- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Με φωνάζουνε Τζίνι» Η επιστροφή (από το μέλλον!)
Ο Θοδωρής Μανίκας διηγείται την ιστορία και διασκευάζει την παλιά επιτυχία των 60s
Τρεις-τέσσερις ώρες μετά τα μεσάνυχτα, ένα μαγιάτικο βράδυ του 2015, μόλις την είχα πουλέψει από το στούντιο Vintage όπου παράγω τις μουσικές μου τα τελευταία χρόνια και κατευθυνόμουν στο σπιτάκι μου στη Φωκίωνος Νέγρη...
Ο ταξιτζής ήταν κάπου 25-28 χρονών κι άκουγε κάποιο σταθμό, όπου έπαιζε το παλιό τραγουδάκι της Ελπίδας (αργότερα και των Ημισκουμπρίων), «Στην ντισκοτέκ», τραγουδισμένο από ένα ψευτοπόπ συγκρότημα που αδυνατούσα να αναγνωρίσω...
-Μεγάλε, αν επιτρέπεται, τι είναι αυτό που ακούς;
-Οι Μέλισσες!, μου κάνει ο τυπάκος, τσιτώνοντας τα γκάζια του ραδιόφωνου.
-Και σου αρέσει σα να λέμε αυτό το πράγμα;
-Εννοείται! Οι Μέλισσες τα σπάνε! Πρώτ’ απ’ όλα, τέτοιο στίχο δεν γράφει κανένα συγκρότημα!...
Είχαμε ήδη φτάσει στην Φωκίωνος (πέντε λεπτά διαδρομή απ’ το Γαλάτσι), οπότε δεν είχα χρόνο να διερευνήσω περισσότερο το στιχουργικό φαινόμενο Μέλισσες, όμως, η μίνι-συζήτηση με τον εν λόγω ταξιτζή, μου άνοιξε ένα παράθυρο στη σκέψη που συνέχισε να με διαολίζει για πολλές ώρες.
Το άλλο απόγευμα επέστρεψα στο στούντιο φουριόζος! Εκεί μέσα δουλεύω με τον αείποτε συνεργάτη μου Γιώργο Αρχοντάκη, προικισμένο μηχανικό ήχου (μαζί κάναμε τη «Συνωμοσία των μετρίων» και το «Είμαστε στον αέρα», με τους THIRTY ντέρτι, αλλά και το μεγάλο χιτ «Δρόμοι του πουθενά» με τους 667 και τον τραγουδιστή τον επιλεγόμενο και Magaret, στο οποίο «Δρόμοι του πουθενά» ο Αρχοντάκης έπαιζε και μπάσο, όπως παίζει μπάσο σήμερα και στους Magic DeSpell).
-Ρε συ Γιώργο, άκου κάτι που σκεφτόμουν όλο το βράδυ! Έχουμε μπει σε μια εποχή, με τέτοιο έλλειμμα περιεχομένου στο ελληνικό τραγούδι, σε βαθμό που, όποιος σημερινός τραγουδιστής τραγουδήσει ένα ανάλαφρο ποπ τραγουδάκι των σίξτις ή των σέβεντις, ο κόσμος προσκυνάει τους στίχους...
-Ε, ναι ρε Μάνικ, μου τα έχεις ξαναπεί αυτά! Αφού όλοι τραγουδάνε, ...Φυσάει παλιόκαιρος και κάποιος άλλος σε πηδάει και πίνω και μεθάω, και πότε θα γυρίσεις κι η πόρτα θα είναι ανοιχτή και θα σε περιμένω... είναι προφανές ότι το «Άνθρωπε αγάπα» θα ακούγεται ως ομηρικό έπος! Τα ίδια θα λέμε πάλι;
-Ρε παιδάκι μου το προχώρησα το σενάριο! Ποιο «Άνθρωπε αγάπα» μας λες; Εγώ βρήκα ένα τραγουδάκι που το ξέρουμε και το αγαπάμε όλοι, αλλά αυτό δεν αλλάζει την αλήθεια, πως ήδη ως απλά οκτάχρονα τσογλανάκια στα τέλη των σίξτις, το περιφρονούσαμε ο-μό-φω-να και τώρα θα το διασκευάσω και θα ακούγεται σαν σύγχρονο πανκ έπος! Ξέρεις κάναν κωλοπετσωμένο πιτσιρίκο να πει το νέο «Τζίνι», να σπάσουμε τα κοντέρ;
-Κάτσε ρε, εννοείς το... «Με φωνάζουνε τζίνι, το τζίνι, το τζίνι»;
-Ακριβώς!
