Μουσικη

Ο Φοίβος Δεληβοριάς στήνει με τους Γιαν Βαν ένα κυριακάτικο μεσημεριανό γλέντι στο «Hotel Ερμού»

Γιώργος Δημητρακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 601
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνάντηση αποκάλυψη του Φοίβου Δεληβοριά με τον Jan Van de Engel. Για 3 ακόμη μεσημέρια Κυριακής θα ταξιδέψουν στο χρόνο αντιμέτωποι με την ιστορία. Επιλέγοντας δημοτικά και λαϊκά του δρόμου, πρωτότυπα τραγούδια του Γιαν Βαν σε στίχους του Ευθύμη Φιλίππου, φλασμπάκ από 70s και 80s, πειραγμένες εκδοχές από το ρεπερτόριο του Φοίβου και άλλες παραδοξότητες. Τους ρωτήσαμε για την πανηγυρική αυτή εμπειρία…

Ποιες είναι οι επιρροές αλλά και οι αναμνήσεις σας από ελληνικό τραγούδι; Σπίτι, ταξί ή αλλού; 

Φ.Δ. Εγώ άκουσα τα «Τραπεζάκια έξω» όταν ήμουν 9 χρονών, επειδή ένας συμμαθητής μου μού είπε πως περιείχαν τη λέξη «μαλάκας».

Τελικά πρόσεξα όλες τις υπόλοιπες λέξεις. Kατά τα άλλα, άκουγα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου Δεύτερο Πρόγραμμα, που άκουγαν οι γονείς μου, και συντονιζόμουν κυρίως με το λεγόμενο τότε (’84-86) «ελληνικό ροκ». Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Λάκης, Γιοκαρίνης, Μπουλάς, Καρβέλας, Μηλιώκας, «Ζεστά ποτά», «Φατμέ». Τότε κυριαρχούσε το ελαφρολαϊκό, που μου προκαλούσε αφόρητη μελαγχολία, ήταν σαν όλη η μουσική να προορίζεται για μεσήλικες, με καναρίνια σε κλουβιά και περιοδικά με σταυρόλεξα. Ε, αυτοί οι άλλοι μου φαινόντουσαν πολύ δικοί μου, ήταν νεαροί, άκουγαν ροκ εν ρολ, είχαν πιο βρώμικη θεματολογία. Ξαφνικά –και χωρίς να το καταλάβω πώς– βυθίστηκα στον κόσμο του Χατζιδάκι. Και μετά ήταν όλα αλλιώς. Ανακάλυψα τον Θεοδωράκη και τους άλλους συνθέτες του δέντρου, την Πλάτωνος, εμβάθυνα στον Σαββόπουλο, άκουσα την «Εκδίκηση της γυφτιάς», βρήκα τον Πανούση, τον Λουκιανό, τους Χειμερινούς, τον Κραουνάκη. Μέσα από κει και το ρεμπέτικο και το δημοτικό. Στα 20 πήγαινα κι αγόραζα κασετίνες με τους λαϊκούς τραγουδιστές του ’60. Έτσι βρέθηκε κι ο Άκης Πάνου. Το ελληνικό τραγούδι είναι σπουδαίος κόσμος, ξέρω γι’ αυτό όσα ξέρουν άλλοι για τον κόσμο του Τόλκιν ή για την οικογένεια των Λάνιστερ. Θεωρώ πως του έκανε κακό η πόλωση «λαϊκοπόπ-εντεχνίλα» που κυριάρχησε στα 90s και έκανε ομοιόμορφο κάτι που είχε ως τότε πολλές γωνίες. Όχι ότι δεν συνεχιζόταν η ζωή στον κήπο, αλλά τα λουλούδια ασφυκτιούσαν.

Γ.Β. Άκουγα τα πάντα. Λάιβ στο ΑΝ, Σιδηρόπουλο, Τρύπες, στον Λυκαβηττό Παπάζογλου και Φατμέ, λαϊκά στο ραδιόφωνο αλλα και Τρίτο Πρόγραμμα, θυμάμαι κάτι ωραία βράδια με αφιέρωμα στον Γιάννη Χρήστου. Επίσης είχα μερακλή μεγάλο αδερφό με εκλεκτά βινύλιο και κασετούλες Τσιτσάνη, Πλάτωνος, Βασίλη Σούκα, Γιάννη Κωσταντίνου.

Θυμάστε γλέντια σε σπίτια ή αλλού;

Φ.Δ. Ναι, αλλά τα σνόμπαρα. Ήμασταν με ένα μεταλά ξάδελφό μου και κλεινόμασταν σ’ ένα δωμάτιο και μου ανέλυε τα εξώφυλλα των Maiden την ώρα που οι άλλοι χόρευαν κυκλωτικούς χορούς. Όταν είδα τον Τσιώλη, εκεί στα 20, άρχισα κι έπαιρνα τυχαία ΚΤΕΛ να ανακαλύψω την Ελλάδα και τη μουσική της, σαν ετεροχρονισμένος ιθαγενής Κέρουακ. Εκεί πήγα σε πολλά πανηγύρια και αγόραζα κασετούλες από τον πάγκο. Βρήκα φοβερή ζωή, αόρατη, να κινείται δίπλα μας.

