Μουσικη

Η σπείρα των Birthday Kicks εξηγεί τη φάση τους

Το άλμπουμ «Black Echo Trap» κάνει πολλή φασαρία. To rock τρίο από τη Λάρισα φέρει την ευθύνη

Δημήτρης Αθανασιάδης
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Επιτέλους, μια μπάντα που παίζει και δεν το παίζει. Αν έχετε την τάση να κοπανιέστε στο σπίτι ή να χορεύετε μόνοι σας, οι Birthday Kicks από τη Λάρισα και το πρώτο τους άλμπουμ «Black Echo Trap» θα σας κρατήσουν εξαιρετική συντροφιά. Με εντυπωσιακή έμπνευση στο να γράφουν κολλητικά riffs, εκφραστικά ανέκφραστα φωνητικά και διάχυτη ρυθμικότητα, έχουν ένα rock δίσκο από αυτούς που δεν ακούμε συχνά στην Ελλάδα.

image

Stoner, fuzz, heavy psych, garage, desert, δεν έχει καμία σημασία σε ποιο ράφι θα τους βάλεις, η καλύτερη θέση είναι στα αυτιά σου. Ένα self-released άλμπουμ που μπορείτε να προμηθευτείτε σε βινύλιο ή ψηφιακή μορφή μέσα από τις σελίδες τους στο bandcamp ή το facebook. Με πέντε δικά τους κομμάτια και τρεις τολμηρές διασκευές σε The Jesus and Mary Chain, Willie Dixon και Pink Fits, αυτό το τρίο μας βάζει σε υποψίες για συναρπαστικά πράγματα στο μέλλον. Για τους πιο απαιτητικούς, κυκλοφορεί και σε deluxe edition από την The Amp, με extra track τη διασκευή τους στο «Personal Jesus» των Depeche Mode. Όσοι βρεθούν στο live των Uncle Acid & The Deadbeats, το Σάββατο 21 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη στο Eightball Club, θα έχουν την ευκαιρία να το διαπιστώσουν ζωντανά αφού οι Birthday Kicks θα εμφανιστούν ως support. Ο Ανδρέας Αλμπάνης, τραγουδιστής και κιθαρίστας της μπάντας, εξηγεί και εξηγείται.

© Γιάννης Χατζηαντωνίου

Tι σας έχει μείνει από τις ηχογραφήσεις του «Black Echo Trap»; Υπήρξαν ανατροπές στο στούντιο ή είχατε πλάνο για αυτό που θέλατε να βγάλετε; Δεν είχαμε πολλά χρήματα και αυτά που είχαμε έφταναν περίπου για 20-25 ώρες ηχογράφηση. Έτσι, τους προηγούμενους μήνες λιώσαμε τα κομμάτια όσο περισσότερο γινόταν στις πρόβες και σχεδιάσαμε ένα πολύ απαιτητικό πλάνο από πλευράς χρόνου, το οποίο καταφέραμε και τηρήσαμε. Τα στοιχεία που απέκτησε το άλμπουμ μέσα στο στούντιο, δηλαδή αυτά που δεν είχαμε προετοιμάσει, ήταν κυρίως κάποια φωνητικά που έκανε ο Μάνος Τσελεπής από τους Craang σε 3 τραγούδια και ένα-δυο κιθαριστικά μέρη που ανέδειξαν τελικά καλύτερα τις μελωδίες που υπήρχαν ήδη.

