- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Όταν η βασίλισσα Σοφία ζήτησε μια χάρη από τον Μίκη Θεοδωράκη
Καλλιτέχνες και διανοούμενοι με κείμενα που συνέγραψαν οι ίδιοι ανταποκρίνονται στην πρωτοβουλία της «Ελληνογερμανικής Αγωγής» να τιμήσει τον μεγάλο συνθέτη με ένα βιβλίο.
Μίκης Θεοδωράκης: Μία ανέκδοτη αφήγηση του Λουκά Καρυστινού που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Αν θυμηθείς το όνειρό μας» (Εκπαιδευτήρια Ελληνογερμανική Αγωγή)
Για πρώτη φορά καλλιτέχνες και διανοούμενοι (Βασίλης Βασιλικός, Κώστας Γαβράς, Δήμητρα Γαλάνη, Μάνος Ελευθερίου, Δέσποινα Ζηλφίδου, Κώστας Θωμαΐδης, Λουκάς Καρυτινός, Γιάννης Κότσιρας, Φώντας Λάδης, Πέτρος Μάρκαρης, Νότης Μαυρουδής, Μανώλης Μητσιάς, Θάνος Μικρούτσικος, Νίκος Μωραΐτης, Γιώργος Νταλάρας, Πέτρος Πανδής, Μίλτος Πασχαλίδης, Γιάννης Σμυρναίος, Ελένη Τορόση, Μάκης Τρικούκης, Διονύσης Τσακνής, Μαρία Φαραντούρη, Τηλέμαχος Χυτήρης. Και, ακόμα, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Διονύσης Καρατζάς, καθώς και ο Διονύσης Σαββόπουλος, με κείμενα που συνέγραψαν οι ίδιοι) ανταποκρίνονται στην πρωτοβουλία ενός σχολείου (εκπαιδευτήρια «Ελληνογερμανική Αγωγή») να τιμήσει τον μεγάλο συνθέτη με ένα βιβλίο. Τίτλος του: «Αν θυμηθείς το όνειρό μας»
Η ιδέα αυτής της έκδοσης, που αποτελεί παραγωγή των εκπαιδευτηρίων «Ελληνογερμανική Αγωγή», είναι να αποθησαυριστούν άγνωστες στιγμές που έχουν σφραγίσει τις ζωές πολλών ανθρώπων, τους οποίους ο κορυφαίος Έλληνας συνθέτης έχει γοητεύσει και συνεχίζει να γοητεύει με το έργο του. Τις αφηγήσεις τις έχει καταγράψει ο δημοσιογράφος Φώτης Απέργης.
Μίκης Θεοδωράκης και Λουκάς Καρυστινός
Ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός θυμάται:
Κάθε σταγόνα σε έναν ωκεανό μουσικής
Θα σας εξομολογηθώ κάτι: Ένας μαέστρος της λόγιας μουσικής που αρνείται, ωστόσο, να περιοριστεί στα σύνορά της, δεν θα γευθεί τον πλούτο της παγκόσμιας μουσικής δημιουργίας δίχως να πληρώσει κάποιο αντίτιμο. Και το αντίτιμο αυτό δεν είναι άλλο από τις επιφυλάξεις, για να το πω ευγενικά, αρκετών ομοτέχνων του. Όμως, ακόμα και οι πιο συντηρητικοί, δεν τόλμησαν ποτέ να πουν κάτι, όταν άφηνα για λίγο τις χάρες του Βέρντι, για να παραδοθώ στη γοητεία του Μίκη Θεοδωράκη. Του μεγάλου Μίκη του εντέχνου τραγουδιού μας, που, όμως, είναι γεννημένος και για τη συμφωνική μουσική.
Τον γνώρισα, όταν διεύθυνα «Κάρμεν» στην Όπερα της Κολωνίας και, πολύ σύντομα, βρέθηκα να διευθύνω την ηχογράφηση της μουσικής του για την παράσταση της «Ορέστειας», που επρόκειτο να ανεβάσει ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Ήδη γνώριζα τη μουσική του ιδιοφυία. Όμως, τώρα εκπλησσόμουν και από την εργατικότητα και την οργανωτικότητά του. Σηκωνόταν καθημερινά στις 5.30 το πρωί και αφοσιωνόταν στις παρτιτούρες. Μα, όταν ερχόταν η στιγμή να παρακολουθήσει την πρόβα ενός έργου του, ποτέ δεν παρενέβαινε μεταξύ του μαέστρου και της ορχήστρας. Πάντα με ευγένεια, εξέφραζε τις πιθανές παρατηρήσεις του στον πρώτο. Και ο ενθουσιασμός του για τη μουσική παραμένει αστείρευτος.
