Μουσικη

Αλέξης Μάρδας, ο πέμπτος άνθρωπος των Beatles

Ιστορίες και αδημοσίευτες φωτογραφίες από την παραμονή των Beatles στην Αθήνα το 1969

Σταυρούλα Παναγιωτάκη
24’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αλέξης Μάρδας: Η μυθιστορηματική ζωή του άνθρωπου που έζησε δίπλα στους Beatles για δύο και πλέον δεκαετίες. 

Έμαθα για το θάνατο του Αλέξη Μάρδα πριν δύο ημέρες από τις ειδήσεις. Τον βρήκε, έλεγαν, ο θυρωρός του στο σπίτι του στο Κολωνάκι. Δεν μου άρεσε αυτό που άκουγα. Είχε μια πολύ περιπετειώδη (κάποιοι θα την έλεγαν «γκλάμορους») ζωή και δεν μου άρεσε που έφυγε (αν έφυγε) μόνος. Μέναμε κοντά αλλά τον είχα χάσει κι εγώ πολλά χρόνια. Όταν λέω «πολλά» εννοώ από τα μακρινά 90s όταν συναντηθήκαμε για να του κάνω μια συνέντευξη για το περιοδικό «Γυναίκα» στο οποίο δούλευα τότε. Μου είχε δοθεί η παραγγελία από τον τότε εκδότη μου, Άρη Τερζόπουλο και πρέπει να πω ότι έγινε γρήγορα, δεν είχα προλάβει να μάθω πολλά πριν τον συναντήσω. Συναντηθήκαμε, αν θυμάμαι καλά, δύο ή τρεις φορές στο γραφείο του στο Κολωνάκι. Θυμάμαι έναν γαλήνιο άνθρωπο, απίστευτα ευγενικό με τρομερά σιγανή φωνή, ίσα που κατάφερε να γραφτεί αυτή η φωνή στο καβουρδιστιράκι που είχα τότε για μαγνητόφωνο.
Πρέπει να πω ότι είχαν ένα γοητευτικά μυθιστορηματικό χαρακτήρα αυτοί οι μονόλογοι και τους άφησα να κυλήσουν έτσι. Για πολλές ώρες ο Αλέξης με ταξίδευε όλο τον πλανήτη από το Λονδίνο, στην Ινδία, στην Ισπανία, στην Ύδρα… έμοιαζαν όντως οι διηγήσεις του Magic Alex με ένα Magical Mystery Tour. Θα το διαπιστώσετε κι εσείς παρακάτω. Πριν κλείσω θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μια μικρή λεπτομέρεια: Έγινε η συνέντευξη, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό, δεν τον ξανασυνάντησα. Δύο μήνες μόνο μετά, έλαβα ένα πακέτο στο γραφείο που είχε μέσα ένα σούπερ ντούπερ μαγνητόφωνο για εγγραφές υψηλής πιστότητας και ένα μικρό σημείωμα που έλεγε «Για να μην ταλαιπωρείσαι στην ωραία δουλειά που κάνεις. Αlex.». Ήταν τόσο hi tech το δώρο, είχε τόσα πολλά κουμπάκια και φωτάκια και μικροφωνάκια και ένα οδηγό χρήσης 100 σελίδων που πανικοβλήθηκα εντελώς. Σήμερα που το ξανάψαξα το βρήκα ακόμα στο κουτί του. Δεν πρόλαβα να του πω ευχαριστώ.
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, μια νεαρή πανέμορφη Εγγλέζα αριστοκρατικής καταγωγής, η Μάριαν Φέηθφουλ, κόρη ενός πλούσιου Άγγλου και μιας βαρόνης αυστριακής καταγωγής, παντρεύεται στο Λονδίνο τον εφηβικό της έρωτα, έναν εξαιρετικό φοιτητή Φυσικής του Καίμπριτζ, τον Τζων Ντάνμπαρ. Από τον γάμο τους θα αποκτήσουν έναν γιο, τον Νίκολας, αλλά λίγο καιρό αργότερα η ανήσυχη Μάριαν διαπιστώνει ότι η ζωή που διάλεξε δεν της ταιριάζει και διαλύει αυτή τη σχέση, αφού προηγουμένως έχει φροντίσει να γνωριστεί, μέσω του συζύγου της, με τον μάνατζερ των Ρόλιγκ Στόουνς, ο οποίος θα γίνει η αφορμή για να συναντήσει τον μοιραίο άνδρα της ζωής της, τον Μικ Τζάγκερ. Κι ενώ η Μάριαν, ως Sister Morphine, γίνεται η μούσα των Στόουνς , ο πρώην σύζυγος της, που του κόστισε ο χωρισμός, αποφασίζει να αφήσει τη Φυσική και να ασχοληθεί με τις αγοραπωλησίες έργων τέχνης, εκμεταλλευόμενος τις γνώσεις του και τις πολύ καλές γνωριμίες του με τα καλλιτεχνικά κυκλώματα εκείνης της εποχής. Μαζί με τον συνέταιρο του Πήτερ Άσερ ανοίγουν στο κέντρο του Λονδίνου μια γκαλερί με το όνομα Ίντικα, στο διπλανό ακριβώς κτίριο από το μυθικό κλαμπ Μέησους Γυάρντ, έναν από τους πιο διάσημους τόπους συνάντησης των ροκ συγκροτημάτων της εποχής. Αν ο Ντάνμπαρ είχε τις γνωριμίες, ο Πήτερ Άσερ είχε τα μέσα. Εκείνο τον καιρό η αδελφή του, Τζέην Άσερ, ήταν η επίσημη αγαπημένη του Πωλ Μακ Κάρτνεϋ. Ο Πωλ θα φέρει στην γκαλερί τον Τζων (Λένον), ο Τζων τον Μπράιαν (Τζόουνς), ο Μπράιαν τον Μικ κοκ. Σε λίγους μήνες η Ίντικα γίνεται ένα από τα πιο περιζήτητα στέκια, αφού μπορούσε κανείς εκεί να συναντήσει μυθικά ονόματα της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας. Οι ιδιοκτήτες της γκαλερί φρόντιζαν να διατηρούν τον μύθο. Την παραμονή των εγκαινίων κάθε έκθεσης διοργάνωναν μια ιδιωτική συγκέντρωση αποκλειστικά για τους υψηλούς θαμώνες και για κάποιους στενούς φίλους που είχαν το προνόμιο να περάσουν από την πόρτα εκείνη την βραδιά. Μια τέτοια ευκαιρία εκμεταλλεύτηκε ένα βράδυ του Νοέμβρη του 1966 η Γιόκο Όνο, για να γνωρίσει τον Τζων Λένον και να κάνει το όνομα Ίντικα να περάσει στον χώρο του θρύλου.

