- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Ααρλέτα μιλάει με τον Γιώργο Παυριανό για τη ζωή της
Πέρυσι μας τρόμαξε όλους με την περιπέτεια της υγείας της. Φέτος, «η Πριγκίπισσα των Εξαρχείων» μας καθησυχάζει γλυκά και τρυφερά με τα τραγούδια της, όπως τότε, στις μπουάτ του ’60. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Ο Γιώργος Παυριανός συναντάει την Αρλέτα
Χειμώνας του 1997. Η Ρηνιώ Παπανικόλα, αγαπημένη φίλη και παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα, οδηγεί το θαλασσί σκαραβαίο της στους δρόμους της Αθήνας. Κατευθυνόμαστε προς τα Εξάρχεια, στο σπίτι της Αρλέτας. «Προτού χτιστεί το σπίτι, ήταν εκεί η ταβέρνα "ο Παράδεισος", εκεί που γυρίστηκαν οι σκηνές της Μελίνας στη "Στέλλα" του Κακογιάννη» με πληροφορεί η Ρηνιώ και προσπαθεί να παρκάρει στην οδό Δεληγιάννη 3. Στο ισόγειο μένει ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου. Στον πρώτο όροφο το σπίτι είναι ακόμα στα μπετά. Μπαίνουμε και μια γλυκιά ζέστη μας τυλίγει. Μια ξυλόσομπα καίει στη μέση του δωματίου, οι τοίχοι είναι ασοβάντιστοι, πολύχρωμες κουρελούδες έχουν μπει αντί για πόρτες και παράθυρα, σκαμνάκια ζωγραφιστά γύρω από τη σόμπα, μια κόκκινη φλοκάτη στο πάτωμα και σε μια πολυθρόνα, σαν αυτοκράτορας στο θρόνο του, κάθεται η Αρλέτα. Τα μελαγχολικά της μάτια με σκανάρουν. Μπορεί η παρουσία της Ρηνιώς να είναι εγγύηση, αλλά θέλει να καταλάβει και η ίδια. «Ξέρω τον Γιώργο Ιωάννου» της λέω για να δείξω ότι δεν είμαι άσχετος. Χαμογελάει σαν παιδί που έχει κάνει σκανταλιά. «Τον αγαπάω πολύ τον Γιώργο». Η φωνή της εύθραυστη, σιγανή, όπως και τα τραγούδια της με υπνωτίζει, με ηρεμεί. Πίνουμε τσικουδιές και τρώμε κάστανα. Κάποια στιγμή σηκώνεται να βάλει ένα κούτσουρο στη σόμπα. «Πρόσεξε, θα καείς!» της λέω βλέποντας να ανοίγει το πορτάκι με γυμνά χέρια. «Το έχω συνηθίσει» μου απαντάει και μου δείχνει τις παλάμες της. Ήταν γεμάτες με φουσκάλες και καψίματα. Αρχίζει να μιλάει για δουλειές με τη Ρηνιώ, πίνω συνέχεια τσικουδιές και, κατά την προσφιλή μου συνήθεια, πετάγομαι κάθε τόσο σαν μαϊντανός να πω τη γνώμη μου. «Ρεζίλι με έκανες!» μου λέει στο δρόμο της επιστροφής η Ρηνιώ. «Ούτε μια στιγμή δεν κράτησες κλειστό το στόμα σου. Ποιος ξέρει τι γνώμη σχημάτισε η Αρλέτα για σένα!»
Καλοκαίρι του 2009, στην πλατεία Κυψέλης. Έχουν περάσει πολλά χρόνια, έχω συναντήσει την Αρλέτα αρκετές φορές από τότε, τις πιο πολλές σε συναυλίες. Τα Χριστούγεννα του 2008, μετά τη χιλιοστή περιπέτεια της υγείας της, τα περάσαμε μαζί, στο σπίτι του Δημήτρη Λέκκα. Είχαμε μαζευτεί μια παρέα, ο Μιρόσλαβ Ζαμπονότσκι, η Τζένη Ντάικ, η Τζέλλα Παυλάκου, ο Φραγκούλης Καρελάς και η Κλαίρη Κωνσταντινίδου για να της ευχηθούμε περαστικά. Έλαμπε ντυμένη στα λευκά, πάντα με εκείνα τα μελαγχολικά μάτια, το γέλιο του παιδιού που έχει κάνει σκανταλιά και τη γλυκιά, ευαίσθητη φωνή που υπνωτίζει.