Βρισκόμασταν στην Επίδαυρο, όταν πρωτοσυζητήσαμε να διευθύνω και την όπερά του «Κώστας Καρυωτάκης». Δεν είχαμε μαζί μας την παρτιτούρα του έργου. Όμως, ήταν τέτοια η ανυπομονησία του να ξεκινήσουμε την προετοιμασία, που μπήκε στο αυτοκίνητο και οδήγησε ο ίδιος έως το σπίτι του, στο Βραχάτι, για να μου φέρει την παρτιτούρα, ώστε, φεύγοντας από την Επίδαυρο, να την πάρω μαζί μου και να τη μελετήσω στην Αθήνα.
Δεν έχω δει πιο συνεπή συνθέτη. Και τόσο ακριβή. Κάθε νότα που έγραψε ο Μίκης, έχει τη δική της σημασία. Καμία δεν περισσεύει. Και, παρότι έχει συνθέσει έναν ωκεανό μουσικής, θυμάται την κάθε της σταγόνα. Το επιβεβαίωσα πολλές φορές, μα ξεχωρίζω ένα στιγμιότυπο από τη συναυλία του «Canto General» πριν από τέσσερα ή πέντε χρόνια στο Ηρώδειο. Λίγες ημέρες πριν, η Μαρία Φαραντούρη είχε την ατυχία να αρρωστήσει και αυτό προσωρινά δεν της επέτρεπε να αξιοποιήσει όλο το εύρος της υπέροχης φωνής της. Πρότεινε, λοιπόν, στην πρόβα, να
τραγουδήσει το «Los Libertadores» έναν τόνο χαμηλότερα απ’ ό,τι είναι γραμμένο. Συμβουλευτήκαμε με τον διευθυντή της χορωδίας την παρτιτούρα και διαπιστώσαμε ότι, αν γινόταν αυτό, οι μπάσοι δεν θα μπορούσαν να την ακολουθήσουν χαμηλότερα. Θα βρίσκονταν εκτός του ερμηνευτικού τους εύρους. Αποφασίσαμε τότε να ζητήσουμε από τους μπάσους να ανέβουν μια οκτάβα, ώστε να «συναντήσουν» τη Μαρία στην ίδια νότα, αλλά στην επόμενη οκτάβα. Έτσι και έγινε, δίχως κανένα πρόβλημα.
Με τη Μαρία Φαραντούρη, 1965
Το βράδυ της συναυλίας ο κόσμος είχε γεμίσει το Ηρώδειο. Πολλοί είχαν έρθει μάλιστα από νωρίς, για να υποδεχθούν τον Μίκη, που είχε δηλώσει ότι θα παραστεί. Όταν κατέφθασε, με αγκάλιασε και ρώτησε: «Όλα εντάξει;» «Όλα είναι έτοιμα», του απάντησα. «Χρειάστηκε μόνο να κατέβουμε έναν τόνο στο “Los Libertadores”, γιατί η Μαρία ήταν αδιάθετη στην πρόβα. Και τότε, μεσ’ στην αναστάτωση μιάς μεγάλης συναυλίας, μεσ’ στην ανυπόμονη και γιορτινή βουή του κοινού, ανάμεσα στα θερμά λόγια καθενός που πλησίαζε ήδη, για να τον χαιρετήσει, μετά από όλη τη συμφωνική μουσική, την όπερα, τα σάουντρακ, τα λαϊκά και έντεχνα τραγούδια που έχει γράψει, ο 87χρονος Μίκης εστίασε αμέσως νοητά στην παρτιτούρα και μού είπε: «Και τότε οι μπάσοι πώς θα πούνε το φα;» Έμεινα έκπληκτος. Του εξήγησα πώς το αντιμετωπίσαμε, συμφώνησε και προχώρησε προς τη θέση του στον θώκο του ρωμαϊκού θεάτρου, ενώ σύσσωμο το κοινό τον υποδεχόταν με επευφημίες.
Ποτέ δεν ξέχασα αυτό το στιγμιότυπο. Θαύμασα την εξαιρετική μουσική μνήμη και την ακρίβειά του, που χάρηκα, άλλωστε, μαζί με τα έργα του και την αγάπη του κοινού σε πολλές συναυλίες μας και στο εξωτερικό. Συναυλίες με πολλή συγκίνηση και ενθουσιασμό και, μερικές φορές, με απρόοπτα, σαν αυτό που ζήσαμε τον Ιούνιο του 1989, σε μια παρουσίαση του «Canto General» στο Μπιλμπάο. Την εποχή εκείνη, ο Μίκης συνέχιζε να διευθύνει την ορχήστρα. Όμως, συχνά μοιραζόμασταν αυτόν τον ρόλο, για να ξεκουράζεται. Το βράδυ της συναυλίας, μας ειδοποίησαν ξαφνικά ότι θα ερχόταν να την παρακολουθήσει και η βασίλισσα Σοφία. Σύντομα πληροφορηθήκαμε ότι δεν επρόκειτο μόνο για μια ψυχαγωγική επιλογή. Η βασίλισσα της Ισπανίας δεν είχε ποτέ μέχρι τότε επισκεφθεί τη χώρα των Βάσκων και αυτή θα ήταν η πρώτη της φορά.