Ο Αλέξης Μάρδας φωτογραφημένος από τον Τάκη Διαμαντόπουλο στη διάβαση της Ηρώδου Αττικού το 1995 σε στυλ “Abbey road”

Στην ίδια αυτή γκαλερί, γύρω στο 1964, ο Λένον άκουσε για πρώτη φορά τον Μπράιαν Τζόουνς και τον Τζων Ντάνμπαρ να του μιλούν για κάποιον Έλληνα, εξπέρ στα ηλεκτρονικά και στις ηλεκτρονικές εφευρέσεις, που ήταν γνωστός στους βρετανικούς μουσικούς κύκλους με το όνομα Magic Alex. Ένα χρόνο αργότερα, ο βρετανικός Τύπος μιλά για τη «φωτομηχανή του Μαγικού Αλέξη», ένα ηλεκτρονικό σύστημα που μετέτρεπε τη μουσική σε φως, μια πρωτότυπη ιδέα για την εποχή, που βασιζόταν στις εφτά νότες του πενταγράμμου και στα εφτά χρώματα του φάσματος του φωτός, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στη μεγάλη ευρωπαϊκή τουρνέ των Ρόλιγκ Στόουνς, το ΄65. «Ήμουν έτοιμος να ταξιδέψω ως την Σουηδία, απ όπου θ άρχιζε η τουρνέ», θυμάται σήμερα ο Αλέξης, «αλλά τα σχέδιά μου ακύρωσε μια γνωριμία. Ο Λένον είχε ζητήσει από τον Ντάνμπαρ να με γνωρίσει, και κλείσαμε ένα ραντεβού στο σπίτι του δεύτερου χωρίς να γνωρίζω ποιον θα συναντήσω. Ήταν τότε η χρυσή εποχή των Σκαθαριών, το φαινόμενο της μπητλμάνιας ξεπερνούσε κάθε φαντασία, αλλά εγώ δεν είχα παρακολουθήσει από κοντά το φαινόμενο, γνώριζα απλώς τα τέσσερα παιδιά με τα κοντά μαλλιά από τις φωτογραφίες στον Τύπο. Μ' ενδιέφερε κυρίως η κλασσική μουσική και η έρευνα στα ηλεκτρονικά.

