όροφο. Μπροστά είναι το σαλόνι με κάτι δερμάτινες καφετιές πολυθρόνες και πίσω είναι η κρεβατοκάμαρα, το μπάνιο κι η κουζίνα. Ο Σάκης τα έχει φτιάξει με τη Σάλι, μια νόστιμη Εγγλέζα, μεγαλύτερή του, ήσυχη και ευγενική. Πηγαίνω σχεδόν κάθε μέρα από κει για να τον πάρω να πάμε στο στούντιο 111. Έχουμε γνωρίσει τον Νίκο Τερζή, μας άρεσαν οι μουσικές του, και έχουμε αποφασίσει να πάμε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη με το τραγούδι «Πάρ’ τα!». Παράλληλα ετοιμάζουμε και τον πρώτο δίσκο του.

Συνήθως μου ανοίγει η Σάλι, ο Σάκης είναι στην κρεβατοκάμαρα και βλέπει τηλεόραση. Εκείνη την εποχή έχω μια στήλη στο ΚΛΙΚ «Η δόκτωρ Ρουθ Παύρη σας απαντά» και απαντάω σε ερωτήσεις σεξουαλικού περιεχομένου. «Γεια σου, Σάκη, η θεία Παύρη είμαι!» λέω το συνηθισμένο μας αστείο.

«Γεια σου, θεία Παύρη, κάνε μαλλιά!» μου απαντάει. Και τότε εγώ αρχίζω και κουνάω το φαλακρό κρανίο δεξιά και αριστερά σα να έχω μαλλιά. Η Σάλι φτιάχνει καφέ, ο Σάκης τρέχει στο μπάνιο. Βγαίνει, ντύνεται. Όλη αυτή την ώρα ένα ταξί μάς περιμένει έξω από το σπίτι του.

Την πρώτη φορά που πήγα να τον πάρω με ρώτησε έκπληκτος: «Τι, δεν έχεις αυτοκίνητο;».

«Έλα μωρέ, θα βγούμε στη Βουλιαγμένης και θα βρούμε ένα ταξί» του είπα ανέμελα. «Στο μέλλον θα έχεις όσες λιμουζίνες θέλεις και τότε δεν θα μπορείς να περπατάς άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, όπως τώρα».

«Και ποιος σου είπε ότι θέλω να περπατάω άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους;» με ρώτησε αυθόρμητα.

«Καλά, Σάκη μου, θα έρχομαι να σε παίρνω εγώ μ’ ένα ταξί, σιγά το πράγμα, εμένα δεν μου κάνει καθόλου κόπο» του είπα απερίσκεπτα. Έτσι αναγκαζόμουν να βγαίνω εγώ στη Βουλιαγμένης, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, να βρίσκω ένα άδειο ρημαδοταξί, να κανονίζω με τον ταξιτζή ότι θα περιμένει και να πηγαίνω στη Δάφνη να τον παίρνω για το στούντιο. Όλα αυτά μέχρι τις αρχές Αυγούστου.

   

Αρχές Αυγούστου παίρνω το τελικό remix του δίσκου και τρέχω στο σπίτι του. Χτυπάω το κουδούνι. Αργεί να μου ανοίξει. Όταν επιτέλους ανοίγει, «γεια σου, Σάκη, η θεία Παύρη είμαι!».

«Έλα μέσα» μου λέει με ένα μυστήριο χαμόγελο. Μπαίνω, καθόμαστε στο σαλόνι, στις καφετιές πολυθρόνες. Είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, αυτός φοράει ένα λευκό μποξεράκι και συνεχίζει να χαμογελά. «Έχω το τελικό remix του δίσκου» λέω και από την κρεβατοκάμαρα ακούω κάτι περίεργους ήχους. «Είναι η Σάλι εδώ;»

«Όχι, όχι, μόνος μου είμαι» λέει κρυφογελώντας. «Αν θέλεις πάμε μέσα που έχω το stereo να ακούσουμε το δίσκο».