Ναι, μιλώ για το πασίγνωστο τραγουδάκι που άρχισε τη διαδρομή του στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στη Ρώμη. Είναι μια διαδρομή στα όρια του τυχαίου και του παράλογου, ακριβώς όπως είναι η διαδρομή κάθε τζινίου που σέβεται τον εαυτό του!
Το ορίτζιναλ ιταλικό άσμα, πάντως, δεν είχε να κάνει με κανένα τζίνι! Είχε τον τίτλο «Armando Cacini» και περιέγραφε με θράσος και μπόλικη στιχουργική καινοτομία ένα μαγκίτη, τον Αρμάνδο Κατσίνι, που «γαμεί και δέρνει» όπου βρεθεί, στη Ρώμη, στη Μαδρίτη, στο Σικάγο, στο Παρίσι... Το είχε γράψει ο φιλόδοξος τραγουδοποιός και τραγουδιστής Ενρίκο Πιανόρι, ένας αρκετά ταλαντούχος καλλιτέχνης και περιπετειώδης τύπος – λίγο γόης, λίγο την ψάχνουμε ως ηθοποιός, ως τραγουδιστής, ως Δον Ζουάν και πάει λέγοντας.
Ο Πιανόρι ετύγχανε αναγνωρίσεως από τους μουσικούς κύκλους, αλλά όσο κι αν είχε φτάσει κοντά στο μεγάλο χιτ, νερό απ’ την πηγή δεν είχε πιει ακόμη!
Και δεν ήπιε ούτε με το «Armando Cacini», οπότε η πίκρα για τις κλειστές πόρτες που βρήκε και ο τυχοδιωκτικός χαρακτήρας του τον οδήγησαν σε μια εξωτική αρπαχτή στην Αθήνα, όπου το καλοκαίρι του 1967 άρχισε εμφανίσεις στο κλαμπ Αθηναία. Για κάποιο λόγο το «Armando Cacini» άγγιξε το ελληνικό κοινό τόσο ώστε ελάχιστες εβδομάδες μετά την άφιξη του Πιανόρι στην Αθήνα το τραγούδι του να ακούγεται σε μια σκηνή σε ντισκοτέκ, στην ταινία «Η κολπατζού» με την Άννα Φόνσου.
Ο Πιανόρι πήρε τα πάνω του και ανηφόρισε στη Θεσσαλονίκη, για εμφανίσεις στη Ρέμβη, το πιο χοτ κλαμπ της εποχής εκείνης στη συμπρωτεύουσα.
Όπως συνηθιζόταν τότε με άλλους Ιταλούς περφόρμερ τύπου Τόνυ Πινέλι, Σέρτζιο Ενρίκο κ.ά. που γκέλαραν τόσο με το ελληνικό κοινό ώστε να χρειάζεται να κυκλφορήσουν οι ίδιοι τα τραγουδάκια τους μεταγλωττισμένα στα ελληνικά, έτσι και το γκελ που έκανε το «Armando Cacini» οδήγησε διάφορα γατόνια της πιάτσας να ψάχνουν αυτό τον ψηλέα Ιταλό γόη για να τον ψήσουν να μεταγλωττίσει το τραγούδι του.
Όμως ο Πιανόρι, που, όπως και ο ήρωας του περιζήτητου τραγουδιού του, ήταν πολυεθνικός τύπος, είχε ήδη εξαφανιστεί από προσώπου (ελληνικής) γης!