Στα γραφεία της Apple

Ο άνθρωπος που μου σύστησε εκείνο το βράδυ ο Ντάνμπαρ λεγόταν Τζων, είχε μακριά μαλλιά, μουστάκι, φορούσε κάτι σιδερένια στρογγυλά γυαλάκια και καμιά σχέση δεν είχε με τις φωτογραφίες που γνώριζα. Αρχίσαμε μια συζήτηση, που κράτησε ως αργά τη νύχτα, σχετικά με τον Βουδισμό, το Ζεν, την Αστρολογία, θέματα που ενδιέφεραν όλους μας εκείνη την εποχή, και προς το τέλος της βραδιάς ο Τζων μου προτείνει να τον συνοδεύσω σ ένα μέρος που έπρεπε να πάει. Μπήκαμε σε μια τεράστια Ρολς Ρόυς και φθάσαμε μπροστά σ ένα εργοστάσιο που δεν ήταν, βέβαια, άλλο από το περίφημο Ράουντ Χάους, έναν παλιό σταθμό τραίνων που είχε μετατραπεί σε χώρο για μεγάλες μουσικές εκδηλώσεις. Υπήρχαν τουλάχιστον 15 χιλιάδες άτομα μέσα, που παρακολουθούσαν διάφορα συγκροτήματα στη σκηνή. Έγχρωμες διαφάνειες προβάλλονταν πάνω σε κάτι άσπρα μπαλόνια που κρέμονταν από την οροφή, και μέσα σ αυτόν τον γενικότερο χαμό κάποια στιγμή βρεθήκαμε πάνω στην εξέδρα. Εκεί συνειδητοποίησα με ποιον μιλούσα τόση ώρα. Ξαφνικά η μουσική σταμάτησε, κι όλος αυτός ο κόσμος έστρεψε το βλέμμα επάνω του. Ακολούθησαν σκηνές υστερίας. Όλοι προσπαθούσαν να τον αγγίξουν, να πάρουν κάτι απ αυτόν, να τον πλησιάσουν. Για πρώτη φορά έβλεπα από κοντά όσα ως τότε διάβαζα στον Τύπο και μου φαίνονταν υπερβολές».

Με τον Πωλ στο αυτοκίνητο

Η βραδιά εκείνη ήταν η αρχή μιας γνωριμίας και μιας φιλίας που κράτησε 20 και πλέον χρόνια, και, όπως λέει ο Αλέξης, καθόρισε και σφράγισε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
«Κοντά τους έμαθα πράγματα που δεν μου τα είχε δείξει και δεν μου τα είχε μάθει κανείς ως τότε». Έκτοτε, η ζωή του Αλέξη Μάδρα κινήθηκε σε μια ροκ ατμόσφαιρα σκηνικών και αισθημάτων που λίγοι ίσως είχαν την ευκαιρία να ζήσουν. Κοντά στους Μπητλς , είτε με την ιδιότητα του συμβούλου, είτε με την ιδιότητα του φίλου, ο Αλέξης έζησε σε πρώτο πλάνο και από τα μέσα τα άγρια χρόνια του ’60 και του ’70, αλλάζοντας πρωτεύουσες και εμπειρίες. «Νομίζω» με διαβεβαιώνει ένας φίλος του «ότι ο Αλέξης ήταν ίσως ο μόνος, εκτός από τον Μπράιαν Επστάιν που δεν ζει πια, που ήξερε τόσο καλά και τόσο από μέσα την υπόθεση των Μπητλς». «Γνώρισα τον Λένον επιτυχημένο και φτασμένο», ισχυρίζεται ο Αλέξης, «δεν τον δημιούργησα εγώ. Αυτή ήταν δουλειά του Επστάιν. Ούτε τον διάλεξα εγώ. Ο Λένον ήταν εκείνος που πίστευε ότι υπάρχει κάποια μαγεία, κάποια χημεία μεταξύ μας, στο μυαλό και στις ψυχές μας, και κάποια κοινά ενδιαφέροντα. Το γεγονός ήταν ότι ανεξάρτητα από τους λόγους που μας έφεραν κοντά, η σχέση ήταν τριπλή: φιλική, επαγγελματική και πατρική.

Αναμνηστική φωτό με τον Πωλ και τον Λένον

Ο Τζων έζησε στερημένα παιδικά χρόνια, μέσα σε μια προβληματική οικογένεια, ουσιαστικά εγκατέλειψε το σχολείο, είχε ανάγκη τη φιλία με έναν άνθρωπο ισχυρότερου χαρακτήρα, που να μπορεί να τον συμβουλεύει και να τον εμπιστεύεται. Κάποια στιγμή άρχισαν να με συμβουλεύονται σε θέματα μάνατζμεντ, αφού εκείνο τον καιρό ο Επστάιν, που διηύθυνε το γραφείο, είχε ήδη αρχίσει να κουράζεται και να χαλαρώνει. Οι ίδιοι δεν είχαν ιδέα από τέτοια θέματα. Έγινα κατά κάποιο τρόπο ο επαγγελματικός τους σύμβουλος, ο συνοδός τους στα ταξίδια. Πήγαμε μαζί στις Ινδίες να συναντήσουμε τον Μαχαρίσι, ξαναπήγαμε για να κάνουν αποτοξίνωση. Δούλευα σκληρά πολλές ώρες καθημερινά στο γραφείο και ταυτόχρονα έπρεπε να είμαι κοντά τους. Είχε αρχίσει να με κουράζει αυτός ο ρόλος και να με απομακρύνει από αυτό που πραγματικά ήθελα, να ασχοληθώ, δηλαδή, με την έρευνα στα ηλεκτρονικά»
Ήταν η εποχή που αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα για να ηρεμήσει, πιστεύοντας ότι στην Αθήνα του 1969 κανείς δεν θα είχε διάθεση να τον κυνηγήσει. Ήταν αρχές Μαίου όταν ο Αλέξης έφτασε στο σπίτι των γονιών του στου Παπάγου. Όμως, την επόμενη κιόλας μέρα ένα τηλεφώνημα από το Λονδίνο τον πληροφορεί ότι οι Μπητλς είχαν ήδη επιβιβαστεί στο αεροπλάνο και σε μιάμιση ώρα θα προσγειώνονταν στο Ελληνικό.

