Μουσικη

Ο δικός μου Ραβί Σανκάρ

Του Στέφανου Δάνδολου

Στέφανος Δάνδολος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο μύθος λέει ότι εκείνος που σύστησε τη μουσική του Ραβί Σανκάρ στον Τζορτ Χάρισον ήταν ο Ντέιβιντ Κρόσμπι των Byrds. Ήταν φθινόπωρο του 1964, λίγο πριν οι Beatles μπουν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το «Rubbel Soul», και ο Κρόσμπι, που είχε μεγάλη αδυναμία στην τζαζ αλλά και στα έθνικ ακούσματα, προέτρεψε το «σκαθάρι» να ακούσει το παράξενο αυτό όργανο με την ονομασία «σιτάρ», που στα χέρια εκείνου του άγνωστου Ινδού, μιλούσε κατευθείαν στη καρδιά. «Ήταν η στιγμή που άλλαξε όλη μου τη ζωή», θα έλεγε αργότερα ο Τζορτζ Χάρισον στο ντοκιμαντέρ «The Beatles anthology».

Ωστόσο, εκτός από τη ζωή του Χάρισον, θα άλλαζε και το πνεύμα της ποπ κουλτούρας, όπως φυσικά και τη ζωή του ίδιου του Σανκάρ, ο οποίος μέχρι τότε ήταν διάσημος μόνο στη χώρα του. Ο Χάρισον ζήτησε από τον Σανκάρ να του μάθει το σιτάρ, ασπάστηκε την φιλοσοφία του «Χάρε Κρίσνα», και λίγους μήνες μετά, τα αποτελέσματα της αλλαγής εισχώρησαν στη σάρκα του αναλώσιμου δυτικού πολιτισμού, με το «Norwegian Wood» των Beatles να εισαγάγει τον ήχο της ινδικής μουσικής στην μυθολογία του ροκ εντ ρολ. Όταν, δε, το 1967 το «Within You Without You» συμπεριλήφθηκε στο κορυφαίο άλμπουμ όλων των εποχών (το «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band» των Beatles) το σιτάρ του Σανκάρ κατέκτησε την Αμερική με τον ίδιο τρόπο που το «παγωμένο γιαούρτι» έχει κατακτήσει σήμερα την Ελλάδα.

Και κάπως έτσι, προς τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, η καρδιά της Δύσης έμοιαζε παραδομένη στο μυστικιστικό πνεύμα της μουσικής του Ραβί Σανκάρ. Έπαιξε στο Μόντερει, έπαιξε στο Γούντστοκ, υπέγραψε με την Apple, την εταιρεία των Beatles, κι όταν ο Μπλέικ Έντουαρτς και ο Πίτερ Σέλλερς αποφάσισαν να γυρίσουν ένα φιλμ με τις περιπέτειες ενός Ινδού γκαφατζή κομπάρσου ονόματι Χουρούντι Μπάκσι, ζήτησαν από το Σανκάρ να διδάξει το πρωταγωνιστή πώς θα κρατάει το σιτάρ στη σκηνή που παίζει το περίπλοκο όργανο. Όμως, το συγκλονιστικό με τον Σανκάρ είναι ότι είδε όλο αυτό το ενδιαφέρον γύρω από τον εαυτό του όχι σαν το απόγειο της προσωπικής του καταξίωσης αλλά σαν έναν τρόπο να φέρει στο φως την μεγάλη μουσική παράδοση της πατρίδας του.

«Το μόνο που θέλω», είπε στο περιοδικό Rolling Stone το 1975, «είναι να σέβονται την μουσική μας. Η μουσική μας δεν είναι ξεφάντωμα, δεν είναι κάτι που θα σε κάνει να πιεις, να χορέψεις. Είναι κάτι εγκεφαλικό, μια μυσταγωγία, η τελετή που θα σε οδηγήσει σε μια βαθύτερη κατανόηση του εαυτού σου, αν είσαι πρόθυμος να φτάσεις ως εκεί». Αυτό ήταν που με έκανε να τον αγαπήσω τόσο πολύ. Η προσήλωσή του στην τέχνη του. Η αμετάκλητη πειθαρχία με την οποία απέρριψε κάθε επιρροή από τους ροκ αστέρες που τον κατέκλυσαν.

Ο Χάρισον έπαιρνε ναρκωτικά, ο Σανκάρ δεν πήρε ποτέ. Οι Who έσπασαν τα όργανά τους στο Γούντστοκ, ο Σανκάρ ένιωσε προσβεβλημένος γι’ αυτό («τα μουσικά όργανά μας είναι η ψυχή μας», είχε πει). Ακόμα και στα βαθιά γεράματά του, πρόσφατα, παρουσιαζόταν επί σκηνής και, αφού υποκλινόταν, ζητούσε από το ακροατήριό του, να κάνει ησυχία, να μην καπνίζει και να μη πίνει κατά τη διάρκεια του δικού του ρεσιτάλ. Ναι μεν έγινε κτήμα της Δύσης, αλλά δεν αποκήρυξε ποτέ τα ιερά διδάγματα των δασκάλων του. Όλη του η πορεία ήταν ένα mantra στηριγμένο στη μουσική, στην δική του μουσική.

Ο θάνατός του, στα 92, προχθές, συνοψίζει ένα μεγάλο κεφάλαιο αυτού που ονομάζεται «πολιτισμός του εικοστού αιώνα» και σίγουρα έρχεται να φτωχύνει την οικογένεια των Beatles, που αριθμεί πια μόνο τον Πολ, τον Ρίνγκο και τον παραγωγό τους Τζορτζ Μάρτιν. Αλλά η κληρονομιά του δεν θα φτωχύνει ποτέ. Υπάρχουν οι δίσκοι του, οι συνεργασίες του, οι κόρες του Νόρα Τζόουνς και Ανούσκα Σανκάρ, και υπάρχει και το στυλ του, η κοσμοθεωρία του, αυτό που είχε συνοψίσει σε 15 λέξεις, λέγοντας κάποτε ότι «η ποπ μουσική αλλάζει κάθε βδομάδα, η σπουδαία μουσική όμως είναι σαν τη λογοτεχνία, διαρκεί για πάντα». Κι έτσι θα διαρκέσει κι εκείνος. Σαν ένα παλιό σιτάρ που δεν θα ραγίσει ποτέ.