- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Φωτό: Χρήστος Διαμάντης
Κείμενο: Χάρις Γεωργίου
Δυο παράλληλες πορείες συναντώνται στη σκηνή του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου σε μια αμφιλεγόμενη συνεργασία, η οποία συζητήθηκε, θα συζητηθεί και θα μας απασχολήσει για πολύ καιρό. B.D. Foxmoor(Μιχάλης Μυτακίδης) και Φίλιππος Πλιάτσικας. Δύο άνθρωποι που εκπροσώπησαν διαφορετικά είδη μουσικής, καλούνται να ξεπεράσουν την πρόκληση του παντρέματος διαφορετικών ήχων. Δύο άνθρωποι τόσο κοντά και τόσο μακριά. Μεγαλωμένοι σε εξίσου «δύσκολες» συνοικίες της Αθήνας, «παιδιά της αλάνας», έμαθαν να επιβιώνουν στα δύσκολα, χάραξαν και χαράσουν ακόμα μουσικές πορείες, δημιούργησαν και δημιουργούν τάσεις.
Παρότι και οι δύο καλλιτέχνες έχουν κάνει και στο παρελθόν εξαιρετικά καινοτόμες συνεργασίες, δοκιμάζοντας είδη και ακούσματα και παντρεύοντας μελωδίες, η σύμπραξη αυτή έχει δημιουργήσει μία σύγχυση και πολλά ερωτηματικά. Πώς προέκυψε τελικά; Τι ακούμε τις Παρασκευές στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο;
Σε μια επίσκεψη στο Amberola Vinyl Store, μάθαμε και ακούσαμε για το πώς το low bap συνάντησε «Το rock της Δυτικής Όχθης», αλλά και για το που βγάζει το «Παραπόρτι».
Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία; Γνωριζόσασταν;
B.D.F. : «Να σου πω κάτι; Στις γειτονιές μας, υπάρχει ένα παράξενο πράγμα. Φίλοι ήμασταν και πριν. Στις γειτονιές μας, μόλις νιώσεις ότι ο άλλος είναι αδερφός, τότε κάνεις πράγματα. Με τον φίλο δε κάνεις πολλά. Πας για κάνα καφέ και λες κάνα «γεια», ξέρεις. Εμάς, μας ενώνουν πολλά παράλληλα πράγματα κι ας είμαστε από διαφορετικούς κόσμους.
Για μένα αυτό το πράγμα δουλεύει και ψυχοθεραπευτικά σε μία στιγμή που το έχω ανάγκη. Μόλις βρεθήκαμε το καλοκαίρι, τα είπαμε σχεδόν όλα μέσα σε τρεις κουβέντες που κάναμε μέσα στο διήμερο. Ευτυχώς βρεθήκαμε στην Κύπρο και είχαμε χρόνο να μιλάμε. Είπαμε σχεδόν τι έχουμε μέσα μας. Μου πε και το παράπονό του, ότι μας έχεις λούσει δυο-τρεις φορές. Είχα και στο μυαλό μου το θέμα με τον Ανεστόπουλο. Και με άλλους, όχι μόνο με το Θάνο. Και έβλεπα ότι δε περισσεύει κανείς. Και λέω αϊ γα…σου μ….α, ρίξε τα μούτρα σου και ξύπνα. Κάντο εσύ. Μη περιμένεις να το κάνουν οι άλλοι. Και πάνω σε αυτή τη φάση γίνεται συζήτηση. Όση ώρα, λοιπόν, το συζητάγαμε, εγώ σκεφτόμουν το κομμάτι. Δεν ήθελα να του πω από την πρώτη μέρα κάτσε ρε συ, έχω ένα κομμάτι να το κάνουμε παρέα. Μετά από λίγο του στέλνω κάτι, του λέω ρε συ αυτό, να κάνουμε ένα κομμάτι μαζί και όπου βγει. Στη συζήτηση πάνω μου λέει έχω κι εγώ κάτι. Ε τι στο διάολο, Αφού είναι να το κάνουμε έτσι, δε το κάνουμε παράσταση; Μη φανταστείς ότι είχαμε κάνα πλάνο. Ξέρεις που έπεσε μελέτη; Έπεσε μελέτη στις πρόβες..»
Φ.Π.: «Μα δεν παίζεται κανένα προηχογραφημένο. Εκτός από το πρώτο, όλα τα άλλα είναι με μπάντα»
B.D.F.: «Και αυτό είναι το πρωτόγνωρο. Δεν έχει σάμπλερ και τέτοια πράγματα.»
Φ.Π.: «Έχουμε κοινά βιώματα εμείς. Μεγαλώσαμε με ίδιες εικόνες. Σε διαφορετικές γειτονιές, αλλά αντίστοιχες γειτονιές και την ίδια εποχή. Ο Μιχάλης διάλεξε το δρόμο αυτό της low bap κι εμείς διαλέξαμε έναν άλλο δρόμο που ήταν μία μίξη από όλα αυτά που είχαμε στο κεφάλι μας. Ήταν ροκ, φυσικά. Με αυτά ξεκινήσαμε, αυτά ακούγαμε. Λαϊκή, γιατί είχαμε και τον κυρ Φώτη με το μεγάφωνο. Κάθε μέρα ακούγαμε Καζαντζίδη, Ζαγοραίο όλο το ρεπερτόριο… και παραδοσιακή που εγώ και όλοι μας δηλαδή, έχουμε μια ιδιαίτερη αγάπη, εγώ στα παραδοσιακά και κυρίως στα ηπειρώτικα έχω μεγάλη αγάπη. Όταν ακούω ηπειρώτικη μουσική από αυτούς που ξέρουνε, μου σηκώνεται η τρίχα δε μπορώ να κινηθώ. Εμείς κάναμε αυτή τη μίξη, λοιπόν. Τα παιδιά κάνανε αυτή την καινούρια σκηνή της low bap. Από τότε που τη βγάλανε, εγώ τον θεωρούσα και τον θεωρώ έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές αυτής της γενιάς – βέβαια, αυτό το λέω, όταν φεύγει από τη σκηνή. Τα καλά λόγια είναι σημαντικότερο να λέγονται και πίσω από την πλάτη του άλλου. Είναι αυτό που έλεγα πάντα. Έχω μεγάλη εκτίμηση στα λόγια που γράφει. Και το κάναμε με διαφορετικούς τρόπους, αλλά μεταφέραμε, και σε εμάς αποδείχθηκε σε αυτή την παράσταση, το ότι η μουσική ενώνει. Η μουσική είναι μία. Οι δογματισμοί, οι παρωπίδες, ακόμα και από αυτούς με άποψη, συντελούν στη δημιουργία σούπερ μάρκετ. Στο να βάλεις ταμπελίτσες στο σούπερ μάρκετ για να πουλάει πιο εύκολα. Η μουσική είναι μία. Και αυτό το είδαμε και στην παράσταση. Τις κοινές ρίζες, τα κοινά βιώματα. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Εγώ θα ήθελα να είμαι κιθαρίστας σε μπάντα low bap.»
B.D.F.: «Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που ακούω τα πάντα παγκοσμίως. Είμαι συλλέκτης μουσικής. Σαμπλάρω ότι μου φαίνεται καλό από οπουδήποτε, από αμπορίτζινανς μέχρι… Ιάπωνες. Είχα φτιάξει άμυνα, αυτή τη μαλακία, γιατί αλλιώς δεν την έβγαζες καθαρή. Κι έτσι πήρε η μπάλα και κάποιους ανθρώπους που αν τους είχα γνωρίσει, καλά έτσι πριν από δέκα χρόνια – άσε που εγώ πιστεύω στις στιγμές που γίνονται τα πράγματα - μπορεί να είχαμε κάνει κάτι άλλο. Αλλά όσο μεστώνει το πράγμα μέσα μας, γίνονται τα καλύτερα πράγματα. (Απευθυνόμενος στον Φίλιππο) Σου χω πάρει τον δίσκο του Κοέν για δώρο – πρέπει να τον ακούσουν όσοι είναι κοντά στα πενήντα, για να καταλάβουν, ότι τα καλύτερα πράγματα τα κάνεις πριν φύγεις πλήρης ημερών. Είναι συγκλονιστικό. Ο τύπος ήταν μέσα στο μικρόφωνο. Τέτοιο πάθος όπου σε κάποια στιγμή λέει, φεύγω κύριε. Και λες να μας αξιώσει η ζωή να πάμε έτσι. Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Και αυτό γίνεται μόνο χτίζοντας και με υπομονή. Γιατί τα μεγέθη που έχουμε εδώ δε σου δίνουν την άνεση να είσαι δημιουργικός μέχρι να πεθάνεις. Εδώ πρέπει να σκαρφιζόμαστε τρόπους για το πώς θα ζήσουμε. Δε θα πληρωθούνε ποτέ, δε θα μας γυρίσουν ποτέ τα πράγματα τα οποία έχουμε αφήσει και έχουμε μοιραστεί. Και δεν είναι εγωιστικό αυτό που σου λέω, είναι πραγματικό. Το ότι δεν έχει χρειαστεί να πάω στο μεροκάματο τα τελευταία είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια, δε σημαίνει ότι δε θα το έκανα αν χρειαζόταν. Αυτό δε μου λέει τίποτα. Επειδή επιζήσαμε, τι; πρέπει να λέμε και ευχαριστώ; Κατάλαβες; Υποτίθεται ότι έπρεπε από τις δομές της κοινωνίας και του χώρου να είμαστε έτσι, ώστε να μοιραστούμε ακόμα περισσότερα και πιο σπουδαία πράγματα. Εδώ πέρα, πρέπει να γίνεις ψυχαναγκαστικός για να πληρώνεις συνέχεια τίμημα. Ακόμα και οι σκύλοι το ζουν αυτό.»
Ο κόσμος πώς είδατε ότι το βλέπει αυτό το εγχείρημα;
B.D.F.: «Κοίτα εγώ θα σου πω από τους δικούς μου, από αυτούς που παρακολουθούν εμένα. Από αυτούς που ήρθανε. Ακόμα και η πιο δύσκολη κριτική, ήταν μια χαρά. Και έπαθα και σοκ με κάτι τύπους μεταλλάδες, με κάτι τύπους σκληρούς που με ακούνε μόνο για το στίχο, που όταν το πράγμα πάει σε άλλη μουσική δε ψαρώνουν με τίποτα, δε κουνιούνται και μου λένε ότι βρήκαν κάτι εσωτερικό, παρεΐστικο. Λέω μα**κα, αφού έχει περάσει σε αυτούς… Εκεί δείξανε ποιοι πραγματικά μας εμπιστεύονται, γιατί δε ξέρανε και αυτοί τι θα ακούσουνε».
Φ.Π.: «Ναι αυτοί που ήρθαν στην πρεμιέρα, πήγαιναν στο άγνωστο. Και είναι προς τιμήν τους που ήρθαν».
B.D.F.: «Αφού τα δέκα πρώτα τραγούδια χειροκροτάγανε και δε ξέρανε μετά τι θα ακούσουνε. Τους έβλεπες κοιτάζανε με αγωνία. Ωστόσο, μπήκες και εσύ …με το που ανεβαίνει πάνω παίρνει την κιθάρα του, δε λέει ούτε γεια, ούτε τίποτα. Ξεκινάει κομμάτι. Καινούριο. Που δε το ‘χουνε ξανακούσει. Στο τέλος χειροκροτήσανε. Ε, μετά γίναμε ένα, έγινε χαμός ας πούμε».
Φ.Π.: «Οι γιορτές, οι πραγματικές γίνονται μέσα από αυτό το φίλτρο. Όχι μέσα από το φίλτρο το επιφανειακό και το επί τούτου χαρούμενο, το χαζοχαρούμενο δηλαδή. Οι πραγματικές γιορτές γίνονται, όταν το φίλτρο είναι συνολικό, γιατί η ζωή είναι συνολική. Γιατί η ζωή δεν είναι μόνο χαρές. Είναι και μελαγχολία, είναι και κλάμα, είναι και δυσκολία. Και μάλιστα τραγουδώντας και λέγοντας τη δυσκολία, το δύσκολο, το ξορκίζεις. Αυτή είναι και η δικιά μας οπτική στα πράγματα και γι’ αυτό γίνεται και αυτή η παράσταση. Και σε αυτή τη φάση εγώ, και ο κάθε άνθρωπος, όχι μόνο εγώ, έχει και τις φάσεις του, αυτό που πιστεύει ότι υπηρετεί την κάθε φορά. Μέσα σε αυτό, δηλαδή, νιώθω μες τα νερά μου, είναι μια καινούρια κατάσταση για μένα μια αναγέννηση ουσιαστική, δε τη λέω έτσι τη λέξη, για να την πω. Γιατί ήρθε εξ ουρανού να ταράξει τα νερά τα δικά μου τα καλλιτεχνικά να με βάλει σε ένα δρόμο που πριν δω το Μιχάλη το καλοκαίρι δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσα να μπω. Και είναι ολοκαίνουριος δρόμος για μένα και έχω αναζωογονηθεί. Και είναι και η μπάντα που έχουμε, τρία παιδιά που είναι αυτά που πρέπει να είναι.
Είναι ο Νίκος ο Σάλτας, παίζει πιάνο και μαζί με το πιάνο παίζει στο αριστερό χέρι μπάσα από χάμον, παίζει ο Χάρης ο Μιχαϊλίδης κιθάρα ηλεκτρική, ο οποίος είναι απίστευτος κιθαρίστας και τύμπανα ο Λειβαδάς που είναι λες και έχει καταπιεί μετρονόμο, δε ξέρω με αυτό το παιδί.»
Υπάρχουν καινούρια τραγούδια, τα οποία δεν έχουμε ήδη ακούσει;
Φ.Π.: «Έχουμε ήδη φτιάξει δύο. Το ένα έχει ήδη κυκλοφορήσει, το άλλο θα κυκλοφορήσει. Το ένα σε λόγια του Μιχάλη - αυτό που θα κυκλοφορήσει, το άλλο σε λόγια δικά μου. Αλλά στο μέσον του τραγουδιού έχει φτιάξει ο Μιχάλης μια ενότητα που έρχεται σαν να μου απαντάει, ας πούμε. Η ιδιαιτερότητα αυτού του τραγουδιού είναι ότι είναι σε εννιά όγδοα, δηλαδή ζεϊμπέκικος ρυθμός, που δε το ‘χει ξαναδοκιμάσει ποτέ να ραπάρει σε τέτοιο ρυθμό και αυτή είναι η πρόκληση της φάσης που διαλέξαμε. Και είναι και ένας απολογισμός. Λέγεται «λογαριασμός». Και όλα αυτά που λέμε τόση ώρα είναι ένας «λογαριασμός». Για το τι έχουμε κάνει ως τώρα και για το τι επιθυμεί η ψυχή μας από εδώ και πέρα. Και συμβολίζει και αυτό που μας συμβαίνει. Κάνουμε ένα λογαριασμό για το τι έχουμε κάνει μέχρι τώρα και για το τι θέλουμε παρακάτω»
B.D.F.: «Πραγματικά, είμαστε στο κομβικό εκείνο σημείο για να σκαρώσουμε το μετά. Η παράσταση λέγεται «Παραπόρτι», γιατί για να πας στο μετά, πρέπει πραγματικά από κάπου να περάσεις. Και αν αυτό το κάπου δεν είναι σχηματισμένο ή το φαντάζεσαι ή το φτιάχνεις. Εμείς, λοιπόν, ανοίξαμε από την πλαϊνή την πόρτα και μπουκάραμε από εκεί στο μετά. Πραγματικά, χωρίς να σημαίνει ότι το μετά θα είναι σαν αυτό που κάνουμε, αλλά αποφασίσαμε να μπουκάρουμε στο μετά, μαζί»
Φ.Π.: «Για να επιστρέψω σε αυτό που έλεγα, σχετικά με το νέο κομμάτι, διάβασα εδώ και χρόνια, δυστυχώς δεν έχω σημειώσει το όνομα του γράφοντος, σε μία εφημερίδα το διάβασα. Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται είναι η σωματική έκφραση της ήττας, η απελπισία της ζωής το ανεκπλήρωτο ονειρο, είναι το δε τα βγάζω πέρα, το κακό που βλέπεις να έρχεται, το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων. Το ζεϊμπέκικο, ας πούμε, που φτιάξαμε εμείς, το φτιάξαμε έτσι, γιατί οι ρίζες που έχουμε εκ Μενιδίου ορμώμενος εγώ και εκ Περάματος ορμώμενος ο Μιχάλης, είναι τέτοια ζεϊμπέκικα. Στο ζεϊμπέκικο μένεις ακίνητος. Τα ζεϊμπέκικα που ‘χω δει από τον πατέρα μου και από το θείο μου το Μήτσο, είναι τέτοια ζεϊμπέκικα που είναι ακίνητοι. Δε κουνιόντουσαν. Καμιά φορά μόνο κουνούσαν τα χέρια τους και τα χτυπούσαν στο έδαφος για να ανοίξει η γη. Υπάρχει, βέβαια μια μερίδα του κόσμου, η οποία το βλέπει με αμηχανία και αντιπαρατίθεται σε αυτό. Όταν υπάρχει μια μερίδα, η οποία βλέπει το ζεϊμπέκικο ως αυτοπροβολή, μπορεί να αισθανθεί αμήχανα και επικριτικά απέναντι σε αυτό, βλέποντας την προσέγγιση της ουσίας του.»
B.D.F.: «Το ζεϊμπέκικο είναι η λύτρωση του αρσενικού, επειδή είναι αδύναμο σε σχέση με το θηλυκό. Η λύτρωση, το να περιγράψει την αδυναμία του μπορεί να γίνει μέσα σε αυτά τα 3 τετραγωνικά, που θα σε κινήσει. Είναι για μοναχικούς, όχι για μόνους. Όλα αυτά τα στοιχεία τα έχουμε σαν παραστάσεις καλές και ατόφιες, από εκεί που έπρεπε να τα έχουμε πάρει. Ο κώδικας είναι συγκεκριμένος. Τον έχουμε. Συναντηθήκαμε σε κάτι το οποίο αγαπάμε και οι δύο, αλλά δεν έχουμε κάνει ποτέ. Δεν έχει σημασία αν το πείραμα πέτυχε, σημασία έχει ότι η πρόθεση μας ήταν αυτή, ότι το ευχαριστηθήκαμε».
Φ.Π.: «Η δικιά μου αίσθηση για το «Παραπόρτι» για αυτή την πλαϊνή πόρτα, ή την πίσω, όχι την κεντρική, της καβάτζας, είναι η εξής. Εγώ αισθάνομαι γύρω μου εδώ και καιρό τώρα που τα ουρλιαχτά έχουν μεγαλώσει πολύ περισσότερο, ότι από την κεντρική πόρτα αυτό που φιλοξενείται είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που συζητάμε. Αυτό που είναι πρόθυμη να δεχτεί η κεντρική πύλη είναι εντελώς διαφορετικό, δεν είναι καθόλου πρόθυμη να δεχτεί με καλό μάτι πολλά από όσα κουβεντιάσαμε σήμερα. Εμείς θέλουμε να υπάρχει σήμερα, παρότι πολλοί, μπορεί να πουν διάφορα. Γι’ αυτό εκθέσαμε μέσα από αυτό το «Παραπόρτι» αυτά που έχουμε μέσα μας».
B.D.F.: «Αυτό που επιβάλλεται να εμπιστεύεσαι στον κώδικα, τον δικό μας, της αλάνας – που είπες κι εσύ πριν - της παλιάς γειτονιάς, του δρόμου.
Μου αρέσουν οι λέξεις που χρησιμοποιείς…
B.D.F.: «Και το καλαφάτισμα λέω συχνά – αλητάμπουρες είμαστε ακόμα, γιος καραβομαραγκού είμαι. Εγώ έχω ένα κριτήριο απλό. Υπήρχε πάντα, αλλά ήταν φιλτραρισμένο σαν άμυνα. Όταν θα πας σπίτι, άμα ακόμα ακούς τα λόγια του άλλου, πρέπει να είσαι κοντά και να κάνεις πράγματα. Και αυτά που λέγαμε στην πρόβα, τα άκουγα μετά σπίτι μου, ακόμα και όταν ήθελα να τα γαμ*σω όλα. Σου πα. Αλητάμπουρες ήμασταν και είμαστε. Δε γινήκαμε ξαφνικά κυριλέ. Ανά πάσα στιγμή εμείς είμαστε επιρρεπείς στο να κάνουμε τη μα**κία μας. Αλλά είναι καλό… που μπορούμε… πρώτη φορά συναντάω άνθρωπο – εκτός από τη Γιολάντα - που κάνουμε καλλιτεχνικά κάτι και μου λέει αυτό που πρέπει. Αυτό ήταν και ένα σημείο που μπορεί να του χει συμβεί. Πρέπει να το εμπιστεύεσαι αυτό. Και ότι σκέφτεται ο καθένας, δε μας αφορά πια στην ηλικία που είμαστε. Εμείς είμαστε πεπεισμένοι… μπορεί να μη ξαναγίνει κάτι σαν αυτό, μπορεί να πάει όσο πάει, αλλά εμείς δε γλιτώνουμε εύκολα ο ένας από τον άλλο. Αν μας ρωτήσει ένας άνθρωπος βιαστικά θα πω ότι τον ξέρω είκοσι χρόνια. Αυτοί οι έξι μήνες, είναι τόσο. Και άμα μου πεις για άλλους που τους ξέρω είκοσι χρόνια, θα σου πω καθόλου. Και παίζει ρόλο η στιγμή, οι συνθήκες, οι μνήμες»
Φ.Π.: «Είναι και το τι κουβαλάμε. Εγώ πιστεύω στη σκηνή πριν ακόμα κάνεις το πρώτο «α», μόλις ανέβεις, ο κόσμος καταλαβαίνει τι κουβαλάς, όλα όσα έχεις ζήσει.»
Οι παραστάσεις συνεχίζονται;
B.D.F. «Οι παραστάσεις έχουν ήδη ξεκινήσει δυναμικά, γι’ αυτό και θα συνεχίσουμε σίγουρα και τις Παρασκευές μέσα στον Ιανουάριο.»
Μεμονωμένα;
Φ.Π. «Πρόσφατα, ανακοινώσαμε την συνάντηση των Πυξ-Λαξ, το 2018 στο ΟΑΚΑ. Και δε το κάναμε, όπως νόμισαν πολλοί, για διαφήμιση. Το γεγονός ότι ανακοινώσαμε μία τέτοια επανένωση ενάμιση χρόνο πριν, είναι απλά για να δώσουμε με το δικό μας τρόπο το μήνυμα, με την αισιοδοξία αν θες, πως σε ενάμιση χρόνο, όλα θα είναι καλά.»
B.D.F.: «Έχει κυκλοφορήσει νέο άλμπουμ, το Armarima. Τώρα για το μέλλον, θα ήθελα να ασχοληθώ με την τριλογία του Aliva.»
Το «Talkback Festival»;
Β.D.F. «Θα έρθουνε και απέξω κάποια παιδιά. Είναι τελείως οικογενειακό και παρεΐστικο. Έρχονται φίλοι, παιδιά από Φιλανδία, από Γαλλία, θα είναι και τα γκρουπ τα δικά μας. Και έχει και μπάντες… αυτός ο Paleface, που φέρνουμε, ο Φιλανδός, είναι ένα παιδί έτσι, πολύ πολιτικοποιημένο, πήγε στο κοινοβούλιο στη Φιλανδία και μίλησε για την ελευθερία του λόγου, με παλαιστινιακό φουλάρι. Και αυτός όσα like έχει στο youtube, σε κάθε τραγούδι του, τόσα dislike έχει. Φαντάσου σε ένα βίντεό του, παίρνουν τους φασίστες τους βάφουν και τους πετάνε σε χωματερή. Αλλά τον μισούν και τον αγαπούν πάρα πολλοί. Αυτός είναι ένας τύπος που ‘χε κάνει επιτυχία με τους Bomfunk MC's, το «Freestyler», αν θυμάστε.»
Info:«Παραπόρτι». Από Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου και κάθε Παρασκευή, στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο
«Talkbalk Festival» Τετάρτη, 28 Δεκεμβρίου, στο «Kremlino», του Πειραιά