Μουσικη

Ο Φοίβος Δεληβοριάς στη Θεσσαλονίκη

Στέφανος Τσιτσόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με πιάνει μια μελαγχολία κάθε που πάω στο Μύλο. Βαριά. Είναι που εκεί τη δεκαετία του '90 ευτύχησα να ζήσω, να δουλέψω και να γλεντήσω αποτελώντας μέλος της «συμμορίας» του Νίκου Στεφανίδη. Μαγικά χρόνια. Όλη η Θεσσαλονίκη άκουγε τον 88μισό, διάβαζε το φανζινάκι, έβλεπε και χόρευε συναυλίες άπιαστες και αχτύπητες. Άλλο να σ’ το διηγούμαι κι άλλο τότε, που ήταν καθημερινότητα να κουβεντιάζεις με την Πάτι Σμιθ στο ουζερί για τη Νέα Υόρκη του '70 ή να σου υπογράφει η Λετίσια τους δίσκους των Stereolab, λίγο πριν ανεβεί στη σκηνή. Να πηγαίνεις στο καπνοπωλείο για να αγοράσεις τσιγάρα και στην ουρά να ρωτά ο Μπρετ των Suede ένα κορίτσι από την Καλαμαριά πόσο μακριά είναι το Άγιον Όρος κι η Σάρα των Saint Ettiene να νταχτιρντίζει το γιο σου στο στούντιο, ώστε να πάψει να κλαίει και να τελειώσει η συνέντευξη. Κι όλα να συμβαίνουν αυθόρμητα, αβίαστα, λες κι ο Μύλος δεν ανήκε στη Θεσσαλονίκη, μα ήταν ένα προάστιο του Ανατολικού Λονδίνου ή του Σιάτλ, α, να κι ο Κρις με την Κάρλα, βρε καλώς τους Walkabouts, τι νέα παιδιά;

Οκ, το σταματώ εδώ, κακό πράμα η νοσταλγία, αλλά δεν φταίω εγώ, με γκρεμοτσάκισε και κατρακύλησα ένεκα Φοίβου Δεληβοριά. Γιατί ο Μύλος είναι η δική μου «Καλλιθέα», που ήρθε να μας την παρουσιάσει στο κλαμπ του κι έσπευσα με ειλικρινή αγάπη και χαρά να την ακούσω ζωντανή. Ένας τόπος και μια γειτονιά, ένα «σπίτι» όπου χρόνος, σκρίνια, αναμνήσεις από παλιές κιθάρες και περιοδικάκια, άδεια πακέτα από Κάμελ που εντέχνως κολλημένα έφτιαχναν ρομποτάκια, ποτέ δεν τα ξέχασα. Κι ούτε τα έχασα. Κάθε φορά που επιστρέφω, μοιάζει να με περιμένουν καταχωνιασμένα εκεί στα έγκατα των νέων κτιρίων που πήραν τη θέση των παλιών.

Πάρκαρα δίπλα σε μια από τις δεκάδες κυριλέ νεομπουρδελερί, αφού εδώ πλέον στεγάζονται όλα τα ερωτόσπιτα. Σάββατο βράδυ, κόσμος πολύς, άλλοι για Editors ή Μάλαμα (απέναντι, στο Fix), άλλοι για το «κορίτσι», καντίνες με «βρόμικα», μια ατμόσφαιρα μπίζνας σε συσκευασία διασκέδασης α λα καρτ. Πολύ οργανωμένη όμως, καμιά σχέση με εκείνη τη χύμα περιοχή της δεκαετίας του '90, που το μέρος προσέφερε άδεια απεραντοσύνη και ξωτικιά μοναξιά και σύχναζαν μόνο οι μυημένοι!

Φίσκα το κλαμπ και, guess what: μπορεί οι Ρουβίτσες να τελείωσαν άπαξ κι ο Σάκης μεγάλωσε, παντρεύτηκε και έπαψε να διάγει teen ποπ σταρ βίο, αλλά οι Δεληβορίτσες καλά κρατούν! Κοριτσόπουλα νέας εσοδείας, ηλικίες τρυφερές, σάρκες σφριγηλές, μωρέ μπράβο! Κι ύστερα βγήκε η μπάντα με τον βιρτουόζο Κουβανό μπασίστα Yoel Solo, που ήταν σαν να τα κεντούσε, από το πρώτο ως το τελευταίο, σαν εργόχειρο όλα τα τραγούδια. Το πατρινό αλάνι Σωτήρη Ντούβα στα τύμπανα, λες και ήταν μετρονόμος ο άτιμος, και τον Κωστή Χριστοδούλου στα πλήκτρα, groove armada και σκέτη piano fantasia ο τυπάρας. Κι από την «Μπόσα Νόβα του Ησαΐα», με την οποία ξεκίνησε, μέχρι την «Καλλιθέα», με την οποία αποχαιρέτησε μετά από τρεις ώρες, ο Μύλος έφεξε σαν μια γιορτή από τα παλιά, που τα παιδιά αναχωρούσαν από τη συναυλία με ένα τεράστιο χαμόγελο και μπλουζάκια υγρά σαν ωκεανός από τον ιδρώτα, τη συγκίνηση και τον χορό.

Τι κι αν δεν έπαιξαν τα «Κορίτσια από άλλα προάστια», το δέκα δηλαδή, όπως απομνημονεύω μια ζωή τα αγαπημένα μου τραγούδια, από τον καινούργιο δίσκο, που το θεωρώ άσμα τεράστιο και μουσικά μα και στιχουργικά. Παρτάρα! Γιατί μόνο ο Φοίβος μπορεί να παίξει την reloaded «Κική» ή το εξίσου γαμάτο νέο «Ο Ξένος» («πες μου αλήθεια αν αυτή η μουσική ήταν πάντα μπουζούκια κλαψιάρικα... πες μου αλήθεια αν ο μπακάλης αυτός ήταν πάντα μισάνθρωπος») και αίφνης από emotional σεκλέτια και Ρούφους Γουέινραϊτ, Άκης Πάνου, Μόρισεϊ και α λα Ζαμπέτα χατζιδάκειες τρυφεράδες, να μεταμορφώνεται σε Κλαούντιο Τσεκέτο! Κι όλοι να ακολουθούν το παράγγελμα-πρόσταγμα και να χορεύουν τα «Παπάκια», ουρλιάζοντας στο ρεφρέν «Είμαστε βλαμμένοιιι και διαταραγμένοιιι!».

Νύχτα ξελογιάστρα. Ο κόσμος -πότε προλάβατε ρε, you people, να τα αποστηθίσετε όλα τα καινούργια;- τραγουδούσε εν χορώ, ο αρτίστας και οι ακομπανιέρος του, παρά το μέτριο ήχο (σ.σ. Σάββα, ανανέωσε επειγόντως τον εξοπλισμό), εκτροχίασαν το λάιβ και από συναυλία το μετάλλαξαν σε παιδική χαρά. Κι επομένως να γιατί στο «Κουνελάκι», που το έγραψε για την κόρη του, αλλά και στο «Ελεφαντάκι», δάκρυα εκύλησαν και καρδούλες ράγισαν, λες και δεν έπαιζε ο Φοίβος αλλά οι Charms στο «Να βγάλουμε ψεύτη το χρόνο τον κλέφτη, να μείνουμε πάντα παιδιά».

Έφυγα από τον «Καλλιθεομύλο» ώρα πολύ περασμένη και πολύ ξενύχτισσα. Στις νεομπουρδελερί ακόμα μπαινόβγαινε κόσμος, οι καντίνες πάσαραν «βρόμικα», όπως ο Γιαννάκης στον Νικ. «Τι ζητάς στον Καλλιθεομύλο; Ρωτάει το αηδόνι που παλιά σε συνόδευε... Ανεβαίνω στην ταράτσα που καίει, πετάω την μπάλα που κρατούσα στο διάστημα, και ο Γκάλης, που μέσα μου κλαίει, φεύγω λέει». Φεύγω λέει; Γιατί αυτή είναι και μια από τις σημασίες - ερμηνείες των χρηστών που δίνει ο Δεληβοριάς στο νέο δίσκο. Πως δηλαδή από μερικά πράγματα, τόπους και ανθρώπους, αδύνατον, όσο και να το προσπαθήσει κανείς, να φύγει. Θα επιστρέφουν. Με ένα ακόρντο. Ένα γαμημένο ακόρντο.