- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Του Γιώργου Μπάκα
Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Ziggy Stardust, το εξωγήινο φρικιό, η glam rock queen, ο μπον βιβέρ, ο βουδιστής, το τελειωμένο τζάνκι, ο μουσικός, ο ηθοποιός, ο ζωγράφος, ο σχεδιαστής ρούχων, ο παραγωγός, ο δισεκατομμυριούχος Μπόουι. Και οι δεκάδες περσόνες του συνεχίζουν να μας υπενθυμίζουν τη σημασία του να δρας και να δημιουργείς έξω από ρεύματα ή τάσεις.
Ροζ, ρουζ και Μπάροουζ. Ο δεκατριάχρονος Ντέιβιντ Τζόουνς περιδιαβαίνει ανήσυχος τους λασπωμένους δρόμους μιας κακόφημης συνοικίας του Μπρόμλι, κάπου στο νότιο Λονδίνο. Όλοι προσπαθούν να του επιβάλουν μια μικροαστική βρετανική ηθική, που του προκαλεί αναγούλες και τάσεις φυγής. Πολύ πριν αρχίσει να διαβάζει Νίτσε, αναπτύσσει αισθήματα αντιπάθειας για τα «τίμια ανθρωπάκια» που τον περιβάλλουν και βάζει στόχο ζωής να τα ξεπεράσει. Ο σχιζοφρενής αδερφός του, Τέρι, τον μυεί στην τζαζ και του κάνει πάσα το βιβλίο «Στον Δρόμο» του Τζακ Κέρουακ, θέτοντας τις θεμελιώδεις βάσεις για την καλλιέργεια μιας προσωπικότητας που θα αλλάξει τον κόσμο της μουσικής, που θα γίνει συνώνυμο της ποπ κουλτούρας και μετοχή στο χρηματιστήριο. Ο Ντέιβιντ γοητεύεται από τη γραφή του ειδώλου της γενιάς των μπίτνικ και παθαίνει ψύχωση με τους ήρωες Σαλ Πάρανταϊζ και Ντιν Μοριάρτι. Θέλει να τους μοιάσει.
Πώς προκύπτει από αυτή την ισχυρή μιμητική ροπή «η βασίλισσα» του glam rock, με τις ψηλοτάκουνες μπότες, τα σατέν κοστούμια και τα πολύχρωμα μαλλιά, είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί παρακάτω. Το νερό πάντως έχει μπει στο αυλάκι. Ξεκινάει μαθήματα σαξοφώνου, ζωγραφίζει μανιωδώς, κοιμάται ελάχιστα και αρχίζει να μελετά ενδελεχώς τον Τζον Κολτρέιν, τον Τσαρλς Μίνγκους, τον Μπάροουζ, τον Φερλιγκέτι, τον Γκίνσμπεργκ αλλά και τον Τζέι Ντι Σάλιντζερ. Από τον Μπάροουζ δανείζεται την τεχνική του cut up («μοντάζ εφαρμοσμένο σε συγγραφικό επίπεδο», όπως το αποκαλούσε ο ίδιος ο συγγραφέας) για να συνθέσει τους στίχους του. Από τον Σάλιντζερ δανείζεται το όνομα Zowie, που θα δώσει αργότερα στον γιο του, εμπνευσμένο από το βιβλίο «Franny & Zooey». Από τον κολλητό του Τζορτζ Άντεργουντ δανείζεται μια γροθιά, που θα του αφήσει μια μονίμως διασταλμένη κόρη, κάνοντας τα μάτια του να φαντάζουν ανομοιόχρωμα. Για χάρη μιας γυναίκας.