Το ένστικτό μας, όταν πρωτογνωρίσαμε το Μάνο, μάς είπε ότι μαζί θα μπορούσαμε να ηχογραφήσουμε τα τραγούδια μας με τον τρόπο που θέλαμε και έτσι τον ακολουθήσαμε στο στούντιο που δούλευε στη Θεσσαλονίκη, στο Red House. Ο Μάνος έκανε την ηχογράφηση και τη μίξη του δίσκου και κανόνισε να κοιμόμαστε για 3 ημέρες μέσα στο στούντιο, μιας και δεν θέλαμε να χωριστούμε και να κοιμόμαστε σε διαφορετικά σπίτια, φιλοξενούμενοι φίλων μας. Sleeping bags σε καναπέδες και μοκέτες, καφέδες και αλκοόλ μπερδεμένα και κάποιες φορές μαζί, κι εμείς να μην ξέρουμε αν έξω είναι νύχτα ή μέρα. Ασταμάτητη ηχογράφηση για 3 μέρες, με μόνο φαγητό κάποιες πίτες που πήραμε από τα σπίτια μας και τις ζεσταίναμε πάνω στην κεφαλή του Orange που δούλευε κι αυτός νυχθημερόν. Αυτή τη φάση δύσκολα θα την ξεχάσουμε όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Πώς καταλήξατε στον τίτλο του άλμπουμ; Είχαμε κάποιες ιδέες για τίτλο αλλά δεν είχαμε καταλήξει σε κάποια. Καμία από αυτές τις ιδέες δεν ήταν το «Black Echo Trap» πάντως. Τον τίτλο αυτόν τον πρότεινε ο Πέτρος Βούλγαρης που ανέλαβε το artwork του δίσκου. Όταν μιλήσαμε με τον Πέτρο του είπαμε μια-δυο ιδέες που είχαμε για το artwork. Αυτές οι ιδέες δεν ήταν σχετικές με το εικαστικό μέρος αλλά με τη δομή. Δηλαδή, θέλαμε να υπάρχει ένα εικαστικό για κάθε κομμάτι του δίσκου και να φτιάξουμε ένα ένθετο, όπως κι έγινε. Αυτό που δεν θέλαμε καθόλου ήταν να επηρεάσουμε τον Πέτρο με ιδέες σχετικά με το τί θα απεικονίζει το εξώφυλλο ή το υπόλοιπο artwork. Θέλαμε να αισθανθεί τελείως ελεύθερος να δημιουργήσει συνειρμούς, τόσο από το κάθε κομμάτι ξεχωριστά όσο και από το σύνολο του δίσκου. Οπότε, δεν του είπαμε καμιά από τις ιδέες που είχαμε για τίτλο και υπολογίζαμε ότι τον τίτλο θα τον διαλέξουμε αφού δούμε τη δουλειά που είχε κάνει. Ο Πέτρος λοιπόν μας πρόλαβε και μας εξέπληξε ευχάριστα. Όταν μας έστειλε τα εικαστικά μέρη και τρεις διαφορετικές εκδοχές του εξώφυλλου για να διαλέξουμε, είδαμε κάτω από το όνομα της μπάντας τον τίτλο «Black Echo Trap». Αυτή η φράση είναι στίχος από το τραγούδι μας «Black Echo» που υπάρχει στο δίσκο. Όταν τον ρώτησα γιατί διάλεξε αυτό τον τίτλο είπε ότι ακούγοντας το δίσκο του δόθηκε η εντύπωση μιας παγίδας που σε κάνει να τον ακούς ξανά και ξανά. Για το λόγο αυτό άλλωστε χρησιμοποίησε στο εξώφυλλο τη σπείρα εμπνεόμενος από τους στίχους του κομματιού: «They said it comes only once / but it’s a black echo trap / it is a black hole indeed / it is a cursed soul's need / an endless spiral beast / over and over again»

Παρόμοια πάντως είχαμε λειτουργήσει και στο artwork του EP μας «Gotta Believe» που είχαμε κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του 2014. Τότε θέλαμε ένα artwork με αισθητική κόμικ, απευθυνθήκαμε στον κατάλληλο άνθρωπο, τον Μάριο Μπόρα, και όταν είδαμε τη δουλειά του αποφασίσαμε τον τίτλο. Οπότε, αφού λειτούργησε καλά αυτή η λογική την πρώτη φορά σκεφτήκαμε ότι θα λειτουργούσε εξίσου καλά και τη δεύτερη.

image

Birthday Kicks. Τι κρύβεται πίσω από το όνομά σας; Υπάρχει μια ιστορία. Ο Jeroen κι εγώ παίζαμε μαζί ήδη από τις αρχές του 2010 και είχαμε σχηματίσει μια βραχύβια μπάντα με το όνομα TAZ (Temporary Autonomous Zone) που είχε κάνει μόλις 2 live, το ένα από αυτά με τους Wooden Shjips στη Λάρισα. Δοκιμάζαμε όλο αυτό το διάστημα, μέχρι το Μάρτιο του 2013, με αρκετούς φίλους στα τύμπανα αλλά το ένστικτό μας μάς έλεγε ότι δεν ταιριάζαμε απόλυτα και δύσκολα θα γινόταν μπάντα αυτό που είχαμε. Τον Οκτώβριο του 2010 τζαμάραμε 3-4 φορές με ένα φίλο από την Αυστραλία, τον Ντίνο. Τότε μας πρότειναν τα παιδιά που έχουν το Stage στη Λάρισα να τζαμάρουμε ζωντανά στα τρίτα γενέθλια του χώρου. Δεχτήκαμε και σκεφτήκαμε να δώσουμε ένα όνομα στο jam που θα ταίριαζε με την κατάσταση. Έτσι προέκυψε το Birthday Kicks, ως το όνομα ενός jam για τα γενέθλια του συναυλιακού χώρου που έχουμε στη Λάρισα και στηρίζουμε. Δεν φανταζόμασταν ότι θα το κρατούσαμε. Για να μην υπάρξουν τίποτα παρεξηγήσεις έκανα μια μίνι έρευνα τότε στο διαδίκτυο μήπως υπήρχε ήδη καμιά άλλη μπάντα με το ίδιο όνομα. Δεν υπήρχε μπάντα, αλλά αυτό που είδα με έκανε να σκεφτώ ότι τελικά δεν είναι και τόσο κακό όνομα για κάποιους που παίζουν rock’n’roll.

