Μουσικη

Ψάχνοντας απεγνωσμένα τον Bowie

Ο Γιώργος Θ. Παυριανός θυμάται τη συναυλία του David Bowie στη Λυών, το ’83

Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 552
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το «Let’s dance» ακουγόταν παντού. Στις ντισκοτέκ, στο ραδιόφωνο, στα καταστήματα δίσκων. Ήταν ένα μεγάλο σουξέ των 80s με ξεσηκωτική μουσική και αισιόδοξο μήνυμα «Put on your red shoes and dance to the blues». O Μπόουι μόλις είχε αλλάξει εταιρεία, και η ΕΜΙ είχε ξεσκιστεί στη διαφήμιση. Πόστερ, βίντεο κλιπ, ειδήσεις για το εξωγήινο αυτό ον, που με είχε μαγέψει με τα τραγούδια του και είχε γίνει ο ήρωάς μου.

Ο Νίκος Μουρατίδης, που ήξερε το θαυμασμό μου, μου λέει μια μέρα στα γραφεία της «Μανίνας», ενός περιοδικού για κορίτσια που είχε τιράζ πάνω από 150.000 τεύχη: «Θα φύγει ένα πούλμαν για τη Λυών, η Νταβίντα δίνει μια συναυλία εκεί. Θέλεις να πας μαζί τους και να γράψεις ένα ρεπορτάζ για το περιοδικό;» Βρήκα δανεικά για τα έξοδα του ταξιδιού, έβγαλα διαβατήριο μέσα σε μια μέρα λέγοντας ότι πρέπει να πάω σε ένα θείο μου που πεθαίνει, αγόρασα ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια και την καθορισμένη μέρα και ώρα έφτασα στον Περισσό, έξω από τα γραφεία της ΕΜΙ.

Αρχηγός της αποστολής ήταν ο Μάνος Ξυδούς. Καμιά 30αριά άτομα μαζεμένα γύρω από το πούλμαν είχαν κάνει πηγαδάκια και μιλούσαν, για τι άλλο, για τον Μπόουι. Πλησιάζω ένα ψηλό, αδύνατο παιδί, ήταν ο Χρήστος Χατζής. «Αυτό είναι το πούλμαν που πάει στη Λυών;» «Αυτό...» Συστηθήκαμε, πιάσαμε την κουβέντα, είδαμε ότι ταιριάζαμε, αποφασίσαμε να κάτσουμε μαζί. Ο οδηγός, ένας τύπος με λιγδωμένα ρούχα, γκρίνιαζε συνέχεια: «Πάμε να φύγουμε, πάμε να φύγουμε, θα μας πιάσει η νύχτα και δεν ξέρω καλά το δρόμο!» Ήταν 9 το πρωί, ήρθαν και οι τελευταίοι, μπήκαμε μέσα, ξεκινήσαμε.

Στο δρόμο, για να περάσει η ώρα, ανταλλάσσαμε πληροφορίες. «Τα είχε με τον Μικ Τζάγγερ και η Άντζυ, η γυναίκα του, τους έπιασε μαζί στο κρεβάτι... Mπόουι ήταν η μάρκα του μαχαιριού που τον τραυμάτισε στο μάτι πάνω σε έναν καβγά...Το “Ηeroes” το έγραψε όταν είδε ένα ζευγάρι να προσπαθεί να περάσει το τείχος του Βερολίνου... Τον λένε χαμαιλέοντα για τις χιλιάδες μεταμορφώσεις του... Έχει δοκιμάσει όλα τα γνωστά ναρκωτικά και δηλώνει αμφισεξουαλικός…» Όλα τα ξέραμε, όλα τα είχαμε μάθει!

image

Νωρίς το απόγευμα περάσαμε τα σύνορα και μπήκαμε στην κομμουνιστική ακόμα Γιουγκοσλαβία. Ο οδηγός είχε βγάλει ένα χάρτη και τον συμβουλευόταν συνέχεια. Το βραδάκι βρεθήκαμε ξαφνικά στο Μιλάνο! Είχε κάνει λάθος και τώρα έπρεπε να ανέβουμε βόρεια, προς την Αυστρία. «Δεν θα φτάσουμε ποτέ στη Λυών» λέω του Χρήστου. «Έχεις κάνα στριφτό, κάτι να την ακούσουμε;» «Πού τέτοια τύχη! Ένα μπουκάλι ουίσκι έχω μόνο!» Πήγαμε σε ένα φαρμακείο για να πάρουμε υπνωτικά χάπια. Δεν μας έδωσαν, μας πρότειναν κάτι βαλεριάνες, πήραμε από μια καρτέλα ο καθένας, ήπιαμε και όλο το ουίσκι και βυθιστήκαμε σε ένα γλυκό ύπνο.