Στη Θεσσαλονίκη, το «Armando Cacini» έκανε το ίδιο γκελ στο κοινό, ώστε ο Σώτος Κυρκασιάδης, τραγουδιστής στο πετυχημένο ντόπιο συγκρότημα Βόρειοι, να εμφανισθεί μια μέρα στο δισκοπωλείο που διατηρούσε ο στιχουργός Νίκος Ελληναίος και να του ζητήσει να φτιάξει ελληνικούς στίχους για το κομμάτι του Πιανόρι.
Οι Βόρειοι
Τώρα, εδώ θέλει λίγο σεβασμό, γιατί ο Ελληναίος είναι σπουδαίος μάστορας του στίχου, είναι ο άνθρωπος που έχει γράψει μυθικά χιτ, από τη... μισή δισκογραφία της Vicky Leandros και των Olympians μέχρι το αλησμόνητο «Άσε με να φύγω σε παρακαλώ» και, αν προσέξεις τους στίχους του θα δεις ότι δεν είναι καθόλου σαχλοί, όπως στα σύγχρονά μας ποπ τραγούδια, αντιθέτως είναι μεστοί, έχουν (έστω και ανάλαφρο) πλήρες νόημα και κυρίως είναι πάντοτε πρωτότυποι, άσε που τηρούν κι άλλους δύσκολους κανόνες, όπως π.χ. οι άψογες ρίμες!
Ως μετρ του στίχου ο Ελληναίος, με το που άκουσε το «Armando Cacini», μπήκε στο τριπάκι να τηρήσει την ορίτζιναλ ρίμα σε -cini και, επειδή οι ομοιοκατάληκτες λέξεις σπανίζουν στα ελληνικά, βρέθηκε μπροστά του το... «Τζίνι», με τις γνωστές σε όλους συνέπειες, όσον αφορά στην επιτυχία του τραγουδιού!
Γιατί είμαι βέβαιος ότι αν τα ελληνικά στιχάκια έλεγαν κάτι όπως «Με φωνάζουνε Σάκη» ή «Με φωνάζουνε μάγκα» ή ότιδήποτε άλλο, το τραγουδάκι θα είχε διαγραφεί από το σκληρό μας δίσκο όσο εύκολα διεγράφη κι ο Πιανόρι...
Αλλά με κάτι τόσο ανατολίτικο (θυμήσου τα τζίνια στο «Λυχνάρι του Αλαντίν», στον «Αλί Μπαμπά» και αλλού), αλλά και τόσο δυτικομοντέρνο (στην Αμερική και σε λίγο κι εδώ, σάρωνε τότε η τηλεοπτική σειρά «Το τζίνι και η τζίνη»), η Ελλάδα έγινε το τελικό πεπρωμένο του Πιανόρι και ανέδειξε το μεταγλωττισμένο τραγούι στο μοναδικό #1 της καριέρας του Ιταλού...
1974, Η Μπάρμπαρα Ίντεν σάρωνε στην ελληνική τηλεόραση ως Τζίνι
Ο οποίος την είχε κοπανήσει αγκαλιά με μια καλλονή που γνώρισε στη Θεσσαλονίκη, τη Σάσα Σοφού.
Κάποιες ανεπιβεβαίωτες εκδοχές για την άρον-αρον φυγή του ζεύγους από την Ελλάδα θέλουν τη Σάσα Σοφού να εργάζεται στο τότε Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και να πιέζεται από τους χουντικούς για να καταδίδει τους γιεγιέδες με τους οποίους και συγχρωτιζόταν λόγω της σχέσης της με τον Πιανόρι, οπότε, η γυναίκα, που δεν της ταίριαζαν τέτοιοι ρόλοι, την έκανε ως πραγματική κυρία παρέα με τον Πιανόρι προς Αμέρικα...
Εκεί, η Σάσα έγινε και κυρία Πιανόρι κι έζησαν μαζί καμιά δεκαπενταετία, απέκτησαν ένα γιο κι έκαναν και μια καλή καριέρα ως αξιόπιστο δευτεροκλασάτο ντουέτο στο Λας Βέγκας, υπό το όνομα Enrico & Sasa.
