Μουσικη

Q&A με τον Nick Waterhouse

Ο Αμερικανός που ξεφύτρωσε από τα 50s με ένα καλογυαλισμένο mix από r&b, jazz, soul και boogaloo επιστρέφει για μια συναυλία στην Αθήνα

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 602
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Αμερικανός που ξεφύτρωσε από τα 50s με ένα καλογυαλισμένο mix από r&b, jazz, soul και boogaloo επιστρέφει για μια συναυλία στην Αθήνα. Η Χριστιάννα Φινέ μίλησε μαζί του στο skype την ημέρα της ορκωμοσίας του νέου προέδρου των ΗΠΑ. Προσπάθησε να του φτιάξει λίγο το κέφι, γιατί η ιστορία με τον Τραμπ τον έχει ενοχλήσει αφάνταστα: «Δεν θέλω καθόλου να μιλήσω για αυτό. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι ότι φτάσαμε εδώ. Ας μιλήσουμε για μουσική απόψε».

Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ του πρώτου και του πρόσφατου άλμπουμ όσον αφορά τόσο τη δημιουργική διαδικασία όσο και την παραγωγή;

Υπάρχει αρκετά μεγάλη συνάφεια, καθότι χρησιμοποίησα τον ίδιο εξοπλισμό, αλλά, καθώς τα πάντα στη ζωή μου έχουν αλλάξει, και όλοι οι γύρω μου έχουν αλλάξει, θα έλεγα ότι ο πρώτος δίσκος ήταν σαν να μαζεύτηκε μια συντροφιά πολύ νέων παιδιών που άραζαν προσπαθώντας να μην αποτύχουν και πως ο δεύτερος δίσκος είμαι εγώ με έναν κύκλο εκπληκτικών μουσικών τριγύρω μου που μπορώ να τους φωνάξω να δουλέψουμε μαζί: υπάρχει περισσότερη δημιουργική σπίθα σε σχέση με παλιότερα, όταν απλά προσπαθούσα να διδάξω μουσικούς πώς να παίζουν τα κομμάτια μου. Η ενέργεια είναι διαφορετική και εγώ μεγαλύτερος, ακόμα και αν δεν είμαι σίγουρος ότι έμαθα κάτι αυτό το διάστημα: τα ίδια λάθη κάνω συνέχεια!

Ποια τραγούδια, δικά σου ή άλλων, περιγράφουν καλύτερα εσένα ως άνθρωπο;

Χμ… Δύσκολο. Θα έλεγα το «Stanyan Street», από το «Never Twice», επειδή είναι κάπως αυτοβιογραφικό, αλλά νομίζω ότι η εκδοχή του «The Seventh Son» από τον Mose Allison... ναι, αυτό είναι το τραγούδι που με περιγράφει στα αλήθεια. 

Τώρα, στα 30 σου, θα έλεγες πως οι μουσικοί ήρωες της εφηβείας σου παραμένουν οι ίδιοι;

Εκεί και αν υπάρχει συνέπεια! Ray Charles, Van Morrison και Mose Allison... δεν θα έλεγα ακριβώς ότι τους λάτρευα, αλλά με ενδιέφερε πάντα πολύ η δουλειά τους, με άγγιζε. Όταν ήμουν 6 ή 7 ετών, θαύμαζα πολύ τον Keith Richards, ε τώρα δεν νομίζω ότι μου συμβαίνει με την ίδια ένταση! 

Ποια είναι η θέση ενός πιο vintage ήχου σε μια ψηφιακή εποχή;

Αρχή μου ως προς τη μουσική είναι να μην πέσει κανείς στην παγίδα να λατρεύει συσκευές και μηχανήματα – κάτι που δεν θα έκανε ούτε στην κανονική ζωή. Να μη μπει, δηλαδή, κανείς στη διαδικασία να θεοποιεί τα ψηφιακά μέσα, θεωρώντας ότι σου δίνουν πράγματα που δεν βρίσκεις στην «αληθινή ζωή». Εγώ αυτό το έμαθα με τον δύσκολο τρόπο, επειδή είμαι από αυτούς που παράγουν μουσική, εκτός από το να την καταναλώνουν. Για παράδειγμα, η Apple θέλει να σε πείσει ότι πριν από εκείνους δεν είχες ξανακούσει μουσική, το Proteus θέλει να πιστέψεις ότι χωρίς αυτό το software δεν μπορείς να φτιάξεις μουσική. Όμως αυτά είναι απλά εταιρείες... είναι ο καπιταλισμός. Η μουσική παραείναι ισχυρή για να είναι βαθιά διεφθαρμένη. Πολλά τραγούδια μου, όπως το This Is A Game, λένε ακριβώς αυτό. Καμιά φορά, στιγμιαία, ίσως να νιώθεις παγιδευμένος, αλλά η μουσική είναι κυρίως άνθρωποι που θέλουν να φτιάχνουν δίσκους με ανθρώπους που αγαπούν. Η καταγραφή της διαδικασίας είναι μόνο μια αδύναμη απεικόνιση της αληθινής διαδικασίας: δηλαδή της ίδιας της μουσικής. 