Η άφιξη τους στο αεροδρόμιο του Ελληνικού τον Μάιο του 1969

«Στην αρχή νόμιζα ότι πρόκειται για φάρσα, δεδομένου ότι οι Μπητλς δεν ταξίδευαν ποτέ με το ίδιο αεροπλάνο και οι τέσσερις. Επιπλέον, υπήρχαν συμβόλαια που τους δέσμευαν πότε θα φύγουν. Όταν πια βεβαιώθηκα για το ταξίδι, άρχισε ο πανικός. Ήξερα ότι κι αυτή τη φορά θα ταξίδευαν με μια βαλίτσα ναρκωτικά, μια και κάπνιζαν ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς εκείνο τον καιρό, ήξερα ότι τα πράγματα ήταν άγρια στην Ελλάδα και ότι αν τους έπιαναν θα τους έβαζαν μέσα, πράγμα που θα δημιουργούσε σάλο στην Αγγλία- και όχι μόνο εκεί. Βρήκα κάποιον από τη κυβέρνηση, του εξήγησα και -ω! του θαύματος-  μπροστά στην προβολή που θα γινόταν στη χώρα με την τόσο επιβαρυμένη εικόνα, δέχτηκε να τους επιτρέψει την είσοδο χωρίς έλεγχο. Η είδηση είχε ήδη διαδοθεί, ήταν αδύνατο να τους βρω ξενοδοχείο όπου θα μπορούσαν να καταλύσουν ήρεμα. Φτάνω στο αεροδρόμιο και ύστερα από συνεννόηση με τον προϊστάμενο, το αεροπλάνο προσγειώνεται σε ένα απόμερο σημείο, αλλά το θέαμα που βλέπω στις σκάλες με αφήνει άναυδο.

Από την άφιξη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού το 1969. Σε πρώτο πλάνο η Σύνθια Λένον, πίσω της ο Πωλ Μακ Κάρτνεϋ κρατάει στο χέρι τον μικρό Τζούλιαν Λένον, και πίσω ο μπαμπάς Τζων με μια τσάντα στο χέρι.
Το ζεύγος Λένον μαζί με τον Αλέξη έξω από τη Βουλή σε αναμνηστική φωτογραφία, λίγο μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα το 1969.
Με τον Λένον στους δρόμους της Αθήνας, 1969
Με τον Λένον και τη Γιόκο στους δρόμους της Αθήνας, 1969

Δεν είχαν φθάσει 4 αλλά 34 συνολικά άνθρωποι της συνοδείας. Οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, ο Λένον και η Σύνθια είχαν φέρει μαζί τους τον μικρό Τζούλιαν, οι γραμματείς, οι κομμωτές, οι φιλενάδες, οι ρόαντ μάνατζερ, και μια νταλίκα με τα μουσικά όργανα. Δεν ήξερα που θα τους χωρέσω όλους αυτούς, και για να αποφύγω τον πανικό, πρότεινα στους γονείς μου να πάνε στο ξενοδοχείο για να ελευθερωθεί το σπίτι στου Παπάγου με τα τρία υπνοδωμάτια. Γρήγορα μεταμορφώθηκε σε κοινόβιο γεμάτο στρώματα, εκεί έτρωγαν, εκεί έγραφαν μουσική.

Μια κρουαζιέρα στα νησιά του Αιγαίου. Ο Πωλ Μακ Κάρτνεϋ σε τσακίρ κέφι σέρνει το χορό με τη βοήθεια του Έλληνα φίλου του.

Πλάκα 1967. Δεξιά η Σύνθια Λένον, δίπλα της ο διάσημος τραγουδιστής της ποπ Ντόνοβαν με την κιθάρα του, παραδίπλα ο Λάκης Παππάς και αριστερά ο Αλέξης Μάρδας με μούσια και μαλλιά.
Στη περιοδεία τους ανά την Ελλάδα φιλοξενούμενοι του Μάρδα