Ενρίκο Πιανόρι και Σάσα Σοφού, the Vegas years
Ο Ενρίκο Πιανόρι και η Σάσα Σοφού με το γιο τους
Όπως και να ’χει, δεν έχω κανένα λόγο να σκαλίζω μια τόσο παλιά ιστορία, απλώς τ’ αναφέρω όλα αυτά γιατί κι εμένα έπεσαν στην αντίληψή μου τώρα τελευταία, που έβαλα μπρος τη διασκευή του «Τζινίου»...
Πράγμα που μας προέκυψε τελικώς, όταν πριν κάτι μήνες έθεσα στη Μαργαρίτα Μάτσα, της minos-EMI, το ίδιο ερώτημα: Ξέρεις κάναν κωλοπετσωμένο πιτσιρίκο να πει το «Τζίνι», να σπάσουμε τα κοντέρ;
Και έτσι προέκυψε ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, ένα ταλαντούχο και καλόκαρδο παιδί που έπιασε στο φτερό το πανκοειδές στοιχείο του εγχειρήματος και το υπηρέτησε χωρίς φιοριτούρες και διλήμματα, επιλέγοντας να ντεμπουτάρει με τη φρέσκια εκδοχή του «Τζινίου»...
Τώρα έχει ήδη γυριστεί και το βίντεο (με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Γκότση), όπου όλο το στόρι κεντράρει σε ένα σύγχρονο Τζίνι που προκύπτει μέσα από έναν τρισδιάστατο εκτυπωτή, ελληνιστί 3D printer!
Έπαθα κι εγώ πλάκα, όταν οι cool ιδιοκτήτες της εταιρείας PV Engineering μού εξήγησαν τι κάνει ένας 3D printer και, για να είμαι ειλικρινής, όσο γυρίζαμε το βίντεο στο εργαστήριο της εταιρείας τους ένιωσα σαν να πήγα μια μικρή βόλτα στο μέλλον...
Αλλά όταν το διαβολομηχάνημα μού εμφάνισε και τρισδιάστατο Τζίνι, με το πρόσωπο του Αγγελόπουλου, ειλικρινώς έμεινα άφωνος!
Το εξώφυλλο του «Τζίνι» με τον Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο, 2016
Το νέο «Τζίνι»
Του Γιάννη Νένε
Το αυθεντικό «τζίνι» είναι ένα ακαταµάχητο σέικ (όπως το έλεγαν παλιά), από αυτά για τα οποία νοµίζεις ότι φτιάχτηκε η ιταλική γλώσσα. Όπως και στον τρόπο που το χορεύεις, έτσι και η ερµηνεία του κοµµατιού θέλει µία µικρή αλήτικη παρέκκλιση, µία µαγκιά στις καταλήξεις, σαν να αρχίζεις τη στροφή σου και στο τέλος να τη βαριέσαι και να την κόβεις αλλά σαν cool cat, ωραία, επάνω στο beat.
Το νέο «Τζίνι» του Μανίκα µπαίνει µε µία ανατολίτικη κάπως, αφηγηµατική ηλεκτρική κιθάρα που παραπέµπει στον τρόπο που η «Μισιρλού» του Dick Dale σε παρασέρνει στην ιστορία της. Και αµέσως µετά εµφανίζεται το τζίνι: µπαίνει η υπέροχη badass φωνή του πιτσιρικά Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου που ταιριάζει απόλυτα µε τη surf punk εκδοχή που έχτισε ο Θ. Μανίκας. Το κοµµάτι τρέχει όµορφα, οι καταλήξεις του είναι άγριες και η ροκιά του παίζει ανάµεσα στον κυνισµό και το κιµπαριλίκι ενός δανδή του ροκ-εν-ρολ. Κάπως έτσι όπως θυµόµαστε τον Μανίκα να κατηφορίζει τη Σόλωνος, τέλη ’70, µε µερικούς δίσκους στο χέρι.
Η πολύχρωμη μπάντα του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου
Τo making of του «Τζίνι»
Το «Τζίνι» βαφεται
Making of με κέφια
O 3d-printer της PV Engineering μέσα από τον οποίο βγαίνει το Τζίνι (Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος) στο video clip
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