Birthday Kicks λοιπόν ονομάζεται σε κάποιες χώρες όπως η Ινδία, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, το έθιμο των γενεθλίων που είναι αντίστοιχο με το δικό μας φατούρο. Όταν κάποιος έχει γενέθλια, μαζεύονται οι κολλητοί του και του ρίχνουν μερικές φιλικές κλωτσιές προκειμένου να τον προετοιμάσουν για τα δύσκολα που θα συναντήσει τη χρονιά που έρχεται. Αν και δεν ήξερα ότι το έθιμο αυτό λέγεται «birthday kicks», το ήξερα από παλιά όταν εργαζόμουν σε ένα ξενώνα ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων όπου τα περισσότερα παιδιά ήταν από αυτές τις χώρες. Όταν λοιπόν κάποιο από τα παιδιά είχε γενέθλια γινόταν το αντίστοιχο τελετουργικό με πολλή χαρά και κέφι. Όλοι όσοι ήμασταν στον ξενώνα μικροί-μεγάλοι, το περιμέναμε πώς και πώς και πάντοτε στο τέλος όλα τα παιδιά αγκαλιάζονταν και αντάλλασσαν ευχές. Ποτέ κάποιος δεν ενοχλήθηκε από αυτή τη φιλική εκδήλωση βίας. Αυτό το τελετουργικό λοιπόν μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από τότε. Γιατί εκφράζει την πραγματική φιλία, αυτό που μπορείς να δεχτείς μόνο από κάποιον που είναι σύντροφος στη ζωή σου και ξέρεις ότι νοιάζεται για εσένα. Επιπλέον, το συγκεκριμένο έθιμο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό των σχέσεων, δηλαδή δεν μπορεί να γίνει μεταξύ ανθρώπων που έχουν μεταξύ τους μια απλή «καλημέρα-καλησπέρα».

Μια δεύτερη εξήγηση όμως, αρκετά πιο ταιριαστή για τη μπάντα, προέκυψε στην πορεία. Τόσο ο Jeroen όσο κι εγώ είμαστε γονείς και έχουμε πιάσει στα χέρια μας τους γιούς μας αμέσως μόλις γεννήθηκαν. Είναι απίστευτη η βία με την οποία κάθε άνθρωπος έρχεται στη ζωή, το πώς αντιμετωπίζει τον κόσμο για πρώτη φορά. Ανεξέλεγκτες κλωτσιές, μια δύναμη που σε εκπλήσσει όταν συνειδητοποιείς ότι έρχεται από ένα τόσο μικρό πλάσμα και φωνακλάδικες ανάσες, η μια μετά την άλλη. Birthday Kicks λοιπόν μπορεί να είναι και η αδιαμεσολάβητη από τη λογική και ενστικτώδης βία με την οποία έρχεται ο καθένας μας στον κόσμο.

© Γιάννης Χατζηαντωνίου

Ποιες πιστεύετε πως είναι οι μεγαλύτερες παγίδες για μια ροκ μπάντα; Κατά τη γνώμη μας, μια μπάντα που παίζει με την ψυχή της rock’n’roll δεν κινδυνεύει από καμία παγίδα. Αν είσαι συνεπής σε αυτό που κάνεις και το κάνεις με την καρδιά σου, κάθε επόμενο βήμα είναι το σωστό βήμα. Το ζήτημα είναι αν δεν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και τους άλλους. Αυτή ίσως είναι η μεγαλύτερη παγίδα και δεν ισχύει μόνο για το ροκ, ισχύει μάλλον για κάθε πράγμα που έρχεται στη ζωή μας.

