Μουσικη

Πάνος Κατσιμίχας

A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο δικός μου άνθρωπος... Ήταν ο παππούς μου, ο δάσκαλος Παναγιώτης Σπυρόπουλος, από τον οποίο πήρα και το όνομα.  Φωτεινή ψυχή. Από το μαντολίνο του πήρα την αγάπη για τη μουσική και  μέσα από τη βιβλιοθήκη του και τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» που με προμήθευε ανελλιπώς ανακάλυψα τη λογοτεχνία.

Χρονιά-σταθμός... Το 1982, όταν πήρα στους Μουσικούς Αγώνες της Κέρκυρας το τρίτο Βραβείο από το χέρι του Χατζιδάκι. Δεν έπαιξε άμεσο ρόλο σε επίπεδο «καριέρας», αλλά ήταν κάτι σαν το «φιλί της ζωής».

Κομβικό σημείο... Τον Ιανουάριο του ’85, ο Μανώλης Ρασούλης κατάφερε με χίλιους κόπους να πείσει την EMI να εκδώσει τα «Ζεστά ποτά» και τον ευχαριστούμε για πάντα. Ήμασταν με το Χάρη έτοιμοι να ξαναφύγουμε και να μη γυρίσουμε ποτέ. Μπήκαμε στο στούντιο τον Φεβρουάριο του ’85 και μέσα σε 73 ώρες γράψαμε το δίσκο με τη βοήθεια 4 ανθρώπων. Του Γιάννη Σπάθα μαζί με τον  Νίκο Αντύπα, που ενορχήστρωσαν και έπαιξαν, και του Ακη Γκολφίδη, που έκανε την ηχοληψία με βοηθό τον Κώστα Καλημέρη.

Ιστορίες καμαρινιών... Το χειμώνα του ’90 εμφανιζόμασταν σε ένα μικρό μαγαζάκι. Σε ένα διάλειμμα, μπαίνω στο καμαρίνι και βλέπω έναν τύπο γύρω στα 25. Μέσα σε 3 λεπτά είπε την ιστορία της ζωής του, απήγγειλε στίχους και μας είπε ότι ζει με τα τραγούδια μας. Βγήκα για λίγο, και όταν επέστρεψα ο τύπος έλειπε και μαζί το παλτό μου, η κιθάρα, οι φυσαρμόνικές μου και ένα κασετοφωνάκι. Τρελάθηκα. Βγήκα στο διάδρομο, άκουσα φωνές και είδα να τον φέρνουν σηκωτό. Έβαλε τα κλάματα. Δεν θύμωσα. «Ρε φίλε, του είπα, αν ήθελες λεφτά, γιατί δεν μου ζήτησες, γιατί το έκανες αυτό, αφού λες ότι μας αγαπάς;». Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα του. Φορούσε το παλτό μου, κρατούσε την κιθάρα μου, είχε στην τσέπη τις φυσαρμόνικες και το κασετοφωνάκι μου, με κοίταξε στα μάτια και είπε: «Θέλω να είμαι εσύ». Φρίκαρα. «Πώς να είσαι εγώ, ρε αδερφέ» του είπα, «αφού, ούτε εγώ δεν ξέρω ποιος είμαι;». Να μην τα πολυλογώ, του λέω: «Ευχαριστώ. Κράτα το κασετόφωνο και, όταν πας σπίτι σου, άκου το τραγούδι που ξενυχτάω δύο μήνες τώρα για να γράψω». Ήταν «Η μοναξιά του σχοινοβάτη» και το είχα μαζί μου για να το ακούσει ο Χάρης. Μου όρμησε, με φίλησε και έφυγε, χωρίς να πει κουβέντα. Δεν τον ξαναείδα ποτέ.

Τραγούδι... Το “Fire & Rain’’ του James Taylor. Όταν το πρωτάκουσα στα 19 έμεινα ξάγρυπνος μέχρι το πρωί. Είναι το τραγούδι που έβαλε μέσα μου το μικρόβιο της τραγουδοποιίας.

Ταινία... Τα «Φτερά του έρωτα» του Βέντερς, που είδα κάποτε στο Δ. Βερολίνο και μαγεύτηκα.

