- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιώργος Ζαμπέτας: Η κόρη του πρώτου αυθεντικού έλληνα ράπερ Κατερίνα Ζαμπέτα θυμάται
Με αφορμή την παράσταση «Μάλιστα Κύριε» που ανεβαίνει στο θέατρο Αλίκη, ζητήσαμε από την κόρη του να μοιραστεί μαζί μας μερικές αναμνήσεις από τον πατέρα της
Ένας άνθρωπος που υπήρξε κυριολεκτικά λαϊκό είδωλο και συνεχίζει να μνημονεύεται με την ίδια αγάπη. Ένας αυθεντικός καλλιτέχνης που μίλησε τη γλώσσα της πόλης σαν να ήταν ο πρώτος έλληνας ράπερ της πιάτσας και ένωσε με ένα ταξίμι στο μπουζούκι του το δρόμο που άρχιζε από το ρεμπέτικο και έμπαινε στα αστικά σαλόνια της νέας τάξης που ξεκινούσε τότε, μεταπολεμικά, να δημιουργείται στη χώρα. Ο τεράστιος Ζαμπέτας, σαν αρχηγός της νύχτας, άφησε παρακαταθήκη λόγο και πενιά, νόημα και νεύμα, μαγκιά και κιμπαριλίκι, νταλκά αλλά και χαρά της ζωής, υπέροχα τραγούδια και απολαυστικές παρλάτες. Και βέβαια απίθανες ιστορίες. Με αφορμή την παράσταση «Μάλιστα Κύριε» που ανεβαίνει στο θέατρο Αλίκη, σε κείμενο και σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια και με μεγάλο θίασο και ορχήστρα, ζητήσαμε από την κόρη του, την κυρία Κατερίνα Ζαμπέτα, να μοιραστεί μαζί μας μερικές από τις αναμνήσεις από τον πατέρα της.
Η Κατερίνα Ζαμπέτα, έχοντας κυκλοφορήσει πριν 4 χρόνια ένα βιβλίο για τον πατέρα της και έχοντας οργανώσει με εξαιρετική επιμέλεια όλα αυτά τα χρόνια το αρχείο του, κατάφερε να σώσει σε ψηφιακή μορφή έναν τεράστιο όγκο από ηχογραφήσεις, συνεντεύξεις, αποσπάσματα από ταινίες, τηλεοπτικές εμφανίσεις και γενικά να διατηρήσει το πνεύμα του ολοζώντανο.
Ίσως ήταν αυτή ακριβώς η πληρέστατη εικόνα του που έδωσε και τη φαεινή ιδέα στους δημιουργούς της παράστασης, ο Ζαμπέτας ο ίδιος να υπάρχει «ψηφιακά» και με κάθε άλλο τρόπο στη σκηνή και γύρω του ο θίασος. «Πολλοί είναι εκείνοι που θα ήθελαν να ενσαρκώσουν τον Ζαμπέτα αλλά όπως λέει και η φίλη μου η Μάρθα Βούρτση, ποιος να ενσαρκώσει τον Ζαμπέτα; Αυτό το μοντέλο έχει σπάσει. Ποιος θα είναι αυτός που θα τον χρεωθεί;» λέει η κυρία Κατερίνα. «Είναι μία πρωτοποριακή ιδέα αλλά και μία ένδειξη σεβασμού. Γιατί, διαφορετικά, θα με έβλεπε ο μπαμπάς μου από εκείνη εκεί τη φωτογραφία, δίπλα στο μπουζούκι του, κάθε μέρα και θα μου έλεγε “βρε κόρη, γιατί να με πετάξεις;”»
Το γλυκοχάραμα
Στο «Μάλιστα Κύριε» η Βίκυ Σταυροπούλου υποδύεται τη σύζυγο Ζαμπέτα ενώ ο Τάσος Χαλκιάς τον παππού, τον μπαρμπέρη και μπουζουκοπαίχτη, από τον οποίο μάθαινε ο μικρός Γιώργος να παίζει κι αυτός το μπουζούκι. «Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Ακαδημία Πλάτωνος το ’25 σε δύσκολες εποχές, με φτώχεια… Όταν ήταν μικρός, του άρεσε να πηγαίνει με τα πόδια στον Βοτανικό Κήπο, τότε δεν υπήρχαν ούτε δρόμοι ούτε τίποτα. Του άρεσε να κάθεται σε ένα μέρος που σχηματιζόταν μια λιμνούλα και να ακούει τα βατράχια, τα αηδόνια, ήτανε φυσιολάτρης. Του άρεσε πολύ το γλυκοχάραμα. Το δειλινό δεν του άρεσε, τον στεναχωρούσε… Πήγαινε στο κουρείο του παππού. Ξεσκόνιζε τους πελάτες κι εκείνοι του έδιναν κανένα φραγκάκι. Τότε τα κουρεία ήταν σαν λέσχες, μαζεύονταν οι φίλοι να πούνε καμιά κουβέντα, να γελάσουν, να πούνε κανένα τραγουδάκι, να φύγει η μιζέρια της καθημερινότητας. Τους άκουγε ο πατέρας μου που παίζανε μπουζούκι, αν και ο παππούς μου δεν έπαιζε το λεγόμενο «απαγορευμένο», το ρεμπέτικο, έπαιζε κανταδόρικα. Βαλσάκια, τους “Απάχηδες των Αθηνών”, τον “Βαφτιστικό”… κυρίως επειδή αυτά αρέσανε στη γιαγιά μου. Στο κουρείο υπήρχε ένα μπουζούκι, μία κιθάρα, ένας μπαγλαμάς και ένα μαντολίνο. Ο μπαμπάς πήγαινε νωρίτερα και έφευγε πιο αργά για να μπορεί να παίρνει το μπουζούκι και να παίζει. Τους παρακολουθούσε πώς έβαζαν τα δάχτυλά τους και μάθαινε μόνος του. Αργότερα, όταν έρχονταν σπίτι διάφοροι μαθητευόμενοι, τους έλεγε: “Παίζε ό,τι παίζω. Κι εγώ έτσι έμαθα”».