Τώρα την έχω απέναντί μου, ντυμένη με μια μπλε κελεμπία με χρυσά σιρίτια, αγέραστη, απέθαντη σαν τη φωνή της. Κρατάει ένα σταυρόλεξο στα χέρια και το λύνει. Το δωμάτιο μοσχοβολάει από το βασιλικό που της έχω φέρει για δώρο, σε μια γωνιά υπάρχουν κιθάρες, το σπίτι είναι ήσυχο και φωτεινό. Έχω τρακ. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπάρχει η φράση της Ρηνιώς: «Ποιος ξέρει τι γνώμη σχημάτισε η Αρλέτα για σένα!». Απ’ το τηλέφωνο ακουγόταν λίγο ξινή, δεν ήθελε να τη φωτογραφίσουμε (έσκασε ο Σταύρος Κούλας, που τη λατρεύει και ήθελε να τη φωτογραφίσει) και μου είπε να πάω αντί για τις 12.00 στις 12.30. Για κάνα μισάωρο θα μιλήσουμε σκέφτηκα και γύρω στη 1.00 θα με διώξει. Πίνω μια γουλιά από την μπίρα μου και ανοίγω το μαγνητόφωνο.
Η Αρλέτα βγάζει ένα μικρό αναστεναγμό, αφήνει κάτω το σταυρόλεξο και με κοιτάζει με τα μελαγχολικά της μάτια, που δεν έχουν χάσει τη σπιρτάδα τους τόσα χρόνια. «Εγώ τελειώνω ένα CD τώρα» μου λέει και το βλέμμα της χαϊδεύει τις κιθάρες της. «Θα λέγεται "Και πάλι χαίρετε"». Είναι διπλό CD, θα έχει παλιά μου τραγούδια που ήθελα να τα πω ξανά και θα έχει και καινούργια. Ο τίτλος βγήκε από μια αστεία ιστορία που έγινε στο σπίτι του Γιάννη Σπανού, μετά από κάποια συναυλία. Ήταν εκεί πολλοί τραγουδιστές, ήταν η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, ήταν η Δήμητρα Γαλάνη, η Λίνα Νικολακοπούλου, πολύς κόσμος, και καθόσαντε στην αυλή του σπιτιού σε ένα μεγάλο τραπέζι. Και φτάνω εγώ. Περνάω από μπροστά τους και επειδή η αφηρημάδα μου είναι παροιμιώδης δεν τους είδα και δεν τους είπα ούτε γεια. Ξανά περνάω, δεν τους βλέπω πάλι, και πια την τρίτη φορά καταλαβαίνω την γκάφα μου, πλησιάζω και μισοαστεία-μισοσοβαρά τους λέω: «Και πάλι χαίρετε!». Αυτή που έπεσε κάτω από τα γέλια ήταν η Λίνα, που το κατάλαβε αμέσως. Και μετά από χρόνια μου το θύμισε. Είναι η τρίτη μου απόπειρα να κάνω αυτό το δίσκο. Τις άλλες δύο είχε διακοπεί για λόγους ανωτέρας βίας, λόγους υγείας δηλαδή. Έχω 12 χρόνια να κάνω δίσκο. Δεν τον κάνω για λόγους επαγγελματικούς ή οικονομικούς. Έτσι κι αλλιώς πλουσία δεν υπήρξα και δεν πρόκειται να υπάρξω ποτέ. Με προστατεύει όμως ο Θεός των τρελών και των καλλιτεχνών. Το δίσκο αυτό τον κάνω γιατί υπάρχουνε χρωστούμενα σ’ αυτούς που μου στάθηκαν, σε όλους όσοι με στήριξαν ή έστω με σκέφτηκαν για λίγο όταν πέρναγα τα προβλήματα υγείας.