Βιβλίο... Ένα καλοκαίρι (νομίζω του 1972) πήγα στην Ίο για 20 μέρες και έμεινα 3 μήνες.Όταν μου τέλειωσαν τα λεφτά, ξέμεινα στην παραλία του Μυλοπότα και την έβγαζα με ψωμοτύρι. Μπήκε Σεπτέμβριος και ένα βράδυ βρήκα στην παραλία μια πορτοκαλί τσάντα. Είχε μέσα γυαλιά, ένα φουλάρι, ένα πακέτο Rothman’s και ένα μικρό βιβλίο. Τους «Προσανατολισμούς» του Ελύτη. Πέρασα τις επόμενες 10 μέρες διαβάζοντάς το. Σαν ταξίδι με L.S.D. έμοιαζε. Γύρισα στην Αθήνα αλλαγμένος. Άρχισα να αναζητώ βιβλία για το σουρεαλισμό, βρήκα τον Castaneda, τον Γκάτσο, τον Εγγονόπουλο, τον Εμπειρίκο, τους beat ποιητές που φιλοξενούσαν τα “Panderma’’ του Λεωνίδα Χρηστάκη και εισήλθα διά βίου σε ένα ταξίδι που ακόμα συνεχίζεται μέσα μου.

Συναυλία... Mike Oldfield, το 1978 στην Deutsche Halle στο Δ. Βερολίνο. Σαν να συμμετείχα σε μια κέλτικη τελετή, με δρυΐδη τον ίδιο τον Oldfield.

Μουσικός... Γνώρισα κάποτε στη Βασιλεία δύο Ελβετούς μουσικούς. Όταν έκατσαν στο χαλί να παίξουνε τάμπλα και σιτάρ, άκουσα έναν κυκεώνα από ρυθμούς και μελωδίες και με κλειστά τα μάτια έκαναν παύσεις και ξαναγύριζαν στο ρυθμό, ήρεμα και απλά, σαν τα ψάρια μέσα στο ποτάμι. Ήταν δυο τζαζίστες που αφού μπουχτίσανε από τη δυτική μουσική, στράφηκαν στην ινδική και έπαιζαν ή μάλλον ζούσαν ουσιαστικά με αυτό τον «άλλο» τρόπο. «Μα πώς μετράτε τα μέτρα;» τους ρώτησα και μου εξήγησαν ότι όλα γίνονται με το διαλογισμό και την κυκλική αναπνοή. «Συναντιόμαστε εκεί που κλείνουν οι κύκλοι της αναπνοής» μου είπε ο ταμπλίστας. «Το έκανε με τους μαθητές του πριν από 2.500 χρόνια και ένας δικός σας γκουρού. Πυθαγόρας λεγόταν». Κάγκελο διά βίου ο Παναγιώτης.  

Καθοριστικό γεγονός... Η απόφασή μου να φύγω από την Ελλάδα, το 1975, σε ηλικία 22 χρονών, για να εγκατασταθώ στο Δ. Βερολίνο. Από το  Βερολίνο στη Ν. Γαλλία, στο Άμστερνταμ, στην Ελβετία, όπου με έβγαζε ο καιρός. Τα πιο δύσκολα αλλά και πιο ενδιαφέροντα χρόνια της ζωής μου. Έχω την αίσθηση ότι έζησα 3 ζωές μαζί. Άκουγα πέρσι τον Γιώργο Παπανδρέου (που είναι  και συνομήλικός μου) να μιλάει για τα χρόνια που έζησε κάποτε στη Σουηδία και είχα βουρκώσει. Ενώ κάποιοι ηλίθιοι από την ομήγυρη χασκογελούσαν, εγώ ήθελα να βάλω το κεφάλι μου μέσα στην τηλεόραση να του φωνάξω «ναι, φίλε, ξέρω τι θα πει “μαυροκέφαλος”. Ξέρω πολύ καλά για τι πράγμα μιλάς. Η ξενιτιά είναι μεγάλο σχολείο».

Αυτό το πολύχρονο ταξίδι-περιπλάνηση με έκανε από παιδί άντρα, μου δίδαξε την επιβίωση, μου έμαθε να βρίσκω λύσεις, να μην απελπίζομαι, και το κυριότερο από όλα να πιστεύω στους ανθρώπους. Άσπρους, μαύρους, κόκκινους, κίτρινους. Σε όλους. Και, φυσικά, να πιστεύω στον εαυτό μου.