Μουσικη

Η νέα γενιά μουσικών που κρατάει ζωντανό το ούτι

Ο Χρήστος Σύγγελος, ουτίστας και κατασκευαστής ούτι και ο Ταξιάρχης Γεωργούλης, από τους νεότερους παίχτες του παραδοσιακού οργάνου, μιλούν για τον ήχο που τους άλλαξε τη ζωή

Φιλίππα Δημητριάδη
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνήθως όταν αναφερόμαστε σε έννοιες όπως «οργανοπαίχτης» ή «οργανοποιός», «μουσικό σχολείο» ή «ωδείο», στο μυαλό μας έρχονται δημοφιλή μουσικά όργανα. Κιθάρα, πιάνο, βιολί, μπάσο, ακόμα και μπουζούκι, και αν κάποιος δεν ασχολείται ενδελεχώς με τη μουσική, ίσως και να πιστεύει ότι τα παραδοσιακά μουσικά όργανα έχουν παραγκωνιστεί ή ακόμη ότι τείνουν να εξαφανιστούν. Όταν μία μπάντα ή ένας μουσικός (ιδίως νέος) καταπιάνεται με την παράδοση, ενθουσιαζόμαστε και μιλάμε για «επιστροφή στις ρίζες», για «ανορθόδοξα παντρέματα» μουσικών ειδών όπως το heavy metal με το κλαρίνο και ούτω καθεξής.

Τα παραδοσιακά όργανα όμως είναι διαρκώς παρόντα στην παγκόσμια μουσική και τα τελευταία (αρκετά) χρόνια στην Ελλάδα, ένα συγκεκριμένο έχει βρει πολλούς λάτρεις. Δεν είναι άλλο από το ούτι, ένα νυκτό έγχορδο μουσικό όργανο, που κατάγεται από την Περσία και είναι αρκετά διαδεδομένο στις μουσικές της Μέσης Ανατολής, αλλά και στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. Ένα ιδιαίτερο μουσικό όργανο με ήχο πλούσιο, που λίγοι γνωρίζουν και ακόμα λιγότεροι το αναγνωρίζουν σαν το ακούσουν ή το δουν. 

Η πρώτη επαφή με το ούτι

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως υπάρχει μία άτυπη «γενιά» ελλήνων μουσικών που ασχολείται παθιασμένα με τα παραδοσιακά μουσικά όργανα και συγκεκριμένα το ούτι. Η αρχή του νήματος βρίσκεται στην «κάθοδο» του Ross Daly στην Κρήτη, στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ο Ιρλανδός μουσικός εμβάθυνε στη μουσική παράδοση των χωρών της ανατολής ταξιδεύοντας στις χώρες αυτές, γνωρίζοντας και μαθαίνοντας τα παραδοσιακά μουσικά όργανά τους. Το 1970 συναντήθηκε με την κρητική λύρα στην οποία πλέον εξειδικεύεται. «Υπήρξε μία περίοδος στην Ελλάδα που κατά τη γνώμη μου, συνέβησαν πολύ σημαντικά πράγματα. Το ένα από αυτά είναι η παρουσία του Ross Daly, που, νομίζω, επηρέασε και επηρεάζει πολλούς ανθρώπους» επιβεβαιώνει ο Χρήστος Σύγγελος, ο 43χρονος ουτίστας και κατασκευαστής ούτι. Ο Χρήστος μάς υποδέχτηκε στο εργαστήριό του στην Καλλιθέα όπου κατασκευάζει ούτια, μόλις τα τελευταία τρία χρόνια.

Ο Χρήστος Σύγγελος κατασκευάζει ούτια τα τελευταία 3 χρόνια

«Έπαιζα ηλεκτρική και κλασική κιθάρα, άλλες μουσικές. Τα πρώτα ακούσματα που είχα, όχι μόνο στο ούτι, άλλα και από άλλα παραδοσιακά όργανα ήταν από τον Ross Daly και μετά από τις “Δυνάμεις του Αιγαίου” όπου συμμετείχε και ο μετέπειτα δάσκαλός μου, ο Χρήστος Τσιαμούλης. Όλα αυτά στη δεκαετία του ’90». Στη συνέχεια, έπεσαν στην αντίληψη του Χρήστου και άλλοι αξιόλογοι μουσική της Ανατολής και βρέθηκε να σπουδάζει βυζαντινή μουσική και να παίζει πολίτικο λάουτο με δάσκαλο τον Τσιαμούλη. «Κάποια στιγμή κατέληξα ότι το ούτι είναι αυτό που μου αρέσει πιο πολύ. Είναι κάτι που είναι στον πυρήνα του πολύ δυνατό, με ουσία, και ήθελα να το μάθω. Υπήρχε μια παρέα μουσικών και εκεί βρέθηκε ένα ούτι, δεν ξέρω από πού ήρθε και πού πήγε, απλά κάποια στιγμή το φιλοξένησα κι εγώ... Αυτό ήταν το πρώτο μου ούτι» θυμάται.