Η Οδύσσεια του διαστήματος
Η ανήσυχη φύση, η καλπάζουσα φαντασία, η υπερκινητικότητα και το ανεξάντλητο ταλέντο του Ντέιβιντ Μπόουι (αλλάζει το επίθετό του λόγω συνωνυμίας με τον Τζόουνς των Monkees) αδυνατούν να βρουν διέξοδο εκτόνωσης και τον αποπροσανατολίζουν διαρκώς. Ένα καλό ελάττωμα που διατηρεί σε μουσικό και εκφραστικό επίπεδο για το μεγαλύτερο διάστημα της καριέρας του, η οποία χαρακτηρίζεται από συνεχείς επαναπροσδιορισμούς, μουσικές καινοτομίες και νεωτεριστικές περφόρμανς. Γράφεται στις Καλές Τέχνες, τις εγκαταλείπει για να ασχοληθεί με τη διαφήμιση, φτιάχνει δικό του καλλιτεχνικό εργαστήρι, ξεκινάει παντομίμα και θέατρο, συμμετέχει σε μουσικούς διαγωνισμούς στην Ευρώπη, φτιάχνει διαρκώς καινούργιες μπάντες και τις διαλύει με την ίδια ευκολία.
Το μόνο που κρατά ακλόνητο είναι η υπέρμετρη φιλοδοξία του, η απερίγραπτη πίστη στον εαυτό του, που αγγίζει τα όρια της μεγαλομανίας, και ο φόβος της σταθερότητας και της πλήξης, γενεσιουργές αιτίες της πολυδιάστατης προσωπικότητάς του. «Θέλω να γίνω ο Σούπερμαν!» δηλώνει σε μια συνέντευξη αποκαλύπτοντας τις νιτσεϊκές καταβολές του. «Οι άνθρωποι θέλουν τα είδωλά τους και τους θεούς τους ρηχούς, σαν φτηνά παιχνίδια. Δείτε τους teenagers: τρέχουν σαν τα πρόβατα μασουλώντας τσίχλα και διαλέγουν ένα εφήμερο στιλ. Αυτό είναι το βάθος που θέλουν να φτάσουν».
Η μουσική τον ανταμείβει το 1969 με τον δίσκο «Space Oddity», εμπνευσμένο από την ταινία «2001: Space Odyssey» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, όμως η επιτυχία διαρκεί ελάχιστα. Ο Μπόουι αποφασίζει να αποσυρθεί και κλείνεται σε βουδιστικό μοναστήρι, ενώ ο αδερφός του Τέρι, που τον έχει μυήσει στον βουδισμό, έχει κλειστεί πιο νωρίς σε ψυχιατρείο (αυτοκτονεί το 1985). Ο διαλογισμός και η απόκτηση πειθαρχίας μέσω των θιβετιανών μοναχών τον επαναφέρει μέσα σε λίγους μήνες στο μουσικό γίγνεσθαι και τον προετοιμάζει ώστε να διαγράψει την καλλιτεχνική του πορεία όπως πάντοτε την ονειρευόταν.
Dr. David & Mr. Hyde
Χρυσό κουστούμι, πλαστικό τσόκαρο, κολλητό λευκό σορτς, καροτί μαλλί, μουσική υπόκρουση η 9η Συμφωνία του Μπετόβεν (ευθεία παραπομπή στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», που ο Μπόουι λάτρευε) και… Ziggy played guitar/ Jammin’ good with Weird and Gilly/ The spiders from Mars/ He played it left hand… Μπορεί ο Ντέιβιντ, που οι δάσκαλοι τον επέπλητταν για την αριστεροχειρία του, να μην κατάφερε να γίνει ο Σούπερμαν, αλλά καταφέρνει να μεταμορφωθεί γρήγορα σε ένα glam ερμαφρόδιτο ανθρωποειδές, το οποίο μεταφέρει από τον πλανήτη Άρη μια επιταγή άμεσης ανατροπής της μουσικής κουλτούρας και της βρετανικής ηθικής. «Θα κάνω τα πάντα, θα παίξω τα πάντα, θα πω τα πάντα, θα φορέσω τα πάντα για να γίνω σταρ. Αυτή ήταν η φιλοσοφία του», αποκαλύπτει ο βιογράφος του, Πολ Τρίνκα, στο βιβλίο «Starman».
