Μουσικη

Δημήτρης Μικέλης: Ένας Έλληνας jazzman στη Νέα Υόρκη

New Work-New Work

Γιώργος Δημητρακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 251
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Έλληνας jazzman, Δημήτρης Μικέλης, μιλάει στην ATHENS VOICE.

Ένας Έλληνας jazzman στη Νέα Υόρκη. Από το μουσικό σχολείο της Παλλήνης στο Berklee της Βοστώνης, κι από εκεί σε ένα αέναο ταξίδι στον κόσμο. Ζει στην Αμερική, ξεκίνησε με 3 χρόνια στη βοστώνη, 2 χρόνια μεταπτυχιακά στο Νιου Τζέρσι και μετά Ν.Υ. Από τη μία πατάει στη μουσική παράδοση της τζαζ και της avant garde ως πιανίστας και δημιουργός με το mitz jazz quintet, που συμπεριλαμβάνει ευρωπαίους και αμερικανούς μουσικούς. Από την άλλη πατάει γερά στην αραβική μουσική παράδοση μέσα από το ούτι, μελετώντας συστηματικά κάτω από την επίβλεψη του διεθνούς φήμης δεξιοτέχνη και συνθέτη Simon Shaheen. Με τη δεύτερή του ιδιότητα συνεργάστηκε και με το σκηνοθέτη Jonathan Demme. Τελευταία του δουλειά το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ “New Work” με τους Mitz Jazz quintet, με δικές του συνθέσεις, όπου για πρώτη φορά συναντιούνται οι δύο μουσικές του κατευθύνσεις. Στην ηχογράφηση συμμετέχει και το νέο μεγάλο αστέρι της αμερικανικής τζαζ, ο γαλλοαφρικανός κιθαρίστας της Βlue Note και συνεργάτης του Herbie Hancock, Lionel Loueke, που κατά σατανική σύμπτωση παίζει αυτή τη στιγμή στο Half Note.  

Πώς ξεκίνησαν όλα;
Είχα ένα αρμονιάκι που μου είχε φέρει ο πατέρας μου από ένα ταξίδι και οι δικοί μου με πήγαν σε ένα ωδείο στην έκτη δημοτικού. Μετά προτίμησαν να πάω στο πειραματικό Μουσικό Γυμνάσιο της Παλλήνης, το πρώτο που ιδρύθηκε, έργο του Τρίτση – τότε δεν υπήρχε κάτι ανάλογο. Κάναμε θυμάμαι υποχρεωτικά πιάνο και ταμπουρά. Είχαμε δύο κατευθύνσεις, ευρωπαϊκή και παραδοσιακή. Επέλεξα την παραδοσιακή.

Τι σε γοητεύει στην παράδοση;
Το κλίμα και η κάστα των καθηγητών ήταν που με επηρέασαν. Λόγω κουλτούρας, που σαν Έλληνες είμαστε χαλαροί, το είχαν και οι καθηγητές μας. Το πρωί δίδασκαν και το βράδυ ήταν σε μια ταβέρνα και έβγαζαν τα όργανα και έπαιζαν. Ήταν ένα πολύ ωραίο σκηνικό την ώρα που τρώνε να βγάζουν κιθάρες, βιολιά και μπουζούκια, ήθελα κι εγώ να το κάνω.

Πώς βλέπουν οι Αμερικανοί την ελληνική μουσική;
Είμαστε πολύ εξωτικοί γι’ αυτούς και χαριτωμένοι. Το ευρύτερο κοινό αυτό γνωρίζει. Τίποτε άλλο, όσο και να προσπαθούμε να προσθέσουμε νέα πράγματα. Δεν υπάρχουν πολλοί jazz μουσικοί που να είναι γνωστοί σε αυτούς. Δεν ξέρουν το επίπεδό μας. Δεν υπάρχει και… ενοποίηση μεταξύ μας, ώστε να δημιουργείται μια κοινότητα. Μας συμπαθούν. Αυτό που πάντα ήθελα ήταν να κάνω παρέα με ξένους. Απέφευγα να μένω με Έλληνες. Προτιμούσα να συμβιώσω με ανθρώπους με διαφορετικούς κώδικες, να βρίσκω κοινά στοιχεία.

Aπό όλα τα μουσικά είδη, πού αισθάνεσαι πλησιεστέρα;
Όταν ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι τη μουσική πιο υπεύθυνα, έλεγα να δοκιμάσω πολλά στιλ, τις προεκτάσεις, δοκίμαζα νέα πράγματα, έπαιζα με μουσικούς από Περού, Κολομβία. Ήμασταν όλοι θαμώνες του Ασάντε. Κάναμε πρόβες και μια μεγάλη περιοδεία. Μελέτησα τη λάτιν μουσική. Και με το blues κάπως έτσι έγινε. Έπαιξα με μέλη από τους Occasional Dream. Ήθελα να έχω τις γνώσεις και να αναγνωρίζω ενορχηστρωτικά κάποια στοιχεία. Πάντα ήθελα να έχω μια μεγάλη τσάντα με εργαλεία, πλούσιο υλικό.

Η σχέση σου με το ούτι και την Ανατολή;
Το ούτι μπήκε στο λύκειο. Eπέλεξα την κατεύθυνση αυτή και μετά ήρθε η εμπειρία μου δίπλα στον Simon Shaheen. Μουσικά ήθελα να μάθω το αραβικό στιλ παιξίματος. Με τον Σιμόν πήρα την απόφαση να εντρυφήσω σε αυτό.

Πού βλέπεις τον εαυτό σου σε μερικά χρόνια;
Έχω αρχίσει και φλερτάρω με την ιδέα της επιστροφής. Η Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει συνδυαστικά με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Η συνεργασία με τον Demme πώς προέκυψε;
Ήθελαν κάποιους από τη ΝΥ για να κάνουν το soundtrack της ταινίας “Ηe Comes in Peace” του 2007. Ήρθε η βοηθός του, μας είδε, μας επέλεξε και μας κράτησαν για 3 μέρες, όπου περνούσαν διάφοροι καλλιτέχνες και συνεργαζόμασταν μαζί τους αυθόρμητα.

H ταινία τι θέμα έχει;
Eίναι ντοκιμαντέρ για την περιοδεία που κάνει ο Jimmy Carter για το βιβλίο του “Palestine: Peace Not Apartheid”, με θέμα το μεσανατολικό.

Μετά από αυτή τη συνεργασία ξανασυνεργαστήκατε;
Εμφανιστήκαμε και παίξαμε μουσική στην περσινή του ταινία «Η Ρέιτσελ παντρεύεται» με την Αν Χάθαγουεϊ. Συμμετείχαμε ως μουσικοί.

Πώς σου φαίνεται η Νέα Υόρκη;
Οι όγκοι των κτιρίων είναι απίστευτοι. Σε κάνουν να αισθάνεσαι μειονεκτικά. Σε μένα τουλάχιστον έτσι επιδρούν οι ουρανοξύστες στο Μανχάταν, σαν το μυρμήγκι. Είναι φοβερό πόσο προστατευμένη είναι η περιοχή, παντού πρέπει να παρουσιάσεις ταυτότητα και κάπου σε ενοχλεί αυτό. Η μεγαλομανία των Αμερικανών είναι εμφανής στα κτίρια, στα αυτοκίνητα, στην αντίληψή τους για τον κόσμο και τη δική τους θέση μέσα σε αυτόν. Παντού βλέπεις μηνύματα “the biggest in the world”, “the largest”, “the tallest”. Υπάρχει μια υπεροψία.