Ύστερα από ένα δεκαπενθήμερο, κι επειδή έβλεπα ότι δεν είχαν σκοπό να φύγουν, ζέσταινε και ο καιρός, τους προτείνω να νοικιάσουμε ένα κότερο και να φύγουμε στο Αιγαίο, πράγμα που τους ενθουσίασε. Σε κάθε στάση μας σε κάποιο νησί επικρατούσε το αδιαχώρητο, και οι Μπητλς μέσα στην καταναλωτική μανία που τους είχε πιάσει σκέφτηκαν να αγοράσουν κι ένα ξερονήσι και να ζήσουν εκεί για πάντα. Σχέδιο που ναυάγησε, βέβαια, όταν μερικές μέρες αργότερα αναγκάστηκαν να επιστρέψουν επειγόντως στο Λονδίνο μετά τον ξαφνικό θάνατο του Επστάιν».
Ο Αλέξης αποφάσισε να μείνει για λίγο ακόμα στην Ελλάδα, αλλά τα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα του Λένον, σύμφωνα με τη διήγηση του, τον έπεισαν να γυρίσει πίσω. «Δεν ήταν μόνο επαγγελματικοί οι λόγοι που με γύρισαν πίσω. Από μια στιγμή και μετά κατάλαβα ότι η σχέση μου με τους Μπήτλς ήταν σχέση εξάρτησης, πατρικής θα έλεγα, παρότι είχαμε την ίδια ηλικία. Ήμουνα ίσως πιο ώριμος απ αυτούς, γιατί είχα ζήσει περισσότερα πράγματα, είχα διαβάσει, είχα ταξιδέψει πιο πολύ στη ζωή μου».
Γιος στρατιωτικού από την Ανατολική Ρωμυλία, ο Αλέξης Μάρδας γεννήθηκε το ΄42 στην Αθήνα. Με τον Εμφύλιο βρέθηκε σ ένα χωριό να παρακολουθεί την πρώτη τάξη του Δημοτικού, γιατί ο πόλεμος δεν τους άφηνε να επιστρέψουν στην Αθήνα. Στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου σταμάτησε να πηγαίνει σχολείο, για τον απλό λόγο ότι δεν έβρισκε κανένα ενδιαφέρον. «Όταν εξάντλησα τον Ιούλιο Βέρν και την Πηνελόπη Δέλτα άρχισα να διαβάζω εγκυκλοπαίδειες. Στο γυμνάσιο ήξερα ήδη πολύ καλή φυσική και χημεία και στο σπίτι είχα φτιάξει ένα ολόκληρο εργαστήριο για να κάνω τα πειράματα μου. Το σχολείο όμως μ ενοχλούσε πολύ. Δεν έβλεπα για ποιον λόγο θα έπρεπε να απομνημονεύω το ύψος της Πίνδου και να μη ξέρω απλώς πώς να ψάξω να το βρω στο βιβλίο όταν το χρειαστώ. Αφήστε που δεν καταλάβαινα πότε θα μου χρειαζόταν στη ζωή το ύψος της Πίνδου! Ο Τάσος Λιγνάδης, που τον είχα δάσκαλο, ήταν ο πρώτος που μου είπε ότι ίσως χάνω τον καιρό μου στο σχολείο. Δώδεκα ετών, πρόσκοπος ακόμα, αποφάσισα να κάνω το γύρο της Ευρώπης με ώτο-στοπ. Όταν γύρισα, μετά από δύο μήνες, το σχολείο μου φάνηκε τόσο λίγο και τόσο μικρό! Αποφάσισα να το διακόψω. Δεν μ ενδιέφερε να πάρω ένα χαρτί, αλλά να μάθω. Πήρα απολυτήριο τιμής ένεκεν, αφού πρώτα είχα κάνει σεμινάρια και διαλέξεις σε δύο ξένα πανεπιστήμια. Έφυγα από την Αθήνα, γύρισα λίγο στην Ευρώπη και επέστρεψα για τη στρατιωτική μου θητεία. Μετά τον στρατό, έφυγα από την Ελλάδα. Αισθανόμουν ότι δεν με χώραγε. Μου πήγαινε το χρώμα του ουρανού, η θάλασσα, οι πέτρες, η γλώσσα, όχι όμως η νοοτροπία. Έφυγα, αλλά γύριζα κάθε σαββατοκύριακο. Κατέβαινα στην Ελλάδα, όχι στην Αθήνα. Από το αεροδρόμιο έφευγα γραμμή για τα νησιά».
Στο Λονδίνο βρέθηκε γιατί τον ενδιέφερε η έρευνα στα ηλεκτρονικά. «Μ' ενδιέφερε να δημιουργήσω μια απόλυτα ερευνητική ομάδα. Εκείνη η εποχή συνέπιπτε με το ξεκίνημα των ηλεκτρονικών. Το γραφείο στην Αγγλία ήταν ένα προχωρημένο εργαστήριο ερευνών που διέθετε τα πιο δυνατά μυαλά εκείνη την εποχή. Ασχολήθηκα με το μάνατζμεντ της εταιρίας των Μπητλς, αλλά δεν τύπωσα ποτέ κάρτα ως μάνατζερ σε τεχνικά θέματα, έκανα τις συμβάσεις. Το μάνατζεμεντ  ήταν συλλογικό και δεν γινόταν ποτέ από έναν άνθρωπο. Σ όλη μου τη ζωή δήλωνα ερευνητής, κι αυτό γράφει το διαβατήριο μου. Ένα μεγάλο ποσοστό του χρόνου μου το διέθετα στην έρευνα. Απ αυτή βγήκαν γύρω στις δυόμισι χιλιάδες πατέντες, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, και τουλάχιστον οι μισές απ αυτές εφαρμόζονται σήμερα στη βιομηχανία. Παράλληλα, συμμετείχα και σε άλλες εταιρίες, με διαφορετικές ιδιότητες. Για πολλά χρόνια υπήρξα σύμβουλος διαφόρων κυβερνήσεων στην Ασία, Νότια Αμερική και Αφρική. Στις Ινδίες ήμουνα σύμβουλος της κυβέρνησης Γκάντι σε θέματα ατομικής ενέργειας και ήταν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα προγράμματα που είχα ποτέ. Έχω εργαστεί αρκετό διάστημα στην Περσία, πριν από την επανάσταση, επί Σάχη, για την εκβιομηχάνιση της χώρας. Στην Ισπανία εργάστηκα σ ένα πρόγραμμα της πολιτικής αεροπορίας. Σήμερα (σ.σ.1995) είμαι πρόεδρος σε τρία διαφορετικά γκρουπ εταιριών, όπως η ICC, μια εταιρεία που έχει έδρα το Λονδίνο και παρέχει συμβουλές μάνατζμεντ σε προβληματικές εταιρίες και οργανισμούς».

Αθήνα 1969. Από τη δεύτερη επίσκεψη των Μπητλς στην Αθήνα. Από δεξιά διακρίνεται η πρώτη σύζυγος του Αλέξη, Φρόσω, ο Αλέξης, ο δημοσιογράφος Σπύρος Καρατζαφέρης, το ζεύγος Λένον και η Ευσταθία Ναυπλιώτη.
Από το γάμο του στο Λονδίνο με κουμπάρους τον Λένον και τον Ντόνοβαν
Στον πρώτο του γάμο με την Φρόσω Δοξιάδη στην εκκλησία στο Λονδίνο

Το 1968, όταν ο Αλέξης επιστρέφει στο Λονδίνο, ύστερα από πρόσκληση των Μπητλς, μαζί με το μάνατζμεντ που αναλαμβάνει να αναδιοργανώσει, αποφασίζει να κάνει το ίδιο και στη ζωή του. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου παντρεύεται στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία του Λονδίνου την Ευφροσύνη (Φρόσω) Δοξιάδη, κόρη του Ντίνου Δοξιάδη, με κουμπάρο τον Τζων Λένον και τον Ντόνοβαν, και ένα χρόνο μετά γεννιέται η πρώτη του κόρη. «Παντρεύτηκα την Φρόσω όταν ήταν πολύ νέα. Όμως δεν την έβλεπα όσο ήθελα λόγω της δουλειάς μου. Άρχισα να νοιώθω ότι έπρεπε να δώσω περισσότερο χρόνο στην οικογένεια μου. Εργαζόμουν πολύ σκληρά, δεν γίνονταν όλα. Το κουβέντιασα με τον Τζων. Είχαμε όμως ήδη δημιουργήσει την Apple, μια εταιρία όπου είμαστε και οι 5 μέτοχοι και είχε πέντε τομείς: μουσική, ταινίες, ηλεκτρονικά, ενδύματα και προμόσιον». Το μήλο της Apple έγινε γρήγορα το πιο εύκολα αναγνωρίσιμο σήμα εταιρίας στον κόσμο.

Στο γραφείο του φωτογραφημένος από τον Τάκη Διαμαντόπουλο με φόντο τα μήλα σαν αναφορά στην δισκογραφική Apple

Ο Αλέξης Μάρδας θυμάται το βράδυ που έψαχναν να βρουν το όνομα της. «Καθόμασταν σ ένα δωμάτιο και επί τέσσερις ώρες προσπαθούσαμε να σκεφτούμε ένα όνομα. Είχαμε ξεπεράσει κάθε όριο, έπρεπε να το βρούμε σε πέντε λεπτά. Ξαφνικά, ο Πώλ πείνασε, πήγε ως το ψυγείο και γύρισε κρατώντας στο χέρι ένα μήλο. Apple, αυτό ήταν! To όνομα είχε βρεθεί».
Μπορεί οι Μπητλς τα επόμενα χρόνια να διαλύθηκαν, αλλά η Apple δεν διαλύθηκε ποτέ.

