Μουσικη

Το μυστικό δείπνο με το Μάνο

Ο Γιώργος Παυριανός θυμάται πως γιόρτασαν μαζί τα 54α γενέθλιά του

Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 283
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς γιόρτασε ο Μάνος Χατζιδάκις τα 54α γενέθλιά του; Ο Γιώργος Παυριανός ήταν εκεί και θυμάται.

Στις 23 Οκτωβρίου του 1979, σε μία παλιά μονοκατοικία στο Κουκάκι γεμάτη ποιήματα γραμμένα στους τοίχους και μουσικές στο πιάνο, ο Μάνος Χατζιδάκις γιόρτασε τα 54α γενέθλιά του. Ο Γιώργος Παυριανός ήταν εκεί – αφού άλλωστε εκείνο ήταν το σπίτι του.


Αρχές Οκτωβρίου του 1979, στον «Μαγεμένο Αυλό». Έξω πέφτει μια δυνατή βροχή, αλλά μέσα, στο μεγάλο τραπέζι, η παρέα του Μάνου Χατζιδάκι –συνεργάτες από το Τρίτο, φίλοι, περαστικοί– διασκεδάζει. Ο Μάνος έχει τα κέφια του και αυτό είναι μεταδοτικό. «Ήμουν το απόγευμα στο σπίτι της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Ήθελε να της γράψω μουσική για το έργο που ανεβάζει. Άσε, βρε Αλίκη, της λέω, το «Νιάου βρε γατούλα» το πλήρωσα ακριβά. Και τι γυρίζει και μου λέει; Ναι, Μανούλη μου, αλλά το πληρώθηκες και ακριβά! Ακούς, η σκατούλα!» Η παρέα ξεσπάει σε γέλια. «Έχω ένα φίλο, τον Νίκο Μπιτζάνη, που τραγουδάει το «Νιάου βρε γατούλα» ανάποδα», λέω εγώ. «Δηλαδή, πώς;» «Μια ροφά κι ένα ροκέ, ατσ-ατσ-ατσ! γέπη η τάγα στο ροχό, ατσ-ατσ-ατσ!…» Ο Χατζιδάκις γελάει τρανταχτά, το γέλιο ξεχύνεται από μέσα του ορμητικό, χτυπάει τα χέρια του σαν μικρό παιδί. «Αριστούργημα! Αριστούργημα!»

Δίνει ένα καφετί σακουλάκι στο γκαρσόνι. «Τι έχει μέσα;» τον ρωτάω περίεργος. «Την καλύτερη ποικιλία καφέ εσπρέσο. Μου το στέλνει ένας φίλος από την Ιταλία. Αυτό είναι το μοναδικό ναρκωτικό μου». «Ναρκωτικά, δηλαδή, δεν έχεις πάρει ποτέ;» «Μόνο μια φορά, στην Αμερική. Ήταν ένα φεστιβάλ μουσικής ροκ. Με πλησίασε ένας πανέμορφος νεαρός και με ρώτησε αν ήθελα να καπνίσω χασίς. Κάπνισα, με πήρε ένας γλυκός ύπνος και όταν ξύπνησα ο πανέμορφος νεαρός είχε εξαφανιστεί μαζί με το ρολόι μου!» Γελάμε. «Και ήταν ένα πανάκριβο Vacheron Constantin, να, ίδιο με αυτό» και μας δείχνει με υπερηφάνεια το ρολόι του.

Ο Χατζιδάκις έχει αδυναμία σε τέτοιες μικρές πολυτέλειες. Γράφει πάντα με μια υπέροχη πένα Montblanc, το σέπια μελάνι το φέρνει από το Παρίσι, φοράει κολόνια Vetiver της Guerlain: «Μια φορά, ένας ταξιτζής μου έδωσε ένα κομμάτι χαρτί και ένα στιλό. Δεν δίνω αυτόγραφα, του λέω. Όχι, κύριε Χατζιδάκι, δεν θέλω αυτόγραφο, θέλω να μου γράψετε τη μάρκα από την κολόνια σας, μου απαντά». Αλλά εκείνο για το οποίο έχει λατρεία είναι τα μηχανήματα Hi-Fi. Αγοράζει με μανία τα πιο εξελιγμένα συστήματα και ενημερώνεται συνεχώς. Αφού μας έχει πει: «Όταν πεθάνω, θα έρχεστε πάνω από τον τάφο μου και αντί για λουλούδια θα μου αφήνετε προσπέκτους με τα πιο μοντέρνα μηχανήματα!».

