Μουσικη

Η Lydia Lunch επιστρέφει με καινούργιο δίσκο και τα στερεοφωνικά των ροκάδων παίρνουν φωτιά

Το «Under the Covers» που ηχογράφησε παρέα με τον Cypress Grove είναι το καλύτερο δώρο για τα αυτιά σου

Δημήτρης Καραθάνος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εδώ μιλάμε για δισκάρα, όχι για φύκια και μεταξωτές κορδέλες. Όσοι έχουν ήδη γευτεί την απόλαυση της προηγούμενης συνεργασίας της Lydia Lunch με τον Cypress Grove, στο «A Fistful of Desert Blues» του 2014, γνωρίζουν ότι τους περιμένουν περισσότερα καταραμένα κάντρι – μπλουζ που σανιδώνουν σαν κάμπριο σκίζοντας τον ορίζοντα της νύχτας με ξεχασμένους γοερούς σκοπούς του Jeffrey Lee Pierce και του Van Morrison στο διαπασών. Στη μεγάλη επιστροφή του ντουέτου, η ίδια μεθυσμένη γλυκιά παραζάλη. Τραγούδια για αϋπνίες, νερό που καίει και ψυχές που παίρνουν φωτιά. Θα σε ταξιδέψουν, θα σε παρασύρουν, θα σε κουνήσουν, θα σε κερδίσουν. 

Μας αρέσει η Lydia Lunch. Μας άρεσε ως προβοκατόρικο νυμφίδιο με φιλήδονο μουτράκι και ασυμμάζευτη γλώσσα που πήρε σβάρνα τη Νέα Υόρκη των eighties σαν ντεμπιτάντ του no wave και τίμησε το ιδίωμα με ένα από τα οργιαστικότερα σχήματα που ανέδειξε, τους Teenage Jesus and the Jerks. Μας άρεσε σε όλα τα πάρε δώσε της με τους Birthday Party, τους Sonic Youth, τους Einstürzende Neubauten, τον Michael Gira, τον Nels Cline. Μας αρέσει για το αδιαπραγμάτευτο ύφος της ζωής της, για την εμμονή με τα πάθη και τους πόθους, τα βίτσια, το σεξ, το μίσος, την τρέλα, για το παράφορο ροκ, το ορμητικό spoken word και την προκλητική ποίησή της. Μας αρέσει ακόμη περισσότερο σήμερα, σαν γερασμένο διαμάντι της αβάντ γκαρντ, πεισματικά βουτηγμένο στον ηλεκτρικό ανεμοστρόβιλο, μια μάγισσα του stage η οποία παραμένει δημιουργός της πιο σκληρής μουσικής του πλανήτη επιμένοντας underground. Πράγματι, ορισμένες από τις καλύτερες δουλειές της κυκλοφορούν αθόρυβα την τελευταία δεκαετία, μακριά από πόζες και στομφώδη δισκογραφικά συμβόλαια. Σαν γροθιά μετά τη γροθιά, οι δίσκοι της με τους Big Sexy Noise και τους Retrovirus χαρίζουν πόνο γλυκό στους αμετανόητους αλητόγατους εραστές του θορύβου.

Το «Under the Covers» είναι μια πιο εξευμενισμένη υπόθεση, απογυμνωμένη ενορχηστρωτικά, ακατέργαστη συναισθηματικά, σχεδόν καρτουνίστικη ως προς το υλικό που διαλέγει να καταπιαστεί. Από πού και ως πού διασκευάζουν Bon Jovi οι τρελιάρηδες του πανκ; Και όμως, το «Blaze of Glory» είναι εδώ και θα σου αρέσει πολύ. Μαζί και middle of the road στάνταρ των Steely Dan, Doors, Elvis Costello, ακόμη και το «Low» των Cracker, που στοίχειωσε την playlist του MTV στα nineties. Μαέστρος πίσω από τα κουμπιά είναι ο Cypress Grove, πολυοργανίστας με τα προσωπικά του παράσημα στο underground, ο οποίος στο πέρασμα του χρόνου έπαιξε και περιόδευσε μαζί με τον Jeffrey Lee Pierce, τους Nick Cave, Iggy Pop, Debbie Harry, Thurston Moore, Warren Ellis, Mark Lanegan, Isobel Campbell. Χωρίς να ρετουσάρει ή να αγιοποιεί, το ντουέτο μπαίνει κάτω από τα σκεπάσματα και διασκευάζει με λιτά εργαλεία, με ένα Pro Tools, ένα μικρόφωνο, λιγοστές κιθάρες, περιστασιακά τύμπανα, σποραδική φυσαρμόνικα, άφθονη απροσποίητη βιρτουοζιτέ. Η εκδοχή τους στο «Breakdown» από το ντεμπούτο του Tom Petty και στο «Red, White and Pink Slip Blues» του Hank Williams Jr. θα εμπνεύσει απανωτά repeat. Το «Under the Covers» προσκαλεί τους πάντες σε μια καταπληκτική εμπειρία. Κυκλοφορεί σε χρωματιστό γαλάζιο βινύλιο σε σούπερ περιορισμένη έκδοση 299 αντιτύπων από την ιταλική Rustblade. Τρέξε να προμηθευτείς.