Στο τελευταίο σου άλμπουμ έχεις κι ένα ντουέτο με το Leon Bridges (Catchi). Θα σου άρεσε να κάνεις ένα δίσκο με ντουέτα; 

Ναι, θα μου άρεσε πολύ να κάνω έναν τέτοιο δίσκο. Θα επέλεγα τους Mavis Staples, Irma Thomas, Van Morrison, Elvis Costello, Jackie DeShannon, Willie Nelson. Να μια σύντομη, πρόχειρη λίστα πολύ γρήγορα. Νομίζω πως θα ήταν ένας πολύ ωραίος δίσκος. Αλλά θα πρέπει πρώτα να γίνω γνωστός! 

Επίσης, στο τελευταίο σου άλμπουμ διασκεύασες Bob Dylan. Σου αρέσει να διασκευάζεις παλιότερα τραγούδια;

Ναι, βασικά η κληρονομιά της αμερικάνικης μουσικής σού δίνει τη δυνατότητα να είσαι μέρος ενός συνεχόμενου ρεύματος. Έχει πλάκα γιατί αυτή τη συζήτηση είχα πριν δυο μέρες με ένα φίλο μου. Υπάρχει μια «παρέλαση» τέτοιων σημείων αναφοράς, που μπορεί να μην είναι μόνο μια διασκευή. Μπορεί να δανειστείς έναν τίτλο και να δημιουργήσεις ένα νέο τραγούδι εμπνευσμένο από το αυθεντικό. Μπορεί δηλαδή να είχε γράψει κάποιος ένα κομμάτι για μιούζικαλ τη δεκαετία του ’30, να πήρε στοιχεία αυτού κάποιος άλλος και να το έκανε τραγούδι τη δεκαετία του ’60 και ύστερα κάποιος άλλος να το διασκεύασε στα 00s. Είναι ένα μεγάλο συνεχές, και όλα είναι μέρος αυτού. Πιστεύω όμως πως οι άνθρωποι δίνουν πολλά εύσημα στο αυθεντικό, και επίσης δεν θεωρώ ότι είμαι τόσο καλός για να διασκευάζω τα τραγούδια άλλων ανθρώπων. 

Έχεις κάνει την παραγωγή για τα άλμπουμ των Allah-Las. Η παραγωγή άλμπουμ άλλων καλλιτεχνών είναι στα σχέδιά σου για το μέλλον;

Ναι, φυσικά. Αποτελεί μόνιμο πλάνο για μένα, κάτι που θέλω να κάνω παράλληλα με τη δημιουργία και την παραγωγή των δικών μου δίσκων. 

Μερικά από τα τραγούδια σου έχουν συμπεριληφθεί σε soundtrack ταινιών («Save the Date», «How to be Single», «Magic Mike»). Θα ήθελες να γράψεις μουσική για κάποια ταινία;

Θα μου άρεσε πολύ να το έκανα αυτό, αλλά θα έπρεπε να βρω ένα σκηνοθέτη που να έχουμε μια κοινή αισθητική και μια κοινή αίσθηση των πραγμάτων. Να με είχε διαλέξει και να τον είχα διαλέξει. Για παράδειγμα, μου αρέσει πολύ η σχέση του Jonny Greenwood με τον Paul Thomas Anderson. Αυτό θεωρώ ιδανικό. 

Ποιες ήταν οι εντυπώσεις σου από το ελληνικό κοινό;

Λατρεύω πραγματικά το ελληνικό πνεύμα. Με ενθουσιάζει γιατί πιστεύω ότι όλοι έχετε πάθος με τη μουσική, όπως επίσης και με πολλά άλλα πράγματα. Οι χώρες δυτικής κουλτούρας θεωρούν τη μουσική ψυχαγωγία. Για τους Έλληνες όμως σημαίνει κάτι παραπάνω – όλα, η ποίηση, η μουσική, ο κινηματογράφος σημαίνουν κάτι παραπάνω για τους Έλληνες. Οι Αμερικανοί έχουν μια πιο κυνική στάση απέναντι σε αυτές τις τέχνες. Αλήθεια σας λέω, δεν ξέρετε πόσο θέλω να επιστρέψω στην Αθήνα, χτυπούσα το κεφάλι μου πάνω στο λάπτοπ και τους παρακαλούσα να με φέρουν. Θα περάσουμε υπέροχα. 

Gagarin, Λιοσίων 205, Αττική. Eίσοδος €22, 25 ταμείο. Προπώληση: viva.gr, 11876, Ευριπίδης, Public, Seven spots, Reload και στο Syd Records (Πρωτογένους 13 Ψυρρή) Στις 25/2.