Έχει πάει 4 το πρωί, η βροχή έχει σταματήσει, ένα μεγάλο μέρος της παρέας έχει αποχωρήσει, έχουμε μείνει ο Δημήτρης Λέκκας και εγώ. «Άντε πάμε» λέει κάποια στιγμή. «Θα με συνοδεύσετε ως το σπίτι;» Κάνω να πληρώσω το μερίδιό μου. Το γκαρσόνι αρνείται. Είναι νόμος όποιος κάθεται στο τραπέζι του Χατζιδάκι να μην πληρώνει. Είναι καλεσμένος του. «Αν θέλετε να μου κάνετε το τραπέζι με το Λέκκα, σπίτι σας» μου λέει. «Πολύ ωραία, την άλλη Τετάρτη. Θα σου μαγειρέψουμε εμείς» λέω πανευτυχής. Σηκώνεται, παίρνει το σακουλάκι του εσπρέσο, φοράει τη Lacoste ζακέτα του, «δεν κρατάω χρήματα» λέει στο γκαρσόνι. «Βάλτα και αυτά στο λογαριασμό μου».

Βγαίνουμε στο δρόμο. Η νύχτα είναι υγρή, το βρεγμένο χώμα μοσχοβολάει, το φεγγάρι λάμπει στον ουρανό, περπατάω δίπλα σ’ αυτόν που έγραψε το «Χάρτινο το φεγγαράκι», είμαι νέος, ωραίος, υγιής και ερωτευμένος. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Ο Χατζιδάκις σφυρίζει ένα σκοπό, αποφεύγει τις λακκούβες με μικρά χαριτωμένα πηδηματάκια, σταματάει και κοιτάει γύρω του. «Ένα διάστημα έμενα εδώ κοντά, στην οδό Μάνου».

Περνάμε έξω από ένα σπίτι που έχει κλειστά τα παντζούρια του. Το παρατηρεί για λίγο. «Ποιος ξέρει πίσω από αυτά τα παντζούρια αν κάνουν έρωτα, αν ονειρεύονται, αν μένουν ξάγρυπνοι και περιμένουν» λέει και η φωνή του ακούγεται γεμάτη νοσταλγία και ερωτισμό. Φτάνουμε στο φανάρι της Βασιλίσσης Σοφίας και περνάμε απέναντι. Ρηγίλλης 17 είναι το σπίτι του, ο πρώτος όροφος σε μια κομψή πολυκατοικία. «Αυτό το σπίτι το αγόρασα με τα “Παιδιά του Πειραιά”. Είχα πουλήσει τα δικαιώματα στον Ζιλ Ντασέν και βρέθηκα ξαφνικά με ένα πολύ μεγάλο ποσόν. Πέσανε τότε πάνω μου οι φίλοι μου και με έπεισαν να αγοράσω αυτό το διαμέρισμα. Το έκανα περισσότερο για τη μητέρα μου, για να έχει έναν άνετο χώρο. Εμένα μου αρκεί ένας έρωτας, ένα πιάνο και μια καλύβα. Άντε, κι ένα εσπρέσο!» Ξαναβρίσκει το κέφι του και παρόλο που είναι πια χαράματα, «θέλετε να ανεβείτε επάνω;» μας ρωτάει, «θα σας βάλω να ακούσετε κάτι καινούργια τραγούδια που έγραψα». Λένε όχι σε τέτοιες προσκλήσεις;