Πώς ερμηνεύετε τον όρο underground και τι συγκροτεί κατά τη γνώμη σας μια σκηνή; Το underground έχει να κάνει με αυτό που δεν είναι εύκολα ορατό και αναγνωρίσιμο από τη μάζα τη συγκεκριμένη στιγμή. Επίσης είναι κάτι που ξεπηδάει από τις ανάγκες μιας ομάδας ανθρώπων που δεν μπορούν να καλυφθούν τη συγκεκριμένη στιγμή από την κυρίαρχη κουλτούρα. Ιστορικά, κάθε πολιτισμική κίνηση που γοήτεψε τον κόσμο και έγινε κομμάτι της ιστορίας του, ξεκίνησε από το underground. Οπότε, με αυτή την έννοια, το underground θα μπορούσε να είναι ο πρόδρομος, η εμπροσθοφυλακή μιας επόμενης ιστορικά πολιτισμικής τάσης. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη δισκογραφία. Πριν από 2 δεκαετίες, το να παράγει κανείς μόνος του τη μουσική του θεωρούνταν underground. Τώρα πια είναι ο πλέον αναγνωρισμένος τρόπος παραγωγής μουσικής.

Σε σχέση με τη σκηνή τώρα...Αυτό που συγκροτεί τη σκηνή είναι οι σχέσεις μεταξύ των συγκροτημάτων και το κοινό. Αν δεν υπάρχουν συγκροτήματα που συγχρονίζονται με κάποιο τρόπο δεν μπορεί να υπάρξει σκηνή. Η αιτία αυτού του συγχρονισμού μπορεί να είναι μια σταθερή μουσική σκηνή σε μια γειτονιά ή πόλη, μια πολιτικο-οικονομική κατάσταση που μπορεί να δημιουργεί την ίδια ανάγκη μουσικής έκφρασης σχετικά ταυτόχρονα, ή ακόμα και μια νοοτροπία αλληλεγγύης και ενδιαφέροντος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας, για το μεράκι του άλλου κλπ. Σίγουρα, αυτό που φτιάχνει μια σκηνή δεν είναι η ομοιότητα στο στυλ ή στον ήχο. Αυτό μπορεί να υπάρχει αλλά να μην υπάρχει σκηνή. Τη σκηνή την κάνουν οι σχέσεις των ανθρώπων, η αίσθηση ότι αυτό το πράγμα συμβαίνει σε όλους μας με τον ίδιο τρόπο πάνω-κάτω, είτε είμαστε από την πλευρά των συγκροτημάτων είτε από την πλευρά του κοινού είτε από την πλευρά των ανθρώπων που συντηρούν χώρους, φεστιβάλ, ραδιοφωνικούς σταθμούς, έντυπα, blogs, κλπ.

Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο στερεότυπο για τον σκληρό ήχο;  Ότι όποιος παίζει σκληρό ήχο ακούει κατ’ ανάγκη την ίδια μουσική με αυτά που παίζει.

Θα επιδιώξετε να επικοινωνήσετε τη μουσική σας με συναυλίες όπως μια περιοδεία εκτός Ελλάδος, αν υπάρξει ενδιαφέρον, ή υπάρχουν άλλες προτεραιότητες; Οι συναυλίες είναι προτεραιότητα, γενικά. Στην Ελλάδα μέχρι στιγμής δεν έχουμε αφήσει καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη. Με τις συναυλίες ερχόμαστε σε επαφή με κόσμο, κάνουμε νέους φίλους και αισθανόμαστε ότι γινόμαστε πιο πλούσιοι σαν άνθρωποι, τόσο σε εμπειρίες όσο και σε φιλίες. Σε σχέση με το εξωτερικό τώρα, έχουν υπάρξει κάποιες ασύνδετες μεταξύ τους προτάσεις για κάποιες χώρες αλλά αυτό μέχρι στιγμής είναι μη ρεαλιστικό για τη μπάντα μας. Είμαστε μια παρέα τριών ανθρώπων που μένουμε και εργαζόμαστε στη Λάρισα και για εμάς είναι ήδη πολύ σπουδαίο που υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ακούνε με ενδιαφέρον τη μουσική μας. Αλλά υποθέτουμε ότι για να οργανωθεί μια περιοδεία στο εξωτερικό χρειάζονται και άλλα πράγματα, πέρα από το να σε ακούνε, ας πούμε, 100 άτομα στη Νορβηγία και 150 άτομα στη Γερμανία. Δηλαδή δεν θα θέλαμε να πάμε να κάνουμε μια περιοδεία στο εξωτερικό μόνο και μόνο για να λέμε ότι την κάναμε. Αυτή τη στιγμή δεν θεωρούμε ότι είναι προτεραιότητα. Άμα αλλάξει κάτι στο μέλλον, βλέπουμε. Προς το παρόν στόχος μας είναι να παίξουμε σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη εντός Ελλάδας.

