Μουσικη

Γιάννης Χαρούλης live

Η A.V. ζει από κοντά το ξεκίνημα της καλοκαιρινής τουρνέ του

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 573
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι ο Γιάννης Χαρούλης μια αλήθεια εθνική και η μεγαλύτερη στο σήμερα ελληνική μουσική συγκίνηση; Κατέχει τόνο αλλά και γκρουβ συναισθηματικό, ώστε πέρα από τους χιλιάδες που τον δοξάζουν και περνούν καλά στις συναυλίες του, να μπορούμε να μιλάμε για τον καλλιτέχνη που μέσα στο λαγούτο του είναι κρυμμένη η μνήμη του χθες αλλά και η νοσταλγία του μέλλοντος; Η A.V. ευτύχησε να ζήσει και να παρακολουθήσει από κοντά το ξεκίνημα της καλοκαιρινής τουρνέ του και σας διαβεβαιώνει πως ναι! Κι άλλα τόσα!

Χιλιάδες κουνούπια μάς έχουν βάλει για στόχο, ταξιαρχίες, μιλιούνια, άτιμα τσιμπήματα, εφορμούν πλαγιομετωπικά, του λέω «ρε φίλε, θα τουμπανιάσουμε», χαμογελάει, «έλα, ρε κοπέλι, μια ιδέα είναι όλα», και συνεχίζει να κουρδίζει το λαγούτο του. Ολοκλήρωσε το soundcheck, Θέατρο της Γης, δεύτερη απανωτή sold out συναυλία στη Θεσσαλονίκη, με τα έσοδα να δίνονται στο Ελληνικό Παιδικό Χωριό του Φιλύρου κατά το ήμισυ και στον Σύλλογο Συνδρόμου Down Ελλάδος κατά το υπόλοιπο. «Κάνε το καλό και θα σου γυρίσει, κι αν όχι σε σένα, θα πάει κάπου αλλού που πάλι θα λες πως ναι, έπιασε τόπο», μου απαντά, σχεδόν με το ζόρι, όταν τον ρωτώ να μου πει περισσότερα, αλλά έτσι είναι ο Γιάννης, λιτός και ολιγαρκής ως προς τις λέξεις, πολλώ δε όταν τον αφορούν. Εκεί γίνεται ντροπαλός, αμίλητος, στα όρια του  αντιστάρ. Που είναι. Ούτε ντιβιλίκια, ούτε πόζες, ούτε παράλογες απαιτήσεις, ούτε καμαρίνι!

Αράζουμε στο γρασίδι. Και περιμένουμε. Στις 7.30 ανοίγουν οι πόρτες, στις 8.00 έχει πέντε χιλιάδες κόσμο, στις 9.00 η υπεύθυνη της παραγωγής τον ενημερώνει πως όλοι έχουν έρθει, οκτώ χιλιάδες λαός που αδημονεί να τον ακούσει. Ατάραχο το Γιαννιό. Συνηθισμένο. Λογικό, μιας και την τελευταία τριετία είναι το μεγαλύτερο συναυλιακό γεγονός του καλοκαιριού η περιοδεία του. Κι έχει συνηθίσει να φεύγουν τα εισιτήρια σε χρόνους υπερηχητικούς, μη γελάσεις, χρόνους που θα έπιαναν μόνο οι Rolling Stones. Πάω στοίχημα. Dt.

image

Είμαστε μαζί τέσσερις ώρες τώρα, «έλα να αράξουμε να τα πούμε», με προσκάλεσε και δεν έχασα την ευκαιρία να τον τεστάρω. Μας ενώνει φιλία παλιά, από τις ημέρες που έπαιζε το χαρτί του χωρίς να ξέρει πώς θα εξελιχτεί η πόκα της ζωής του, ένα παιδί από την Κρήτη, κατευθείαν από την καρδιά των πανηγυριών και των τρύγων, των βουνών και της θάλασσας. Του βγήκε.

«Χθες στη Θεσσαλονίκη ήταν το ξεκίνημα της θερινής περιοδείας, δοκίμασα και τις αντοχές της μπάντας, είχα και κέφι ανάμεικτο με τρακ, μερακλώσαμε, τρεισήμισι ώρες παίξαμε». Αποθέωση. Στα ράδια που τους άκουγα το πρωί οι ακροατές παραμιλούσαν, αν και είναι κάτι γνωστό τοις πάσι, πως δηλαδή στου Χαρούλη τις συναυλίες το γλέντι και η γιορτή δεν έχουν deadline, βαράνε μέχρι να πιαστούν τα πόδια και να κάψει το κορμί θερμίδες ιδρώτα και χαράς. «Τριάντα και βάλε συναυλίες παντού στην Ελλάδα και, αν όλα πάνε καλά, θα δοκιμάσω και Αμερική, χειμώνα επόμενο, με λεωφορείο ειδικό για τέτοιες τουρνέ, όλοι μαζί, μουσικοί, όργανα, χιλιόμετρα, κρεβάτια, όπου μας βγάλει ο δρόμος». Δύναμη καλή, πάω να του ευχηθώ, μα τα κουνούπια με αποσυντονίζουν, «θες να σε περιλούσω με ρακές, να μη σε πλησιάζούν;» αστειεύεται.