Το σπίτι του Χατζιδάκι είναι ένα ευρύχωρο οροφοδιαμέρισμα χωρίς περιττές πολυτέλειες. «Θα κάτσουμε στο γραφείο» λέει, «για να ακούσουμε και τα tapes». Μπαίνει πρώτος, τον ακολουθώ, κι όπως κάνω να μπω, βλέπω ένα αγαλματάκι στο πάτωμα, που κρατάει την πόρτα ανοιχτή. Είναι το Όσκαρ που πήρε για τη μουσική του στο «Ποτέ την Κυριακή»! Σκύβω, το πιάνω στα χέρια μου, «Ευχαριστώ την Ακαδημία» λέω, σα να είμαι σε απονομή, «ευχαριστώ τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και όλους τους συνεργάτες μου και αφιερώνω το Όσκαρ αυτό στην Ελλάδα!». Χαμογελάει.

«Έχει μεγάλη ιστορία αυτό το Όσκαρ. Δεν πήγα να το παραλάβω στην απονομή και όταν χρειάστηκε να φωτογραφηθώ με αυτό, μου δάνεισε η Κατίνα Παξινού το δικό της! Είχε πάρει Όσκαρ Β΄ γυναικείου ρόλου στο “Για ποιον χτυπάει η καμπάνα”. Μετά μου έστειλαν από την Αμερική το δικό μου. Μια μέρα που είχα τα νεύρα μου το πέταξα στα σκουπίδια, αλλά το βρήκε η καθαρίστρια και το έδωσε στην αδελφή μου. Έτσι ξαναγύρισε σε μένα και τώρα μπορώ να το κρατήσω, γιατί συμβολικά και πρακτικά μου κρατάει την πόρτα ανοιχτή. Με συγχωρείτε ένα λεπτό». Πηγαίνει στο μπάνιο και μετά από λίγο έρχεται φορώντας μια καρό ρομπ ντε σαμπρ. Ανοίγει την μπαλκονόπορτα και απλώνει τα ρούχα που φορούσε. «Παρότι καπνιστής, δεν αντέχω τα ρούχα μου να μυρίζουν τσίκνα και τσιγαρίλα» μας εξηγεί και κάθεται στο γραφείο του. Δεξιά του υπάρχει ένα όρθιο πιάνο, πίσω του τα τελειότερα μαγνητόφωνα, πικάπ, κασετόφωνα. «Αυτό είναι το καινούργιο Nakamichi 1000» λέει και μας δείχνει με υπερηφάνεια ένα διπλό κασετόφωνο. Πάνω από τα Hi-Fi κρέμεται ένας πίνακας του Σαλβαντόρ Νταλί, ένας Εσταυρωμένος, σχέδιο με κάρβουνο και με ιδιόχειρη αφιέρωση.

«Μη μιλάτε δυνατά» μας προειδοποιεί. «Μπορεί να ξυπνήσουμε τη μητέρα από δίπλα» και δείχνει μια κλειστή πόρτα αριστερά του. «Έχω κουραμπιέδες, αν θέλετε» λέει με ένα πονηρό χαμόγελο και σηκώνεται όρθιος. «Πάλι κουραμπιέδες;» λέμε με μια φωνή. «Μη φοβάστε, εγώ δεν θα φάω» μας απαντάει και πάει προς την κουζίνα. Το Pastry Family έβγαζε κάτι μικρά κουραμπιεδάκια, μια μπουκιά το καθένα. Πέρσι τα Χριστούγεννα είχε φάει τόσο πολλά που του ήρθε κόλπος και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση. «Για φανταστείτε» έλεγε μετά, «να πέθαινα και να σας ρώταγαν από τι πέθανε ο Χατζιδάκις και να τους λέγατε “από κουραμπιέδες!”. Τι ντροπή!»

Επιστρέφει από την κουζίνα, κρατάει το κουτί με τα κουραμπιεδάκια ανοιχτό και το στόμα του κλειστό. «Μάνο, είμαι σίγουρος ότι έχεις φάει κουραμπιεδάκι!» του λέει ο Λέκκας. «Δεν το τρώγω, το έχω βάλει υπογλώσσιο!» απαντάει μπουκωμένος και πίνει μια γουλιά νερό.