Πιστός, λοιπόν, στη φιλοσοφία του, ο Μπόουι μεταμορφώνεται από Major Tom σε Ziggy Stardust, από Aladdin Sane σε Thin White Duke, και αφήνει μέσα σε λίγα χρόνια την παρακαταθήκη του στη μουσική βιομηχανία («Aladdin Sane», «Ziggy Stardust», «Hunky Dory», «Diamond Dogs»). Αλλάζει εκφράσεις, εμφάνιση, κούρεμα, ήχους, κατασκευάζει εκ του μηδενός νέες περσόνες και φέρνει σε αμηχανία τους κριτικούς με την εκκεντρική του παρουσία και τις προβοκατόρικες δηλώσεις του. Η πιο κραυγαλέα; Δηλώνει πως θαυμάζει τον Χίτλερ και το ναζιστικό σικ: «Ο Αδόλφος Χίτλερ υπήρξε ένας από τους πρώτους ροκ σταρ. Ρίξτε μια ματιά στις ταινίες και προσέξτε τις κινήσεις του. Νομίζω ότι ήταν το ίδιο καλός με τον Τζάγκερ. Δεν ήταν πολιτικός. Χρησιμοποιούσε την πολιτική και τους θεατρινισμούς προκειμένου να κατασκευάσει μια περσόνα που θα κυβερνούσε, διατηρώντας τον έλεγχο του σόου για δώδεκα χρόνια. Ο κόσμος δε θα γνωρίσει ποτέ κανέναν σαν κι αυτόν. Σκηνοθέτησε μια ολόκληρη χώρα».
Αποκαλύπτει πως είναι αμφίφυλος προκαλώντας τον σεμνότυφο βρετανικό Τύπο, φιλιέται δημόσια με τον Λου Ριντ, φωτογραφίζεται με φουστάνι σε εξώφυλλα δίσκων, αποκαλεί τους Rolling Stones και τους Beatles «δεινόσαυρους», επιτίθεται σε όλα τα συμβατικά κλισέ που ακολουθούν οι άντρες και οι γυναίκες της εργατικής τάξης, παρασύρει στο στιλ του μια ολόκληρη γενιά που επαναπροσδιορίζει δειλά την κοινωνική και σεξουαλική της στάση. Και όταν τον στριμώχνουν οι δημοσιογράφοι, δε διστάζει να αυτοαναιρεθεί και να τουμπάρει τις απόψεις του με μια σχιζοφρενική, αλλά ειλικρινή διάθεση. «Τίποτα δεν έχει σημασία εκτός από το τι κάνω αυτή τη στιγμή. Δεν μπορώ να θυμάμαι όσα λέω και να θυμηθώ πόσα πιστεύω και πόσα δεν πιστεύω. Το θέμα είναι να γίνεις αυτός που γίνεσαι. Δεν έχω ιδέα πού θα βρίσκομαι σε έναν χρόνο. Μπορεί να είμαι τρελός, παιδί των λουλουδιών ή δικτάτορας ή παπάς. Δεν ξέρω. Αυτό με κάνει να μην πλήττω».
Cocaine, running around my brain
Η πλήξη χτυπάει για ακόμη μια φορά την πόρτα του Μπόουι και το 1974 επιβιβάζεται στο διαστημικό του αεροσκάφος διαγράφοντας πορεία για Νέα Υόρκη. Περιφρονεί το East Side, που είναι της μόδας εκείνη την εποχή, και αποφασίζει να ζήσει στην 20ή οδό στο West End, στον πυρήνα της αλητείας, της βρομιάς και της φτώχειας, επιδιώκοντας μια πιο άμεση επαφή με τη σκληρή αμερικάνικη πραγματικότητα. Κατά τη διαμονή του στη Νέα Υόρκη, γίνεται πόλος έλξης διάσημων προσωπικοτήτων που τον προσεγγίζουν ως θαυμαστές, όπως η Λιζ Τέιλορ και ο Αριστοτέλης Ωνάσης, γνωρίζεται με τον Άντι Γουόρχολ, με τον Μπομπ Ντίλαν (ο Μπομπ δεν ενθουσιάζεται με τη γνωριμία) και καταχωρεί την πρώτη του αντιπάθεια στο πρόσωπο του Έλτον Τζον.