Σηκώνεται, μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα, ξαπλώνει στο κρεβάτι. «Βάλε την κασέτα και έλα ξάπλωσε» λέει και κάνει χώρο στο κρεβάτι. «Κάποιο λάκκο έχει η φάβα» λέω από μέσα μου, βάζω την κασέτα και ξαπλώνω δίπλα του. Απέναντί μας είναι μια τεράστια ντουλάπα και η τηλεόραση με κλειστό τον ήχο. Αρχίζουν να ακούγονται οι πρώτες νότες από το «Πάρ’ τα». Κλείνω τα μάτια, νιώθω τον Σάκη δίπλα μου, ακούω το τραγούδι μας και βρίσκομαι στον έβδομο ουρανό. Και την ώρα που το τραγούδι φτάνει στο ρεφρέν, «Πάρ’ τα! Το κορμί και το μυαλό μου, πάρ’ τα! Την ψυχή και την καρδιά μου, πάρ’ τα!», ανοίγει με πάταγο η πόρτα της ντουλάπας, ανοίγω κι εγώ τα μάτια μου και βλέπω μπροστά μου τον Ηλία Ψινάκη να με μουντζώνει: «Πάρ’ τα, μωρή ηλίθια, πάρ’ τα να μη στα χρωστάω!».

Ο Σάκης έχει κυλιστεί κάτω από τα γέλια. Ο Ψινάκης βγαίνει από την ντουλάπα και αρχίζει να χοροπηδάει γύρω από το κρεβάτι. «Σε έπιασα με τον Σάκη Ρουβά! Θα το πω σε όλη την Αθήνα!» λέει με τη γλυκιά του φωνούλα.

Έχω μείνει στήλη άλατος. «Μα πώς… πού… πότε έχετε γνωριστεί;»

«Καλέ, τον Σάκη τον ξέρω από την Κέρκυρα! Είναι φίλος μου! Δεν στο έχει πει;»  

«Όχι, δεν μου το έχει πει». «Αιγόκερως, αγάπη μου, τρελή, δεν βγάζεις άκρη» λέει ο Ψινάκης και ετοιμάζεται να φύγει. «Πάντως, το τραγούδι είναι φοβερό! Θα σκίσει στο Φεστιβάλ Τραγουδιού!».

Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης. Έχω ανέβει με όλη την παρέα δυο μέρες πριν για τις πρόβες. Την παραμονή της εκδήλωσης έρχεται και ο Μουρατίδης με τη Δελαλοπούλου και τον Κώστα Ρεκουνιώτη για ηθική συμπαράσταση.

Το πρόγραμμα για πρώτη χρονιά δεν θα το παρουσίαζε ο Άλκης Στέας αλλά η Ζωή Λάσκαρη. Πάω και τη βρίσκω στο Ηλέκτρα. Είναι η εποχή που έχει φουντώσει το Σκοπιανό και η Ζωή θέλει να βγει και να δηλώσει τη μακεδονική καταγωγή της. Πώς όμως θα το πει; «Είμαι Μακεδόνισσα; Είμαι Μακεδονίτισσα; Είμαι Μακεδόνα; Είμαι Μακεδονοπούλα;»

Το τελευταίο πράγμα που με ενδιαφέρει εκείνη τη στιγμή είναι το Μακεδονικό. «Γιατί δεν λες, είμαι Σαλονικιά να ξεμπερδεύουμε;»

«Καλά, καημένε, εδώ ο κόσμος καίγεται και εσύ ενδιαφέρεσαι μόνο για ένα πράγμα;» μου λέει υποτιμητικά.

«Για ποιο πράγμα;»

«Για τον Σάκη Ρουβά!» και ξεσπάει σε εκείνο το κακαριστό της γέλιο. «Όμως εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν είμαι στην επιτροπή. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τον αναγγείλω με έμφαση! Τραγούδι: ο Σάκης Ρουβάς!» και ξαναρχίζει εκείνο το κακαριστό της γέλιο.

«Απ’ ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα» λέω κι εγώ και ξεσπάω σ’ εκείνο το σπαστικό μου γέλιο.

   

Γέλιο, πλάκες και ανέκδοτα στα παρασκήνια. Ο Σάκης είναι τόσο χαλαρός που αρχίζω να φοβάμαι μήπως έχει πάρει κάτι.

«Μα πώς είσαι τόσο ήρεμος; Δεν έχεις άγχος;»

«Α, μπα, έχω συνηθίσει από τον αθλητισμό. Κάνω μερικές ασκήσεις και φεύγουν όλες οι αρνητικές σκέψεις».

Βγαίνει με το κολλητό τζιν και το λευκό t-shirt και τραγουδάει το «Πάρ’ τα». Γίνεται χαμός. Το Φεστιβάλ μεταδίδεται ζωντανά από τον ΑΝΤ1 και ψηφίζει το κοινό από το τηλέφωνο. Υπάρχει και μια επιτροπή που δίνει τα ειδικά βραβεία. Τελειώνουν οι συμμετοχές, βγαίνει να τραγουδήσει η Τάνια Τσανακλίδου μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα. Είμαι τόσο σίγουρος ότι θα βγει πρώτος, ώστε κάθομαι στην αίθουσα που έρχονται τα τηλεφωνήματα από όλη την Ελλάδα και περιμένω απλώς να μου το ανακοινώσουν.

   

Μου ανακοινώνουν ότι βγήκε δεύτερος. Πρώτη βγήκε μια καρακαηδόνα, ντυμένη με φραμπαλάδες, που είχε πει ένα παλιακό τραγούδι. «Είναι Θεσσαλονικιά και την υποστήριξε ο δήμαρχος» μου ψιθυρίζουν. «Το τραγούδι όμως πήρε βραβείο σύνθεσης».

Τι να το κάνεις το βραβείο σύνθεσης, τώρα πρέπει να πάω και να πω στον Σάκη τα μαντάτα.

«Κάθε εμπόδιο σε καλό. Δεν βγήκες πρώτος».

Γελάει νευρικά. «Και τώρα τι θέλεις να κάνω; Να κλάψω, να φωνάξω, να κόψω τις φλέβες μου;» με ρωτάει πνιχτά.

«Έκανες όμως μεγάλη εντύπωση. Όλοι μιλούν για σένα!»

Πίνει μια γουλιά Coca-Cola, ακουμπάει το μπουκάλι στο τραπέζι. «Ωραία» λέει και τα μάτια του πετάνε φλόγες. «Τώρα άφησέ με μόνο μου. Αφήστε με όλοι μόνο μου!» φωνάζει και την ίδια στιγμή το μπουκάλι της Coca-Cola αρχίζει να χοροπηδάει σαν τρελό πάνω στο τραπέζι. Ένα δυνατό βουητό ακούγεται, αντικείμενα πέφτουν με πάταγο, όλοι γύρω μας τρέχουν σαν τρελοί. «Σεισμός! Σεισμός!» φωνάζουν έντρομοι οι θεατές από τις κερκίδες. Μόνο η Τάνια, χαμένη στον κόσμο της, συνεχίζει να τραγουδάει. Όση ώρα κρατάει ο σεισμός, έχουμε μείνει και οι δυο ακίνητοι και κοιταζόμαστε. Και όταν τελειώνει, «πάμε να φύγουμε από δω» μου λέει και βγαίνουμε από τα αποδυτήρια του Παλαί ντε Σπορ.

Στην έξοδο είναι μαζεμένα κοριτσάκια, και όπως φαίνεται τον περιμένουν με τετράδια και στιλό για αυτόγραφα. «Δεν πειράζει, Σάκη, που δεν βγήκες πρώτος, εμείς εσένα αγαπάμε» του λένε και τον χαϊδεύουν, τον αγκαλιάζουν, τον φιλούν. Ξαναβρίσκει το κέφι του, γυρίζει και με δείχνει χαμογελαστός: «Ο κύριος θα σας δώσει αυτόγραφα» είπε, διέσχισε το αγριεμένο πλήθος των κοριτσακίων και εξαφανίστηκε.

   

«Εξαφανίστηκε; Πώς εξαφανίστηκε; Θα με τρελάνεις, βρε αγάπη μου». «Εξαφανίστηκε, Γιώργο μου. Τον παίρνω τηλέφωνο, δεν απαντάει. Πήγα από το σπίτι, χτύπησα το κουδούνι, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Από τότε που βγήκε ο δίσκος του εξαφανίστηκε».

Είμαι στο καμαρίνι του Γιώργου Μαρίνου, λίγους μήνες μετά το Φεστιβάλ Τραγουδιού, και του λέω τον πόνο μου. Ο Μαρίνος κλείνει τα μάτια και αρχίζει να μιλάει με φωνή μέντιουμ: «Δεν μένει πια στη Δάφνη.  Έχει μετακομίσει σε μια περιοχή που αρχίζει από Γ. Γέρακας; Γαλάτσι; Γλυφάδα; Ναι, Γλυφάδα, γιατί βλέπω και νερό εκεί κοντά. Είναι συνέχεια με έναν μελαχρινό. Το όνομά του αρχίζει από Ψ. Μιλάνε για σένα και σε καλιαρντεύουν».

«Άσε τα κόλπα και πες μου πού τα ξέρεις όλα αυτά».

Κάνει ότι ξυπνάει από την ύπνωση, κοιτάζεται στον καθρέφτη και λέει αθώα: «Έχουμε βρεθεί μερικές φορές και έχουμε παίξει μπιρίμπα. Μου έχει πει ότι τον κυνηγάς από κοντά και δεν τον αφήνεις ούτε στιγμή ήσυχο, ότι μισείς τον Ψινάκη που είναι φίλος του και ότι θέλεις να ανακατεύεσαι στις δουλειές του συνέχεια». «Εγώ… εγώ που έγινα θυσία… που…»

«Εσύ, εσύ αγάπη μου. Μη μου κάνεις την αθώα περιστερά, σε ξέρω καλά τι ανακατώστρα είσαι».

Αρχίζει να μακιγιάρεται και από τον καθρέφτη παρακολουθεί τις αντιδράσεις μου.

«Δεν μπορείς να με πάρεις ένα βράδυ μαζί σου;»

«Α, μη με μπλέκεις στα προσωπικά σου, αγάπη μου, δεν θα μπω εγώ ανάμεσά σας, ούτε κατά διάνοια!» Και μετά, σα να με λυπήθηκε, «μπορώ όμως να τους καλέσω ένα βράδυ στη Μέδουσα και να είσαι κι εσύ. Αλλά πρέπει πρώτα να συμφιλιωθείς με τον Ηλία. Αυτός κάνει κουμάντο τώρα. Πάρ’ τον τηλέφωνο».

 Παίρνω τηλέφωνο τον Ηλία. Μιλάμε περί ανέμων και υδάτων σα να μη συμβαίνει τίποτα. «Τι έμαθα;» του λέω κάποια στιγμή. «Κάνεις το μάνατζερ στον Σάκη;»

«Με έχει τρελάνει, χρυσή μου. Απορώ πώς τον άντεχες τόσο καιρό» μου λέει δήθεν ανέμελα. «Τα τραγούδια σου όμως καταπληκτικά. Και το “Πάρ’ τα” και το “1992, μαζί αυτό το χρόνο, μαζί εμείς οι δυο”, τέλεια. Πρέπει να του γράψεις κι άλλα τραγούδια. Μωρή, γιατί δεν έρχεσαι το Σάββατο που θα πάμε στη “Μέδουσα” να μιλήσετε;».

«Καλά, μπορεί να έρθω».

   

«Να έρθεις στο τέλος του προγράμματος. Μην έρθεις από την αρχή και σε πιάσουν τα τρελά σου και μου γαμήσεις την παράσταση!» με διατάζει ο Μαρίνος. Όντως, φτάνω την ώρα που τελειώνει το πρόγραμμα. Πλησιάζω το τραπέζι τους, αγκαλιές, φιλιά με τον Ηλία, χειραψία με τον Σάκη. Πάμε προς τα καμαρίνια. Εκείνη τη χρονιά τραγουδάει στο μαγαζί ο Λάμπης Λιβιεράτος. Ο Ηλίας τον χαιρετάει.

«Λάμπης» συστήνεται ο Λιβιεράτος.

«Α, ευχαριστώ πολύ, κι εσύ λάμπεις» απαντάει ο ετοιμόλογος Ηλίας.

Έπειτα γυρνάει προς τον Σάκη. «Σάκη, δεν καθόσαστε έξω να τα πείτε λίγο με τη θεία Παύρη; Εγώ έχω να πω κάτι ιδιαιτέρως με τον Γιώργο».

Απρόθυμα αυτός, στα πρόθυρα εγώ, καθόμαστε σε μια γωνιά. Τα γκαρσόνια έχουν αρχίσει να μαζεύουν τα τραπέζια και να βάζουν επάνω ανάποδα τις καρέκλες, κάτι που όποτε το βλέπω με πιάνει μια ανεξήγητη θλίψη.

«Ο Μάνος Χατζιδάκις βλέπει κάθε μέρα το βιντεοκλίπ που σου έκανε ο Νίκος Σούλης» λέω για να ζεστάνω λίγο την ατμόσφαιρα. «Μου είπε ότι θέλει να σε γνωρίσει. Άκουσε το “Πάρ’ τα” και θέλει να σου γράψει ένα τραγούδι που θα λέγεται “Δώσ’ τα!”»

«Καλά, μωρέ, βλέπουμε…»

«Γιατί χάθηκες τόσο καιρό;»

«Δουλειές. Έτρεχα».

«Άλλαξες σπίτι και τηλέφωνο και δεν με ειδοποίησες».

«Πήρα τηλέφωνο, αλλά δεν απαντούσες».

«Και δεν μπορούσες να ξαναπάρεις;»

Έχω αρχίσει να χάνω τον έλεγχο. Το βλέπει και προσπαθεί να με ηρεμήσει. «Έλα τώρα, θεία Παύρη. Δεν μπορώ να σε βλέπω να στεναχωριέσαι. Κάνε μαλλιά!»

Η προσπάθειά του φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. «Να σου κάνω μαλλιά;» λέω έξαλλος και του δίνω ένα χαστούκι. Ούτε πολύ δυνατό, ούτε αδύναμο, ένα χαστούκι σαν κι αυτά που δίνουν στους υπνωτισμένους για να ξυπνήσουν.

«Το εννοείς αυτό που έκανες;» ρωτάει σιγά, ελπίζοντας ότι θα του ζητήσω συγνώμη. «Το εννοώ!» απαντάω πεισματωμένος.

«Τότε, δεν θέλω να σε ξαναδώ» λέει, σηκώνεται και πάει στο καμαρίνι του Μαρίνου. Μετά από πέντε λεπτά έρχεται ο Μαρίνος αναστατωμένος.

«Τι έκανες, μωρή; Χαστούκισες τον Σάκη Ρουβά;»

«Φύγε» του λέω, «γιατί έτσι όπως είμαι θα χαστουκίσω και σένα!»

«Καλά, αυτό είναι απίστευτο. Θα μου πεις μετά τις λεπτομέρειες. Πάμε τώρα μέσα να του ζητήσεις συγνώμη».

Με τράβηξε ως το καμαρίνι, αλλά μόλις είδα τον Ηλία όρμησα πάνω του. «Το καλό που σου θέλω, μακριά από τον Σάκη. Ακούς; Μακριά από τον Σάκη!»

«Έλα, Χριστέ και Παναγιά! Καλέ Παύρη, τι έπαθες; Τρελάθηκες; Αφού όλοι το ξέρουμε ότι το Σάκης είναι δικός σου» μου λέει γελώντας ειρωνικά.

Αρχίζω να ουρλιάζω: «Ακούς τι σου λέω; Άσε τον Σάκη ήσυχο!».

«Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα» σχολιάζει ο Μαρίνος.

Ο Σάκης κάθεται με σκυμμένο κεφάλι στον καναπέ και δεν γυρίζει να με κοιτάξει ούτε μια φορά. Κάνω μεταβολή και φεύγω. Πίσω μου ακούγεται η φωνή του Μαρίνου: «Αγάπη μου, σήκωσες τα χεράκια σου κι έβγαλες τα ματάκια σου!».

Τα ματάκια μου έκλειναν γλυκά εκείνο το φθινόπωρο του 2004. Τρελά όνειρα με επισκέπτονται στον ύπνο μου. Σκιές από το παρελθόν ενώνονται με πρόσωπα από το παρόν. Υπάρχει διάχυτος ένας ερωτισμός και μια αίσθηση ότι κάτι εξαιρετικό θα συμβεί. Γύρω στις 3 το πρωί χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο Στέφανος Κορκολής. «Άκου, ρε μαλάκα, άκου τι τραγουδάρα σού έκανα!» μου λέει και μου βάζει το τραγούδι.

Έχει μελοποιήσει το «Σ’ έχω ερωτευτεί» και είναι εξαίσιο.

«Στέφανε, είναι τέλειο, είναι αριστούργημα, αν το πει (και το όνομα μου έρχεται αυθόρμητα στο στόμα) ο Ρουβάς θα το ξεσκίσει».

«Ποιος Ρουβάς, ρε μαλάκα, η Ηρώ θα το πει».

«Η Ηρώ; Μα αυτή είναι πιο σκληρή, πιο δυναμική, ενώ του Σάκη του πάει κουτί». «Παύρη, μη με μπλέκεις εμένα σε τέτοια, πάρε αύριο τη Μαργαρίτα Μάτσα και συνεννοήσου» λέει ο Στέφανος και κλείνει το τηλέφωνο.

Τηλεφωνώ την άλλη μέρα στη Μαργαρίτα. «Γιώργο, έχουμε πρόβλημα. Η Ηρώ δεν θέλει να πει το “Σ’ έχω ερωτευτεί”. Έγινε πρόσφατα μητέρα και δεν της πάει να κάνει την ερωτευμένη».

«Έχω ένα τραγούδι, το “Καληνύχτα μαμά”. Είμαι σίγουρος ότι θα της αρέσει. Μπορεί να είναι στην εταιρεία σε 1 ώρα; Θα έρθω κι εγώ από κει». Σηκώνομαι, πάω στην εταιρεία, δείχνω στην Ηρώ το τραγούδι, συγκινείται. «Θέλω να γράψω εγώ τη μουσική» λέει. «Κάνε ό,τι θέλεις». Και μόλις φεύγει, «τρέχα» λέω της Μαργαρίτας, «να πάρουμε τηλέφωνο τον Στέφανο και τον Σάκη!». Τι κάθεσαι;

 

Κάθομαι σε ένα τραπέζι του Hard Rock Café και τα πίνω με τον Στέφανο. Από τη μια είμαι χαρούμενος που μετά από τόσα χρόνια έγραψα ένα πολύ ωραίο τραγούδι και από την άλλη έχω μια μικρή αγωνία γιατί μετά από χρόνια θα συναντήσω ξανά τον Σάκη. Κάποια στιγμή εμφανίζεται και γίνεται πανζουρλισμός. Κάμερες, φώτα, δημοσιογράφοι, θαυμάστριες, της τρελής. Είναι μαζί του και η Κάτια Ζυγούλη. Πλησιάζουν στο τραπέζι μας, αγκαλιές, φιλιά με τον Στέφανο, χειραψία με μένα. «Γιώργο, σε ευχαριστώ» μου λέει. Έχει ακόμα το ίδιο ευθύ, καθαρό βλέμμα που είχα πρωτοδεί στο Show Center.

«Άσε τα ευχαριστώ» του λέω μισομεθυσμένος. «Πες μου το σύνθημά μας».

Με κοιτάζει για λίγο απορημένος, μετά καταλαβαίνει, γελάει και λέει: «Γεια σου, θεία Παύρη, κάνε μαλλιά».

Και τότε μπροστά σε όλους που με παρακολουθούν έκπληκτοι, αρχίζω και κουνάω το φαλακρό κρανίο πέρα-δώθε, σα να έχω μαλλιά. Ξεσπάμε κι οι δυο σε γέλια, τον αγκαλιάζω και αισθάνομαι ότι ο κύκλος που άνοιξε με το «Πάρ’ τα!» κλείνει με το «Σ’ έχω ερωτευτεί». Τώρα που το σκέφτομαι, θα μπορούσε να ήταν ένα τραγούδι με τίτλο «Πάρ’ τα! Σ’ έχω ερωτευτεί!».