Κάθεται πάλι στο γραφείο του. Πέφτει μια σιωπή γεμάτη αναμονή. Τώρα τα αστεία έχουν τελειώσει και για να μας βάλει στον κόσμο του, για να γίνουμε ακροατές της μουσικής του, πρέπει να είμαστε σοβαροί και αντάξιοι της στιγμής. Ο Χατζιδάκις έχει μια φοβερή ικανότητα εκεί που γελάει και χτυπιέται να σοβαρεύει ξαφνικά, σα να ήρθε το τέλος του κόσμου. Έτσι και τώρα. Μετά από τόσα γέλια και αστεία, έχει γίνει ξαφνικά σκυθρωπός, μελαγχολικός. «Θα σας βάλω να ακούσετε 4 τραγούδια σε στίχους του Γιώργου Χρονά. Θέλω να κάνω ένα δίσκο που να λέγεται “Κοινός βίος”. Τραγουδώ εγώ». Γυρνάει, πατάει το play στο Nakamichi 1000 και μέσα στην απόλυτη ησυχία ακούγεται η ραγισμένη φωνή του να τραγουδάει για κάποιον που έπρεπε να ερχότανε έστω και με βροχή, για μια εκδρομή που δεν πρέπει να αναβληθεί, για ένα παιδί που οχτώ η ώρα βάζει τα παπούτσια του να πάει στο σινεμά και για τρεις που ήσαν μέσα σ’ ένα οτομοτρίς. Οι μελαγχολικοί στίχοι του Χρονά, η νοσταλγική μουσική, αλλά κυρίως η σπαραχτική φωνή του Μάνου, μας έχουν καθηλώσει. Ακούγονται οι τελευταίες νότες, μια αχτίδα φως μπαίνει από την μπαλκονόπορτα και πέφτει πάνω στον Εσταυρωμένο του Νταλί. Ο Χατζιδάκις πατάει το stop.

«Λοιπόν, πώς σας φάνηκαν;» «Σαν bitter σοκολάτα» λέει ο Λέκκας. «Τα πιο συγκινητικά τραγούδια που έχεις γράψει» λέω εγώ. «Ναι, αλλά ποιος θα τα τραγουδήσει; Αυτά τα τραγούδια, για να μη γίνουν χυδαία, θα πρέπει να τα τραγουδήσει κάποιος που να έχει το κύρος του Αλέξη Μινωτή, τη φινέτσα του Δημήτρη Χορν, τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα…» «Αστειεύεσαι, Μάνο;» τον διακόπτω. «Εσύ πρέπει να τα πεις. Μόνον εσύ». Το σκέφτεται. «Λες; Τέλος πάντων, θα δούμε. Αύριο έχω ραντεβού με τον Νταλάρα».

Είμαστε όλοι γλυκά κουρασμένοι, έχει ξημερώσει πια, η μυσταγωγία έχει τελειώσει. «Λοιπόν, θα τα πούμε την Τετάρτη το βράδυ». «Τι να σου μαγειρέψουμε;» «Οτιδήποτε εκτός από όσπρια και ζυμαρικά». Δαγκώνομαι. Εγώ μαγειρεύω καταπληκτικές φακές και ο Λέκκας τέλειο κοτόπουλο με χυλοπίτες.

«Μας είπε όχι όσπρια, όχι ζυμαρικά. Για πες εσύ, που είσαι η καλή μας νεράιδα και φίλη, τι να του φτιάξουμε;» ρωτάω τη Δευτέρα τη Ρηνιώ Παπανικόλα, τη θεά του Τρίτου, με τη βραχνή, παθιάρικη φωνή, τις τόσες γνώσεις κι ευαισθησία. «Το καλύτερο είναι να του φτιάξετε ένα ωραίο νουά με πουρέ πατάτας. Θα πας στο χασάπη μου και θα πάρεις το νουά. Έρχομαι από τη Ρηνιώ, θα του πεις, θα σε εξυπηρετήσει. Να, πάρε τη συνταγή. Πάρε και αυτό το τραπεζομάντιλο και αυτά τα ποτήρια. Πάρε και αυτή τη σαμπάνια. Είναι Dom Perignon». «Ρηνιώ μου, είσαι θησαυρός, να σε φιλήσω!»