Το πρώτο βραβείο
«Μας έλεγε ότι όταν ήταν 5 χρονών παιδάκι, στα νήπια, στο σχολείο, όλοι ήθελαν να πούνε στις γυμναστικές επιδείξεις ένα ποίημα, κάτι τέτοιο. Εκείνος σκάρωσε μόνος του ένα τραγουδάκι και ζήτησε να το πει, με το μπουζούκι του. “Και πήρα συγχαρητήρια, πήρα το πρώτο βραβείο της ζωής μου” μας έλεγε».
Ο Ζαμπέτας και το σφυροδρέπανο
«Ο μπαμπάς είχε ένα θείο που έμενε εκεί, στην ίδια αυλή με την οικογένεια, ο οποίος, ο καημένος, δεν άκουγε καλά αλλά έφτιαχνε πολύ καλές φουφούδες και ήταν και μπογιατζής. Τότε ο μπαμπάς ήταν 6 χρονών, το ’31. Κάποιος από τη γειτονιά ζήτησε από το θείο να του ζωγραφίσει κάτι αφίσες του ΚΚΕ με το σφυροδρέπανο. Μπαίνει ο μπαμπάς μου στο δωμάτιο του θείου, σαν παιδάκι, να χαζέψει… και τρελάθηκε με το σφυροδρέπανο. Του άρεσε πάρα πολύ χωρίς να ξέρει τι είναι. Και το μεσημέρι που είχε ησυχία, αρπάζει ο μικρός τα πινέλα τα κόκκινα και τα άσπρα και βάφει όλη τη γειτονιά! Δεν άφησε τοίχο για τοίχο! “Στην αρχή” μας έλεγε, “τρέμαν τα χέρια μου γιατί ήμουν μικρός και άπειρος. Αλλά είπα στο τέλος θα τα καταφέρω. Και το έκανα κι έτσι, κι αλλιώς, και κόκκινο”. Ο άλλος ο θείος ήταν ταγματάρχης στη χωροφυλακή και γυρίζοντας από τη δουλειά βλέπει τη γειτονιά γεμάτη σφυροδρέπανα. Ποιος το έκανε αυτό;! Κάνανε οικογενειακό συμβούλιο όλοι οι θείοι, ποιος είναι αυτός που ζωγράφισε τη γειτονιά. Και ο πατέρας μου περιχαρής: “Εγώ το έκανα!” Περίμενε ότι θα πάρει και έπαινο. Ακόμα τον κυνηγάει ο θείος μου. “Αυτή” μας έλεγε, “ήταν η πρώτη επαφή μου με το Κόμμα”. Αλλά ο πατέρας μου δεν ήταν ταγμένος πουθενά πολιτικά. Έλεγε “αυτό στη ζωή σου μπορεί και να σε χρεώσει”. Και τους ξεφώνιζε όλους».
Το δωμάτιο με τη σκάφη
«Η οικογένεια του πατέρα μου το 1940 μετακομίσανε από την Ακαδημία Πλάτωνος και πήγανε στην Ιερά Οδό 309 και Σαλαμίνος 1. Ήταν ένα πλίνθινο σπίτι, προικώο της γιαγιάς, που είχε τρία δωμάτια και μία εξωτερική κουζινούλα. Το ένα δωμάτιο από αυτά, η γιαγιά μου η Μαρίκα το παραχώρησε στον μπαμπά μου για να κάνει τη δική του οικογένεια εκεί. Εγώ και άλλα δύο παιδιά γεννηθήκαμε σε αυτό το καμαράκι το 3 x 4. Το ’59-’60, μαζεύοντας κάποια χρήματα ο μπαμπάς μου, αγοράσαμε ένα οικόπεδο 200 μέτρα παρακάτω και χτίσαμε το πρώτο μας σπίτι. Αλλά εκεί γεννήθηκα, αυτά τα χρόνια ήταν τα πιο αγαπημένα μου. Πολλή φτώχεια αλλά και πολλή ζεστασιά από τη γιαγιά μου, από τις αδερφές του… είχε μία θετική αύρα αυτό το δωματιάκι.