Με τον Χάρισον και τον Ρίνγκο

«Υπάρχει και δουλεύει κανονικά στο Λονδίνο. Ο καινούργιος δίσκος των Μπητλς που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες, με ανέκδοτα κομμάτια που βρέθηκαν στο BBC, βγήκε με το λογότυπο της Apple. Η Apple συνεχίζει να εισπράττει τα δικαιώματα για τη σύνθεση των τραγουδιών του γκρουπ σε όλο τον κόσμο. Έχει να διαχειριστεί μια τεράστια περιουσία που αφορά επενδύσεις στον βιομηχανικό τομέα, σε αγορά γης κλπ. Την Apple Films πήρε ο Τζώρτζ Χάρισον και δημιούργησε την Hand Made Productions, γιατί τον ενδιέφερε πια να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Ταινίες όπως «Ένα ψάρι που το λέγανε Γουάντα» ή «Η ζωή του Μπράιαν» είναι δικές της παραγωγές».

Ο Αλέξης ανάμεσα στον Λένον και τον Χάρισον

Το 1970 το θρυλικό γκρουπ αποφασίζει να διαλυθεί και, όπως λέει ο συνεργάτης τους, «ήταν το καλύτερο πράγμα που είχαν να κάνουν. Ήταν μια ενέργεια προγραμματισμένη και πάρθηκε με κοινή απόφαση. Γράφτηκαν πολλά, αλλά κανείς δεν ξέρει πραγματικά την αλήθεια, έτσι όπως θα σας την περιγράψω. Τι ήταν οι Μπητλς στην πραγματικότητα; Μια ομάδα τεσσάρων παιδιών από το Λίβερπουλ, που σε ηλικία 17-18 χρονών συμβαίνουν στη ζωή τους τα πάντα. Γίνονται ξαφνικά δισεκατομμυριούχοι, Ιππότες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στα είκοσι. Ως καλλιτέχνες χάλασαν κόσμο. Η μπητλμάνια ήταν μοναδικό φαινόμενο. Είχαν τις μεγαλύτερες πωλήσεις σε όλο τον κόσμο και προκάλεσαν τη μεγαλύτερη εισροή συναλλάγματος σε μια χώρα που εκείνη την εποχή το είχε πολλή ανάγκη. Τα είχαν όλα, εκτός από ένα: την προσωπική τους ελευθερία. Έγιναν δέσμιοι της φήμης τους. Δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν με τα αυτοκίνητα τους, δεν μπορούσαν να βγουν βόλτα στο δρόμο, να πάνε σινεμά, ένα περίπατο, δεν έβλεπαν κόσμο, ζούσαν στην απομόνωση. Στα ωραιότερά τους χρόνια, με τόσα λεφτά, δεν μπορούσαν να χαρούν τις πιο απλές χαρές της ζωής.
Εγώ δεν μπορούσα να τους βοηθήσω περισσότερο. Διηύθυνα με σκληρό τρόπο ένα μεγάλο γραφείο, έκανα έρευνα στα ηλεκτρονικά, παράλληλα είχα και μια σειρά από προσωπικές υποχρεώσεις. Μπροστά στα ναρκωτικά και στις απανωτές νευρικές κρίσεις, μόνη λύση ήταν η διάλυση. Αποφασίσαμε να το διαλύσουμε, να σταματήσουμε τις δημόσιες εμφανίσεις και την παραγωγή δίσκων. Με τη μουσική που είχαν γράψει και δεν είχαν εκδώσει ποτέ, είχαμε υλικό για τα επόμενα 50 χρόνια. Η Apple είμαστε εμείς, άρα μπορούσαμε να την ελέγχουμε, όμως η ιστορία του γκρουπ δεν πήγαινε άλλο. Δεν υπήρχε ανάγκη συντήρησης του μύθου, γιατί ο μύθος μπορούσε να αυτοσυντηρηθεί.

Στο λεωφορείο των Μπητλς σε πρώτο πλάνο ο Αλέξης με το μικρόφωνο στο χέρι

Νομίζω ότι ο κόσμος δεν είναι ώριμος ακόμα να ακούσει τη μουσική του Λένον που έχω αυτή τη στιγμή στα χέρια μου. Ο Λένον πήγαινε πολλά χρόνια μπροστά με τη μουσική που έγραφε. Νομίζω ότι οι Μπητλς δεν θα είχαν διαλυθεί, αν υπήρχε ένα συγκρότημα που να πίστευε έστω κι ένας από εμάς ότι θα μπορούσε να τους φτάσει.
Δεν είχαμε ανταγωνισμό, και η έλλειψη ανταγωνισμού σκοτώνει!». «Σε όλη μου τη ζωή» μου είχε πει ο Αλέξης Μάρδας στην αρχή της κουβέντας μας, «είχα μια αρχή. Να μη δουλέψω ποτέ στην Ελλάδα! Η Ελλάδα για μένα ήταν ένας πολύ όμορφος τόπος, ο πιο όμορφος ίσως του κόσμου, αλλά για διακοπές. Από τη στιγμή που δούλευες εδώ έπαυε να είναι όμορφος. Ήθελα πάντα να ξέρω ότι υπάρχει ένα μέρος όπου να μπορώ να πάω διακοπές, να πάω τους φίλους μου, να το χαρώ».