Το σπίτι στην οδό Πινότη 13 ήταν μια ετοιμόρροπη, παλιά μονοκατοικία στο Κουκάκι. Δύο δωμάτια, κουζίνα, μπάνιο. Σαράβαλο. Είχε όμως ένα τεράστιο προσόν για εκείνη την εποχή. Είχε τηλέφωνο! Ένα ολόκληρο καλοκαίρι έκατσα μόνος μου και στοκάρισα, έβαψα, έτριψα, μαστόρεψα, το έκανα αγνώριστο. Υπήρχαν ελάχιστα έπιπλα στο χώρο, ένας χαμηλός σοφράς που τρώγαμε, στη μέση μια ξυλόσομπα, δύο κόκκινες βελούδινες πολυθρόνες και ένα πράσινο πιάνο που είχε νοικιάσει ο Λέκκας από τον Νικοτιάν. Είχε μια θετική ενέργεια αυτό το σπίτι, μέρα και νύχτα ήταν ανοιχτό, ήταν κέντρο διερχομένων, όπως έλεγε και η Ρηνιώ. Και τώρα έπρεπε να ετοιμαστεί για να υποδεχτεί τον Μάνο Χατζιδάκι.

Νωρίς το πρωί της Τρίτης, πάω στο χασάπη της Ρηνιώς και αγοράζω ένα ωραιότατο νουά, αγοράζω και τα υπόλοιπα υλικά της συνταγής, βάζω στην κατάψυξη μια τούρτα-παγωτό, δανείζομαι από μια γειτόνισσα ένα τραπέζι πλιάν και 4 καρέκλες, σφουγγαρίζω όλο το σπίτι και γύρω στις 3 ξεκινάω να πάω στο «Φλόκα» στην Πανεπιστημίου. Τα μεσημέρια έτρωγε εκεί ο Χατζιδάκις, παρέα με τον Νίκο Γκάτσο, και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να περάσω για να του υπενθυμίσω το ραντεβού της Τετάρτης. Μπαίνω στο «Φλόκα» και όντως σε μια γωνιά κάθονται ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος.

Τρώνε μοσχαράκι κοκκινιστό με κολοκυθάκια. «Καλώς τον» λέει ο Χατζιδάκις μόλις με βλέπει. «Κάτσε να φας μαζί μας. Τον Παυριανό τον ξέρεις, Νίκο, έτσι δεν είναι;» «Ναι, είναι το παιδί από την Πάτρα» λέει ο Γκάτσος. «Μα πώς το θυμάστε;» τον ρωτάω έκπληκτος. «Παυριανός-Πατρινός, κάνουν ομοιοκαταληξία» απαντάει ο Βούδας του στίχου και με κοιτάζει με το καλοσυνάτο βλέμμα του. Ο Χατζιδάκις φωνάζει το γκαρσόνι και του δίνει το σακουλάκι του εσπρέσο. Έπειτα γυρνάει σε μένα. «Αύριο έχουμε πει ότι θα φάω στο σπίτι σας, έτσι δεν είναι;» με ρωτάει. «Αύριο». Έπειτα συνεχίζει την κουβέντα του με τον Γκάτσο. «Έτσι που λες, Νίκο. Ο Νταλάρας μου είπε ότι φοβάται να τα τραγουδήσει». «Ρε Μάνο, αφού τα λες τόσο ωραία εσύ, γιατί θέλεις ντε και καλά να τα πει τραγουδιστής;» Κανονικά θα πρέπει να καθίσω ήσυχα και να παρακολουθήσω την κουβέντα τους. Αλλά ο διάολος δεν με αφήνει. «Για τον “Κοινό βίο” λέτε; Κι εγώ συμφωνώ ότι πρέπει να τα πει ο Μάνος. Τα τραγουδάει τόσο ωραία». Ο Χατζιδάκις γυρίζει απότομα και με κοιτάζει. «Άκουσε, καλό μου παιδί» λέει και ξέρω πως όταν λέει αυτή τη φράση τον έχουν πιάσει τα νεύρα του, «γιατί δεν παραγγέλνεις μια μερίδα κοκκινιστό να φας;» Καταλαβαίνω ότι πρέπει να το βουλώσω, παραγγέλνω το κοκκινιστό, τρώω και τους ακούω να μιλάνε.