image

Είχε πριζομένο χειμώνα φέτος, ο δίσκος με τον Μάλαμα, τον Αλκίνοο και τα τραγούδια του Θεοδωράκη που ερμήνευσαν οι τρεις τους, «...ενέργεια και έξαψη, πάμε παρακάτω. Και τώρα παρέα με τον Θάνο Λουκά, ένα μουσικό που μαζί ετοιμάζουμε τον καινούργιο δίσκο, μιας και μελοποίησε τόσο ωραία και συγκινητικά τον Παλαμά. Θέλω να ακούσεις και να μου πεις, μιας και θα παίξω κάτι απόψε».

Τι να του πρωτοπώ! Για το πόσο συγκινημένος στο soundcheck έβλεπα την μπάντα του να κουρδίζει, με τον Τόλιο στα τύμπανα και τον Μπαχαρίδη στα κρουστά; Αυτούς τους διαστημικούς ρυθμ ντε γκαλάκτικα μουσικούς που όμοιούς τους δεν έχει η Θεσσαλονίκη, και βάζω μέσα και τον κιθαρίστα Θανάση Τζίνγκοβιτς και τις πεταλιέρες του! Ο Χαρούλης γκρουβάρει με τα καλύτερα παιδιά, το σχήμα του κατέχει τα μυστικά της φωτιάς με τρόπο προμηθεϊκό, λίγο αργότερα, όταν ανεβαίνουν και η νύχτα εκρήγνυται σε εκατομμύρια αποσπερίτες, παρέα με τον Κωνσταντή στην τσαμπούνα, τα κλαρίνα, την τρομπέτα και τις πειραγμένες μελόντικες, ο ήχος τους αγγίζει τη λαϊκή ψυχεδέλεια. Μα τα χίλια βουνά και τα εκατό χιλιάδες ρυάκια, αυτά που άκουσα τη νύχτα τούτη, ευέξαπτα λυρικά μα και επικά ταυτόχρονα παιγμένα, δημοτικά, λαϊκά, θρακιωτοηπειρώτικα, ροκ, νταμπ και κρητικοαντικριστά, με συγκίνησαν σφόδρα.

Όμως ακόμα είμαστε στα μπακστέτζια, χαλαρώνει και μιλάμε περί ανέμων και υδάτων αλλά και για μουσικές. Για έναν τρομπετίστα Ολλανδό, τον Μαρκ, που τζάμαραν το χειμώνα στο Άμστερνταμ, για τους μουσικούς που έπαιξαν μαζί στο Βερολίνο, μιας και ψάχνεται το Γιαννιό ως προς τον ήχο του για να τον πουσάρει σε πιο αχαρτογράφητα και... «Μαλού, Στεφάν, άκουσα Μαλού, αυτά τα μόρια που στριμώχνει μέσα στις νότες και μπολιάζει τον ήχο κι αυτά τα μπερδέματα τα έθνικ και τα τζαζομπλουζουάρ που κάνει η μπάντα, και τρελάθηκα, πες εσύ τι άκουσες». Χα, όπως παλιά, που με το Γιαννιό ακούγαμε Miles ανάμεικτο με Portishead κάτι νύχτες και πίσω μας παραφυλούσε ο Κίσσαβος και ακομπάνιαραν οι κουκουβάγιες και τα άυπνα γεράκια. Του προτείνω Kamasi Washington, «τριπλό, βρε, μπράβο το κοπέλι», και το σημειώνει.

image

Εντωμεταξύ στο Θέατρο της Γης πέφτει η νύχτα και δεν πέφτει καρφίτσα, καπνό ξηρό προβάρουν τα εφεμηχανήματα και οι μουσικοί σιγά-σιγά παίρνουν θέση. Φώτα, πανζουρλισμός, ρυθμικό χειροκρότημα, έλα, «άντε, Γιάννηηη», αδημονία. Οκτώ χιλιάδες όρθιοι τον υποδέχονται εν εξάλλω, όταν τελευταίος ανεβαίνει και... όποιον πάρει ο Χαρούλης. Που τους παίρνει και τους στροβιλίζει. Οκ, σχεδόν δακρύζω, είναι τέτοια η ένταση και το πάθος, είμαι και ευσυγκίνητος πανάθεμά με, όταν το σύμπαν τουμπεκιάζει τέτοιες δόξες και τιμές για τον αδελφό, που όλο το κλέος του πρέπει. Το έλα να δεις! Δικά του και δικά τους. Θανάσης και Παπάζογλου, «Βασιλική δεν έπρεπε» και Μάλαμας, και πάλι δικά του, και πάνω και κάτω, και όλοι ένα. Χαζεύω τα κορίτσια έτσι όπως τον κοιτούν, τέρμα ερωτικά, τα αγόρια καβαλιέρους όπως ιδρώνουν και στριφογυρίζουν στον αέρα τις φανέλες, τους μουσικούς όπως κλειδώνουν τους ρυθμούς αλλά και με ένα του νεύμα αυτοσχεδιάζουν παρασυρμένοι από το κύμα. Ως και τα κωλοκούνουπα σαν να σταμάτησαν να δαγκώνουν, ή ιδέα μου είναι; Αποθέωση. Μόνος μετά με το λαγούτο του, «ήρθες κι απόψε ξαφνικά, για λίγα χάδια και φιλιά» των Κολυμβητών του Μπακιρτζή και στο καπάκι «Συχνάζεις στο μικρό καφέ κι εγώ στη Μυροβόλο».