Σχέδιο της Αρλέτας για την αφίσα της συναυλίας της
Όλους αυτούς θέλω να ευχαριστήσω με αυτή τη δουλειά». «Πάντα μου έδινες την εντύπωση ενός ανθρώπου που πονάει, σωματικά εννοώ». «Κοίταξε να δεις, έχω αρχίσει να αρρωσταίνω από 23 χρονών, είναι πια εμφανές ότι έχω επισφαλή υγεία». «Το τραγούδι σε βοήθησε να ξεπερνάς τον πόνο;» «Δεν ξέρω αν βοήθησε ή αν επιβάρυνε, γιατί τα τελευταία χρόνια έκανα τρίωρα προγράμματα που τα κρατούσα μόνη μου. Ήταν εξοντωτικό, δεν αντεχότανε, κατάστρεψε την ήδη εύθραυστη υγεία μου. Έτσι όταν συνήλθα, υπήρχε μια σκέψη, μια μαγιά, να πω ξανά παλιά τραγούδια μου, να τα φέρω στη σημερινή πραγματικότητα. Υπήρχε και μια παλιά πρόταση της Legend, υπήρχε και ο Γιώργος Μακράκης που είναι ένας παραγωγός που εμπιστεύομαι, με έφερε σε επαφή με τον Βασίλη Ρακόπουλο που θα κάνει όλες τις ορχήστρες, ένας σπουδαίος μουσικός που σπάνια ασχολείται με δουλειές άλλων, υπήρχαν σπουδαίοι μουσικοί, έδεσε το πράγμα. Τα καινούργια τραγούδια είναι τουλάχιστον 10 ετών, αλλά δεν τους φαίνεται, είναι σαν βρέφη. Ελπίζω αυτή τη φορά να προλάβω να τον τελειώσω αυτόν το δίσκο, γιατί η υγεία μου τον τελευταίο καιρό δεν έχει δώσει καλά δείγματα». «Είσαι όμως πάρα πολύ τυχερή. Αρχινάς να πιστεύεις ότι υπάρχει κάποια δύναμη που σε προστατεύει;» «Όχι, πιστεύω ότι δεν με θέλανε εκεί που πήγα και μου δώσανε μια κλωτσιά και με στείλανε πίσω στους ζωντανούς. Κάτι χρωστάω φαίνεται εδώ, δεν εξηγείται αλλιώς». «Μα ήταν τόσο σοβαρά τα πράγματα;» «Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί. Μου ανοίξανε το κεφάλι και είδανε τι έχει. Τουλάχιστον τώρα ξέρω τι έχει μέσα το κεφάλι μου, εσύ ξέρεις;» «Τι έχει;» «Ο γιατρός μου είπε ότι έχει ό,τι πρέπει να έχει. Ό,τι περίσσευε το έβγαλε» λέει και πιάνει το σταυρόλεξο ξανά.
Συγκεντρώνεται λίγο και έπειτα με το μολυβάκι της συμπληρώνει τα τετραγωνάκια. Είναι πολύ πιο φιλική απ’ ό,τι την περίμενα και δείχνει δυνατή και αποφασισμένη. Της το λέω. «Αναγκάζεσαι να γίνεις δυνατός για να επιβιώσεις». Αφήνει κάτω το σταυρόλεξο. Κοιτάει σχεδόν με λαχτάρα τις κιθάρες. «Μετά θέλει πάρα πολύ υπομονή και επιμονή. Υπομονή έχω. Για επιμονή και για θέληση για δραστηριότητα δεν ξέρω. Είμαι ανθεκτικός άνθρωπος πάντως, αυτό έχει αποδειχτεί». «Έχεις μια εύθραυστη και μια σκληρή πλευρά». «Κοίταξε να δεις, μάνα μου, εγώ έχω μια ρίζα αστική και μια ρίζα βλάχικη. Είμαι από τζάκι και από φουφού φτιαγμένη. Και μέχρι τώρα η μεριά της φουφούς καλά κρατεί. Από τη μεριά του πατέρα μου ήταν ορεσίβιοι, βοσκοί που είχαν έρθει από την Αρκαδία στην Κωπαΐδα. Από τη μεριά της μάνας μου ήταν αστοί». «Φαίνεται πως επηρέασαν αυτά τα δυο αντίθετα τη δουλειά σου και το χαρακτήρα σου». «Μπα! Τα πράγματα που με επηρεάσανε ήταν οι γειτονιές που έζησα, οι δάσκαλοι που συνάντησα και οι άνθρωποι που αγάπησα». «Σου παίρνει καιρό για να αγαπήσεις κάποιον;» «Θα σου πω ένα πράγμα: για να αγαπήσεις έναν άνθρωπο χρειάζεται χρόνος. Μπορεί