Γ.Β. Δεν ξερω πώς γίνεται, θυμάμαι Κυριακές μεσημέρι στον μπατζανάκη του πατέρα μου τον Τσοπανάκη… δεν τελείωναν. Τρώγαμε και παίζαμε εμείς τα παιδιά, χόρευαν και πίναν αυτοί, μαζεύανε το τραπέζι και το ξαναστρώναν… ατελείωτα. Ναι αυτό είναι που με εντυπωσιάζει, το ζούσαν πιο έντονα μου φαίνεται, τώρα Κυριακή ούτε τη Σουσού δεν προλαβαίνω να πάω βόλτα. Τη σκυλίτσα μας.

Μέμορις από τα 80s ή αλλού;

Φ.Δ. Θυμάμαι να είμαι συμμαθητής. Να κοιτάω τα σώματα των κοριτσιών, να ανταλλάσσω δίσκους, να μη γυρίζω σπίτι, να χώνομαι στα σινεμά ή στα μπλιμπλικάδικα. Θυμάμαι να ανήκω για τελευταία φορά κάπου και να μου αρέσει αυτό.

Γ.Β. Ξέρω γω, τα γνωστά. Πανηγυρισμούς με ΠΑΣΟΚ «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά». Γκάλη/Γιαννάκη. Εκδρομείς με τους προσκόπους. Κάναμε μπάνιο μπροστά απ’ το σπίτι μας (τώρα βρωμάει, δεν βουτάς). Αρκετό χορό σε κάτι σάπιες «disco», που όμως δεν μας σέρβιραν αλκοόλ (μπλου κουρασάο με σπράιτ)… μου έλεγε η 14χρονη ανιψιά μου πως σήμερα (nowadays) πίνει μια χαρά το βότκα λεμόνι, κανένα πρόβλημα διάθεσης.

Και ποιο τραγούδι; 

Φ.Δ. Το «Time after Time», ας πούμε. Μεταλλικός ρομαντισμός, δρόμος που ξεχάστηκε, που εγκαταλείφθηκε γρήγορα.

Γ.Β. Ε, ναι! Το σοκ ήταν όταν άρχισα να καταλαβαίνω αγγλικά, τέλος πάντων, δεν κρατάω κακία!

Κάποια τραγούδια που επιλέξατε για τα μεσημεριανά γλέντια;

Φ.Δ. Tραγούδια από τις κασετούλες που σας έλεγα. «Mη λυπάσαι που φεύγω» ας πούμε, το είχα πρωτακούσει στο «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε», αριστούργημα. 

Γ.Β.​ «Μη λυπάσαι που φεύγω», «Σε ξένο χώμα», «Σώσε με»…

Ποιο τραγούδι θα ήθελε να πει ο ένας του αλλουνού;

Φ.Δ. Το «Δεν έπρεπε» εγώ. Φοβερή μουσική και αυτή η ιστορία του Φιλίππου (σ.σ. του Ευθύμη Φιλίππου σεναριογράφου μαζί με τον Γιώργο Λάνθιμο του υποψήφιου για Όσκαρ «Αστακού») που δεν εξηγεί τι έγινε μετά το γλέντι, δεν εξηγεί τι «δεν έπρεπε» και σε κάνει να ανησυχείς και να ερεθίζεσαι.

Γ.Β.​ Εγώ βασικά τύμπανα παίζω, αρέσει να τραγουδώ αλλά δεν το πολύ έχω. Ο Φοίβος έχει την ευτυχία να είναι τραγουδοποιός, έχει λόγο προσωπικό με τα τραγούδια του και έτσι μπορεί να καταλάβει λίγο καλύτερα από έναν τραγουδιστή και τα τραγούδια των άλλων.

Πόσο αλλού είναι τελικά ο «Αστακός»;

Φ.Δ. Εγώ χαίρομαι πολύ. Ιδιαίτερα αν χαίρεται κι ο Ευθύμης και δεν του προκαλεί όλο αυτό πρόβλημα στη ζωή, στο γράψιμο και στις συνήθειές του. Είναι δύσκολο να ζεις δίπλα σε μια έκρηξη αυτοματισμών που έχει προκληθεί απ’ τη γραφή σου. Για τη συνεργασία του με τον Γιαν Βαν έχω να πω πως με συγκινεί βαθιά. Θα ήθελα να υπάρχουν πολλοί που να γράφουν ελληνικό στίχο με τη συνειδητότητα με την οποία το κάνει εκείνος.

Γ.Β. Συνεργάστηκα με τον Φιλίππου από καθαρή τύχη. Με βοήθησε να πάω πολύ παραπέρα και του είμαι ευγνώμων. Μακάρι να κάνουμε κι άλλα τραγούδια μαζί. 

Φοίβο, μετά την εκπληκτική «Καλλιθέα» τι γίνεται;

Φ.Δ. Θα κλείσω το τηλέφωνό μου τον Οκτώβριο. Και θα περπατήσω με τα ρούχα μες στο νερό.

«HOTEL ΕΡΜΟΥ», Ερμού 152, Αθήνα, 2103463003 Έναρξη: 16:00. Είσοδος: bar €15, Φιάλη ποτού €140 / 4 άτομα. Φιάλη κρασί €70/ 2 άτομα. Στις 12, 19 & 26 Φεβρουαρίου.