© Γιάννης Χατζηαντωνίου

Υπάρχουν μπάντες που ευθύνονται για τη μετάβασή σας από το στάδιο του ακροατή σε εκείνο του μουσικού; Κι αν ναι, ποιες;

Χμμ… δεν μπορώ να απαντήσω για ολόκληρη τη μπάντα, αλλά θυμάμαι τη δική μου περίπτωση. Ήμουν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου και παρακολούθησα μια συναυλία στη Λάρισα με το συγκρότημα που είχαν φτιάξει τα παιδιά του Λυκείου, συμμαθητές του αδερφού μου. Είχα μαγευτεί τόσο πολύ από τον ήχο που μπορούσαν να βγάλουν τα μεγαλύτερα παιδιά της γειτονιάς μου και συνειδητοποίησα ότι αφού μπορούν εκείνοι μάλλον μπορώ κι εγώ. Είχα μια ακουστική κιθάρα στο σπίτι και θυμάμαι ότι από εκείνη την ημέρα ξεκίνησα να γρατζουνάω.

Όσον αφορά τις μπάντες αναφοράς στην ιστορία των Birthday Kicks, μπορώ να πω δυο. Αυτό που μας συνέδεσε με τον Jeroen το 2010 ήταν η κοινή μας αγάπη για τους Pixies και τον Frank Black. Αυτό που συνέδεσε τον Jeroen, εμένα και το Soco ήταν το live των METZ στη Λάρισα τον Ιανουάριο του 2013.

Σε ποιο φιλμ νομίζετε πως θα ταίριαζε η μουσική σας;  Στο «Convoy» του Sam Peckinpah.

Με τους «Φόβους του Πρίγκηπα» μοιράστηκες τη σκηνή με τους John Spencer Blues Explosion στο ιστορικό «Ρόδον». Τι σου έχει μείνει από εκείνη τη νύχτα; Είχαμε πάει από νωρίς στο Ρόδον και παρακολουθήσαμε ολόκληρο το soundcheck των Blues Explosion. Είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό με τον ήχο που έβγαζαν. Είχανε στήσει όλο τον εξοπλισμό στο κέντρο ακριβώς της σκηνής, και κάλυπταν περίπου 5 τετραγωνικά μέτρα, δηλαδή ήταν σχεδόν ο ένας πάνω στον άλλο και άφηναν όλη την υπόλοιπη σκηνή άδεια.

Όταν τελείωσαν το check, άρχισαν να μαζεύουν τον εξοπλισμό τους και θυμάμαι το Γιώργο, τον ηχολήπτη του Ρόδον να φωνάζει επάνω από τον εξώστη για να τους προλάβει ώστε να μην αλλάξουν τίποτα και χαλάσει ο ήχος. Τότε ο John Spencer τον ρώτησε πώς θα στήσει το άλλο συγκρότημα αν αφήσουν τα μηχανήματά τους επάνω στη σκηνή. Ο Γιώργος τους είπε ότι εμείς θα στήναμε σε όλη την υπόλοιπη σκηνή και θα ήμασταν μια χαρά. Τότε ο Spencer έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας και είπε ότι μια μπάντα πρέπει να παίζει κανονικά, χωρίς άλλα όργανα επάνω στη σκηνή. Ο Γιώργος κόντεψε να πάθει νευρικό κλονισμό και του είπε ότι θα έπαιρνε πολλή ώρα να ξαναστήσουν μετά από εμάς την ώρα της συναυλίας. Τότε ο Spencer γύρισε και με ρώτησε πόσα άτομα είμαστε. Του είπα ότι είμαστε τέσσερις. Γύρισε στο Γιώργο και του είπε «Τρεις εμείς και τέσσερις αυτοί. Επτά άτομα ξεστήνουμε και ξαναστήνουμε σε 10 λεπτά». Κι έτσι έγινε.