Λίγο αργότερα μετακομίζει στο Λος Άντζελες, το οποίο το παρομοιάζει με ένα αχανές μουσείο, και πριν ριχτεί στη δουλειά για να ηχογραφήσει το «Young Americans», ρίχνεται με τα μούτρα στην κοκαΐνη, η οποία του προκαλεί κρίσεις παράνοιας. Αρχίζει να πιστεύει πως έχει πέσει θύμα μαύρης μαγείας, πως μάγισσες θέλουν να κλέψουν το σπέρμα του, να γονιμοποιήσουν το παιδί του και να το θυσιάσουν στον βωμό του σατανά (βλέπε «Rosemary’s Baby»). Φτάνει στο σημείο να ζητήσει tips από το Βατικανό για να καταπολεμήσει τη δαιμονοληψία, ενώ παράλληλα εντείνεται η προϋπάρχουσα εμμονή του με τους εξωγήινους και τα ούφο. «Κανείς δεν είχε δει ποτέ πόσο μεγάλα βουνά κοκαΐνης κατανάλωνε ο Ντέιβιντ», αναφέρει η πρώην σύζυγός του, Άντζι, ενώ ο βιογράφος του κάνει λόγο για πραγματικό θαύμα που κατάφερε να επιζήσει έπειτα από τόσες καταχρήσεις.
Berlin Alexanderplatz
Από την Αγγλία, του glam rock και του «Ziggy Sardust», την Αμερική της soul και του «Young Americans», o Μπόουι μετακομίζει στο Βερολίνο («μια πόλη γεμάτη μπαρ, για μελαγχολικούς και απογοητευμένους ανθρώπους που πίνουν όλο το βράδυ») μεταμορφώνεται σε «Thin White Duke», σνομπάρει την disco που μεσουρανεί, ανακοινώνει πως έχει πάρει διαζύγιο με τη ροκ μουσική και μιξάρει το kraut rock των γερμανών πειραματιστών με το αμερικάνικο funk, νικώντας για ακόμη μια φορά την αφόρητη καλλιτεχνική του πλήξη. Ανέκαθεν γοητευόταν από την προπολεμική Γερμανία της δεκαετίας του ’30, των καμπαρέ, του Μαξ Ερνστ και του Κουρτ Σβίτερς. Λατρεύει τον Φριτς Λανγκ, τον Μούρναου, τον Παμπστ και παραμιλάει για το πόσο στιλιζαρισμένα, φλύαρα και φανταχτερά ήταν τα φιλμ τους.
Στο Βερολίνο επιλέγει να ζήσει σε μια κακόφημη τούρκικη συνοικία με συγκάτοικο τον Ίγκι Ποπ και με τον Μπράιαν Ίνο εισβάλλουν σε νέα μουσικά μονοπάτια, δημιουργώντας την περίφημη τριλογία «Low», «Heroes» και «Lodger» έχοντας παραγωγό τον Τόνι Βισκόντι. Καταφέρνει να κόψει τις καταχρήσεις, χάρη στην πειθαρχία που του πρόσφεραν οι βουδιστές καλόγεροι στο παρελθόν, όμως δυσκολεύεται να βάλει στον ίσιο δρόμο τον ηρωινομανή Ίγκι («Μετακομίσαμε από την Αμερική στο Βερολίνο για να αποφύγουμε την κοκαΐνη και πέσαμε στο παγκόσμιο κέντρο της ηρωίνης»). Περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους σχεδόν μοναστικά, κάνοντας βόλτες κοντά στην αγορά Winterfeldplatz, αναζητώντας βιβλία, αντίκες, έργα τέχνης και δημιουργώντας αναπόφευκτα υποψίες στον μουσικό Τύπο πως έχουν συνάψει κάποιου είδους ερωτική σχέση. Το ενδιαφέρον του Μπόουι για τον Χίτλερ παραμένει αμείωτο, καθώς αναζητά διαρκώς πληροφορίες για το ναζιστικό καθεστώς και τη ναζιστική κουλτούρα, όμως λίγα χρόνια αργότερα αναθεωρεί και δηλώνει πως επρόκειτο για ένα φρικτό φλερτ.
Let’s Deca-dance
Αφού έχει εγκαταλείψει το Βερολίνο και έχει μεσολαβήσει το «Scary Monsters (and super creeps)», ο Μπόουι αποφασίζει να ευθυγραμμιστεί το 1983 με τα μουσικά trends της εποχής, να κατακτήσει τις κορυφές των charts του νεοϊδρυθέντος τότε MTV και να ισχυροποιήσει οικονομικά το brand name του στην αγορά. Βγάζει το μέικ-απ, πετάει τα πούπουλα, φτιάχνει μια ροκαμπιλάδικη πομπαντούρ και αγοράζει Armani κοστούμια, που του προσδίδουν ένα γιάπικο κύρος. Όλα δείχνουν πως ο χαμαιλέοντας της ποπ αλλάζει για ακόμη μια φορά δέρμα, επανατοποθετείται μουσικά και αγνοεί επιδεικτικά τις προσδοκίες του φανατικού κοινού του. Παίρνει μεταγραφή στην ΕΜΙ, γράφει οκτώ κομμάτια synthesized post-disco dance και καλεί τον δημοφιλή Νάιλ Ρότζερς των Chic να αναλάβει την παραγωγή του δίσκου «Let’s Dance». Ο Ρότζερς ενθουσιάζεται που καλείται να δώσει ζωή στον νέο αβαν-γκάρντ (όπως φαντάζεται) δίσκο του πολυσυζητημένου καλλιτέχνη, αλλά του κόβεται η φόρα γρήγορα. Ο Μπόουι του ζητά να ξεχάσει ό,τι ξέρει για το μουσικό παρελθόν του και να κάνει ό,τι μπορεί για να βγει ο δίσκος εμπορικός. Τα τραγούδια «Modern Love», «China Girl» και «Let’s Dance» αρκούν για να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του, και για ακόμη μια φορά ο βασιλιάς κάθεται περιχαρής στον θρόνο του, απολαμβάνοντας την ευκολία με την οποία μπορεί να πουλάει τον εαυτό του στον κόσμο της τέχνης και του θεάματος.
Diva
Η σχέση του Μπόουι με τον κινηματογράφο ξεκινά το 1976 με το «The man who fell on earth» σε σκηνοθεσία Νίκολας Ρεγκ και δεν προτίθεται να ξεμπερδέψει εύκολα μαζί του. Ο κινητήριος μοχλός είναι και πάλι η τόλμη του, το ασίγαστο πάθος του για αναζήτηση νέων οδών καλλιτεχνικής έκφρασης και η πίστη ότι μπορεί να καταπιαστεί με τα πάντα και να τα καταφέρει εξίσου καλά με οποιονδήποτε. Χαρακτηριστικό που τον οδηγεί συχνά σε βαρύγδουπες αυτάρεσκες δηλώσεις, που είτε έχουν σκοπό να προκαλέσουν είτε καταδεικνύουν απλώς την έλλειψη στοιχειώδους μετριοφροσύνης και την υπερεκτίμηση του -ούτως ή άλλως τεράστιου- ταλέντου του. «Οι ροκ σταρ θα δώσουν τις μεγαλύτερες ταινίες του μέλλοντος. Είμαστε γεννημένοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες! Ελπίζω μια μέρα να γίνω ο Όρσον Γουέλς, ο Τσάρλι Τσάπλιν ή ο Γούντι Άλεν».
Συμμετέχει σε περίπου τριάντα ταινίες (έως σήμερα) και, αν δεν καταφέρνει να διαπρέψει στο σινεμά ως σκηνοθέτης, καταφέρνει να κερδίσει μερικούς αξιοπρεπείς ρόλους και να εισπράξει κάποιες καλές κριτικές. Πρωταγωνιστεί δίπλα σε ηθοποιούς όπως η Κιμ Νόβακ, η Μαρλέν Ντίτριχ, η Κατρίν Ντενέβ, η Σούζαν Σάραντον, ο Γούιλεμ Νταφόε, ο Χάρβεϊ Καϊτέλ και συνεργάζεται με κορυφαίους σκηνοθέτες όπως ο Ναγκίσα Όσιμα, ο Μάρτιν Σκορτσέζε και ο Ντέιβιντ Λιντς. Το απωθημένο της σκηνοθετικής καριέρας του Μπόουι καταφέρνει να το αναπληρώσει ο γιος του Ντάνκαν Zowie Τζόουνς, o οποίος το 2009 παρουσιάζει στο κοινό το αριστουργηματικό του ντεμπούτο «Moon», υποσχόμενος ένα λαμπρό κινηματογραφικά μέλλον. Το απωθημένο του Μπόουι να ενσαρκώσει στη μεγάλη οθόνη τον Φρανκ Σινάτρα δεν εκπληρώθηκε ποτέ και μάλλον είναι αργά για να συμβεί κάτι τέτοιο στα 65 του χρόνια.
Ωσαννά!
«Ηχογραφημένοι δίσκοι, εμφανίσεις σε θέατρα, στην τηλεόραση, είναι όλα τρομακτικά εφήμερα. Δέκα χρόνια αργότερα, είναι μια θαμπή ανάμνηση από πράγματα που έχουν γίνει. Είκοσι χρόνια αργότερα θα έχουν ξεχαστεί», δήλωνε ο Μπόουι σε συνέντευξή του το 1979, αποκαλύπτοντας μια νιχιλιστική φύση, επιμελώς κρυμμένη, από έναν άνθρωπο που έσφυζε από ενέργεια και διάθεση για ζωή.
Από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα, η καριέρα του αποκτά μια σταθερή πορεία τεράστιων εμπορικών επιτυχιών και ας έπαψε να απασχολεί, στον βαθμό που απασχολούσε, τον μουσικό και σκανδαλοθηρικό Τύπο. Αλλάζει ενδυματολογικές προτιμήσεις προσεγγίζοντας ένα πιο μποέμικο και dandy στιλ, συνεχίζει να πρωταγωνιστεί σε ταινίες, ασχολείται με το θέατρο, με τη ζωγραφική, με τον σχεδιασμό ρούχων, συνεργάζεται με αμέτρητους παλιούς και νέους μουσικούς.
Η δισκογραφική του πορεία τερματίζει το 2003, έναν χρόνο πριν υποβληθεί σε επέμβαση «μπάι-πας». Έπειτα από αυτό το συμβάν ανακοινώνει την απόσυρσή του από τα δισκογραφικά δρώμενα, πουλάει μετοχές από την πνευματική του ιδιοκτησία, αφιερώνει περισσότερο χρόνο στη μικρή του κόρη (που έχει αποκτήσει με τη σομαλή μοντέλα Iman), συμμετέχει ως guest σε μουσικά χάπενινγκ και παρίσταται σε εκθέσεις και πολιτιστικά δρώμενα στη Νέα Υόρκη. Και ο Θεός την έβδομη ημέρα αναπαύτηκε…
Γιορτάζοντας τα 66α γενέθλιά του, ο Ντέιβιντ κέρασε χθες ολοκαίνουργιο single. Αυτό!