Μουσικη

Πασχάλης alive and kicking!

Ναι, ναι, Greek yeah yeah, για πάντα!

Στέφανος Τσιτσόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όταν είπα της παρέας μου πως επιθυμώ σφοδρώς να ακούσω και να χορέψω τον Πασχάλη live στη Μύρινα, με κοίταξαν σαν εξωγήινο. Οκ, ίσως φταίω κι εγώ που δεν τους ξεφούρνησα το γιατί: σαράντα καλοκαίρια πριν, από την πλατεία της Ομόνοιας στην Αθήνα, ο μπαμπάς μου μού έκανε δώρο την κασέτα που η μια πλευρά της είχε τον Πασχάλη με τους Olympians και η άλλη τον Πασχάλη σε σόλο επιτυχίες. Αυτή η κασέτα με αυτό το αγόρι ήταν η πρώτη μου επαφή στην ουσία με το «μονδέρνο» τραγούδι, με την έξαψη, τον πυρετό και το πάθος για κούνημα, είτε αργό είτε γρήγορο, η είσοδός μου στον πλανήτη «Teenage Kicks». Η παρέα μου θεώρησε πως τους πρότεινα να πάμε Πασχάλη εν είδει cult-ιάς και χαβαλέ, όμως κάθε άλλο παρά αυτός ήταν ο σκοπός μου. Προσπάθησα ήπια να τους εξηγήσω πως παρά τη λατρεία μου για το ροκ εν ρολ, από rooted έως πανκ κι από new wave και indie, το ελαφρύ ποπ τραγούδι, έτσι όπως το υπηρέτησαν ο Π., αλλά και αντίστοιχοι Ιταλιάνοι όπως ο Ρικάρντο Κοτσιάντε ή ο Γάλλος Ντάνι Μπριλάντ, είναι εγγεγραμμένο ως μουσική μνήμη μέσα μου. Και πως πίσω από αυτά τα αθώα σήμερα και στιγματισμένα ως απολιτίκ, χαζοχαρούμενα και απλοϊκά τραγουδάκια, κρύβονται η ελαφρότητα και η χαρά, οι αναμνήσεις, η παιδικότητα και το πρότερο ξέγνοιαστο σύμπαν, τότε που οι βασικές μας ανάγκες καλύπτονταν απόλυτα από τους «ήρωες» αυτού του ρεπερτορίου: αγκαλιές, βόλτες, πρωτόγονα αμήχανα φιλιά και συναισθηματικές εποποιίες που γράφονταν κάθε καλοκαίρι, μέχρι να έρθουν τα πρωτοβρόχια.

Στην παραλία των Αβδήρων ή του Μυρωδάτου του νομού Ξάνθης, τη δική μου ηλιόλουστη Καλιφόρνια της εφηβείας, ο «Τρόπος» και το «Τώρα, αγάπη μου» ήταν της ίδιας δύναμης με τα «Don't Worry Baby» και «Help me Ronda» του Brian Wilson, έκκρυθμες ασκήσεις και εκκρίσεις ερωτικής αδρεναλίνης και εξωτερίκευσης βασικών αναγκών για αγάπη και φιλιά! Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο, μέχρι μετά η μουσική να γίνει τέχνη, να αποκτήσω αισθητική αγωγή και να περάσω στις επόμενες «αξιακές κλίμακες». Όμως πριν το CBGB, τη Hacienda και το θεσσαλονικιώτικο μπαρ The Residents, πριν το Spin, το I.d και το φανζίν Rollin Under, θήτευσα ευδόκιμα στο περιοδικό Μοντέρνοι Ρυθμοί και στο πειρατικό ράδιο που μετέδιδε σουξέ του Σαν Ρέμο, ή το «Ήμουν εγώ το αγόρι κι ήσουν το κορίτσι, για μας το καλοκαίρι, μόνο για μας τους δυο»!

Μου είναι αδύνατον να ξεγράψω τα παλιά τραγούδια, όσο «τσίου» θεωρούνται από σφιχτοκώληδες ειδήμονες και κουλτουριάρηδες «επαΐοντες» είτε της ρεμπετομίζερης εντεχνίλας, είτε της «μιας μάντρας» ποιητικοτροβαδουρίλας. Ειδικά λόγω του συριζοεπαναστατικού κύματος των ημερών, το ρεπερτόριο τούτο προτάσσεται ως «πρέπει», υπερχειλίζοντας με «ορθή λαϊκότητα» και «ντορεμιφασολασιντό πολίτικαλ ποιητική κορεκτίλα» το κοινό γούστο. Μόνο που ενθουσιασμός των «πιστών» του είδους μου προξενεί πιο «επονείδιστη» πλήξη και από τα σκυλομπιτοτσιφτετέλια. Πιο λιανά: ο Μάλαμας και η Μποφίλιου δεν είναι το φόρτε μου!