Η κουβέντα σιγά-σιγά πάει στο ρεμπέτικο. «Τα ρεμπέτικα έχουν καταπληκτικές μουσικές αλλά άθλιους στίχους» λέει κάποια στιγμή ο Χατζιδάκις στον Γκάτσο. «Ε, δεν είναι έτσι, υπάρχουν και τραγούδια με ωραίους στίχους» «Ελάχιστα. Το σύνολο είναι άθλια χασικλίδικα». Εκείνη την εποχή κάνω μια εκπομπή στο Τρίτο με ρεμπέτικα τραγούδια και έχω ακούσει αριστουργήματα. Δεν μπορώ να κρατηθώ. «Μα αν δεν ήταν χασικλήδες κι αν δεν πηγαίνανε στους τεκέδες, δεν θα γράφανε ρεμπέτικα, θα γράφανε βαλς και τανγκό». Ο Γκάτσος χαμογελάει, κάτι πάει να πει, αλλά πριν ανοίξει το στόμα του πετάγεται όρθιος ο Χατζιδάκις: «Δεν ξέρεις τι λες!» ουρλιάζει έξαλλος. «Είσαι αμαθής και δεν ξέρεις τι λες!» «Μα, ήθελα να πω…» «Να μην πεις τίποτα! Δεν μας ενδιαφέρει η γνώμη σου!» «Κάτσε, ρε Μάνο, να μας πει τι θέλει το παιδί», προσπαθεί να τον ηρεμήσει ο Γκάτσος. «Αρνούμαι να τον ακούσω!» λέει και κάθεται φουρκισμένος. Όταν ο Χατζιδάκις είναι στις καλές του θέλεις να τον αγκαλιάσεις, όταν όμως έχει τα νεύρα του θέλεις να ανοίξει η γη να σε καταπιεί. «Καλά σε λέω Καυγατζάκη» λέει ο Γκάτσος, αλλά η ατμόσφαιρα είναι πλέον βαριά. Ο Μάνος μουτρωμένος κοιτάζει αλλού και οι θαμώνες του «Φλόκα» έχουν αρχίσει να μας σχολιάζουν διακριτικά. Τα έχω κάνει μούσκεμα. Ζητάω χίλιες φορές συγνώμη και σηκώνομαι να φύγω. «Γεια σου, Πατρινέ-Παυριανέ» λέει ο Γκάτσος και μου δίνει το χέρι του. Ο Χατζιδάκις κάνει ένα μορφασμό και μου γυρνάει επιδεικτικά την πλάτη. «Καλό απόγευμα» λέω ταραγμένος και βγαίνω στην Πανεπιστημίου.