να σου αρέσει. Μπορεί να τον γουστάρεις. Αλλά για να τον αγαπήσεις χρειάζεται πάρα πολύ καιρό. Το θέμα είναι ότι εγώ όταν αγαπάω έναν άνθρωπο, τον αγαπάω διά βίου. Ακόμα και να φύγει, υπάρχει πάντα στην καρδιά μου η θέση του. Έχω καρδιά καφενείο, που λέει κι ένας φίλος. Θέλεις άλλη μια μπίρα;» Η κυρία που την εξυπηρετεί φέρνει την μπίρα, μέχρι να σερβιριστώ και να πιω, η Αρλέτα έχει πιάσει το σταυρόλεξό της. Έχω χαλαρώσει, έχω σιγουρευτεί ότι δεν θα με διώξει τουλάχιστον μέχρι να πιω τη δεύτερη μπίρα κι είναι στο χέρι μου να καθυστερήσω όσο μπορώ. «Πότε ξεκίνησες να τραγουδάς;» «Εφτά χρονών τραγουδούσα άριες, κι αν έκανα τη μάνα μου να κλάψει, που ήταν πολύ δραματική και της άρεσε να κλαίει, μετά μου έκανε όλα τα χατίρια. Αλλά αυτός που με έμαθε να τραγουδάω ήταν ο πατέρας μου. Ήταν γιατρός, αλλά τραγουδούσε καταπληκτικά. Αυτός με έκανε να αγαπήσω το τραγούδι». «Την αγάπη του κόσμου για σένα την αντιλαμβάνεσαι, την εισπράττεις;» «Ειδικά μετά την ασθένειά μου ήταν κάτι τόσο περίεργο, τόσο παράξενο για μένα, γιατί δεν ήξερα ότι υπάρχει τόσος κόσμος που με αγαπάει. Επειδή είμαι πολύ απομονωμένη, δεν έχω άμεση αντίληψη αυτού του πράγματος. Αλλά και παλιότερα, όταν έπαιζα, έβλεπα ότι ένα μεγάλο ποσοστό του κοινού ήταν νέοι. Μια μέρα συνέβη κάτι πολύ χαριτωμένο, γι’ αυτό στο λέω. Ήταν σε μια επαρχιακή Ιόλη και ήρθανε μετά τη συναυλία κάτι παιδιά να με δούνε. Όταν λέω παιδιά, 16-17 χρονών. Ήταν και μια κοπελίτσα με τα αφαλάκια της απ' έξω, με τα μαλλάκια της ξασμένα, πολύ πεταχτούλα, και της λέω: "Ρε μαναράκι, τι θέλεις εδώ πέρα; Εγώ είμαι η γιαγιά σου, τι μου βρίσκεις;". Γυρνάει και με κοιτάει "να σας πω" μου λέει, "είστε το μόνο πράγμα για το οποίο δεν διαφωνώ με τη μητέρα μου"! Αυτό το βρήκα πολύ νόστιμο. Με κόλλησε η μικρή στον τοίχο. Κανονικά». «Εσύ τι νομίζεις ότι είναι αυτό που κάνει τους νέους να έρθουν να σε ακούσουν;» «Πιστεύω ότι οι νέοι έχουν βαρεθεί να τους κοροϊδεύουν και με μένα αισθάνονται ότι δεν συμβαίνει αυτό. Γιατί εγώ, επειδή τραγουδάω σπάνια, τα 10-20 τραγούδια που θα πω τα λέω σα να είναι η πρώτη φορά. Μα, πάλι, δεν ξέρω αν ισχύει αυτό που λέω. Ο νέος άνθρωπος έχει ένα αισθητήριο διαφορετικό από τον μεγαλύτερο. Είναι πιο καθαροί οι νέοι. Αυτοί τουλάχιστον που ψάχνονται. Αυτοί που δεν ψάχνονται τους έχει πάρει η μπάλα. Εν πάση περιπτώσει, δικαίωμά τους. Ο καθένας θα βρει το δρόμο του, σαν τον βρει και σαν θέλει να τον βρει. Στους μόνους στους οποίους μπορώ να πω πως θα έχωνα ευχαρίστως μια κλωτσιά στον κώλο, είναι αυτοί που καταστρέφουν τον εαυτό τους. Είναι κρίμα. Είναι τόσο σύντομη αυτή η ηλικία, αλλά έχει συγχρόνως μια ενέργεια που δεν θα την έχουν ποτέ ξανά στη ζωή τους. Και είναι κρίμα να τη σπαταλάνε». Σηκώνεται και περπατάει για λίγο μέσα στο δωμάτιο. Χωρίς το Π, όπως την είχα δει τα Χριστούγεννα. Βάζω λίγη μπίρα και πίνω μια γουλιά. Γυρνάει από τη βιβλιοθήκη κρατώντας ένα CD. Κάθεται.