Και πάλι μεταξύ μας, όσο με συνταράζει το «No cars go» των Arcade Fire, για να περάσουμε και στο στρατόπεδο της χιπστερίας, τόσο με συγκλονίζει και το «Σ’ έχω δει, κάπου, κάπου σε ξέρω» του Πασχάλη. Οι πρώτοι μου φέρνουν ρίγος με το νεοπρογκρέσιβ επικό τους παραλήρημα, ιδανικό soundtrack για νεωτερικές περιπλανήσεις, καθώς το φτιάχνουν με υλικά από Αλμπέρ Καμύ και Floyd/Bowie, ο δεύτερος μου θυμίζει τα άγουρα χρόνια: ήμασταν ανίδεοι από τέχνη, όμως μέσα σε τούτη την απλοϊκή μελωδία ελαφριάς προσέγγισης ως το τραύμα της επερχόμενης ενηλικίωσης κρυβόταν όλο το θαύμα της ζωής: φιλία, έρωτας, καλοκαίρι για πάντα. Κι αυτό που έλεγε η μάνα μου, τότε στα τέλη του ’70, αυτό έγινε, κατά 50 τοις εκατό όμως: μόνος σου θα μείνεις με τέτοια μυαλά.

Οκ, πήγα τελικά Πασχάλη, αλλά ευτυχώς διαψεύστηκε η «Κασσάνδρα». Στο πρώτο τραπέζι, μπροστά στη σκηνή, συντροφιά μου ήρθαν δυο κορίτσια. Αυτές οι δυο που προσηλύτισα από τη μεγαλοπληθή παρέα μου στη Λήμνο. Αν και θα το ταγκάρω: δεν είχα ανάγκη άλλες. Η μια είναι το ζετ εμ. Κι η άλλη, αυτό που λες μεγάλη φιλία. Είμαι πολύ αισθηματίας, γαμώ το βυζί της στρίγγλας, όπως θα έλεγε κι ο αγαπημένος μου ήρωας Χόλντεν Κόλφιλντ. «Βγαίνει, αρχίζει, σκάστε! Και, μα τα χίλια καλοκαίρια, είναι το Κορίτσι του Μάη αυτό με το οποίο ξεκινά». Αυτό ήταν!

image

...Και σε πιάνει μια μελαγχολία!

Λίγο πριν τη συναυλία του Πασχάλη στο Plaz της Μύρινας, χάζευα στο YouTube τη βασίλισσα του ροκαμπίλι Wanda Jackson να ανατινάζει το πλατό της εκπομπής του David Letterman: μια υπερμπάντα από διαλεχτούς έγχορδους, κρουστούς και πνευστούς μουσικούς που της διάλεξε ο Jack White, με τον ίδιο να κρατά το τιμόνι της ενορχήστρωσης και να αλλάζει τα φώτα στις κιθάρες, έστρωσαν στην κυρία Wanda το απόλυτο χαλί. Ερμήνευσε το καλύτερο «Shake it All Over» όλων των εποχών, κολασμένα φωνητικά και μαγκιόρικο roots r’n'b δαιμονισμένο παίξιμο. Τι έκανε ο Jack White; Το αυτονόητο! Τίμησε τους ήχους που τον «σκότωσαν» σαν έφηβο, δίνοντας στη μεγάλη κυρία τη δυνατότητα να συνδεθεί με το σήμερα της αμερικάνικης μουσικής, αποδεικνύοντας πως κάθε άλλο παρά ξεπερασμένη είναι. Το λες και σέβας, μιας και το έχουν αυτό τα «Αμερικανάκια»: τα ύστερα όχι απλώς τιμούν τα πρώτα, αλλά και θεωρούν μεγάλο δώρο το να κουρδίσουν και να τα σπάνε στο ίδιο πάλκο με τα «γερόντια»! 

Κανένας μουσικός αλλά και κανένα κοινό δεν τολμά να απαρνηθεί τη ρίζα, να μην αποδώσει τα «δέοντα» σε εκείνους κι εκείνες που τους «γέννησαν». «Κούνα το πάνω-κάτω, κούνα το ολιστικά κι ολοκληρωτικά» πρόσταξε κάποτε η Wanda (ελεύθερη, εν θερμώ μετάφραση). Μετά ήρθε ο Ντύλαν και το έκανε ποίηση που διδάσκεται στο πανεπιστήμιο και οι Velvets που του προσέδωσαν αίγλη και φήμη υπαρξιστικού νέου γαλαξία! Ο Jack White, πέρα από σοφό παιδί και βιρτουόζος του vintage new ασύλληπτος οργανοπαίκτης, είναι και μέγας αισθηματίας, τέλος.

Στην αγάπη μας δεν πιστέψαμε!