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου του 1979 ξυπνάω κακόκεφος και δεν ξέρω τι να κάνω: Να ετοιμάσω ή να μην ετοιμάσω αυτό το ρημαδοτραπέζι; «Μην ανησυχείς» μου δίνει κουράγιο ο Λέκκας, «θα έρθει σίγουρα. Θα τον πάρω και το μεσημέρι που ξυπνάει, για να σιγουρευτούμε. Φτιάξε εσύ το φαγητό». Πηγαίνω στην κουζίνα. Σύμφωνα με τη συνταγή, το νουά θα πρέπει πρώτα να μαριναριστεί μέσα σε κόκκινο κρασί μαζί με άλλα μυρωδικά για 1 ώρα. Το ετοιμάζω, το βάζω στο ψυγείο και κάνω νευρικά και ανόρεχτα τις υπόλοιπες δουλειές. Γύρω στις 3 το μεσημέρι ο Λέκκας παίρνει τον Χατζιδάκι τηλέφωνο. Είναι στα κέφια του, λέει πως θα έρθει σίγουρα το βράδυ και είναι περίεργος να δει τι του μαγειρέψαμε. Μου φεύγει ένα βάρος, μου μένει ένα άλλο: πρέπει να μαγειρέψω. Ανοίγω το ψυγείο, βγάζω την πιατέλα με το κρέας και ω! θέαμα φοβερό και ανήκουστο, το νουά, που έχει μείνει στο κρασί για πάνω από 5 ώρες, έχει μαζέψει και έχει γίνει σαν σαλάμι αέρος! Και τώρα; Έχω δώσει ένα κάρο λεφτά, δεν μπορώ να το πετάξω, αλλά και να το πέταγα δεν μπορώ να αγοράσω άλλο, είναι Τετάρτη και όλα τα χασάπικα είναι κλειστά. «Φτιάξ’ το και θα το κόψουμε σε λεπτές φέτες». «Τι λεπτές φέτες, αυτό δεν φτάνει ούτε για τον Μάνο!» «Θα πούμε ότι νηστεύουμε και θα φάμε μόνο πουρέ!» Το χιούμορ του Λέκκα μερικές φορές σπάει κόκαλα.

Κάθομαι και το φτιάχνω και είναι πεντανόστιμο, αλλά εμφανισιακά μοιάζει με νουά-μπονζάι, νουά-νάνος, κάτι τέτοιο. Φτιάχνω και τον πουρέ και τη σαλάτα. Ήταν 5, ήταν 6 κι έγινε 7, αρχίζω να στρώνω το τραπέζι. Η ώρα έχει πάει 9 και ακόμα δεν έχει εμφανιστεί. Δεν αντέχω και τον παίρνω τηλέφωνο. «Μάνο, είμαστε έτοιμοι. Τι ώρα θα έρθεις;» «Ξέρεις, Γιώργη, πριν από λίγο θυμήθηκα ότι σήμερα είναι τα γενέθλιά μου! Δεν έρχεστε εσείς από τον “Αυλό” να σας κάνω το τραπέζι;» «Μα έχουμε ετοιμάσει τόσα πράγματα. Τι να τα κάνουμε;» Μικρή παύση και μετά «καλά, έρχομαι σε λίγο».

Φτάνει τελικά στις 11. Μπαίνει μέσα, στέκεται στη μέση του δωματίου και περιεργάζεται το χώρο σχεδόν συγκινημένος. «Ώστε εδώ ζείτε; Πόσο σας ζηλεύω. Μου θυμίζετε το στίχο του Καβάφη: “Δεν έχουμε δεκάρα, δυο πάμφτωχα είμαστε παιδιά!”. Αυτά στον τοίχο τι είναι;» «Αφιερώσεις των φίλων μας. Θέλεις να γράψεις κι εσύ κάτι;» «Όχι τώρα. Πρώτα θα πιω έναν εσπρέσο». Θρονιάζεται στη βελούδινη πολυθρόνα, βγάζει από μια δερμάτινη θήκη μια φορητή συσκευή εσπρέσο και το γνωστό σακουλάκι. «Θέλω λίγο ζεστό νερό» λέει και με προσεκτικές κινήσεις ετοιμάζει τον καφέ. Βγάζω κρασί. «Χρόνια πολλά, Μάνο! Να τα εκατοστίσεις!» του ευχόμαστε. «Μάνο, πόσο γίνεσαι σήμερα;» τον ρωτάω. «Είμαι ένας νέος 54 ετών! Γεννήθηκα στις 23 Οκτωβρίου του 1925. Ο πατέρας μου ο Γιώργης ήταν δικηγόρος και είχε καταγωγή από το Μύρθιο της Κρήτης. Η μητέρα μου η Αλίκη είναι από την Ανδριανούπολη». «Αλίκη λέγεται και η μητέρα σου;» Γελάει. «Στη ζωή μου με καταπίεσαν δυο Αλίκες, η μητέρα μου και η Βουγιουκλάκη!»

