Μουσικη

H τελευταία «διαθήκη» του Τζον Λένον

Η συνέντευξή του στο Rolling Stone, τρεις μέρες πριν δολοφονηθεί στις 8 Δεκεμβρίου 1980

Στέφανος Δάνδολος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

40 χρόνια από τη δολοφονία του Τζον Λένον: Ο Στέφανος Δάνδολος γράφει για τη συνέντευξη του ιδρυτή των Beatles στο Rolling Stone τρεις μέρες πριν τον θάνατό του

Στις 9 Οκτωβρίου θα γινόταν 80 ετών. Δύσκολο να τον φανταστείς σε αυτή την ηλικία. Θα ήταν ένας συμβιβασμένος «Σερ» όπως ο Πολ Μακ Κάρτνει; Ένας συνταξιούχος ροκ-σταρ σαν τον Ντέιβιντ Μπάουι; Ή θα είχε τραβήξει τον δρόμο του Μπομπ Ντύλαν με ατελείωτες περιοδείες και εξαιρετικά άλμπουμ;

Οι σφαίρες του Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν εκείνο το βράδυ Δεκεμβρίου του 1980, γεννούν ένα σωρό συζητήσεις για το τι θα μπορούσε να είναι σήμερα ο Τζον Λέννον και ασφαλώς κανείς δεν είναι σε θέση να πει με σιγουριά, ούτε καν η Γιόκο Όνο, η οποία εικάζει στις συνεντεύξεις της ότι, αν ζούσε, θα πειραματιζόταν διαρκώς με νέα είδη μουσικής. Οπότε το μόνο που έχει αξία, πλην της κληρονομιάς που μας άφησε, είναι ίσως η τελευταία συνέντευξη της ζωής του, αυτή που έδωσε στο περιοδικό Rolling Stone την Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 1980, τρεις μέρες πριν από τη δολοφονία του.

Επρόκειτο για την «τελευταία διαθήκη» του μεγαλύτερου συμβόλου της δεκαετίας του εξήντα και για χρόνια έμεινε αδημοσίευτη, επειδή ο δημοσιογράφος που την είχε πάρει, ο γνωστός αρθρογράφος Τζόναθαν Κοτ, δεν είχε την δύναμη να βάλει σε λειτουργία το μαγνητοφωνάκι του ώστε να την αποτυπώσει στο χαρτί. Έπρεπε να περάσουν 31 χρόνια για να το κάνει και το περιοδικό τελικά την δημοσίευσε πέρυσι, παρουσιάζοντας στο κοινό τις απόψεις του Τζον Λέννον την εποχή του θανάτου του, όταν ήταν σαράντα ετών και είχε αποκηρύξει για πάντα το φάντασμα των Μπιτλς.

Έχοντας περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια έπειτα από την τελευταία δισκογραφική του δουλειά, είχε μόλις ολοκληρώσει το Double Fantasy και ήταν έτοιμος να περάσει στην αντεπίθεση αναφερόμενος στη σκληρή κριτική του Τύπου.

«Η ψευδαίσθηση ότι είχα αποκοπεί από την κοινωνία είναι ένα ανέκδοτο», είχε πει. «Εργαζόμουν από τις εννιά μέχρι τις πέντε και είχα ρίξει το βάρος αποκλειστικά στο παιδί μας. Δεν κρυβόμουν. Αλλά δεν έγραψα απολύτως τίποτα. Ήταν μεγάλη υπόθεση για μας να αποκτήσουμε ένα μωρό μετά από αρκετές αποτυχημένες εγκυμοσύνες όπου παρ’ ολίγο να πεθάνει η Γιόκο, τα προβλήματα με τα ναρκωτικά και το χωρισμό. Μετά από δέκα χρόνια, ήλθε το παιδί που περιμέναμε και -μα το Θεό- δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουμε τα ίδια λάθη.