«Έχεις να με ρωτήσεις τίποτε άλλο;» λέει γλυκά. Αντιλαμβάνομαι ότι ίσως η συνέντευξη τελειώνει. «Θέλω να σε ρωτήσω για τον έρωτα και το θάνατο και τελειώσαμε». «Μιλάς για το ίδιο πράγμα. Δεν με ενδιαφέρει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τα έχω ζήσει και τα δυο. Μοιάζουνε πάρα πολύ, γιατί πρέπει να κρατήσεις το μυαλό σου και στις δυο περιπτώσεις. Κι επίσης να προσπαθήσεις να γλιτώσεις κι από τα δυο. Μπορεί να χάσεις το μυαλό σου μπαίνοντας σ’ έναν έρωτα, αλλά πρέπει να το ξαναβρείς. Γιατί αν δεν το ξαναβρείς, καίγεσαι. Αλλά να έχεις περάσεις και από αυτή τη σύντομη ζωή χωρίς να έχεις ζήσει το αίσθημα του έρωτα και του θανάτου, έστω και μια φορά, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο. Εγώ έμπαινα στον έρωτα με το κεφάλι, την πάταγα, μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησα να ερωτεύομαι ανθρώπους. Τώρα ερωτεύομαι ζώα, ερωτεύομαι βιβλία, ερωτεύομαι τοπία. Έχουν πολλά κοινά σημεία με τον έρωτα των ανθρώπων. Ξέρεις πού διαφέρουν; Στην κατάκτηση. Εμένα δεν μου άρεσε ποτέ μου να κατέχω τους ανθρώπους. Και αν καμιά φορά μου συνέβη αυτό, το εξέλαβα ως ασθένεια. Αλλά ακόμα και το πιο ισχυρό αίσθημα, πόσο να κρατήσει; 1-2 χρόνια; Συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να καταναλώσω φαιά ουσία για κάτι τόσο σύντομο. Στο θάνατο πάλι, ακόμα και να μπαίνεις με το κεφάλι, όπως στον έρωτα, πρέπει να προσπαθήσεις να βγεις και να γλιτώσεις. Αλλιώς το χάνεις το παιχνίδι». Γυρίζω το κουτάκι της μπίρας, οι τελευταίες γουλιές πέφτουν μέσα στο ποτήρι. «Θα γράψεις τα απομνημονεύματά σου;» «Θα γράψω τα απομνημονεύματα ενός ηλιθίου. Τόσα χρόνια, τόσοι δίσκοι και, θα έλεγα, αρκετή επιτυχία, έπρεπε κάποιος να περιμένει ότι θα είμαι βασίλισσα του Σαββά κι εγώ ούτε πριγκίπισσα των Εξαρχείων δεν κατάφερα να γίνω!» Σηκώνεται πάλι όρθια, «κλείσε το μαγνητόφωνο» μου λέει και εκεί που νομίζω ότι έχουμε τελειώσει, μου κάνει το μεγαλύτερο δώρο: «Θέλεις να ακούσεις λίγο απ’ την καινούργια μου δουλειά;» με ρωτάει. Και πριν απαντήσω, ξαναπάει στη βιβλιοθήκη και βάζει το CD που κράταγε τόση ώρα στα χέρια της, να παίξει. Από εδώ και πέρα ο δημοσιογράφος παραχωρεί τη θέση του στο στιχουργό και μπορώ με το χέρι στην καρδιά να πω ότι αυτή είναι όχι μόνο η καλύτερη πλευρά της Αρλέτας που έχουμε ακούσει μέχρι τώρα, αλλά και η νεανικότερη. Η φωνή της ακούγεται φρέσκια και δροσερή σαν κοριτσίστικη. Τα παλιά τραγούδια έχουν ξαναγεννηθεί, είναι σα να γράφτηκαν χθες. Τα καινούργια είναι σα να γράφτηκαν αύριο. Δεν λέω τίποτα όση ώρα ακούμε. Έχει πάρει το εξώφυλλο του CD και έχει αρχίσει να το ζωγραφίζει. Όταν τελειώνει η ακρόαση, γυρίζω, την κοιτάζω, είναι πάντα σκυμμένη και με το μολυβάκι της συνεχίζει να ζωγραφίζει. Δεν ξέρω τι να πω: Μπράβο, Αρλέτα; Αριστούργημα; Συγχαρητήρια; Δεν λέω τίποτα. Την κοιτάζω με θαυμασμό, με κοιτάζει ντροπαλά με το μελαγχολικό της βλέμμα. Καταλαβαίνω τι δώρο είναι αυτό που μου έχει κάνει και της το λέω. Χαμογελάει. «Από Ιού γνωριζόμαστε εμείς οι δυο;» «Από τη Ρηνιώ». «Τότε θα πρέπει να είσαι καλός άνθρωπος» μου λέει και πάει προς την εξώπορτα. Η ώρα είναι 5. Λίγο πριν φύγω, όσο αντέχω, την αγκαλιάζω και τη φιλάω. Ξαφνιάζεται, μετά χαμογελάει, με το χαμόγελο ενός παιδιού που έχει κάνει σκανταλιά, «και πάλι χαίρετε» μου ψιθυρίζει και ανοίγει την πόρτα.