Θυμάμαι όταν τελειώσαμε το σετ μας, έκλεισε η κουρτίνα του Ρόδον και μαζί με τους John Spencer Blues Explosion μαζέψαμε τα μηχανήματά μας και στήσαμε τα δικά τους. Επίσης, κάθησαν και άκουσαν ολόκληρο το soundcheck μας και μετά πήγαμε μαζί για φαγητό στην Πλάκα. Θυμάμαι ότι ο Spencer είχε πάθει πλάκα με τις μελιτζάνες ιμάμ. Είχε φάει τρεις μερίδες κι εμείς του λέγαμε ότι δεν θα καταφέρει το βράδυ να βγάλει το live. Γέλασε και μετά από 2-3 ώρες μας διέψευσε πανηγυρικά.

Θεωρείς τη θεατρικότητα αναπόσπαστο κομμάτι του ροκ ή όχι και γιατί; Παρόλο που μοιραζόμαστε μια νοοτροπία που λέει ότι ο καθένας μπορεί να παίξει rock’n’roll και ότι αυτή η μουσική γίνεται από τα παιδιά της διπλανής πόρτας, από την άλλη καθετί που συμβαίνει σε μια σκηνή καλό θα είναι να ακολουθεί τη λογική της σκηνής, δηλαδή του συγκεκριμένου χώρου όπου η δράση λαμβάνει χώρα με συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Δεν ισχυρίζομαι ότι τηρούμε αυτή τη λογική, περισσότερο αυτό που λέω είναι θεωρητικό.

Όταν κάποιος πρόκειται να ανέβει στη σκηνή οφείλει να προετοιμαστεί. Οφείλει να δημιουργήσει κάτι εκεί πάνω με τρόπο μαγικό. Για παράδειγμα, δεν μιλάς από το μικρόφωνο όπως μιλάς στον κολλητό σου, ούτε τραγουδάς μέσα από τα δόντια σου. Χρειάζεται εκπαίδευση ή μακρόχρονη εμπειρία ή εξαιρετικά ασυνήθιστο ταλέντο για να μπορέσει κανείς να ανταποκριθεί στους κανόνες της σκηνής. Οπότε, ναι, η θεατρικότητα είναι αναπόσπαστο μέρος κάθε είδους παραστατικής τέχνης, άρα και του ροκ. Χρειάζεται προσοχή βέβαια και ειλικρίνεια ώστε αυτή η θεατρικότητα να μην υποβιβαστεί σε θεατρινισμό.

Τι είναι ροκ στο σωτήριο έτος 2016; Εντάξει, δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας μπροστάρηδες για να ορίζουμε τα πράγματα, οπότε ο μόνος τρόπος να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση είναι να χρησιμοποιήσουμε αυτά που βλέπουμε γύρω μας.

Το ροκ σίγουρα δεν είναι μουσική για φρουφρού κι αρώματα. Έχει πολύ από το κοινωνικό μέσα στην ιστορία του για να είναι απλώς ένα ακόμα είδος μουσικής. Γεννήθηκε, όπως και πολλά από τα κινήματα διαμαρτυρίας, στην Αμερική από τη γενιά των παιδιών της ατομικής βόμβας. Όταν αυτά τα παιδιά κατάλαβαν ότι η μαμά και ο μπαμπάς έλεγαν ψέματα όταν μιλούσαν για το θεό, για την ειρήνη και για τον κόσμο, αντέδρασαν. Και το έκαναν αλλάζοντας τους εαυτούς τους και μοιραία αλλάζοντας τη μουσική.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και σήμερα. Οι σημερινές γενιές καταλαβαίνουν ότι οι προηγούμενοι βάσισαν όλη τους τη ζωή σε ψέματα. Οι αρχές σύμφωνα με τις οποίες κάποιος μεγάλωσε έχουν πάει περίπατο. Αφήνουμε παιδιά να πνίγονται στο Αιγαίο ή να χάνονται στην Ευρώπη και νομίζουμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, ότι είμαστε ανήμποροι όπως είμαστε αδύναμοι μπροστά σε μια καταιγίδα ή ένα σεισμό. Μπούρδες…

Αντίθετα όμως, τι βλέπουμε σε μια ροκ συναυλία; Αν κάποιος πέσει μέσα στον κόσμο αμέσως προσφέρονται 4-5 χέρια για να τον βοηθήσουν να σηκωθεί, δεν τον αφήνουν να ποδοπατηθεί. Αν κάποιος κάνει κάλεσμα για βοήθεια αμέσως μαζεύονται 4-5 ροκ μπάντες και κάνουν ένα φεστιβάλ για να συγκεντρωθούν χρήματα και είδη πρώτης ανάγκης. Δυστυχώς δεν έχουμε δει να γίνεται κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα από άλλα είδη μουσικής μέχρι στιγμής.

Φωτογραφίες: Γιάννης Χατζηαντωνίου