Με τον Νερούδα και τη γυναίκα του Ματίλντε Ουρούτια στο στούντιο τής οδού Πολιβό στο Παρίσι, 1972 (Αρχείο Μίκης Θεοδωράκης)
Όντως, το βράδυ εκείνο, το θέατρο βρισκόταν υπό ασφυκτικό αστυνομικό κλοιό για τον φόβο κάποιας ενέργειας από την πλευρά των αυτονομιστών. Βρισκόμασταν ακόμα στα παρασκήνια, όταν κατέφθασε η Σοφία συνοδευόμενη από την αδελφή της, Ειρήνη, μα ακούγαμε καθαρά τις φωνές, τα σφυρίγματα και τις αποδοκιμασίες με τις οποίες τις υποδεχόταν το κοινό, που είχε γεμίσει το θέατρο. Το επόμενο λεπτό, κατέφθασαν αλαφιασμένοι οι άνθρωποι της παραγωγής και μας παρακάλεσαν ν’ αρχίσουμε αμέσως, για να γλιτώσουν από μεγαλύτερα προβλήματα. Πράγματι, βγήκαμε στη σκηνή μαζί με την ορχήστρα, ο Πέτρος Πανδής και η Σοφία Μιχαηλίδου- η Μαρία έλειπε εκείνη τη φορά. Τελευταίος παρουσιάστηκε ο Μίκης. Και, ξάφνου, όλα τα σφυρίσματα εις βάρος της βασίλισσας μετατράπηκαν σε επευφημίες για τον κορυφαίο συνθέτη.
Με προσήλωση παρακολούθησε το κοινό τις μουσικές και ποιητικές χάρες του «Canto General» να ξεδιπλώνονται στο θέατρο και με τα πιο θερμά χειροκροτήματα επιβράβευσε, πάλι, τους εκτελεστές. Με μια έξυπνη κίνηση, λίγο πριν αποχωρήσει από την αίθουσα, η Σοφία έδωσε εντολή να ακουστεί το εμβατήριο των Βάσκων και όχι ο βασιλικός ύμνος, όπως προέβλεπε το πρωτόκολλο. Αυτό καθησύχασε το κοινό και εκείνη γλίτωσε από περισσότερες αποδοκιμασίες.
Όμως, η ιδιαίτερη αυτή βραδιά δεν είχε ακόμα τελειώσει. Ανακουφισμένοι πια, οι υπεύθυνοι του θεάτρου ήρθαν στα παρασκήνια και μας ενημέρωσαν ότι η βασίλισσα θα ερχόταν να μας χαιρετήσει. Αφού συνεχάρη τον Μίκη και τους άλλους καλλιτέχνες, η Σοφία είπε σε άπταιστα ελληνικά πως ήταν κρίμα που δεν μπόρεσε να έρθει και ο αδελφός της, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος. «Ευτυχώς!», σχολίασε αυθόρμητα ο Μίκης, δίχως εκείνη να απαντήσει.
Η Ειρήνη περηφανεύτηκε ότι μικρή είχε πάρει μαθήματα πιάνου από τη μεγάλη σολίστ Τζίνα Μπαχάουερ και η Σοφία επανελάμβανε πόσο ωραία ήταν αυτή η μουσική του Μίκη και μάλιστα τον ρώτησε αθώα:
«Αλήθεια, έχετε γράψει και άλλα τραγούδια;»
Εκείνος έμεινε για μια στιγμή εμβρόντητος, μα έπειτα της απάντησε χαμογελώντας ευγενικά: «Φυσικά, πάρα πολλά».
«Τι ωραία!» συνέχισε η Σοφία. «Μπορείτε, σας παρακαλώ, να κάνετε ένα δέμα και να μού στείλετε μερικούς δίσκους;»
«Δέμα;», είπε τότε αμήχανα ο Μίκης. «Και πού να σας το στείλω; Δεν έχω ξαναστείλει δέμα σε βασίλισσα!»