Στα εξήντα εννιά του, αλλά με φυσική κατάσταση εφήβου: ο Πασχάλης γρατζουνούσε το κιθαρόνι του και ούρλιαζε στο μικρόφωνο, λες και δεν έπαιζε στη Λήμνο του 2015, αλλά στο κλαμπάκι «Χαβάη» της Αρετσούς, 1968, τότε που όπως μου εξομολογήθηκε κάποτε ο Ακης Κακαλιάγκος, μετρ των πλήκτρων και ακομπανιαμέντωρ στην αντίστοιχη θέση των Olympians, κάθε βράδυ η Θεσσαλονίκη σαρωνόταν από ρίχτερ γιε- γιε και «σφιχταγκαλιαστά», μια το ένα, μια το άλλο, ιδρώνουμε, χαλαρώνουμε, ουρλιάζουμε, σιγοψιθυρίζουμε. Και, thank god, το Plaz, αυτό το εξαίσιο μπαρ-ρέστο, δίπλα στο κύμα του γυαλού της Μύρινας, με θέα το φωτισμένο δεξιοτεχνικά Κάστρο, ήταν τέρμα γεμάτο! Ζίγκα, τούμπανο, καρφίτσα δεν έπεφτε, ιδανικό σκηνικό.

image

Δυστυχώς ο Πασχάλης δεν ευτύχησε να βρει έναν Jack White, να του κοτσάρει στο background μια μπαντάρα, όπως έκανε με τη Wanda Jackson κι όλα τα φεγγάρια του Βόρειου Αιγαίου να κατέβουν στη γη για να τον προσκυνήσουν. Με τη συνοδεία, παρ' όλα αυτά, ενός κιθαρίστα ακόμα που ευτυχώς «έπαιζε παπάδες» δίνοντας στα τραγούδια του ποπ, σερφ και σουίνγκιν σίξτις ενορχήστρωση, έχοντας όμως, τι κρίμα λόγω κρίσης, προηχογραφημένη στο λάπτοπ την rhythm section, κατάφερε το ακατόρθωτο: μια χιλιάδα άνθρωποι ούρλιαξαν, ρομάντζαραν, κουνήθηκαν, κοιτάχθηκαν ή αγγίχθηκαν τρυφερά, καθώς τα «πεντάστερα» τραγούδια έπεφταν σαν αστροβροχή! Δυόμιση ώρες ανελέητης ρομάντζας και ξεπατωτικού σέικ, χορωδιακή, σχεδόν γηπεδική από πλευράς κόσμου ερμηνεία, κάθε που το ίνδαλμα «παραχωρούσε» το μικρόφωνο και μια ολική επαναφορά του «πασχάλιου» πλανήτη: καλοκαίρι, μαθητικά βιβλία, δάκρυα, όταν βρίσκομαι μες' την αγκαλιά σου, τη λέγαν Λόλα και ήταν χορεύτρια, μα είσαι καταπληκτική, παραδώσου λοιπόν άνευ όρων μωρό μου, δώσ’ μου για αντάλλαγμα συγγνώμη, yeah baby, come on and alright!

Ευτυχήσαμε κι ας έλειπε ο Άλκης Στέας. Είπαμε: σε μιαν άλλη χώρα το «Μπαράκι», με τέτοια μελωδία και τόσο μελοδραματικό στίχο, θα λατρευόταν όπως το «You don't have to say you love me» της Ντάστι Σπρίνγκφιλντ. Ω, γλυκειά, ανέμελη, περασμένη εφηβική ζωή, πόσο λίγα θέλεις για να επιστρέψεις από τα δάση της μποέμικης, ρομαντικής μνήμης! Συγκίνηση, χειροκρότημα, απανωτά ανκόρ, αποθέωση, φωτογραφίες στο τέλος και αποχαιρετισμός.

Στο δρόμο για το ξενοδοχείο, οι δυο παρτενέρ,παραληρούν και με δοξάζουν για την ιδέα, πέρασαν τέλεια, «αν έρθει και Θεσσαλονίκη τον φθινοπωροχειμώνα, εκεί να μας πηγαίνεις κάθε βράδυ να χορεύουμε»! Οι υποσχέσεις, οι στόχοι, τα σχέδια και οι όρκοι του καλοκαιριού, η αίσθηση πως το θέρος και η ψευδαισθησιακή γλυκειά αχλή του νομίζουμε πως μπορεί να κρατήσει για πάντα! Αυτό δεν είναι το ιδεώδες και το ζητούμενο για τα ελαφριά ποπ τραγουδάκια; Από το «Baby it's you» των Shirelles, το «Baby I love you» των Ramones και το «…κι ήρθε στην καρδούλα σου το χιόνι» του Πασχάλη, τίποτα και κανένας δεν μπορεί να βγάλει από μέσα μας, με τον καλύτερο τρόπο, τη Χίμαιρα της νιότης από ό,τι ένα vintage τζουκ-μποξ με τις μουσικές από τα καλύτερα μας χρόνια, κι ας μην στέκονται ούτε στο παραδαχτυλάκι της «Ηρωικής» του Μπετόβεν.

image