Μου έχουν επιτεθεί τόσες πολλές φορές. Αλλά δεν είμαι μόνο εγώ... Πάρε για παράδειγμα τον Μικ Τζάγκερ. Θεωρείς ότι θα τον αφήσουν ποτέ σε ησυχία; Όσο για τον Μπρους Σπρίνγκστιν, ο Θεός να τον φυλάει όταν ο Τύπος αποφασίσει ότι δεν είναι πλέον ο ένας και μοναδικός. Έχω ακούσει καλά λόγια γι’ αυτόν και οι οπαδοί του είναι χαρούμενοι τώρα. Όταν, όμως, θα αναγκαστεί να έρθει αντιμέτωπος με την επιτυχία, θα αντιληφθεί ότι μεγαλώνει και ότι πρέπει να κάνει το ίδιο ξανά και ξανά, τότε ο κόσμος θα του γυρίσει την πλάτη και μακάρι να επιβιώσει. Δεν είμαστε μηχανές.

Δηλαδή, τι περιμένουν από τον Σπρίνγκστιν; Μήπως να αυτοκτονήσει στη σκηνή; Από μένα και τη Γιόκο να κάνουμε έρωτα και αμέσως μετά να σκοτωθούμε; Κατάλαβα για πρώτη φορά ότι υπάρχει ένα είδος συστήματος όπου ο καθένας γίνεται κομμάτι του μεγάλου τροχού και απλά πρέπει να συνεχίσει να γυρίζει ότι κι αν συμβεί. Εξάλλου, το σύμπαν είναι ένας τροχός, σωστά; Παρακολουθώντας τον τροχό, νιώθω ότι παρακολουθώ τον εαυτό μου, ακόμα και μέσα από το ίδιο μου το παιδί. Δεν είμαι ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου, είμαι οξύθυμος τύπος και παθαίνω συχνά κατάθλιψη. Οι επονομαζόμενοι καλλιτέχνες -σαν και μένα- είναι εγωιστές κι έτσι στην προσπάθεια να σκεφτώ τον Σον ή την Γιόκο ή οτιδήποτε άλλο πέραν του εαυτού μου, αγχώνομαι τρομερά. Μπορεί να γράφω ένα κομμάτι για τον γιό μου, αλλά θα ένιωθα πολύ καλύτερα αν περνούσα το χρόνο που χρειάστηκα στη δημιουργία του τραγουδιού για να παίξω μαζί του.

Το πιο δύσκολο για μένα είναι... να παίξω. Μπορώ να εφεύρω τρόπους για να περνάμε το χρόνο μαζί, να ζωγραφίσω μαζί του, να δω τηλεόραση μαζί του αλλά δεν μπορώ να παίξω...» Στην προσπάθεια του να καθορίσει την κινητήρια δύναμη πίσω από τη μουσική του αλλά και την άποψη για όσους τον κατηγορούν, ο Τζον Λένον εξηγούσε: «Το μοναδικό κριτήριο για μένα είναι το κοινό και πρόκειται για κάτι που το αποφάσισα από την περίοδο που βρισκόμουν στη σχολή Καλών Τεχνών. Με ενδιαφέρει να εξωτερικεύω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου και η μουσική είναι ένας τρόπος για να το πετύχω. Ποιός υποτίθεται ότι πρέπει να είμαι; Ένα είδος οσιομάρτυρα που δεν μπορεί να είναι πλούσιος;

Ένας βλάκας στο περιοδικό Esquire (μιλούσε για το προσβλητικό άρθρο ‘Τζον Λένον, που είσαι;’) είναι κλασικό παράδειγμα ανθρώπου που κάποτε σε λάτρευε και τώρα σε μισεί. Δεν τον γνωρίζω, αλλά εκείνος ξόδεψε χρόνο ψάχνωντας την ψευδαίσθηση που έχει δημιουργήσει για μένα και μετά νευρίασε επειδή δεν μπορούσε να τη βρει. Αυτοί οι κριτικοί μοιάζουν με ειδωλολάτρες. Ορισμένοι αρέσκονται να υποστηρίζουν κάποιον όταν βρίσκεται στο δρόμο για την κορυφή, αλλά όταν φτάσει εκεί, τον μισούν. Αυτό που πραγματικά θέλουν είναι νεκροί ήρωες όπως ο Σιντ Βίσιους και ο Τζέιμς Ντιν. Εγώ, λοιπόν, δεν ενδιαφέρομαι να γίνω ένας, οπότε ξεχάστε το!»

Και με αυτά τα λόγια έκλεινε την συνέντευξή του. Τρεις μέρες μετά ήταν κι αυτός ένας νεκρός ήρωας.


Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην ATHENS VOICE, το 2012.