Μιλά για την Κρήτη και σκέφτομαι την Ξάνθη και ξαφνικά τρώω το φλας και τα καταλαβαίνω όλα. Ξάστερα. Και ντόμπρα: υπάρχουν οι έντεχνοι, υπάρχουν οι Xfactorες, οι σκύλοι, οι νταμπαντούμπες, οι ρόκερ και οι αλτέρν, οι τζαζ και οι φαζ, οι μπλουζ και άλλοι χίλιοι, κι υπάρχει απέναντί τους και υπεράνω, κατηγορία από μόνος του, τούτος ο σαμάνος. Έτσι εξηγείται αυτή η τρέλα. Ο Γιάννης Χαρούλης, που την παράδοση τόσο μεστά και σύγχρονα μπολιασμένη τη ρεφορμάρει και τη στέλνει στον καθένα από τους θεατές της νύχτας αυτής. Χορταράκι που βρίσκει δρόμο και φυτρώνει μέσα στα μπετά, μοναξιά που βρίσκει ώμο να πιαστεί και μαντίλι να τσαλκίσει και να στροφάρει παρεάτα, αυτός είναι ο Χαρούλης. Ένας τρόπος, ένας τόπος, μια παιδεία, μια κουλτούρα, μια άποψη και μια εθνική νότα που φέρει μέσα της ιστορίες πενταγραμμικές, μα και ανθρώπων που εμπεριέχονται στο είναι μας. Είναι οι θείες μας στις καδραρισμένες φωτογραφίες, παρέα με τα εξαδέλφια μας σε παλιά ασπρόμαυρα καλοκαίρια, είναι τα λιβάδια με τις παπαρούνες όπως τις φυσούσε ο αέρας κι ο κόσμος έδειχνε τόσο τεράστιος, κάμποι, βουνά, φορεσιές καθαρές και δροσερά μωσαϊκά που πάνω τους κυλούσαμε και κολλούσαμε δροσιά για να σωθούμε από τη ζέστη. Αυτά κι άλλα πολλά, κι ό,τι του φλασάρει του καθένα, είναι ο Χαρούλης. Μια αγάπη, μια ανάμνηση και ταυτόχρονα η νοσταλγία του μέλλοντος.

image

Αυτό το τελευταίο θεωρώ πως τον διαχωρίζει από τους κλαψ εντεχνουά και τους οτινάναι πόπολο idols. Η νοσταλγία του μέλλοντος και η αισιοδοξία αλληλέγγυα με τη γιορτή, κι ας όλα δίπλα μας συνωμοτούν για να μας κοντύνουν. Την Πέμπτη 2 Ιουνίου, τη δεύτερη νύχτα της περιοδείας του Γιάννη Χαρούλη, βραδιά κερασμένη σε άτυχα παιδιά, και τυχερά συνάμα που κάποιοι τα νοιάζονται και μεριμνούν, κι αν ζοριστούν, ρίχνει ο Γιάννος ένα σφύριγμα και προστρέχουμε χιλιάδες στο πλάι τους, κατάλαβα γιατί αυτός ο Κρητικός είναι η εθνική μουσική μας στο τώρα. Γιατί εμπεριέχει το χθες στην ιδανική του δοσολογία και μορφή και γιατί, πέρα από ήχο και νότες, είναι μια συνείδηση κι ένας παλμός μελλοντικός κι ενωτικός. Κι έτσι δικαιολογείται και το past forward στον Παλαμά που ετοιμάζει. «[…]μέσα μου είναι μιας πατρίδας/ ίσκιοι, ονείρατα, αστραπές· της απάτριδης ψυχής μου/ χίλιες δυο οι πατρίδες είναι/ μύρια λόγια ρίχνοντάς μου/ που ή τα νιώθω ή δεν τα νοιώθω/ τα ’χω σαν παρηγοριές».

Α, κόλαση, κι αν coming soon in a theater ή μια παραλία near you, όρμα με φόρα στη γιορτή, και όχι απλώς δεν θα χάσεις, αλλά και ίσως να με θυμηθείς. Σου το ξαναλέω: πράμα, θάμα, μουσική και το εθνικό μας συναπάντημα. Φτου, βρε, κι όλοι οι άγγελοι να αγρυπνούν πάνω από το κεφάλι του και από τη μεριά του, μην τον ματιάξω.

image

image


Φωτογραφίες: Νίκος Ζιαγάκης, Τάσος Μπατσιούλας