Ο Αλέξης Μάρδας ποζάρει στην αυλή του σπιτιού του στην Ύδρα

Την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του, την τήρησε σχεδόν για 5 δεκαετίες. Η βίλα που είχε φτιάξει, εν τω μεταξύ, στην Ύδρα αποτέλεσε σχεδόν για 20 χρόνια το πιο γκλάμορους ησυχαστήριο του διεθνούς τζετ-σετ. Από την Τζόαν Κόλινς, στην Φαράχ Ντιμπά, από τους Ρότσιλντ στους Ροκφέλερ, από την Τέηλορ στην Φοντέιν, από τους Μπητλς στους Μπητς Μπόυς, κανείς δεν έμεινε που να μη γευτεί τη γενναιόδωρη φιλοξενία του Αλέξη Μάρδα.

Τι έλεγε για το γάμο του με την Τάνια Τρύπη τότε

Σήμερα, στα 53 του χρόνια, ο Αλέξης ξαναγυρίζει στο παρελθόν, αθετεί για πρώτη φορά την αρχή του και παίρνει τη πιο ροκ απόφαση της ζωής του. Γνωρίζεται ένα βράδυ με την ηθοποιό Τάνια Τρύπη, και το επόμενο πρωί της κάνει πρόταση γάμου. «Όταν χώρισα από τη γυναίκα μου ύστερα από 7 χρόνια γάμου, ήξερα ότι θα ξαναπαντρευτώ. Οι φίλοι μου μάλιστα με προειδοποιούσαν ότι η καλύτερη εποχή της ζωής ενός άνδρα είναι ανάμεσα στον πρώτο και στον δεύτερο γάμο. Η κόρη μου έχει την ίδια ηλικία με την Τάνια, είναι μάλιστα και κατά ένα μήνα μεγαλύτερη, αλλά εγώ δεν βλέπω καμία διαφορά ανάμεσα στην Τάνια και σε μένα. Όταν δυο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, δεν παίζει κανένα ρόλο η ηλικία. Σημασία έχει πώς έχεις ζήσει, με ποιους έχεις ζήσει, τι κώδικες έμαθες να χρησιμοποιείς, τι παρέες έκανες, με ποιο τρόπο έμαθες να σκέφτεσαι. Δεν έχουμε διαφορά στους κώδικες μας. Είμαι πάντα πολύ ερωτευμένος με την Τάνια, λιώνω μαζί της. Ο ρόλος μου είναι πολλαπλός. Η Τάνια είναι και ερωμένη και γυναίκα και κόρη μου μαζί. Υπάρχουν στιγμές της μέρας που η Τάνια έχει την ανάγκη ενός πατέρα. Θέλει πατρική στοργή. Για μένα αυτός ο ρόλος είναι πάρα πολύ απλός, δεδομένου ότι παιδιά μου από τον πρώτο μου γάμο έχουν σχεδόν την ηλικία της. Με την κόρη μου είναι συνομήλικες ενώ με το γιο μου, που είναι 20 χρονών, κάνουν τη καλύτερη και πιο τρελή παρέα. Αυτή η σχέση μεταξύ τους, για μένα, ήταν μοναδική, γιατί έδωσε και σε μένα την ευκαιρία να ξαναβρεθώ με το γιο μου, επειδή όταν πήρα διαζύγιο, έμεινε με τη μητέρα του. Αγαπώ τα πάντα στην Τάνια. Πιστεύω ότι έχει πολλαπλά ταλέντα, αλλά δεν την παντρεύτηκα γι αυτό το λόγο. Ούτε η Τάνια ήξερε ποιος είμαι όταν με γνώρισε. Πιστεύω όμως ότι είναι πολύ καλή ηθοποιός, έχει εκπληκτική νέγρικη φωνή και χορεύει υπέροχα. Πιστεύω στο ταλέντο της και θα κάνω ότι μπορώ για να την βοηθήσω, εφ όσον βέβαια και αυτή θέλει να δουλέψει. Προς το παρόν ασχολείται με την κόρη μας, ένα υπέροχο μωρό 4 μηνών. Ο γάμος μας μπορεί να την βοήθησε, προσφέροντας της μια άνεση,  ώστε να μπορεί να διαλέγει τους ρόλους που της πηγαίνουν, και ήδη έχει επιλέξει κι έχει παίξει κάποιους από αυτούς στην τηλεόραση. Εγώ βέβαια θα ήθελα να κάνει καριέρα έξω από την Ελλάδα, γιατί μόνον εκεί νομίζω ότι υπάρχει ουσιαστικό θέατρο και κινηματογράφος. Αν συμφωνήσει, θα φύγουμε, με την προοπτική όμως πάντα να γυρίσουμε στην Ελλάδα».


Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Γυναίκα» τον Μάρτιο του 1995. Οι φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Αλέξη Μάρδα και το περιοδικό «Γυναίκα».