Ξυπνήσαμε από το κρύο και από τον ήχο της μηχανής του πούλμαν. Ο οδηγός είχε χαθεί μέσα στις χιονισμένες Άλπεις και το πούλμαν είχε κολλήσει. Περιμέναμε τουρτουρίζοντας, δεν είχαμε κινητά, κάποια στιγμή εμφανίστηκε η οδική βοήθεια, επισκεύασαν το σαράβαλο, έβαλαν αλυσίδες στους τροχούς και μας οδήγησαν σε ένα καταφύγιο που ήταν και μίνι μάρκετ. Πεινασμένοι όπως ήμασταν ορμήσαμε στα σάντουιτς, στα μπισκότα και τις σοκολάτες. Οι περισσότεροι δεν πλήρωναν, τα έβαζαν στις τσέπες τους, το πήρε είδηση ο μαγαζάτορας και άρχισε να φωνάζει και να μας κυνηγάει.

Kλασικοί Ελληνάρες!

Τελικά φτάσαμε στη Λυών 11 η ώρα το βράδυ. Η συναυλία ήταν την επόμενη μέρα. «Έτσι θα πάμε;» μου λέει ο Χρήστος. «Πρέπει να κάνουμε ένα μακιγιάζ, κάτι». Πήγαμε και αγοράσαμε κραγιόν, μολύβι για τα μάτια, ψεύτικες βλεφαρίδες και την επομένη βαφτήκαμε, κάναμε τον κεραυνό στο πρόσωπο, εγώ φόρεσα και τα κόκκινα παπούτσια μου, κατεβήκαμε στη ρεσεψιόν και ξεκινήσαμε για το στάδιο της Λυών. Μπήκαμε μέσα, χιλιάδες νέοι βαμμένοι πιο έντονα από εμάς περίμεναν να αρχίσει η συναυλία. Η μυρωδιά από τους μπάφους ήταν έντονη, καθίσαμε δίπλα σε ένα ζευγάρι Πολωνών που είχαν φτιάξει ένα τρίφυλλο και το κάπνιζαν με απόλαυση «Hi!» τους λέω. «Ηi» μου απαντάνε και μου προσφέρουν το τσιγάρο. Πήρα τρεις δυνατές τζούρες, το έδωσα και στον Χρήστο, γίναμε λιώμα.

Η συναυλία άρχισε με το «Look back in anger». Ο Μπόουι, ντυμένος με ένα φαρδύ θαλασσί κοστούμι και λευκό πουκάμισο, χορεύει και τραγουδάει τις μεγάλες του επιτυχίες: «Heroes», «Goden years», «Fashion». Kαι μετά «Let’s dance». Οι κερκίδες παίρνουν φωτιά, βγάζει το σακάκι και συνεχίζει με «Life on Mars», «Cat people», «China girl». Ο κόσμος ουρλιάζει και χειροκροτεί, ο Μπόουι αλλάζει και εμφανίζεται με θαλασσί πουκάμισο και λευκό κοστούμι, δίνει μια κλωτσιά σε μια τεράστια πλαστική υδρόγειο που φεύγει από τη σκηνή και ταξιδεύει ανάμεσα στο κοινό. «Rebel Rebel», «Station to Station», «Ashes to Ashes» και η υδρόγειος επιστρέφει στη σκηνή, ο Μπόουι της δίνει μια πάνω σε ένα καρφί και σκάει με πάταγο. Παίρνει την κιθάρα του και τραγουδάει το «Major Tom». Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου ενώ ένα τεράστιο κέρας της Αμάλθειας, που αιωρείται από πάνω μας, γέρνει και μας πασπαλίζει με χρυσόσκονη την ώρα που ο Ντέιβιντ τραγουδάει το «Young Americans». Η συναυλία τελειώνει με το «Fame». Ο Μπόουι υποκλίνεται και αποχωρεί.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά σήμερα που άκουσα τις φήμες πως ο Ντέιβιντ Μπόουι πέθανε! Παιδιά, μη μασάτε! Τον ξέρουμε καλά τον χαμαιλέοντα! Το τελευταίο του τραγούδι λέγεται «Lazarus». Σε τρεις ημέρες, αφού θα έχει διαβάσει όλα τα αφιερώματα για αυτόν, θα είναι πάλι μαζί μας!

*Ακούστε εδώ τα Podcast «Μυθικά Πρόσωπα» του Γιώργου Παυριανού