Γελάμε, αλλά εμένα ο νους μου είναι στο νουά. Λες να έχει συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο; «Να βάλω να φάμε;» «Όχι, φέρε μου λίγο ζεστό νερό ακόμη». «Καλά, και στην Αθήνα πώς ήρθες;» τον ρωτάει ο Λέκκας. «Χώρισαν οι γονείς μου και το 1932 ήρθαμε εδώ με τη μητέρα μου και την αδελφή μου τη Μιράντα. Το 1938 σκοτώθηκε ο πατέρας μου σε αεροπορικό δυστύχημα. Έπεσε το αεροπλάνο με το οποίο ταξίδευε. Ανάμεσα στους επιβάτες που σκοτώθηκαν ήταν και ο διάσημος Αργεντίνος τραγουδιστής Κάρλος Γαρδέλ. Κάθε φορά που ακούω ένα τραγούδι του Γαρδέλ θυμάμαι τον πατέρα μου». «Και πώς ζούσατε;» «Πολύ φτωχικά. Η μητέρα είχε μια μικρή σύνταξη, αλλά δεν έφτανε. Για να πληρώνω τις μουσικές μου σπουδές δούλεψα στις πιο απίθανες δουλειές: χαμάλης στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμου στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο… Μετά ήρθε ο πόλεμος, η Κατοχή, η αντίσταση. Είχα οργανωθεί στο ΕΑΜ. Ήμουν μαζί με την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ. Θυμάμαι, μια φορά στον Εμφύλιο, με έπιασαν κάτι ταγματασφαλίτες και με έδειραν τόσο άγρια που μου έσπασαν τα δόντια. Θα με σκότωναν, αλλά ευτυχώς απέναντι ήταν ένα μπορντέλο και βγήκαν έξω τα κορίτσια που δούλευαν εκεί και τους έδιωξαν με φωνές και κατάρες. Αυτές με περιέθαλψαν»…

Η νύχτα κυλάει υπέροχα, με ιστορίες, μουσικές στο πιάνο και φίλους που περνούσαν για επίσκεψη και μπαίνοντας μέσα έβρισκαν έκπληκτοι τον Μάνο Χατζηδάκι! Γύρω στη 1 η ώρα μου λέει: «Πείνασα! Γιώργη, τι έχεις μαγειρέψει;». «Νουά με πουρέ. Αλλά θα πρέπει να το ζεστάνω». «Άσε να το φάτε εσείς. Θα πάμε όλοι στον “Αυλό” να σας κεράσω εγώ, που γιορτάζω». Και επιμένει. Λίγο πριν φύγουμε, βγάζει την υπέροχη Montblanc, πλησιάζει τον τοίχο με τις αφιερώσεις και γράφει: «Το σπίτι ήτανε μικρό/ τα χρώματα ασημένια/ και τα κορμιά ξαπλώσανε/ σε στρώματα αχυρένια/ Λίγο κρασί στο στόμα/ λίγο φως/ και στο ντουλάπι/ ψωμί κι αγάπη».

Αχ! Μάνο! Μάνο! Πώς τα έφερε ο καιρός και σήμερα που γράφω αυτή την ιστορία είναι 23 Οκτωβρίου του 2009, ακριβώς 30 χρόνια από εκείνη τη νύχτα; Πώς τα έφερε η ζωή και είμαι τώρα εγώ 54 χρονών; Θα περάσω αύριο έξω από τον «Μαγεμένο Αυλό». Και είμαι σίγουρος πως θα σε δω σε ένα μεγάλο τραπέζι να συζητάς με τον Νίκο Γκάτσο, να χαϊδεύεις την Αλίκη Βουγιουκλάκη, να καβγαδίζεις με τη Μελίνα Μερκούρη, να λες αστεία με τον Ευγένιο Σπαθάρη, να διηγείσαι μια ιστορία στη Ρηνιώ Παπανικόλα. Θα μπω μέσα και θα σου πω «Μάνο, χρόνια πολλά. Σήμερα γίνεσαι 84 χρονών νέος!».