Το χιούμορ είναι μια από τις πολλές χάρες του που μοιραζόμαστε πάντα, όσοι έχουμε την τύχη να συνεργαζόμαστε μαζί του. Και, μαζί με όλα τα άλλα, ο Μίκης γνωρίζει πώς να κάνει χιούμορ και με τον εαυτό του. Πρέπει να ήταν το 1985 ή ’86, όταν μας κάλεσαν για μια συναυλία στη Λιμόζ. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Ορλί, ώστε να φύγουμε κατόπιν με τρένο για τη Λιμόζ. Πρώτα, όμως, όλο το συγκρότημα επρόκειτο να παραστεί σε μια τιμητική εκδήλωση για τον Μίκη, που είχε διοργανωθεί με πρωτοβουλία του τοπικού τότε δημάρχου, σε μια αίθουσα του αεροδρομίου. Καθώς περιμέναμε ν’ αρχίσει η εκδήλωση, συναντήσαμε στην αποβάθρα ένα γκρουπ ξένων τουριστών που αναγνώρισε τον διάσημο Έλληνα συνθέτη, όπως, άλλωστε, συνέβαινε συχνά κατά τις διελεύσεις μας στα διεθνή αεροδρόμια. Ενθουσιασμένοι, συγκεντρώθηκαν αμέσως γύρω του και άρχισαν να του τραγουδούν αυθόρμητα τα... «Παιδιά του Πειραιά»! Ο Μίκης γέλασε με την καρδιά του και ευχαρίστησε τους ανυποψίαστους τουρίστες. Και έπειτα στράφηκε και μού είπε: «Όταν με ρωτούν, λέω πάντα ότι αυτό είναι το πιο ωραίο μου τραγούδι!»
Το εξώφυλλο του βιβλίου «Αν θυμηθείς το όνειρό μας» (εκδ. «Ελληνογερμανική Αγωγή»)
Διαβάζοντας τις αναμνήσεις τνα ξεδιπλώνονται μαθαίνουμε επίσης...
Πώς ο 19χρονος Διονύσης Σαββόπουλος έπιασε την πρώτη του δουλειά ως κιθαρωδός σε μπαρ στη Μύκονο, χάρη στον Μίκη Θεοδωράκη. Πώς ένα χαρτάκι από μαστίχα άλλαξε τη ζωή της 21χρονης Μαρίας Φαραντούρη. Πώς βρέθηκε η χορωδία του περίφημου αμερικάνικου μιούζικαλ «Ηair» να τραγουδά την «Κατάσταση Πολιορκίας» σ’ ένα λονδρέζικο θέατρο, ενώ ο Θεοδωράκης παρακολουθούσε τη συναυλία από ένα ραδιοφωνάκι, εξόριστος με την οικογένειά του στη Ζάτουνα.
Πώς και γιατί ένα καλοκαιρινό μεσημέρι του 1971 στη Ρώμη ο Μίκης δήλωσε πως δήθεν εκείνος έχει γράψει το «Ποτέ την Κυριακή», και ο Μάνος Χατζιδάκις πως ήταν τάχα δική του η μελωδία του «Ζορμπά». Πώς το ποδόσφαιρο βοήθησε τον Μίκη να μάθει σε Ιταλούς μουσικούς τον ρυθμό τού «Το Γελαστό Παιδί». Πού υπογράφηκε το πιο παράξενο συμβόλαιο μεταξύ του συνθέτη και του Κώστα Γαβρά για τη μουσική του «Ζ». Ποια ιστορική συναυλία της μεταπολίτευσης κόντεψε να διαλυθεί, γιατί οι θεατές είχαν έρθει, μα η μισή ορχήστρα βρισκόταν ακόμα στον δρόμο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον πατέρα του Γιώργο Θεοδωράκη (Φωτό: Αρχείο Μϊκη Θεοδωράκη)
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί στην αίθουσα εκδηλώσεων «Ελληνογερμανικής Αγωγής» τη Δευτέρα 8 Μαΐου (ώρα 7 μ.μ.). Στην εκδήλωση έχουν προσκληθεί να παραστούν όλοι όσοι κατέθεσαν τις μαρτυρίες τους για τον Μίκη Θεοδωράκη και, ασφαλώς, ο κορυφαίος μας συνθέτης.
Η έκδοση «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μας» είναι εμπλουτισμένη με πλήθος αρχειακών φωτογραφιών, αρκετές από τις οποίες δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Οι περισσότερες θα παρουσιαστούν στην έκθεση, η οποία θα εγκαινιαστεί το ίδιο βράδυ στο σχολείο (και θα διαρκέσει έως τις 14 Μαΐου).
Η εκδήλωση θα κορυφωθεί με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, που θα ερμηνεύσει η Παιδική και Εφηβική Χορωδία της «Ελληνογερμανικής Αγωγής», υπό τη διεύθυνση της Χρύσας Αποστολάτου.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ξεφυλλίζει το βιβλίο έχοντας στο πλευρό του τον δημοσιογράφο Φώτη Απέργη που κατέγραψε τις αφηγήσεις.
Διάρκεια έκθεσης : 08 Μαΐου έως 14 Μαΐου 2017 // Ώρες λειτουργίας : Δευτ.- Παρασκ. 10πμ.- 8μμ. & Σαββ.-Κυρ. 10πμ-2μμ. // Ελληνογερμανική Αγωγή www.ea.gr