Με την ίδια τρυφερότητα ανακαλεί στη μνήμη του την πρώτη του επαφή με το ούτι και ο νεαρός μουσικός Ταξιάρχης Γεωργούλης. Ο Ταξιάρχης είναι μόλις 24 χρονών και χαίρει ήδη της εκτίμησης του κύκλου του ως ένας πολύ καλός παίχτης ούτι. «Στο ούτι με συγκίνησε ο πλούσιος και παράλληλα γλυκός ήχος του. Το άκουγα σε ηχογραφήσεις από μικρή ηλικία, αλλά πρώτη φορά που έδωσα πραγματικά σημασία ήταν σε ηλικία 15 ετών όπου θυμάμαι έντονα πως, όταν τελείωσε το ταξίμι που άκουγα, είπα πως θα ασχοληθώ μόνο με αυτό το όργανο. Ήχος καθαρός, μαλακός, γλυκός, πλούσιος... Δεν έχασα καιρό και έψαξα να βρω αμέσως όργανο και λίγο αργότερα δάσκαλο. Η αίσθηση που ένιωσα στο αριστερό μου χέρι όταν το ακούμπησα επάνω στις χορδές ήταν μαγική. Κάθε φορά που το πιάνω, νιώθω το ίδιο συναίσθημα όπως την πρώτη εκείνη φορά. 

Ο Ταξιάρχης Γεωργούλης

Τότε ξεκίνησε για εμένα ένας νέος κόσμος και ένα άλλο είδος μουσικής με ένα άταστο πλέον όργανο στα χέρια, κάτι το οποίο με φόβισε από τη μια και, από την άλλη, με έβαλε σε μια πολύ όμορφη διαδικασία να αρχίσω να μαθαίνω κάτι ξένο για τα τότε δεδομένα. Νέοι ήχοι, νέα ηχοχρώματα, νέες τεχνικές και η όρεξη να κάνω μια μουσική που δεν είναι από την περιοχή που μεγάλωσα, βίωμά μου, με έκαναν να δεθώ και να συνεχίσω με αυτό το όργανο».

Η ανατομία ενός ούτι

Το ούτι είναι ένα πολύ ιδιαίτερο στην ανατομία του όργανο. Το χαρακτηριστικό κοντό του μπράτσο επίσης, είναι άταστο. Χρήστος και Ταξιάρχης όμως συμφωνούν ως προς το ότι η δυσκολία του, δεν έγκειται απαραίτητα σε αυτό. «Κάθε μουσικό όργανο είναι δύσκολο και εύκολο ταυτόχρονα. Η δυσκολία του ούτι δεν βρίσκεται στο ότι είναι άταστο. Αλλά στα ποικίλματα που καλείσαι να μεταφέρεις στο ούτι, τα οποία εμπεριέχονται στη μουσική που αυτό υπηρετεί. Εξίσου σημαντικό είναι το δεξί χέρι στην πένα», λέει ο Χρήστος και ο Ταξιάρχης συμπληρώνει «Οι ιδιαιτερότητές του είναι ότι παίζεται με μακριά πένα, το κούρδισμά του συνήθως είναι σε τέταρτες, όπου έχουμε κάθετο παίξιμο σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα νυκτά λαουτοειδή  που χρησιμοποιούν κυρίως κούρδισμα σε πέμπτες και γι’ αυτό έχουν παίξιμο οριζόντιο. Αν κάποιος θεωρεί το ότι είναι άταστο ιδιαιτερότητα συμπληρώνουμε κι αυτό, αλλά το ούτι είναι κατά βάση ένα όργανο που σχετικά γρήγορα τοποθετείς τα χέρια σου επάνω, βγάζεις ήχο, και μπορείς να παίξεις με απλό τρόπο ένα τραγούδι. Από εκεί και πέρα για να φτάσεις σε ένα υψηλό επίπεδο είναι πραγματικά δύσκολο και θέλει πολλές ώρες μελέτης, όπως με όλα τα μουσικά όργανα».

Στο εργαστήριο του Χρήστου Σύγγελου στην Καλλιθέα, ένα «baby ούτι», όπως ο ίδιος το περιέγραψε, ξεκουράζεται στον πάγκο, ενώ δίπλα του διακρίνεται ένα μισοτελειωμένο σκάφος. «Δεν είχα καμία σχέση, όχι απλά με την οργανοποιία, δεν ήξερα καν τι είναι το τρυπάνι», αστειεύεται ο Χρήστος εξηγώντας πως αποφάσισε εκτός από το να παίζει ούτι, να ξεκινήσει και να κατασκευάζει. «κάθε φορά που έμπαινα σε ένα εργαστήριο και έβλεπα τα στάδια κατασκευής, κάτι ένιωθα μέσα μου. Τρία χρόνια πριν, καλοκαίρι ήταν θυμάμαι, είπα “Tώρα είναι η στιγμή να το κάνεις”. Άρχισα να ρωτάω διάφορους ανθρώπους, πιάνοντας το νήμα εντελώς από την αρχή. Είχα πολύ βοήθεια από το Δημήτρη τον Ραπακούσιο, ο οποίος δεν ακολουθεί τη νοοτροπία του τεχνίτη που κρατά επτασφράγιστα τα μυστικά της τέχνης του. Αντιθέτως τα μοιράζεται. Μου έδειξε τα βασικά της συναρμολόγησης και με βοήθησε παρά πολύ. Πήρα επίσης πολλή πληροφορία από τους κατασκευαστές μελετώντας τα όργανα που πέρασαν από τα χέρια μου. Μετά κάναμε τα πρώτα βήματα μαζί με τον επίσης μουσικό και οργανοποιό, Φίλιππο Στρατάκη. Φτιάξαμε τα πρώτα ούτια παρέα και μοιραστήκαμε αυτή την εμπειρία».

Το σκάφος ενός ούτι φτιαγμένο από παλίσανδρο 

Στο εργαστήριο του Χρήστου στην Καλλιθέα

Ένα ούτι αποτελείται από το σκάφος, το καπάκι, το μπράτσο, την ταστιέρα, το καράουλο όπου δένουν οι χορδές στα κλειδιά και τον καβαλάρη (ή γέφυρα) όπου καταλήγουν, τις τρύπες και συνήθως τις ροζέτες που τις διακοσμούν.

Το ούτι ονομάστηκε από τους Άραβες «al oud». που σημαίνει στα αραβικά ξύλο και συγκεκριμένα ψηλό ξύλο. Σύμφωνα με τον Χρήστο για την κατασκευή του καπακιού ενός ούτι υπάρχουν δύο επιλογές. Η παράδοση το θέλει έλατο, αλλά υπάρχει και η επιλογή του κέδρου. Η διαφορά τους είναι συχνοτική, ο κέδρος για παράδειγμα βοηθάει τα μπάσα, μουνταίνει κάπως τα πρίμα και δίνει στο όργανο έναν άλλο χαρακτήρα. Αντίστοιχα για το σκάφος τα πιο δημοφιλή στην κατασκευή του ξύλα είναι η καρυδιά, το κελεμπέκι, το μαόνι και παλίσανδρος. Η κάθε επιλογή επίσης παίζει ρόλο στον τελικό ήχο του οργάνου. «Αν χρησιμοποιήσεις παλίσανδρο, όπως για παράδειγμα σε ένα που φτιάχνω τώρα θα πάρεις ένα πιο ζεστό αποτέλεσμα, ενώ με το κελεμπέκι θα έχεις ένα όργανο πιο εξωστρεφές» εξηγεί ο Χρήστος. «Η επιτυχία στην κατασκευή ενός ούτι ωστόσο, είναι στο τι γίνεται μέσα από το καπάκι, στη στήριξη του. Ο χαρακτήρας που θα έχει εξαρτάται από τα πάντα, αλλά το αν θα είναι καλό ή όχι το όργανο, στηρίζεται 80% στο τι έχεις κάνει μέσα».

Τελικά, μπορούμε να μιλάμε για μία γενιά νέων ανθρώπων που αναβιώνει την τέχνη του ούτι;

«Πιστεύω πως όλο αυτό ξεκινά από μία προσωπική αγάπη που, όσο μεγαλώνει, ναι, αναπόφευκτα της βάζεις ένα τίτλο που αφορά κάποια γενιά. Όταν ξεκίνησα να κατασκευάζω ούτια ξαφνικά ανακάλυψα ότι ένας γείτονας μου φτιάχνει τζουρά, ένας άλλος πιο κάτω γκάιντες. Βοήθησαν βέβαια σε αυτή τη διάδοση και θεσμοί όπως το Μουσικό Σχολείο, το Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του TEI Ηπείρου, το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Α.Π.Θ. και φυσικά ο Λαβύρινθος του Ross Daly στο Χουδέτσι. Έρχονται μουσικοί από περιοχές που δεν μπορείς να πας εύκολα, είναι ένας πολύ σημαντικός κόμβος που έχει φιλοξενήσει όλα αυτά τα χρόνια απίστευτους μουσικούς. Θα έλεγα λοιπόν ότι δεν είναι «ξαφνική» η στροφή στα παραδοσιακά μουσικά όργανα. Είναι κάτι που εξελίσσεται διαρκώς. Βγαίνουν μάλιστα συνέχεια καινούργιοι μουσικοί. Αν με ρωτήσεις ποιοι είναι καλοί παίχτες, θα σου πω ονόματα, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα παραλείψω κάποιον, καθώς δεν είμαστε λίγοι πια», καταλήγει ο Χρήστος που έχει στο ενεργητικό του σημαντικές συνεργασίες, μεταξύ άλλων αυτή με τον Νίκο Ξυδάκη, αλλά και με τον Παναγιώτη Μπερλή των Διάφανων Κρίνων. Είναι επίσης το ½ του μοναδικού ντουέτου ουτιστών στην Ελλάδα, των Rima Oud Duo, μαζί με τον Σταύρο Παπακυρίτση. Συμμετέχει επίσης στο κουαρτέτο Doros, ένα σχήμα με δικές του πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις και βασικό χαρακτηριστικό τον αυτοσχεδιασμό.

«Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται με τα παραδοσιακά όργανα. Σχεδόν καθημερινά πλέον συναντάς παιδιά και μεγάλους στο δρόμο με ούτια, σάζια, βιολιά, κρουστά και πολλές παρέες σε καθημερινή βάση να παίζουν σε μαγαζιά και σε σπίτια. Οι μουσικοί που ασχολούνται με το ούτι, σε σχέση με αυτούς που παίζουν πιάνο ή κιθάρα είναι λιγότεροι. Χρόνο με το χρόνο όμως αυξάνεται ο αριθμός των μουσικών που ασχολούνται και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα αν παρακολουθήσουμε την πορεία του οργάνου στον ελλαδικό χώρο. Επίσης πολλά οργανοποιεία είναι το μέρος που συναντιούνται πολλοί μουσικοί και είτε παίζουν, είτε ακούνε κάποιον που θαυμάζουν, ή κάνουν μαθήματα. Προσωπικά οι κατασκευαστές που εκτιμώ πολύ είναι ο Δημήτρης Ραπακούσιος και ο Τάσος Θεοδωράκης» λέει από τη δική του πλευρά ο Ταξιάρχης για τη διάδοση του ούτι.

«Θυμάμαι έντονα πως, όταν τελείωσε το ταξίμι που άκουγα, είπα πως θα ασχοληθώ μόνο με αυτό το όργανο», λέει ο Ταξιάρχης για το ούτι. 

Ο Ταξιάρχης ξεκίνησε στα οκτώ του χρόνια με μπουζούκι και αργότερα ασχολήθηκε με το στεριανό λαούτο, υπό την καθοδήγηση του Ηλία Καππάκου και μετέπειτα του Χρήστου Ζώτου. Παρακολούθησε και ο ίδιος μαθήματα βυζαντινής μουσικής με τον Ιωάννη Πλεμμένο και μπήκε στα μονοπάτια του ούτι το 2009 με τον Νίκο Παλαιολόγο. Έζησε για δύο χρόνια στην Κρήτη κοντά με τον Ross Daly, με τον οποίον εξακολουθεί να συνεργάζεται ως μέλος του κουαρτέτου του μαζί με τους Κέλυ Θωμά και Σοφία Ευκλείδου. Συμμετέχει επίσης στο σχήμα «Ακούσματα Ανατολής». Πρόσφατα ίδρυσε μαζί με τη Σοφία Ευκλείδου στο τσέλο, το ντουέτο Beraber, με το οποίο παίζουν τροπικές συνθέσεις της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και δικές τους.

Χρήστος Σύγγελος και Ταξιάρχης Γεωργούλης είναι μόνο δύο από τους μουσικούς που εκπροσωπούν επάξια την τέχνη του ούτι στην Ελλάδα, αλλά και από ακόμα περισσότερους που ασχολούνται με κάποιο παραδοσιακό όργανο, κάτι που τελικά δεν συμβαίνει εξαιτίας κάποιας ανάγκης για επιστροφή στους παραδοσιακούς ήχους, ή νοσταλγίας. Η διάδοση των παραδοσιακών οργάνων σε νεότερες γενιές είναι πολύ περισσότερο μια προσωπική υπόθεση των μουσικών με τους ήχους που τους μίλησαν και τους μάγεψαν.