Μουσικη

Αναζητώντας τον ήχο της Αθήνας

Όχι άλλο Rag’n’Bone Man ήθελα να πω

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 642
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

● ● ● Κυνηγημένος από τον Rag’n’Bone Man ανηλεώς όπου κι αν πήγαινα εδώ και αρκετές εβδομάδες, εξουθενωμένος από τις επιτυχιάρες της πόλης γιατί, πώς να το κάνουμε I’m only human after all, πάσχιζα να βρω καταφύγιο σε κλασικές λύσεις – μακριά από μεγάλα πάρτι και σημεία συνάντησης. Παλιά τζαζ, κάτι φθαρμένες στις γωνίες μουσικές όπως τα εξώφυλλα των δίσκων που φύλαξα τελικά από τα χέρια του Ζαχαρία - Μοναστηράκι, δίσκοι με δαχτυλιές από τα 80s, σε μερικούς βρήκα ακόμα και σημειώματα, μια μέρα βρήκα μετά από αιώνες και την Κεβή στη Στοά Σπυρομήλιου, όμορφη, διάφανη, με σκουλαρίκια την Ζωζώ Νταλμάς από τα πακέτα των Santé. Χαιρετηθήκαμε μέσα σε παφλασμούς κόκκινου κρασιού και μου ήρθαν σαν κύμα όλες οι μουσικές που μας τροφοδοτούσε ευλαβικά από το μικρό δισκοπωλείο της, το Fifty-Fifty, Σκουφά 50, στο αρχαίο Κολωνάκι. Έμπαινες μέσα σε ένα σύννεφο ινδικό πατσουλί κι έβρισκες τη Ρηνιώ Παπανικόλα ή τίποτα Nuova Compania di Canto Popolare, την Gilda με το γάντι, τη Βαβέλ και τους Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω. Όλοι μαζί και όλοι μας χαμένοι, όντως.

● ● ● Τέλος πάντων. Όχι άλλο Rag’n’Bone Man ήθελα να πω.

● ● ● Όποτε προσπαθώ να βρω τον ήχο της Αθήνας πάντα καταλήγω σε παρόδους, off beat στενά, θραύσματα και λεπτομέρειες εικόνων και στιγμιαίων φλας. Το ίδιο βράδυ θυμήθηκα ένα παραληρηματικό κεφάλαιο του Πάτρικ Λι Φέρμορ από τα ταξιδιωτικά του κείμενα για τη Μάνη: «Ήχοι του ελληνικού κόσμου». Δεν έχω δει ξανά κείμενο να αγαπάει τον βράχο με τόσο περίτεχνο τρόπο. Ανακαλύπτει σαν τρελά ερωτευμένος κάθε ήχο που μπορεί να εκπέμπει η ελληνική φύση, η ιστορία, το τοπίο, το κενό του χρόνου και το αποτύπωμα των ανθρώπων. Ανάμεσα στα άλλα, βρίσκει και τους ήχους της Αθήνας:
«…Η Αθήνα είναι ένα άσμα από κίονες κι ένα τραγούδι του μιούζικ χολ, ένα στρίγκλισμα του τραμ, ένα αερόσφυρο, ο λόγος ενός πολιτικού, ο ανάκουστος παιάνας του ύμνου των Παναθηναίων και η μικρή κουκουβάγια που χουχουτίζει.
Το Ψυχικό είναι “La Tonquinoise”, η Κηφισιά μία μουσική βραδιά με φόντο το “Yes, sir, that’s my baby” (σ.σ. κλασικό τσάρλεστον του 1925)· η λεωφόρος Συγγρού μία εξάτμιση αυτοκίνητου, τα Πατήσια μία αλλαγή ταχύτητας, το Νέο Φάληρο μία έμμετρη πονεμένη ιστορία με τη συνοδεία μπουζουκιών, το Παλιό Φάληρο ένα ταγκό που ακούγεται ανάμεσα από τα χωνάκια της περικοκλάδας.
Η Πλάκα είναι μία μεθυσμένη πολυφωνία, ύμνος στη ρετσίνα, στις τέσσερις το πρωί, και ο σκοπός ενός οργανέτου στημένου πάνω σ’ ένα λεύκωμα για φωτογραφίες από ξέθωρο μοβ βελούδο με σκαλιστά μετάλλινα κουμπώματα, στις πέντε το απόγευμα.
Η Ομόνοια είναι ένας διφορούμενος ψίθυρος, μία καυχησιολογία για το Μπρούκλιν· το Κολωνάκι, το κροτάλισμα από τα παγάκια κι ένα ραδιογραμμόφωνο, το Μαρούσι ένας μονόλογος.
Ο Πειραιάς είναι το γλουγλούκισμα ενός ναργιλέ από καρύδα όταν καπνίζει ο λουλάς, η ρυθμική συγκοπή του χασάπικου και η σειρήνα κάποιου πλοίου.
Ο Υμηττός είναι το βούισμα των μελισσιών, η Αττική το πάτημα των βημάτων πάνω σε πευκοβελόνες…».

● ● ● Κείμενο γραμμένο το 1958.

● ● ● Μετά ήρθε η επέτειος του θανάτου (με ερωτηματικό) του David Bowie, δύο χρόνια μέσα στα οποία, κυρίως, οι περισσότεροι έμειναν να θαυμάζουν το πρότζεκτ του τέλους του, την κομψή τέχνη της αναχώρησης έτσι όπως την πρότεινε ο ίδιος τον τελευταίο χρόνο της ζωής του στη Γη. Αποσβολωμένοι οπαδοί, λάτρεις του στιλ σε έναν τόπο και χρόνο που ξεσκίζει τα σωθικά, είδαν τον Starman να διδάσκει το φινάλε και το επανα-λανσάρισμά του σε επόμενες γενιές που εκτιμούν την παρακαταθήκη εκ νέου και το μαύρο χιούμορ του Μαύρου Αστεριού. Ο λαός γιόρτασε την επέτειο με διθυράμβους και «Gasoline» ξανά και ξανά, ούτε ο Rag’n’Bone Man να ήταν. Με αυτό το κομμάτι τον δέχτηκε η μάζα, όταν μπήκε σαν ξανθός gigolo του μεσοπολέμου στα βίντεο κλιπ και τις αναφορές της. Πιο πριν, πριν την εισβολή του MTV στις αναφορές των παιδιών της ποπ, ο Bowie ήταν κακοτραβηγμένα φιλμάκια σε συναυλίες του Ziggy, ήταν περισσότερο μύθος και αβάν-γκαρντ παρά θεός των πάντων. Η Ελλάδα τον σνόμπαρε, παραήταν γκλίτερ για τα χωμάτινα γούστα της, ήταν περίεργος και αλλόκοτος, όχι λοιπόν· και παρέμενε στο κλασικό της ροκ με καθυστέρηση 5 χρόνων περίπου στη μουσική της εγκυκλοπαίδεια. 

● ● ● Το βράδυ της Τετάρτης 10 του μήνα, με ψιλόβροχο που έκανε τα πάντα να γυαλίζουν, στο στενό της Αναξαγόρα στην Ομόνοια, μαζεύτηκαν στο Ρομάντσο οι αφοσιωμένοι του Bowie, στη συναυλία-αφιέρωμα που διοργάνωσε ο Πέπερ με τους Heroes: A Tribute to David Bowie Band. Δυνατή, σφιχτή, προσηλωμένη μπάντα (Tolis Fasois, George Gaudy, Lou is, Νεκτάριος Nekk Γεωργιάδης, Γιώργος Μπίλιος, Αλέξανδρος Λιβιτσάνος, Στέλιος Πασχάλης, Γιώργος Βασιλάτος, Mάριος-Λαζ Ιωαννίδης, Θοδωρής Kαπετανάκος, Sam Marlieri) που σεβάστηκε τον Ήρωά της, όπως και οι έξτρα καλεσμένοι: ο mellow Γιάννης Νάστας (Xaxakes), ο Αιμιλιανός Σταματάκης και ο Μανώλης Φάμελλος. 
Έβλεπα με τρυφερότητα τον κόσμο να ψιθυρίζει τους στίχους, σαν να προσεύχονται να έρθει το διαστημόπλοιο και να αλλάξει τα πάντα. «Ch-ch-ch-changes» σαν να προσπαθεί να ανάψει τη μηχανή, κάθε ch- κι ένα σπαρτάρισμα της ελπίδας να σηκωθεί το Ρομάντσο ολόκληρο, σαν αστρόκουτο και να πετάξει στο διάστημα. Πάνω στα κεφάλια μας, πάνω στα πρόσωπα τα βαμμένα με την αστραπή ή τον χρυσό κύκλο και το δάκρυ, ήταν σαν να είχε ακουμπήσει η ελπίδα που υποσχέθηκε σε κάθε του νότα, κάθε του βλέμμα, κάθε διαφορετικό του χρώμα ο Bowie: ότι μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι και να ζήσουμε σε έναν κόσμο δικό μας, όπως εμείς τον θέλουμε.

● ● ● Ακουγόταν λίγο φτηνιάρικες αυτές οι σκέψεις μου μέσα στο κέντρο της Αθήνας. Η πόλη ζει επιβάλλοντας τους δικούς της ήχους, αγνοώντας τη δική σου μυθολογία. Ο ήχος της Αθήνας σκλήρυνε μέσα σε εκείνο το ψιλόβροχο, έγινε κάτι βαρύ, νταλκαδιασμένο και βραχνιασμένο στο ραδιόφωνο του ταξί, Gasoline και vaporing, χριστοπαναγίες και νερά που τρέχουν. 

● ● ● Μετά από λίγες μέρες έφυγε ο Τζίμης Πανούσης και η Αθήνα λες και βρήκε τον «Δούρειο Ήχο» της ξανά: την τρολ ροκιά ενός ξωτικού που αγόρευε κι αυτός από σκηνής τη δική του μυθολογία, αλλά αυτός μπροστά σε πλήθη που τον κατανόησαν πλήρως, δεν χρειάστηκε ποτέ την κόκκινη αστραπή του Bowie στο πρόσωπό του. 

● ● ● Ο ταξιτζής το δυνάμωσε: «Κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού».