- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σκέφτομαι λίγο τον εαυτό μου. Οδηγάω βέσπα, ντύνομαι με ένα μάλλον συνηθισμένο, αόριστα indie τρόπο, ανακατεύομαι πια με τη hipster φιλολογία και μια φορά το μήνα θα το ξημερώσω σε ένα σκοτεινό dance πάρτι. Τον τελευταίο καιρό, αν χρειαστεί να βάλω κάπου μουσική, έχω μια επικίνδυνη τάση για hip hop παλιάς σχολής, διαθέτω τουλάχιστον δύο ζευγάρια παπούτσια σκεϊτάδικης προέλευσης και δεν είναι απίθανο να με βρεις μια φορά στο τόσο να κάνω άφτερ στη θρυλική Rebound της πλατείας Αμερικής καβαλώντας την darkwave αναβίωση (ευτυχώς χωρίς να μπλέκω με ρίμελ στα γεράματα). Κι όμως, όλα ξεκίνησαν με ένα πόστερ του «Trainspotting» κρεμασμένο σε έναν εφηβικό τοίχο. Για να καταλήξω ένας ακόμα τουρίστας ανάμεσα στα στιλ και τις μουσικές υποκουλτούρες. Ζεματισμένος από την ταχύτητα και την πληθώρα της ιντερνετικής πληροφορίας. Όπως πολλοί από σας. Εκτός από τις μουσικές αθηναϊκές ράτσες που ακόμα πιστεύουν στους διαχωρισμούς. Και το γιορτάζουν...
Από τον καιρό που όλα εξελίσσονταν γύρω από το δίπολο «Ροκάδες vs Καρεκλάδες» έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα. Ο δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός, Μάκης Μηλάτος, το έζησε και θυμάται αυτούς τους διαχωρισμούς. «Επιδρομές με παπάκια, κόκκινες ηχητικές διαχωριστικές γραμμές, αθηναϊκές λέξεις που δεν υπάρχουν πια, όπως “γκιράπια”. Οι σκληροί στην Hombre στα Σίδερα Χαλανδρίου και οι γκουβάτοι στην Disco Atomic της Λεωφόρου Καβάλας στο Αιγάλεω, πανκοφρικιά στην Πλάκα, τσαμπουκάδες και συμμορίες. Και πολύ ξύλο. Πού να το φανταζόμασταν ότι μερικές δεκαετίες αργότερα θα ψηφιζόταν νόμος στην Αγγλία για να προστατεύσει μέλη μουσικών φυλών που δέχονται επιθέσεις – κάτι πολύ σύνηθες στο Νησί» καταλήγει.
«Τις πρώτες μέρες της δεκαετίας του ’80, αρχίσαμε να δεχόμαστε κι εδώ τις επιδράσεις του punk, έστω και καθυστερημένα» λέει ο Μάρκος Φράγκος, δημοσιογράφος με αξιοσημείωτη «καριέρα» και κινητικότητα ανάμεσα στις φυλές. «Υπήρξα πανκ ως έφηβος, πέρασα από την έκρηξη των synth ήχων (και κατά κάποιον τρόπο παραμένω νεορομαντικός), κόλλησα βαριά κι ανθυγιεινά goth ένσημα και χόρεψα house μέχρι τελικής πτώσεως στις αρχές των 90s» προσθέτει. Ανήκοντας σε μια παρθένα (κι ανυποψίαστη;) νεολαία της εποχής που αναζητούσε με μανία τη δυτική ταυτότητά της, συχνά παπαγαλίζοντας τα ξενόφερτα. «Δεν θέλω να φαίνομαι νοσταλγικός, ούτως ή άλλως οι περισσότεροι “ομοϊδεάτες” από εκείνες τις περιόδους απλά πέρασαν ένα-δύο χρόνια από μία φάση και μετά γύρισαν στο μικροαστικό πρότυπο δουλειά-μπουζούκια-οικογένεια, αλλά είχε κάποιο τίμημα να είσαι διαφορετικός.
Το λαϊκό mainstream ήταν πανίσχυρο, τα τσινάρια (έτσι λέγαμε τους θαμώνες των ντισκοτέκ) ήταν παντού και το να κυκλοφορείς με Cure μαλλί για να πας στην “Κουίντα” της Φωκίωνος Νέγρη (που στο φινάλε της είχε γίνει γκοθάδικο) είχε ένα κάποιο ρίσκο. Έπεφτε κράξιμο από τους “κανονικούς” και κυνηγητό από τους άλλους “παρείσακτους”. Να μας δεις, μάλαμα goth παιδιά, να τρέχουμε στα στενά της Πλάκας για να αποφύγουμε τους skinheads. Προ ίντερνετ πάντως δημιουργούνταν κοινότητες, ας πούμε, πόσοι ξέρουν ότι υπήρχε ένας πολύ σημαντικός πληθυσμός που άκουγε soul-funk στην Αθήνα του ’80; Κι από την άλλη, δίναμε σημασία σε κάτι απίστευτες σημειολογικές αναφορές. Τα βυσσινί Dr. Martens ήταν ok, τα φόραγαν μοντάδες – τα μαύρα συνήθως όχι, παρέπεμπαν σε φασίστες».
Η δεκαετία του ’90 ήταν διαφορετική. Καταρχάς, το απόλυτο είδωλό της, ο Kurt Cobain, και το τραγικό παραιτημένο τέλος του γέννησαν έναν κυνισμό που σιγά-σιγά αποκαθήλωσε τον εορτασμό της εκκεντρικότητας. Και η κυρίαρχη νεανική κουλτούρα, το rave, έγινε –Ευαγγελάτου θέλοντος και μάνας ρέιβερ επιτρέπουσας– γρήγορα πολύ μαζικό. Άρα, απρόσωπο. Ο Μηλάτος θυμάται βέβαια «τις εκδρομές που διοργανώνονταν για τα Οινόφυτα» και ο Φράγκος λέει πως η κουλτούρα των κλαμπ και της dance μουσικής συγκέντρωσε πολύ κόσμο που τα προηγούμενα χρόνια ακολουθούσε κάτι διαφορετικό. «Πρόσφερε άμεση ικανοποίηση. Χορό, σεξ, ναρκωτικά, αλλά δεν είχε και τόσο αυτή την 24:7 αγωνία να δηλώνεις ποιος είσαι με τα ρούχα ή τα στέκια σου».
Η δική μου γενιά («οι γεννημένοι το 1980») τα βρήκε κάπως δεδομένα όλα αυτά. Είμαστε αυτοί που τα περιοδικά, φυσικά, έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην ομογενοποίηση, μας περιέγραψαν ως «όλοι-όλα». Μια γενιά που μπορούσε να βρίσκεται με το ένα πόδι στο +Soda και με το άλλο στα ελληνάδικα, πριν πέσει μετά το μιλένιουμ στη λούπα της αναβίωσης. Του vintage, του ρετρό, του nu-disco/soul/rave/οτιδήποτε. Ίσως το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της ήταν τα ταξίδια, οι παραστάσεις από το εξωτερικό ήταν αυτές που σχημάτισαν το νέο αθηναϊκό underground από τη γενιά του Bios ή/και της ρώσικης ντίσκο. Φαντάζομαι για τα ΕΜΟ δεν θέλετε να μιλήσουμε. Ούτε εγώ.
Σήμερα, οι ανθρωπολόγοι/κοινωνιολόγοι αμφισβητούν την ύπαρξη κάθε είδους μουσικής υποκουλτούρας. Σήμερα, με μερικά κλικ μπορείς να αποκωδικοποιήσεις κάθε στιλ και να φτιάξεις το δικό σου bricolage. Σήμερα, ο Simon Reynolds, από τους σημαντικότερους pop παρατηρητές της εποχής, βαφτίζει το τελευταίο του βιβλίο «Retromania» και ανακοινώνει ως άλλος Fukuyama «το τέλος της pop κουλτούρας». Σήμερα, που αναπτύσσονται αυτές οι οριζόντιες ιντερνετικές κοινότητες μέσα από τα social media, τελικά... «anyone can be everyone». Οι ακόλουθες ράτσες της Αθήνας, όμως, επιμένουν:
Οι Indies
Γεννήθηκαν στα 90s γύρω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Κάπου ανάμεσα στο Avant Garde, το Mad της Συγγρού και ύστερα το Plan B. Έτριψαν τις κωλότσεπές τους στα πεζούλια της Κλειτίου πίνοντας «zombie» και μπαινοβγαίνοντας στο θρυλικό Pop, που έκλεισε πέρυσι, για να ρωτήσουν τον Δαβίδ ποιο ήταν το τελευταίο τρακ που έπαιξε. Οι νεότεροι έφτιαξαν το μύθο της πλατείας Καρύτση, που ακόμα κρατάει στο Use, αλλά την εγκατέλειψαν μόλις άρχισαν να καταφτάνουν οι «ξένοι» – άλλωστε είναι μακράν της δεύτερης η πιο αυτάρεσκη φυλή «τα παιδιά που αδικούνται επειδή δεν γεννήθηκαν στο Βερολίνο». Αναπολούν τις προ 6 d.o.g.s. μέρες της Αβραμιώτου, πίνουν στο Key bar και πάντα ψάχνουν προσκλήσεις για συναυλίες. Α, επίσης, είναι μάλλον αυτοί που αποκαλείς «χίψτερς» και νευριάζουν.
Έχουν κάνει τουλάχιστον ένα πέρασμα από τις σελίδες των free press, συχνάζουν στο Vinyl Record Store της Διδότου, ψωνίζουν ρούχα στο εξωτερικό και το ίντερνετ. Από το asos.com, τα Urban Outfitters, τα American Apparel, αντιγράφοντας συχνά το σκανδιναβικό μοντέλο των Acne Studios και των Dr. Denim, ενώ μοιράζονται με τους μοντάδες τα Fred Perry. Όσο πιο μικροί τόσο πιο πολύ All-Stars, όσο πιο μεγάλοι τόσα πιο πολλά Gazelle και Adidas originals στην ντουλάπα.
Θα ορκίζονται πάντα στο ευαγγέλιο του OK Computer των Radiohead, στους Arcade Fire και στις μπάντες που ανακαλύπτουν στο bandcamp «πριν καν υπάρξουν». Αμφισβητούν ανοιχτά πια την εναλλακτική βίβλο του Pitchfork, το έχουν αντικαταστήσει με το thequietus.com, διαβάζουν το «Lust» των Ιωνάδων, βλέπουν φανατικά τηλεοπτικές σειρές (συμμετέχοντας στο φετινό debate για το «Girls»), κάνουν clubbing στα Yes It Does! και τα Amateur πάρτι, ακούνε Εν Λευκώ και ιντερνετικούς σταθμούς (σίγουρα τον Indieground) και μετράνε τις μέρες αντίστροφα για τις «Νύχτες Πρεμιέρας» και το καταλανικό φεστιβάλ Primavera Sound. 34 και σήμερα.
Οι Bassheads
Οι «μπασοκέφαλοι» είναι η τελευταία ηλεκτρονική ράτσα. Απορρίπτουν σε ένα βαθμό τη μάζα των clubbers κι ακολουθούν τα μεικτά είδη που προκύπτουν από τη σύνδεση «μαύρης» και ηλεκτρονικής μουσικής παράδοσης. Ναι, είναι αυτοί που άκουγαν dubstep το 2005 κι εξακολουθούν να κλαίνε σε κάθε καινούριο 12΄΄ του Burial. Περιμένουν τους καλεσμένους των Subbed Out πάρτι που διοργανώνουν ο Mr. Statik με τον Runner, άκουγαν την εκπομπή των Black Athena στον 9, 84, ψώνιζαν βινύλια από το δισκάδικο Θρι Σίξτι του Δημήτρη Παπαϊωάννου και του Paul Bennett στο Γκάζι, και τώρα κάνουν το ίδιο στο υπόγειο του Habeat Records στη Θεμιστοκλέους και στο Kasseta Records της Σοφοκλέους. Περνάνε πάντα από το Meet Market ή από τα κάθε λογής street parties κι έχουν εμμονή με το old school που δεν έζησαν. Είτε είναι παλιό hip hop, είτε Detroit techno και Chicago house.
Περιμένουν την εξέλιξη του πολλά υποσχόμενου υπόγειου club στο Ρομάντσο της Αναξαγόρα, δίνουν ραντεβού για καφέ στο «Μπαρ πάνω από το Bios» και για ποτό τις καθημερινές στο Huge στη στοά της Λέκκα. Ντύνονται άνετα και casual (όχι σκεϊτάδικα), έχουν μεγάλη συλλογή από sneakers (φυσικά old school), φοράνε hoodies. Αναζητούν το Wax Poetics και το Wire στο πρακτορείο ξένου τύπου των Γιαννακουλόπουλων στην Ομόνοια και παρακολουθούν φανατικά το λονδρέζικο και το βερολινέζικο Boiler Room. Ο δικός τους φεστιβαλικός τουρισμός; Το, επίσης, καταλανικό Sonar. Αν και «δεν παίζουν λεφτά» στις δουλειές (ΙΤ, γραφίστες, promoters) που κάνουν και το fest «έχει παραγίνει indie». Και ως γνωστόν, η ράτσα αυτή έχει τελέσει εδώ και χρόνια το μνημόσυνο της κιθάρας.
Οι Goths
Δεν θέλουν πια να προσδιορίζονται έτσι. Τους φαίνεται γραφικό και πολύ 80s. Όμως είναι η φυλή που βρίσκεται στα πάνω της, αν αναλογιστεί κανείς την παγκόσμια επιστροφή στον doom & gloom ήχο και, κυρίως, ότι έχουν το δικό του αθηναϊκό χωριό.
«Ψυρρή - Γκόθαμ Σίτι». Σε απόσταση λίγων μέτρων συνωστίζονται τρία σχετικά καινούρια κλαμπ. Το Second Skin του ηγέτη της σκηνής, Γιώργου Φακίνου, το Teddboy και το Death Disco του Λεωνίδα Σκιαδά (που προσπαθεί να ανοιχτεί και λίγο ηχητικά). Φυλή που πάντα συνοδευόταν από σεξουαλικά μεγάλες προσδοκίες. Λίγο τα fetish shows, λίγο η ανανέωση της γκαρνταρόμπας τους από τα sex shops της Ομόνοιας, λίγο οι dark room ιστορίες από τις επισκέψεις στο βερολινέζικο κλαμπ Kit Kat ή τα αθηναϊκά Torture Garden ή οι αστικοί μύθοι για S&M σε υπόγεια στην Πατησίων.
Ακούνε τα πιο σκοτεινά παρακλάδια του post punk με προσκύνημα στους Bauhaus, λατρεύουν την αναβίωση του minimal synth, συναντιούνται στους Interpol, αυτοσαρκάζονται (ή και όχι) όταν απαντάνε «aggrotech» στο ερώτημα «τι μουσική ακούς;», περηφανεύονται για την επιτυχία της Fabrika Records κι έχουν ανακηρύξει τη Valisia (DJ και ½ των Strawberry Pills) σε ιέρεια της σκηνής.
Φυσικά διαβάζουν Lovecraft, θα ήθελαν να μπουν ανάμεσα στο ζευγάρι Tim Burton - Helena Bonham Carter, οικτίρουν το ελληνικό καλοκαίρι, περισσότερο φοράνε παρά ακούνε βινύλιο, τιμούν διαχρονικά το Dark Sun στο Περιστέρι, έχουν οπωσδήποτε αγοράσει κάτι από το Remember στην Πλάκα και νευριάζουν όταν το ιστορικό τρίγωνο εμφανίζεται κατά τις 4 τα ξημερώματα στη Rebound μειώνοντας το διαθέσιμο χώρο για «όργωμα» στην πίστα.
Οι Mods
Ήταν περισσότεροι τις περασμένες δεκαετίες και είχαν σίγουρα πιο ηχηρή παρουσία. Πάντα στην τρίχα, με τους περαστικούς να τους φωνάζουν «γαμπρούς» και τα κορίτσια να σκίζονται κάθε φορά που επιδεικτικά άλλαζαν ταχύτητα με το αριστερό τους χέρι στο συμπλέκτη. Τώρα που οι βέσπες στην Αθήνα πολλαπλασιάστηκαν, καταρχάς έσπασε η εξίσωση Βεσπάς = Μοντάς. Ομάδες όπως οι Scooterboys που έδιναν μουσική διάσταση σιγά-σιγά ατόνησαν, αλλά παρόλα αυτά τα mod παραφερνάλια με τις αναφορές στους The Who και το Quadrophenia θα τα συναντήσεις στις συναντήσεις του Vespa Forum Hellas στο στέκι τους, La Soiree De Votanique, στον Βοτανικό. Και θα τα δεις και στα rides που κάνουν μέχρι την Πάρνηθα, την Αίγινα ή τη Σαλαμίνα (συχνά με σημείο συνάντησης το «Καφενείο» στο Θησείο).
Μουσικά, επιβιώνουν ομάδες όπως οι The CoalMiners, που διοργανώνουν 60s all-nighters (ας πούμε στο Nueva Trova αυτό το Σάββατο 20/4), ενώ οι Mongrelettes είναι το τελευταίο γκρουπ που συνεχίζει την παράδοση συγκροτημάτων όπως οι De Traces και οι Oh!My Garden. Θα βρεις πολλούς να παζαρεύουν 45άρια στο μηνιαίο παζάρι δίσκων του υπόγειου της Βουλής 36. Δισκάδικο στέκι είναι φυσικά το Rock ’n’ Roll Circus στη Σίνα, αλλά και το Fuzz Overdose στην Εμμανουήλ Μπενάκη, για όσους έχουν μια ροπή και προς το garage/psych.
Αναζητούν μετά μανίας την υπέροχη mod επιθεώρηση Belle Vue Situation, ράβονται στον Φαράντο της Σταδίου, αγοράζουν πουκάμισα από τον «Χριστάκη» στο Κολωνάκι και το Redford στην Ακαδημίας, ξεπατικώνοντας το στιλ που θαυμάζουν στο L’ Huomo Vogue. Α, κι επειδή έχουν ψύχωση με την Έλενα Ναθαναήλ παίζουν πολύ συχνά το σάουντρακ του Γιάννη Σπανού για την «Αναζήτηση». Να σημειωθεί ότι κι εμείς έχουμε ψύχωση με τις επίδοξες modettes.
Oι Rockabilly
Όσο για τους ροκαμπιλάδες, ξαναπήραν λίγο τα πάνω τους με την swing μανία των τελευταίων χρόνων. Κοκοράκια, καουμπόικα πουκάμισα, γυαλισμένες μπότες, έρωτας με τους Cramps και τους Gun Club. Ακόμα τσακώνονται για το αν ξεπουλήθηκαν οι Clash αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν τις μοϊκάνες, μοιράζονται αναμνήσεις από την «Παραλία των Αμπελοκήπων» στα 80s, αιώνιο ρισπέκτ στους Last Drive και σεβασμό στον Johnny Cash. Λατρεύουν την pulp αμερικάνικη κουλτούρα με τα diners και το burbon, εκπροσωπούνται μουσικά από συγκροτήματα όπως οι Dustbowl, οι Thriller και οι Bullets, και αν θέλουν να πιουν το ποτό τους σε ένα μπαρ μπορεί και να παίζει μουσική ο Μάκης Παπασημακόπουλος.
Αμφότεροι, μοντάδες και ροκαμπιλάδες, διαλύονται στο χορό σε ένα από τα μεγαλύτερα success stories της αθηναϊκής νύχτας τα τελευταία χρόνια. Στο Blue Fox της οδού Ασκληπιού.
Οι Χεβιμεταλάδες
Έχουν διεκδικήσει και αποκτήσει με το σπαθί τους τη φήμη της πιο πιστής φυλής, που δεν είναι τυχαίο ότι τη σέβονται περισσότερο από κάθε άλλη π.χ. οι διοργανωτές συναυλιών. Τα μαύρα θα είναι πάντοτε μαύρα, τα μαλλιά στερεοτυπικά μακριά για να δικαιολογείται το headbanging, το Metal Hammer θα είναι βίβλος και οι αντιπαραθέσεις σε φόρα στο ίντερνετ επικές. Μπαίνουν στο Rock Hard, ακούν την εκπομπή του Ορφέα Σπηλιωτόπουλου (κάποτε παρουσιαστή του ελληνικού «Headbanger’s Ball» στο MTV Greece) στον Ατλαντίς FM και μετακινήθηκαν μαζί με το Revenge Of Rock από την Αλεξάνδρας στην Κηφισίας. Για σκληρό, όχι απαραίτητα metal, ήχο θα περάσουν σίγουρα και από το Intrepid Fox και το Rainbow στο Γκάζι, αλλά και από τις σχετικές βραδιές του Seven Sins στο ιστορικό σημείο Θεμιστοκλέους & Γαμβέττα (πρώην Next και Underworld).
Αναπολούν το Sonisphere του 2010 που έφερε τους big 4 στη Μαλακάσα (Slayer, Megadeth, Anthrax, Metallica) – εκεί μάλιστα είδαμε και τους τελευταίους θιασώτες του τρίπτυχου μποτάκι Converse/χαίτη Bruce Dickinson/παντελόνι σωλήνας κι αμάνικο τζιν μπουφάν – έχουν ίνδαλμα τον Σάββα Κωφίδη και λογικά φουσκώνουν που οι hard rockαδες Planet Of Zeus τα διαλύουν όλα στις ευρωπαϊκές τους περιοδείες.
Αστικός μύθος ή fan fact; Οι μεταλάδες λατρεύουν τους Pet Shop Boys και τον Γιώργο Μαργαρίτη.
Εικονογράφηση: Sotos Anagnos