Θυμάμαι, είχαμε ένα κρεβάτι εγώ με την αδερφή μου και μία κούνια ο αδερφός μας ο Μιχάλης. Ο μπαμπάς μου είχε βάλει έναν κρεμαστό καθρέφτη και είχε από εκείνα τα παλιά σύνεργα του μπαρμπέρη. Τον θυμάμαι να ξυρίζεται. Δεν είχαμε μπάνιο, είχαμε μία σκάφη και εκεί η μαμά μου του έριχνε νερό για να πλυθεί και να είναι στην πένα, σένιος για να μπορεί να φύγει να πάει στη δουλειά.
Εγώ σαν μικρό παιδάκι, ήμουνα και πονηρό. Το δωμάτιο είχε μία πόρτα που δεν έκλεινε καλά, έτριζε κιόλας, και πήγαινα κρυφά να δω τι γίνεται σε αυτό το δωμάτιο με τη σκάφη. Η μαμά φώναζε “φύγετε!” αλλά ο μπαμπάς της έλεγε “Άσ’ τα, βρε παιδάκι μου, τι θες και την κλείνεις αυτή την πόρτα; Άσ’ τα να δούνε, μια-δυο-τρεις, θα σταματήσουνε κάποια στιγμή να βλέπουνε”...
Εκεί πρωτογνώρισα και όλους τους ρεμπέτες, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Γιάννη Παπαϊωάννου… Ερχόντουσαν εκεί και παίζανε. Και μερικές φορές βγαίνανε και έξω στην αυλή, όταν δεν χωρούσανε. Εκεί κάνανε πρόβες, εκεί άρχισαν να γεννιούνται και τα πρώτα του τραγούδια. Μαζευόταν όλη η γειτονιά. Ήξεραν ότι ο Ζαμπέτας έχει πρόβες. Στο καινούργιο μας σπίτι ο πατέρας μου είχε πάλι ένα δικό του δωμάτιο για πρόβες. Από εκεί έχουν περάσει όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές τους οποίους ο πατέρας μου ανέδειξε. Τι να θυμηθώ… Μοσχολιού, Μητροπάνος, Δούκισσα, Βοσκόπουλος, Κόκοτας, από εκεί πέρασε και η Βουγιουκλάκη, ο Παπαμιχαήλ, ο Σακελάριος, μεγάλοι σκηνοθέτες και δημιουργοί. Το σπίτι αυτό υπάρχει ακόμα. Έχει διατηρηθεί».
«Τον ύπνο ποτέ δεν τον χόρτασα»
«Με τον πατέρα μου είχαμε τρομερή επικοινωνία. Καταλάβαινα τι του άρεσε και τι δεν του άρεσε. Και με τα μάτια ακόμα τον έπιανα. Μου έριχνε κάτι ματιές που στάζανε φαρμάκι. Στα περισσότερα γυρίσματα που έκανε ήμουν παρούσα. Έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι και μου έλειπε κι εμένα. Ο ίδιος έλεγε “τον ύπνο ποτέ δεν τον χόρτασα”. Δούλευε πολύ. Κι εγώ τρελαινόμουνα να πηγαίνω στα γυρίσματα. Καθόμουνα καρτερικά σε μια γωνιά και κοιτούσα. Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Κωνσταντίνου, Κωνσταντάρα, Ηλιόπουλο, τους πάντες. Ο πατέρας μου έχει λάβει μέρος σε περισσότερες από 160 ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Επίσης με έπαιρνε από παιδί στις πρεμιέρες. Συνήθως οι πρεμιέρες των ταινιών γίνονταν Κυριακή πρωί, 12 με 2 το μεσημέρι. Ήμουνα πάντα πρώτη σε αυτά. Βίωσα και γνώρισα όλους τους σπουδαίους του καλού ελληνικού τραγουδιού και κινηματογράφου, σεναριογράφους, παραγωγούς, σκηνοθέτες.
Ακόμα και στις προσωπικές του στιγμές, μόνιμα σκεφτόταν τη δουλειά του. Ήταν δημιουργικές στιγμές. Αν ήταν στεναχωρημένος πάλι θα ξεσπούσε στο μπουζούκι του, θα έπαιζε δικές του μελωδίες ή θα το έδειχνε με τον δικό του τρόπο. Ήταν χαρούμενος άνθρωπος αλλά και πιστός οικογενειάρχης. Σπίτι-δουλειά ήταν πάντα. Και τις Κυριακές μάς πήγαινε όλους μαζί και τρώγαμε ψάρι».
«Δεν έχει δρόμο να διαβώ»
Δούλευε συνέχεια. Μια φορά του είχε δώσει ο Χριστοδούλου κάτι στίχους. Ήταν στα γυρίσματα της “Σωφερίνας” νομίζω κι επειδή είχαν αργήσει οι ηθοποιοί, καθόταν και περίμενε δουλεύοντας το τραγούδι. Κάποια στιγμή λέει στον Σακελάριο ο οποίος τον αγαπούσε πολύ, “ρε Αλέκαρε, γίγαντα, άκου λίγο αυτό που έχω φτιάξει”. Του άρεσε πολύ το μοτίβο, “μπράβο, ρε Ζαμπέτα”, του λέει. Κι έτσι στα γρήγορα, την ώρα που περίμενε, έφτιαξε το τραγούδι που δεν ήταν άλλο από το “Δεν έχει δρόμο να διαβώ”…»
«Το έργο έχει καμιά πεθερά;»
«Όλοι τον αγαπούσαν. Ο Φίνος, οι Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, οι Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, ο Βέγγος… Και οι ηθοποιοί τον λάτρευαν. Όλοι ήθελαν να είναι ο Ζαμπέτας μέσα στις σκηνές τους. Μάλιστα ο πατέρας μου, όταν ετοίμαζε τα τραγούδια για τις ταινίες, έπαιρνε τους παραγωγούς και τους έλεγε “Για πες μου, ρε παιδί μου, το έργο έχει καμιά πεθερά; Πες μου πάνω-κάτω εσύ και θα καταλάβω εγώ. Τι έχει; Κλάμα;”. Για να βγάλει το άχτι του, επειδή τα είχε με την πεθερά του.
Όταν πήγαινε στα γυρίσματα, οι ηθοποιοί, ο Κωνσταντάρας, ο Ηλιόπουλος, ο Σταυρίδης γελούσαν από πριν με τον πατέρα μου, δεν μπορούσαν να κρατηθούν. Όλοι έλεγαν “για να δούμε τώρα, τι θα πει. Θα πει αυτά που του έχουνε φέρει;». Και ξεκίναγε εκείνος τα δικά του.
Του άρεσε πάρα πολύ, όταν ήταν στην πίστα, να αυτοσχεδιάζει και να αυτοσαρκάζεται. Ανάλογα με το ακροατήριο που είχε, έδινε θέμα και στους στίχους. Οι στίχοι δεν ήταν πάντοτε οι ίδιοι. Ήτανε πολύ έξυπνος άνθρωπος. Ποτέ δεν είχε κάτι από το σπίτι έτοιμο, γραμμένο».
Ο Ωνάσης και η Τζάκι στου Ζαμπέτα
«Ο Ωνάσης τον αγαπούσε πολύ, πήγαινε και τον έβλεπε συνέχεια. Μια φορά είχε πάει και με την Τζάκι. Χαρά ο πατέρας μου! Κάποια στιγμή του λέει: “Ρε Ζαμπέτα, η ρουφιάνα δεν μου κάθεται. Θα την πάω σπίτι και μόλις την ξεκαρφώσω θα ’ρθω”. Πήγε σπίτι με το σοφέρ, την άφησε και ξαναγύρισε στο μαγαζί στις 3 η ώρα. Κι άρχισε… “Παίξε κάτι” του έλεγε, “για στεναχώρια”. Τότε είχαν και προβλήματα με την Ολυμπιακή… Και του έπαιζε ο πατέρας μου. Χωρίς να κοιτάζει την ώρα. Έτσι ήταν όταν έπαιζε. Έπαιζε ελεύθερος. Όσοι έμεναν μέχρι αργά, ήταν περιβόλι γι’ αυτούς να ακούνε τον Ζαμπέτα εκείνες τις ώρες. Αφημένος στα ταξίμια του, στο ταξίδι το δικό του.
Κι έτσι γύριζε πάντα σπίτι, έξι, εξίμισι… Εγώ αγχωνόμουνα και τον περίμενα. Εφτά και είκοσι ερχόταν το σχολικό να με πάρει. Αλλά επειδή μέναμε και τα τρία παιδιά μόνα μας τη νύχτα, ανησυχούσα πάντα μέχρι να τον δω να γυρίζει. Άκουγα τα βήματά του. Όταν ήταν ευχαριστημένος, τον καταλάβαινα ανάλαφρο. Και όταν άκουγα τα βήματά του βαριά, έλεγα, τώρα θα αρχίσει, πωπωπω… Έλεγε διάφορα, έβριζε, αν κάποιος του είχε χαλάσει κάτι ή οτιδήποτε… Όταν ερχόταν ευχαριστημένος έλεγε “Ααα… να έβλεπες τι έγινε σήμερα. Βάλε μου ένα γάλα”».
Το «Σαραβαλάκι»
«Είχε πολλούς αγαπημένους φίλους. Τη Μάρθα Βούρτση, τους στιχουργούς Φώντα Φιλέρη, Χαράλαμπο Βασιλειάδη και Δημήτρη Χριστοδούλου… Είχε μία χημεία μαζί τους και έκαναν πολλές επιτυχίες. Τους ήθελε τους στιχουργούς. Όταν άρχιζε να παίζει είχε ένα ταλέντο να αλλάζει τις λέξεις. Ή του έδινες ένα θέμα. Ας πούμε: το σαραβαλάκι μου, που η γυναίκα μου δεν το θέλει. Και το έφτιαχνε. “Το δικό μου το αμάξι, είναι φίνο και εντάξει, μού ’κανε τα κέφια και την τρέλα μου, μα μου το περιφρονάει η κοπέλα μου”, η μάνα μου δηλαδή που του έλεγε να το αλλάξουμε το αυτοκίνητο, να πάρουμε Μερσεντές. Φώναζε η μάνα μου. “Δεν το ξαναπάω στο συνεργείο εγώ! Που όλοι έχουν Μερσεντές! Να το πας εσύ!” Δούλευε αυτός με τον Πυθαγόρα, έφτιαχναν τραγούδια και η μάνα μου πήγαινε πάνω από το κεφάλι του και του έλεγε για το αυτοκίνητο. Έτσι βγήκε το “Σαραβαλάκι”. Βιωματικά είναι και τα περισσότερα τραγούδια του Ζαμπέτα».
«…Η βρόχα έπεφτε στρέιτ θρου»
Υπάρχει ιστορία πίσω από αυτό το κομμάτι. Εκείνο τον καιρό ο πατέρας μου είχε μία αδερφή, πιο μικρή, η οποία ήταν ανύπαντρη. Κάθε φορά που χάλαγε κάποια σχέση της, ερχόταν στο σπίτι και έκλαιγε. Ένα πρωινό που έβρεχε πάρα πολύ, ξύπνησε ο φουκαράς ο πατέρας μου και ήταν εκείνη στην κουζίνα πάλι κι έκλαιγε. “Τι έγινε, ρε Νότα πάλι; Ήρθες πρωί πρωί να μας κλαις;”… “Ναι, εσύ έκανες την οικογένειά σου, τα παιδιά σου κι εμένα με κατατρέχεις”. Της έλεγε “Σταμάτα, ρε Νότα, δεν θα σταυρώσω πελάτη το βράδυ, μην αρχίζεις τη μουρμούρα”. Ήταν και προληπτικός. Αυτή συνέχιζε να λέει τα δικά της. Στο μεταξύ ο καιρός χειροτέρευε και είχε πλημμυρίσει το Αιγάλεω και το ποτάμι ο Κηφισός, είχαν μπει λάσπες και νερά σε σπίτια. Το βράδυ ο πατέρας μου είχε να πάει στη δουλειά αλλά δεν μπορούσε να περάσει το ποτάμι, φοβόταν και η βροχή δεν είχε σταματήσει. Τότε δούλευε στην Τριάνα του Χειλά νομίζω, μαζί με τη Μοσχολιού. Κάποια στιγμή αγχώθηκε πάρα πολύ, σταμάτησε το αυτοκίνητο και το πήρε η μάνα μου που ήταν μαζί του, τέλος πάντων έφτασαν στο μαγαζί αλλά ο πατέρας μου ήταν ακόμα επηρεασμένος και τον έπιασε ημικρανία. Μέχρι να χαλαρώσει λίγο, να ηρεμήσει, να πιει έναν καφέ, ήρθε η ώρα για να βγει. Κι εκεί που ήταν να αρχίσει το πρόγραμμά του, ξαφνικά, δεν θυμόταν απολύτως τίποτα. Η ορχήστρα έπαιζε την υπόκρουση, ξαναέπαιζε την υπόκρουση… τίποτα. Κι εκείνη την ώρα θυμήθηκε τη θεια μου και τους δεσμούς της. Κι όπως ήταν νύχτα κι έβρεχε, άρχισε να παρλάρει… “χειμώνας βαρύς, κρύο πολύ… κάργα… τα σύννεφα χαμηλώσανε και η βρόχα έπεφτε στρέιτ θρου” κι άρχισε να λέει περιστατικά από τη ζωή της θείας μου της Νότας. Σιγά-σιγά σταματήσανε να ακούγονται τα πιρούνια και τα μαχαίρια, ο κόσμος σώπασε και πρόσεχε να ακούσει τι καινούργια παρλάτα λέει πάλι ο Ζαμπέτας. Και καθώς τα διηγιόταν αυτά με το δικό του, αριστοτεχνικό θα έλεγα τρόπο, άρχισε να χαλαρώνει και σιγά-σιγά βρήκε το ρυθμό του και άρχισε “Ο πιο καλός ο μαθητής” και “Μάλιστα κύριε”. Τελικά η “Βρόχα” έγινε επιτυχία».
Οι παρλάτες
«Έκανε πολλές παρλάτες ο Ζαμπέτας. Τον “Μαθητή” ας πούμε, δεν τον έλεγε ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Άλλη μία επιτυχία του, ο “Αράπης” ήταν σαν ένα δικό του ξέσπασμα, ήθελε να σχολιάσει, να διακωμωδήσει. Κάθε μέρα με έστελνε και έπαιρνα όλες τις εφημερίδες, για να έχει άποψη. Σημείωνε αυτά που τον ενδιέφεραν και το βράδυ, αφού τα είχε επεξεργαστεί στο μυαλό του, σχολίαζε με παρλάτες την κάθε πολιτική κατάσταση. Ο Ζαμπέτας έβαλε τη σάτιρα στο πάλκο. Και μάλιστα τα έλεγε με τέτοιο τρόπο που δεν προσέβαλλε ποτέ κανέναν, τους άρεσε. Άλλαξε τον τρόπο της διασκέδασης της νυχτερινής Αθήνας. Παλιά οι καλλιτέχνες ήταν ακίνητοι στο πάλκο. Αυτός τότε, στη δεκαετία του ’60, άρχισε να κατεβαίνει, να πηγαίνει με το μπουζούκι του στο κοινό, ήταν σόουμαν».
«Ποτέ την Κυριακή»
«Ο πατέρας μου είχε ξεκινήσει στο επάγγελμα με το ρεμπέτικο από το ’50 και μέχρι το ’56-’57 ήρθε η δύση του ρεμπέτικου. Τότε ουσιαστικά ξεκίνησε ο νέος ήχος. Ο πατέρας μου άλλαξε το τρίχορδο, τετράχορδο μπουζούκι, έβαλε μέσα κλασικές κιθάρες και πλούτισε τον ήχο στις ηχογραφήσεις γιατί μπήκε στις μεγάλες ορχήστρες όπως του Μάνου Χατζηδάκι, του Μίκη Θεοδωράκη κ.λπ. Παίζανε σε μεγάλες συναυλίες στο εξωτερικό. Στην “Οδό Ονείρων” του Χατζιδάκι ο πατέρας μου ήταν ο σολίστας. Την 1η Μαϊου του ’60 είχε πάει με τον Χατζιδάκι στις Κάννες και πήραν το βραβείο για το “Ποτέ την Κυριακή” με τη Μελίνα Μερκούρη».
Η κυρία Ζαμπέτα
«Η μάνα μου τον συνόδευε κάθε βράδυ στη δουλειά. Ήτανε πάντα δίπλα του. Καταβροχθιστική, θα έλεγα. Ήταν μάνατζερ. Γιατί ο πατέρας μου ήταν πολύ δοτικός. Δώσ’ τα όλα και μη παίρνεις τίποτα. Έδινε τη βοήθειά του σε νότες, σε μουσικές, σε ιδέες, παντού. Δεν τον ένοιαζε τίποτα, αρκεί να χαιρότανε αυτός που του τις έδινε. Ούτε καν ζητούσε να γραφτεί το όνομά του. Χαιρότανε. Αυτή όμως που δεν χαιρότανε ήταν η μάνα μου. Κι εκεί γινότανε το μάλε-βράσε. Καθώς γινόταν όλο και πιο επιτυχημένος, η μάνα μου έβλεπε ότι τον εκμεταλλευόντουσαν και του έλεγε: “Να διεκδικείς το όνομά σου. Δεν μπορεί να παίζεις εσύ μπουζούκι και άλλοι να γεύονται τη δόξα σου”. Μια φορά, ’63-’64 ήταν, είχανε πάει στο θέατρο Κεντρικόν κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, σε συναυλία με τον Ξαρχάκο, που ήταν ο μαέστρος κι ενορχηστρωτής, κι ο Ζαμπέτας σολίστας σε όλο το πρόγραμμα. Τραγουδούσαν ο Μπιθικώτσης, η Μοσχολιού, η Αλέκα Μαβίλη, πολλοί. Ήταν εκεί και ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Γέρος, και όλο το υπουργικό συμβούλιο. Το τι έγινε, δεν μπορείς να φανταστείς. Χαμός. Να πετάει ο πατέρας μου το μπουζούκι και να το πιάνει στον αέρα χωρίς να χάνει νότα. Έλα όμως που δεν του είχαν γράψει το όνομα, το είχαν βάλει με κάτι ψείρες, ούτε καν φαινότανε. Κι εκεί έγινε μία μάχη με τη μάνα μου. Ο πατέρας μου ευχαριστημένος φεύγοντας, της έλεγε “είδες τι ωραία πήγε;” “Πού το είδες το ωραία;” του απαντούσε. “Μη μου το χαλάς” της έλεγε ο φουκαράς. Η ίδια συναυλία θα επαναλαμβάνονταν μετά από 15 μέρες, στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Σηκώθηκε και πήγε μέχρι εκεί η μάνα μου και είδε ότι πάλι δεν τον έχουνε βάλει και του είπε: “Δεν θα παίξεις αν δεν σου βάλουνε με μεγάλα γράμματα το όνομά σου”. “Βρε Ρούλα, είναι δυνατόν να μην παίξω;” “Όχιιι! Δεν θα παίξεις! Και να τους ζητήσεις και προκαταβολή. Επιταγή!” Έτσι ήταν ο πατέρας μου, πήγαινε και αφιλοκερδώς. Να τον παίρνει ο Ξαρχάκος τηλέφωνο κι η μάνα μου εκεί, σφίγγα, από πάνω του. Τελικά του είπανε “ναι στα γράμματα και το βράδυ πριν ξεκινήσουμε πρώτα θα πάρεις την προκαταβολή”. Έτσι κι έγινε. Τον έχω και μια φωτογραφία με την προκαταβολή, να γελάει, πιο πολύ για να τη βλέπει η μάνα μου. Έγινε η συναυλία, μεγάλη επιτυχία όπως πάντα και στο γυρισμό: “Τι με έβαλες και πήγα κι έκανα! Εγώ δεν τα μπορώ αυτά! Με βαραίνουν αυτά τα λεφτά. Εγώ παίζω γιατί το θέλω”. Είχε τύψεις. Και την πήγε πίσω την προκαταβολή. Δεν πληρώθηκε ποτέ».
Ο Ζαμπέτας κι ο «Ζορμπάς»
«Έτσι ήταν ο πατέρας μου. Έδινε. Αν σας πω ότι και ο “Ζορμπάς” ήταν του πατέρα μου; Και φαίνεται. Το καταλάβαινε ο κόσμος. Και το είχε παράπονο, έλεγε ότι του το πήρανε. Το ταξίμι αυτό ήταν δημιουργία δική του. Λογικά έπρεπε να ήταν συνδημιουργός. Έπαιζε στη “Γειτονιά των Αγγέλων” του Θεοδωράκη κι εκείνος πάλι δεν του έβαλε το όνομά του. Την ίδια περίοδο ήταν και ο “Ζορμπάς”. Ήταν το “Στρώσε το στρώμα σου για δυο” στο πιο γρήγορο, τύπου πεντοζάλη. Τώρα όμως, εδώ και κάποια χρόνια η αλήθεια έχει αποκατασταθεί και μπαίνει το όνομα του πατέρα μου εκεί που πρέπει. Αλλά δε ζει πια ο ίδιος για να το δει… Ούτε ο Ξαρχάκος του έβαζε το όνομά του. Στην ταινία “Οι διπλοπενιές” δεν υπάρχει και όμως ακούγεται ο Ζαμπέτας. Ο μόνος που του έβαζε το όνομα ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Από τότε που τον πήρε ο Χατζηδάκις μετά όλο και περισσότεροι τον θέλανε στις ηχογραφήσεις τους σαν πρώτο μπουζούκι. Στο ίντερνετ τώρα που βλέπω, ανεβάζουνε αποσπάσματα από ταινίες και γράφουν: εδώ σόλο μπουζούκι παίζει ο Ζαμπέτας, ο γίγαντας κ.λπ.»
Ο Ζαμπέτας στη Βουλή
«Στον Ζαμπέτα άρεσε πάρα πολύ να πηγαίνει στο Μπραζίλ της Βουκουρεστίου και στο Ζόναρς. Εκεί σύχναζε με τον αδερφικό του φίλο, τον Ευάγγελο Αβέρωφ και πίνανε καφεδάκι. Μια μέρα του λέει ο πατέρας μου: “Ρε μεγάλε, θέλω κι εγώ να έρθω στη Βουλή. Θέλω να δω τι κάνετε εκεί μέσα να γουστάρω.” “Η Βουλή είναι ανοιχτή για σένα” του λέει ο Αβέρωφ, “όποτε θέλεις είναι στη διάθεσή σου». Ο πατέρας μου το έβαλε καλά στο μυαλό του αυτό κι ένα πρωί ετοιμάστηκε, ντύθηκε, παρφουμαρίστηκε… “Πού πας, ρε πατέρα;” του λέω. «Α, σήμερα είναι μεγάλη μέρα για μένα, πάω στη Βουλή”. Πάει λοιπόν, του λέει χαμογελώντας ο αστυνομικός στην είσοδο: “Ποιος είστε;” – αν και τον γνώρισε. “Γιώργος Ζαμπέτας” απαντάει, “θέλω να μπω μέσα να δω τα αφεντικά”. “Κύριε Ζαμπέτα” του λέει ο άλλος, “δεν μπορείτε να μπείτε τώρα, έχουνε σύσκεψη”. “Να πας να τους πεις, απ’ έξω είναι ο Γιώργος ο Ζαμπέτας ο λαός”. Κι άφησε ο Αβέρωφ τη σύσκεψη, βγήκε και τον υποδέχτηκε, μπουκάρισε μέσα, ήπιε τον καφέ του και συνεχίσανε τη σύσκεψη μετά».
Ο Μήτσος και ο Τάκης
«Κάποια άλλη εποχή είχε βγάλει ο Μητσοτάκης έναν απαγορευτικό νόμο, για να μην καίνε ρεύμα, 2 η ώρα τη νύχτα να σταματάνε τα κέντρα. Ο Ζαμπέτας είχε γράψει ένα τραγούδι, το “Διάταγμα”: “το διάταγμα το βγάλανε ο Μήτσος και ο Τάκης, να κλείνουνε τα κέντρα στις δύο και να γίνει η Ελλάδα σωστό γεροκομείο”. Όποτε το έλεγε τους ξεφώνιζε. Εντωμεταξύ ο Παύλος ο Μπακογιάννης ήταν πολύ φίλος με τον Ζαμπέτα. Ο αδερφός του, ο Νίκος ο Μπακογιάννης που ήταν ηθοποιός και στιχουργός, είχε κάνει κάποια τραγούδια μαζί του. Έτσι ήξερε και την Ντόρα. Το έμαθε ο Μητσοτάκης και πήγανε στο κέντρο και ζητούσανε να τους πει αυτό το τραγούδι. Άρχισε ο Ζαμπέτας να το λέει ευγενικά, “έβγάλανε διάταγμα ο Μπρόκολας, ο Σέσκουλας, ο Μπάμιας κι ο Σπανάκης” και του φωνάζανε, άσ’ τα αυτά, πες το όπως το λες κάθε βράδυ».
Ο Ζαμπέτας και το Παλάτι
«Μια μέρα μάς λέει ο πατέρας μου, ετοιμαστείτε, ντυθείτε, παρφουμαριστείτε, με έχει καλέσει ο αυλάρχης του βασιλιά του Παύλου, ο Γερουλάνος. Μιλάμε για περίοδο 1964. Πωπωωωω, εμείς… Θα είναι λέει εκεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, η Άννα-Μαρία, η Φρειδερίκη, κόσμος και ντουνιάς. Μας έλεγε η θεία μου η γεροντοκόρη: “Το πρωτόκολλο λέει να κάνετε και υποκλίσεις”. “Δουλειά σου” έλεγε ο πατέρας μου, «τι είμαστε να κάνουμε και υποκλίσεις. Δουλειά πα’ να κάνουμε. Ψωμάκι να βγάλουμε”. Πήγαμε λοιπόν στο Καβούρι, στη βίλα. Κόσμος πολύς, ασφάλεια κ.λπ. Με το που μπήκα μέσα εγώ, ένα κοριτσάκι από το Αιγάλεω, κοιτούσα δεξιά-αριστερά να βρω κάτι να μοιάζει με το σπίτι μας. Αλλά δεν έμοιαζε τίποτα. Μεγάλη στεναχώρια στην ψυχή μου. Ούτε αστραφτερά πατώματα είχαμε εμείς, ούτε πίνακες… είχα τρελαθεί. Ζήτησα να πάω και στην τουαλέτα και ανέβηκα στα δωμάτια των παιδιών που είχανε πλέι-ρουμ, τι γατάκια, τι σκυλάκια, τι πεταλουδίτσες… Μετά μας σερβίρανε, πρώτα, δεύτερα, τρίτα πιάτα, αλλά εγώ μεγάλη στεναχώρια. Μου είχε πει ο μπαμπάς μου, όταν τελειώσουμε, όταν σου κάνω νόημα, θα πάρεις αυτά τα δισκάκια και θα πας να τα δώσεις στην Άννα-Μαρία. Πάω στην Άννα-Μαρία, τα δίνω, με αγκαλιάζει, με φιλάει. Θυμάμαι είχε εκεί και μία βαρύγδουπη τραπεζαρία όπου έπαιζαν χαρτιά, ήταν και Φρειδερίκη με τον κότσο της… Πού είχα ξαναδεί εγώ να παίζουνε χαρτιά; Τρελάθηκα. Και μετά καθίσανε όλοι στις καρέκλες και στα ταμπουρέ να ακούσουνε τον πατέρα μου να παίζει, κι εκείνος έδωσε τον καλύτερό του εαυτό. Ήταν αυτό που λέμε έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια ο Ζαμπέτας. Και πάλι λεφτά δεν πήρε. Του έδωσε ο Κωνσταντίνος ο βασιλιάς έναν αναπτήρα. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, μας ρωτούσε ευχαριστημένος: “Ωραία ε; Δεν περάσατε ωραία παιδιά;”. Εγώ του έλεγα, μπαμπά μου, είμαι πάρα πολύ στεναχωρημένη γιατί αυτοί έχουνε τόσα πολλά λεφτά κι εμείς είμαστε φτωχοί. “Τι λε’ ρε” μου λέει, “εμείς είμαστε οι πλούσιοι, αυτοί δεν έχουνε τίποτα. Εμείς έχουμε ψυχή, λεβεντιά, είμαστε κιμπάρηδες, αυτοί είναι τενεκέδες ξεγάνωτοι. Σήμερα είναι, αύριο δεν είναι. Εμείς κυκλοφορούμε στο δρόμο, μας αγκαλιάζει ο κόσμος, μας φιλάει. Πού να βγουν αυτοί έξω; Θα τους πλακώσουνε στις φάπες”.
Μετά από μερικές μέρες, είχαν χαλάσει τα παπούτσια μου και με πήρε να πάμε στην Αθήνα να μου πάρει καινούργια. Άφησε το αυτοκίνητο και περπατήσαμε από τη Σταδίου μέχρι επάνω, στο Σύνταγμα, στο Μούγερ. Το τι γινόταν στο δρόμο!… Γιώργοοο, Γιωργάρααα! Αδερφέ! Αγκαλιές, μάτσα μούτσα, φιλιά! Και τους έλεγε αυτός “Από ’δω η κόρη μου”. Και ξανά μανά. “Βλέπεις;” μου έλεγε. “Εμείς είμαστε πλούσιοι, έχουμε την αγάπη του κόσμου”».
Δείτε πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice