- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Δημήτρης Αρβανίτης | Η ζωή σε σχέδια: Μια αφήγηση μέσα από τέχνη, μουσική και μνήμες
Δημήτρης Αρβανίτης | Μια ζωή γεμάτη σχέδια: Ο γραφίστας που χάραξε την πορεία του μέσα από την τέχνη, τη μουσική και την Αθήνα
Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες γραφίστες, ο Δημήτρης Αρβανίτης, διηγείται τη ζωή του, από τη Χαλκίδα, όπου γεννήθηκε, μέχρι τους Εκδρομείς του Εξήντα, τον Τελόνιους Μονκ, τους Λευτεριστές και το πού τρώμε τον καλύτερο παστρουμά της πόλης.
Χαλκίδα, 1948 και δεν το κρύβουμε
Τελικά έπειτα από χρόνια κατάλαβα ότι πιο πολύ μένω εκτός Χαλκίδας παρά εντός, αλλά τους άγιους τόπους πάντα τους προσκυνάς. Τώρα, αφού έφυγαν κι οι γονείς μου απ' τη ζωή, δεν πηγαίνω. Αλλά επειδή είμαι στην ομάδα του Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ της Χαλκίδας, τους βοηθάω εδώ και 18 χρόνια, πηγαίνω μία φορά τον χρόνο. Εξακολουθεί να είναι ωραία πόλη. Έχω πολλές αναμνήσεις, αλλά δεν έχω νοσταλγία για τίποτα. Η ατμόσφαιρα είναι η ίδια. Αυτός ο μαγικός πορθμός εκεί, ό,τι και να κάνουν –που χτίσανε όλη την παραλία με εξαώροφα και οχταώραφα κτίρια– δεν αλλάζει. Βλέπεις προς το βόρειο κομμάτι που είναι ο κόλπος, τα βουνά που φαίνονται και αρχίζουν τα υψόμετρα προς τη Βόρεια Εύβοια και νομίζεις ότι είναι λίμνη της Ελβετίας. Πάρα πολύ ωραία.
Αθήνα: Περιοδικά - Δικτατορία και Σαββόπουλος
Από την Εύβοια έφυγα μόλις τελείωσα το σχολείο. Ήρθα στην Αθήνα. Δεν θα πω αυτά τα τετριμμένα, ότι εγώ από μικρός είχα χέρι… τίποτα, βλακείες κάναμε όλοι. Είχαμε μια ευκαιρία για κάτι. Ήμουν και αριστερόχειρας και μου λέγανε οι δάσκαλοι «Εσείς οι αριστερόχειρες ζωγραφίζετε καλύτερα». Είμαι ακόμα αριστερόχειρας. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα με το δεξί, παρά μόνο να γράφω, γιατί με είχαν τιμωρήσει στο νηπιαγωγείο. Mια απειλή μόνο, αλλά ήτανε μπούλινγκ. Μιλούσε η μάνα μου με τη δασκάλα κι εκείνη της λέει: «Δεν πειράζει, θα του δέσουμε το χεράκι πίσω». Μόλις τ' άκουσα εγώ, τρόμαξα κι άρχισα να γράφω με το δεξί. Τίποτ’ άλλο. Όλα τα υπόλοιπα με το αριστερό. Και στο πόδι αριστερός είμαι.
Εντωμεταξύ, εγώ έβλεπα πράγματα στα περιοδικά, στη «Γυναίκα» ας πούμε, που έπαιρνε η αδερφή μου που ήταν λίγο μεγαλύτερη από μένα, είχε πολλά πράγματα μέσα από ζωγράφους. Μου έχει μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη το σχέδιο ενός ανθρώπου που υπέγραφε ως Ε. Σπυρίδωνος. Μετά έμαθα ότι ήταν Ευάγγελος Σπυρίδωνος. Είχε μια εκφραστική, πολύ εξπρεσιονιστική. Αυτός με συντρόφευσε μέχρι που ήρθα στην Αθήνα. Εδώ έκανα φροντιστήριο στον Σαραφιανό για την Καλών Τεχνών, όπου είχα δάσκαλο τον εξαιρετικό Νίκο Νικολάου. Ήδη πλησιάζαμε προς τη δικτατορία. Τότε βουτάγαμε τα πάντα.
Ο Σαββόπουλος είναι μέσα στην ψυχή μας. Θυμάμαι μια μεγάλη κουβέντα που έχει πει όταν έκανε το «Εμείς του εξήντα οι εκδρομείς». Έλεγε: «Τότε που δεν είχαμε τίποτα και τα είχαμε όλα». Οφείλουμε σεβασμό σ' αυτούς τους ανθρώπους. Όλοι Σαββόπουλοι θέλαμε να γίνουμε, αφήναμε μουστάκια.
Συνέβαιναν χιλιάδες πράγματα. Τρέχαμε, ακόμα κι αν χρειαζόταν να πάμε με τα πόδια, να δούμε την Έκθεση Κεραμικής στο Μαρούσι, όπου, ανάμεσα στα πιάτα και στις κανάτες, έβλεπες και τις ασυνήθιστες γλυπτικές φόρμες της Μαίρης Χατζηνικολή.
Είχα μέσα μου κάτι που μου έλεγε ότι, ενώ την αγαπάω πάρα πολύ τη ζωγραφική, την τέχνη γενικά, κάτι άλλο μου άρεσε. Έβλεπα, ας πούμε, τα πακέτα από τα τσιγάρα του πατέρα μου και προσπαθούσα να κάνω τα σχέδια: το Άρωμα με την καλλιγραφία, το Assos, το σκέτο του Παπαστράτου. Eπίσης μου άρεσε το λογότυπο των Νέων, που είναι παχιά γράμματα και λεπτά. Μου είχε πει ο καθηγητής, ο Δημήτρης Αγγελής, «Με πενάκι και σινική μελάνη μπορείς να κάνεις οτιδήποτε».
Αυτό μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί είμαι γιος τεχνίτη, ο πατέρας μου είχε καρνάγιο, έστηνε καινούργια σκαριά. Ήταν ένας καλλιτέχνης. Έπαιρνε το σκεπάρνι και σου έβγαζε από έναν κορμό μια οδοντογλυφίδα. Είχα μια τέτοια ροπή, λοιπόν, να κάνω πράγματα με τα χέρια μου κυρίως. Τότε είδα αφίσες του Κάραμποτ και του Καντζουράκη για τον τουρισμό και έπαθα πλάκα. Μετά είχε κάνει μια έκθεση στην Αρχιτεκτονική, στο υπόγειο της Πανεπιστημίου 10, ο Λεωνίδας Χρηστάκης, ο οποίος έκανε γραφικές τέχνες τότε και είχε μαζέψει εκεί τέτοια παράξενα πράγματα, έντυπα που είχαν αρχές Bauhaus, γιατί από τότε στις διαφημιστικές εταιρείες οι art directors ήταν καλλιτεχνάρες.
Αγαπούσα επίσης το σινεμά. Εκείνα τα χρόνια αρχίζει να γίνεται στενότερη η σχέση μου με τον κινηματογράφο, που είχε ξεκινήσει ήδη από τη Χαλκίδα.
Γνωρίζοντας τη Γραφιστική
Και γίνεται μία Μπιενάλε, αν θυμάμαι καλά, στον λόφο του Φιλοπάππου, με γλυπτική. Και εκεί, λοιπόν, ήταν που μου μπήκε μια βίδα στο κεφάλι, βλέποντας το έργο του Κονσταντίν Μπρανκούζι ας πούμε, το Πουλί στο διάστημα. Όπως και ένα έργο που είχα δει σε μια πανελλαδική έκθεση, την Πανελλήνιο στο Ζάππειο, ένα έργο της Γαβριέλλας Σίμωσι, μικρούλι, τόσο δα, 40 επί 50, το οποίο είχε διάφορα αντικείμενα κολλημένα στην επιφάνεια, βαμμένα όμως όλα άσπρα, όπως και το φόντο, και το έργο έπαιζε με τις σκιές. Και άρχισα να λέω, τι βλακείες είναι αυτά που κάνουμε στη σχολή, το σχέδιο με το κάρβουνο, αυτό, εκείνο... Όχι ότι το κατηγορούσα, αλλά έλεγα ότι να, αυτή είναι η καινούργια κατάστασή μας. Μας έστελνε ο Νικολάου στον καλλιτεχνικό σταθμό της Ύδρας να κάνουμε έργα. Μας έλεγε θα κάνετε πρωί, μεσημέρι, βράδυ διάφορα για να δείτε το φως κ.λπ., αλλά μας άφηνε τέτοια ελευθερία, που πραγματικά ήταν σαν να ζωγραφίζουμε κανονικά, και εμένα μ' άρεσε αυτό.
Μάλιστα, μετά από πολλά χρόνια, άνοιξα κάτι ντοσιέ που έχω με εκείνα τα σχέδια, τα είδε η γυναίκα μου και μου λέει: «Ποπο, τόσα χρόνια και δεν τα έχεις ανοίξει αυτά! Τι ωραία που ήτανε εκείνη την εποχή». Λέω: «Ωραία ήτανε, η αρχή μιας περιπέτειας, της γραμμής και αυτού που έλεγε ο δάσκαλος».
Ανακαλύπτω, ας πούμε, ξαφνικά ότι ο άνθρωπος που έκανε αυτές τις αφίσες για το σινεμά, που τις έβλεπα μικρός στη Χαλκίδα ως μονόφυλλα, αλλά όταν ήρθα στην Αθήνα είδα τα τεράστια ταμπλό στον πρόσοψη των κινηματογράφων, είναι ο Γιώργος Βακιρτζής, τον οποίο βέβαια αργότερα συνάντησα, με μεγάλη χαρά, και μου άφησε πάρα πολλά πράγματα, όπως αυτή τη φοβερή κουβέντα περί της γραφιστικής, των γραφικών τεχνών όπως λέγαμε κάποτε το design. Μου λέει, δεν θα κάνουμε ποτέ άγαλμα του εαυτού μας, γιατί η δουλειά μας διαρκεί όσο υπάρχει μέσα στην αγορά, και πάμε γι’ άλλα. Ο ορισμός του graphic design. Δεν έχεις καμία αγωνία για τίποτα, αύριο θα κάνεις κάτι άλλο. Ένας άλλος φίλος από τη Σλοβενία μού είπε κάποια στιγμή: «ξέρεις ποια είναι η μεγαλύτερή μου χαρά; Κάθε φορά που πάω στο γραφείο το πρωί και κάθομαι στο σχεδιαστήριο, δεν ξέρω τι ακριβώς θα κάνω – μπορεί να κάνω ένα έντυπο, μπορεί να κάνω μια αφίσα, ένα βιβλίο, οτιδήποτε. Όλα αυτά μου φέρνουν μια ευφορία και προσπαθώ να παλέψω μαζί τους. Όχι για να τα νικήσω, αλλά για να με νικήσουν αυτά και να με κερδίσουν σε αυτό που λέγεται γραφιστική».
Το Νέο Ρεύμα, ο Βέγγος και η τζαζ
Θυμάμαι, οργώναμε την Αθήνα από τα Πατήσια μέχρι τους Αμπελόκηπους με τα πόδια. Το κέντρο για εμάς τότε ήταν τα Εξάρχεια και η Νεάπολη, με το Μοναστήρι, την ταβέρνα. Τρέχαμε στις γκαλερί – στις Νέες Μορφές, στην Άστορ στην Καραγιώργη Σερβίας. Και σινεμά – στο Αρτ στον Άγιο Λουκά, στο Studio στην Τρικόρφων. Είχε ήδη αρχίσει να βγαίνει και το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» και είχαν αρχίσει να έρχονται και οι πρώτες ταινίες από το Νέο Ρεύμα. Είχαμε δει πολύ γαλλικό σινεμά, πέρα από το ιταλικό.
Εγώ ήρθα εδώ φορτωμένος Βέγγο. Για εμάς ήταν ένα κομμάτι της ζωής μας. Δεν σνομπάραμε τίποτα. Από τους μεγάλους ηθοποιούς μέχρι και τους νεότερους –τη Φόνσου πιτσιρίκα, ας πούμε–, όλα για εμάς, την κοινωνία της περιφέρειας, ήταν μεγάλη χαρά να τα βλέπουμε. Δεν μπορούσα να φανταστώ εγώ ότι θα έπαιζε Βέγγο σε κινηματογράφο «τέχνης» και θα πήγαινε τόσο πολύς κόσμος να το δει.
Εκείνα τα χρόνια μπήκε και η τζαζ στη ζωή μου. Μου φέρνει ένας γνωστός μου μια σακούλα από την Αμερική, και μου λέει: «Αυτοί είναι μεγάλοι δίσκοι». Εγώ είχα ένα πικάπ Teppaz και παίζαμε τα μικρά δισκάκια των Beatles και διάφορα σχετικά. Μου άρεσε η μουσική γενικά κι από τότε περισσότερο απ' όλους ο Τσιτσάνης. Ανάμεσα σ' εκείνους τους μεγάλους δίσκους κλασικής μουσικής υπήρχαν και δύο που δεν καταλάβαινα τι ήταν, δεν ήξερα καν τι σήμαινε Μάιλς Ντέιβις. Ήταν το «Kind of Blue», δηλαδή το πλέον ιστορικό του άλμπουμ, και ένας άλλος δίσκος που μέσα είχε το «Someday My Prince».
Με μεγάλη προσοχή έβαζα ν’ ακούσω τον κάθε δίσκο, αλλά το μπράτσο του πικάπ σκάλωνε. Έτσι, μετά πήρα ένα Philips και τα άκουγα από εκεί. Πολύ γρήγορα αυτή η μουσική με απογείωσε. Οι φίλοι μου το λένε και το κοροϊδεύουν ότι αγαπώ τόσο πολύ την τζαζ και ιδιαίτερα τον Τελόνιους Μονκ, που έδωσα το όνομά του στον γιο μου. Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Ούτε σνομπισμός είναι. Έχω την εντύπωση ότι οι «προπάτορές» μας είναι μέσα μας για κάποιους λόγους.
Βέβαια όταν ήρθα στην Αθήνα, πού λεφτά για τέτοια. Θυμάμαι το έλεγα προχθές στον Γιώργο τον Σταθόπουλο, γιατί είμαστε κολλητοί από τότε και μας έχει παντρέψει κιόλας με τη Σοφία. Τότε η Philips είχε ένα κατάστημα, Αμερικής και Πανεπιστημίου, που πουλούσε ηλεκτρικά και στη μία γωνία του είχε μια δισκοθήκη που έφερνε τους μικρούς δίσκους της Philips, όπου μπορούσες να τους ακούς κιόλας. Πήγαμε λοιπόν εκεί –τότε ήταν πολύ της μόδας η Μπαέζ– και μου χάρισε ο Γιώργος ένα μικρό δισκάκι, extended της Μπαέζ, με τέσσερα κομμάτια και ένα του Ντίλαν.
Όταν πήγα στις Βρυξέλλες για σπουδές και γύρισα πίσω, είχε γίνει ήδη ο Μάης του ’68. Ήδη ερχόταν το ρεύμα της free jazz. Τα πράγματα ήταν λίγο άγρια, αλλά καταλαβαίναμε ότι κάτι συνέβαινε. Είχα έναν φίλο ελληνικής καταγωγής που είχε ζήσει την εξέγερση του Μάη, ο οποίος έπαιζε σαξόφωνο, και πηγαίναμε σ' ένα υπόγειο τζαζ κλαμπ στην Grand Place. Στην Αθήνα γνώρισα τον Γιώργο Μπαράκο, που έστηνε τότε το Τζαζ Κλαμπ στην Πλάκα, και του έκανα εκείνη την αφισούλα με το πουλί. Τα πρώτα χρόνια που γύρισα, μετά τη Μεταπολίτευση, ζωγράφιζα περισσότερο. Είχα πάρει μέρος και στην πρώτη Athens Fair, με κάτι περίεργα πράγματα conceptual art. Και στη Θεσσαλονίκη έκανα κάτι installations με τα παιδιά της ομάδας Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ.
Οι πρώτες εμπορικές αφίσες που σχεδιάζονταν τότε ήταν για τον ΕΟΤ. Ήταν τουριστικές. Εκεί στράφηκε η εμπορική γραφιστική αρχικά, και στα τσιγάρα. Έχω συνειδητοποιήσει ότι οι εποχές είναι κύκλοι, και αισθητικοί αλλά και εξελίξεων, που βγαίνουν μέσα από τις τεχνολογίες ή από μια ευμάρεια οικονομική που προκύπτει, έτσι μπορούν να γίνουν τέτοιες δουλειές όπως τα τσιγάρα. Έτσι και ο τουρισμός. Ήταν το μοναδικό εργαλείο για να διαφημιστεί μια χώρα. Όλες οι χώρες όμως. Δηλαδή ταυτόχρονα με τις δικές μας αφίσες, περίπου στο ίδιο στιλ και αισθητική, βγαίνουν στην Ισπανία, την Ιταλία, την Αγγλία. Όπως επίσης το σινεμά. Πολλές φορές θα δούμε αφίσες του ιταλικού νεορεαλισμού και νομίζουμε ότι τις έχει κάνει Έλληνας, ο Βακιρτζής. Πολλές φορές μου έχουνε πει: «Έλα μωρέ να, κι ο Βακιρτζής έκανε σαν αυτές, τις ιταλικές». Δεν απαντάω σε αυτά, δεν θέλω. Μακάρι να μπορούσαν να κάνουν κινηματογραφικές αφίσες σαν τον Βακιρτζή.
Ήταν απίστευτο αυτό που συνέβαινε με αυτόν τον άνθρωπο. Να σχεδιάζει με την ίδια ευχέρεια ένα πρόσωπο και ένα γράμμα σε χρόνο ντε τε, και να αποδίδει χαρακτηριστικά. Αν σήμερα ζούσε ο Βακιρτζής και ήταν πιτσιρίκος, θα βλέπαμε ΤΟ street art. Θα τελείωνε σε μία μέρα έναν τοίχο ολόκληρο. Το θέμα είναι όμως ότι είχε μια παιδεία αυτός ο άνθρωπος. Γι' αυτό και η ζωγραφική του είχε έναν χαρακτήρα. Και έχει αφήσει πολλά κείμενα. Εγώ έψαχνα, αν και ήξερα ότι ήταν εξαντλημένο, και βρήκα κάποιο βιβλίο του με κείμενα. Είναι από τη σειρά Σκέψη, Χρόνος και Δημιουργοί του Καστανιώτη και λέγεται «Όλος ο κόσμος είναι ζωγραφική». Περιλαμβάνει τρομερά κείμενα. Μπορεί να το αναζητήσει κανείς σε ένα παλαιοπωλείο που είναι απέναντι από την πλαϊνή είσοδο του Πολυτεχνείου, στη Στουρνάρη.
Στη δισκογραφία
Στη Μεταπολίτευση γνώρισα τον Τάσο Φαληρέα, ο οποίος ήταν στην Columbia. Κάποια στιγμή με φώναξε και μου λέει: «SOS! Έχουμε ένα εξώφυλλο και δεν έχουμε οπισθόφυλλο και το θέλουμε μέσα σ' ένα βράδυ». Κάθισα και το έκανα και του άρεσε πολύ. Μου λέει γελώντας: «Αν σου ξαναδώσω δίσκο, μην κάνεις πιο ωραίο το οπισθόφυλλο!». Τότε η Columbia είχε όλα τα ονόματα, Μπιθικώτση, Διονυσίου, μετά Μαρκόπουλο, Μούτση, όλους. Η εταιρεία ήταν σε μια άνοδο φοβερή, είχε γίνει ήδη η Μεταπολίτευση και είχαν και το υλικό του Θεοδωράκη. Ανάσταση! Γραφεία στην Πραξιτέλους.
Θυμάμαι από τα πρώτα πράγματα που είχα κάνει τότε, και με μια πονηριά φοβερή, ήταν ένας δίσκος του Χατζηνάσιου που λεγόταν «Διαδρομή». Είχα κάνει μια μακέτα με χαρτόνια που τα είχα βάψει και είχα βάλει και κάτι οδοδείκτες, κι αντί για κίτρινο τυπώσαμε χρυσό. Βγήκε περίεργο, όλοι λέγανε «Τι ωραίο!» κι εγώ πήρα θάρρος και πρότεινα «άλλα» πράγματα.
Δηλαδή έκανα τη «Γραφειοκρατία» του Βίρβου πάλι με πύλες χαρτονένιες και σφραγίδες να χάνονται στο βάθος. Και βέβαια η μεγάλη επιτυχία ήρθε με τη «Ρεμπέτικη ιστορία» του Χατζηδουλή, που ήταν 5 δίσκοι. Αργότερα, όταν έφυγα από την Columbia, πήγα στη Μinos και συνέχισα έτσι, μ’ αυτή τη δουλειά που αγαπούσα. Έκανα ένα είδος πλαστικής μακέτας, την οποία φωτογράφιζα. Δηλαδή τα ίδια που κάνω και τώρα. Φτιάχνω αντικείμενα και τα φωτογραφίζω. Από τότε είχα ξεκινήσει, ακολουθώντας τους Γερμανούς φωτογράφικερς.
Από τις αρχές του ’80 μπαίνουμε στη φάση όπου αρχίζουν να γίνονται συναυλίες τζαζ και ροκ στην Ελλάδα και μου ανοίγεται πια ένας άλλος δρόμος, για τις μουσικές κυρίως αφίσες. Είχα ήδη παντρευτεί και το ’77 είχα κάνει την πρώτη μου κόρη, την Ειρήνη. Η άλλη ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα, η Αρετούσα. Τα έφερε έτσι η ζωή, τα φέραμε κι εμείς, και με την πρώτη μου γυναίκα δεν είμαστε μαζί εδώ και χρόνια, αλλά με τα παιδιά ήμουν πάντα μαζί, όπως είμαστε και τώρα. Και η ζωή προχώρησε. Μεσολάβησε ένα κενό δέκα χρόνων, βέβαια, και είχα παραμεγαλώσει όταν έγινα ξανά πατέρας δύο ακόμα παιδιών, αλλά, εντάξει, νομίζω ότι είναι όλα αγαπημένα και περνάμε καλά.
Κοινωνική αφύπνιση
Παράλληλα είχα αρχίσει να κάνω εξώφυλλα βιβλίων, κυρίως του χώρου της Αριστεράς, από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Προσπαθούσα να είμαι μέσα στον μοντερνισμό. Προϋπόθεση βέβαια ήταν να με αφήνουν να κάνω ό,τι ήθελα. Για αρκετά χρόνια συνεργάστηκα με πολλούς εκδοτικούς οίκους. Νομίζω, μου είναι αδύνατο να δεχτώ «στημένη» παραγγελία. Τώρα που κλείνει ο κύκλος, που είμαι ήδη συνταξιούχος, κάνω δουλειές για φίλους. Και είναι χαρά μου μεγάλη αυτό, γιατί και εμένα μου κάνει καλό το ότι δεν σκουριάζω και βοηθάω άνθρωπους που δεν έχουν χρήματα.
Ο εθελοντισμός μου έχει επεκταθεί εδώ και χρόνια. Ανέκαθεν είχα κοινωνική ματιά στη δουλειά μου. Ήξερα από νωρίς τι σημαίνει κοινωνικό design. Έχω λάβει μέρος δύο φορές στην Μπιενάλε, στη Σεντζέν της Κίνας με αφίσες για την Ειρήνη και στη Σλοβενία, και τα τελευταία χρόνια μπήκα στο Τolerance Project, που το κάνει ένας συνεργάτης του Μίλτον Γκλέιζερ.
Θέλω να πω, όλα παίζουν ρόλο. Οι προσκλήσεις που δέχομαι για συμμετοχή σε εκθέσεις με κάνουν χαρούμενο. Μου αρέσει το ντιζάιν και μισώ την αυταρέσκεια. Συχνά λένε «ο καλύτερος Έλληνας γραφίστας», αλλά αυτά είναι μπούρδες. Καλοί είναι όλοι, αρκεί να βρουν το κλειδί της δουλειάς και όχι της φιγούρας.
Η καλή αφίσα και ο καλός γραφίστας
Είχα τότε ένα λούστρο μιας ευρωπαϊκής, ας πούμε, κατάστασης, δηλαδή ήξερα ήδη τι ήταν το Μπάουχαους και η Γερμανική σχολή. Δειλά δειλά ερχόταν εδώ ένα καλλιτεχνικό περιοδικό από την Πολωνία, που λεγόταν «Poland». Εκεί ανακαλύψαμε και τους μεγάλους γραφίστες. Πολλοί λένε ότι ο Αρβανίτης από την πληθώρα των Letraset χρησιμοποιούσε μόνο τα Helvetica. Nαι, γιατί εκεί είναι η έκφραση του μοντερνισμού, δηλαδή οι Ελβετοί μάς έφεραν αυτό το Swiss International Style. Νομίζω ότι δεν είναι θέμα στιλ πια. Είναι θέμα πεποίθησης όταν μορφοποιείς μια εικόνα για επικοινωνία να ξέρεις τι ακριβώς θέλεις. Κυρίως αυτό ήταν που με συγκίνησε στη σύγχρονη γραφιστική.
Με ρωτάνε καμιά φορά, ποια είναι καλή αφίσα. Καλή αφίσα είναι αυτή που ενώ είναι κολλημένη ανάμεσα σε άλλες, την προσέχεις. Τι είναι, τι δεν είναι, δεν έχει σημασία, δεν απολογείται. Δηλαδή είναι λάθος να πεις, λόγω της εγκληματικότητας του Ράιχ, ότι δεν είναι ωραίες οι αφίσες τους, γιατί είναι ωραίες. Δεν θα έκανα ποτέ καμία. Ούτε θα ήθελα να κάνω μια δουλειά σήμερα για το κάπνισμα. Δεν παρεκκλίνω. Μου λένε «είσαι μινιμαλιστής». Ναι, κάποιες φορές μπορεί να είμαι. Κυρίως όμως, θέλω να τελειώνω γρήγορα. Λέει ο μεγάλος Αμερικάνος γραφίστας Μίλτον Γκλέιζερ: «Μη φανταστείτε ότι ο κάθε πελάτης που σε προσεγγίζει σου δίνει απεριόριστο χρόνο για να κάνεις μια δουλειά. Τη θέλει γρήγορα, αύριο, άρα πρέπει να εξασκηθείς πάνω σε αυτό».
Εγώ είδα λοιπόν ότι πρέπει να υπάρχει ένα κεντρικό θέμα, να μην είναι τίποτα αναμασήματα ενός στιλ. Μη βλέπεις τώρα ξαφνικά που 15-20 πράγματα, και στην Ελλάδα ακόμα, είναι όλα σε ένα στιλ. Λες και αν το κάνεις διαφορετικά θα σου το απορρίψουν. Δηλαδή πρέπει να ψάχνεις και να υπηρετείς τη δουλειά, όχι τον εαυτό σου. Δεν είμαστε σκιτσογράφοι που πρέπει να έχουμε αναγνωρίσιμο σκίτσο, δουλεύουμε για τη δουλειά.
Μάλιστα ένας φίλος συνάδελφος από την Κωνσταντινούπολη, σε ένα βιβλίο που είχε γράψει για τις αφίσες, έλεγε: «Απορώ για το σέρφιν που κάνει ο Δημήτρης ανάμεσα στη τυπογραφία, στη φωτογραφία κ.λπ.». Ναι, αυτό κάνω. Δεν κάνω δουλειά για τον εαυτό μου. Πολλές φορές δεν υπογράφω κιόλας. Κάνω τη δουλειά για τη δουλειά, αυτό με ενδιαφέρει περισσότερο.
Και για όποιον αναρωτιέται πού υπάρχει η τέχνη στις γραφικές τέχνες, θα του απαντήσω με τα λόγια του σπουδαίου γραφίστα Heinz Edelmann, που είχε δουλέψει στο «Yellow Submarine» των Beatles. Είχε κάνει τις φιγούρες και όλο το artwork στα γραφιστικά και στο βιβλιαράκι που βγήκε με την προβολή της ταινίας. Αυτός ήταν δάσκαλος στη Γερμανία, στην Ακαδημία και είχε ένα φοβερό χαρακτήρα στη ζωγραφική του. Σε μια συνέντευξη τον ρωτήσανε ποια είναι η διαφορά μεταξύ της τέχνης και του design. Και λέει: «Κοιτάξτε να δείτε, έχουμε καλό design, ενδιαφέρον design, κακό design, μέτριο design, αδιάφορο design, χρήσιμο design, άχρηστο design, αλλά η τέχνη είναι τέχνη. Τι να σχολιάσεις από την τέχνη. Δεν σου δίνει κανείς καμιά παραγγελία».
Βιβλία - Δίσκοι - Αφίσες - Περιοδικά
Στη δισκογραφία, αυτό για το οποίο είμαι περήφανος είναι ότι σε κάθε εξώφυλλο δίσκου που άρχιζα, ζητούσα από την παραγωγή να μου δώσουν τα πλήρη στοιχεία. Δηλαδή τις ημερομηνίες ηχογραφήσεων, τα ονόματα των μουσικών, ποιος έκανε τις ενορχηστρώσεις, και όλο αυτό έγινε συνήθεια. Κι έτσι καθιερώθηκε.
Αυτό που με έκανε μετρημένο ήταν η σχέση που είχα με τον λαϊκό κόσμο, τους καλλιτέχνες, από κάποιους δίσκους με δημοτικά μέχρι λαϊκούς των περιθωρίων της Ομόνοιας, αυτό το βαρύ λαϊκό, τα κλαρίνα που λένε. Σεβόμουν πάντοτε τους λαϊκούς καλλιτέχνες. Το πρώτο περιοδικό που έκανα ήτανε το «Τζαζ», το παλιό, μαζί με τον Κώστα Γιαννουλόπουλο και τον Σάκη Παπαδημητρίου. Χρόνια αργότερα κάναμε το «Jazz & Τζαζ», στο οποίο άλλαξα το σχήμα σε μεγάλο. Ήταν το βασικό όπλο του όταν κρεμιόταν στο περίπτερο. Και το δεύτερο όπλο του ήταν ότι είχε ένα πολύ καλό CD σε κάθε τεύχος, με επιλογές του Γιώργου Χαρωνίτη.
Εν τω μεταξύ είχα δουλέψει για το «Ντέφι». Εκείνη την εποχή ήμουνα πιο κοντά στη δισκογραφία. Στον δίσκο «Τσάρκα στα παλιά», που θεωρείται ο πρώτος δίσκος του Μπάμπη Γκολέ, είχα κάνει και την παραγωγή εγώ. Μου είχε πει κάποιος φίλος από την Πάτρα ότι «έχουμε εδώ έναν που τραγουδάει ωραία τα παλιά» και λέω φέρε ένα ντέμο να δούμε τι λέει. Το πάω στον Γιώργο Πετσίλα, που ήταν ο διευθυντής μας τότε, του λέω έτσι και έτσι, μου λέει «κάν’ το». Λέω, τι θα κάνω. Λέει «Θα σου πω εγώ πέντε πράγματα και μετά θα πάρουμε έναν μουσικό που θα είναι μέσα στα πράγματα, θα συνεννοηθεί με τον Μπάμπη και θα το κάνεις». Και βγήκε.
Τότε φούντωνε η ιστορία του νεορεμπέτικου, ήταν και στα Πατήσια η ταβέρνα του Σαμπάνη με ζωντανή μουσική, μετά ο Κουασιμόδος και όλα αυτά. Μέσα από κει βγήκαν πολλά πράγματα και χαίρομαι που τα νέα παιδιά σήμερα αναβιώνουν τα νεορεμπέτικα. Το θέμα είναι ότι τα παιδιά την ψάχνουνε. Βρίσκουνε και ξέρουνε και ιστορικά τα πράγματα και αυτό είναι πολύ καλό. Τι χορωδίες γίνανε, τι βγήκε η άλλη η μικρή, η Μαρίνα Σάττι, η οποία σπούδασε τον Μπέρκλεϊ και τραγουδάει τώρα τα δικά της κομμάτια.
Μια παλιά μου φίλη, η Άννα Βλαβιανού, διηύθυνε το «Δίφωνο» και κάναμε καλά πράγματα μαζί. Ήταν μεγάλη ιστορία για την ελληνική μουσική το περιοδικό, έφτανε να πουλάει γύρω στις πενήντα χιλιάδες αντίτυπα. Όταν έφυγα από τη δισκογραφία, πήγα στον «Ταχυδρόμο», όπου ήταν στη διεύθυνση η αείμνηστη Ρούλα Μητροπούλου και ο Μπάμπης Κολώνιας διευθυντής σύνταξης, αείμνηστος κι αυτός. Αγαπημένοι φίλοι που είχαμε τα ίδια αισθητικά αλλά και ιδεολογικά ενδιαφέροντα. Κάναμε πολλές βελτιώσεις, πήρα και καλούς φωτογράφους για συνεργασία, μαζί και τον Τάσο Βρεττό. Ήταν η χρυσή εποχή των περιοδικών.
Τα στέκια της Αθήνας
Τα χρόνια μετά τον χωρισμό μου έμενα στην Κυψέλη. Ανεβαίνοντας στη Βελβενδού, στο σινεμά Κολοσσαίον. Αγάπησα πολύ την Κυψέλη. Το πρώτο σπίτι που έμεινα όταν ήρθα στην Αθήνα ήταν στη Νέα Κυψέλη. Ανέβαινε δεν ανέβαινε το λεωφορείο. Όταν πέρασα στη σχολή, πήγα στα Εξάρχεια. Όταν παντρεύτηκα, έμεινα στην οδό Ιθάκης και μετά τέρμα Πατησίων. Ήταν ωραία, γιατί δούλευα στην Columbia και ήμουν δίπλα, πήγαινα με ποδήλατο. Μετά την Κυψέλη έπιασα ένα σπίτι στην πλατεία Αγίου Ανδρέα, στην οδό Κνωσού. Ένα καταπληκτικό σπίτι του ’30, τεράστιο για μένα. Έμεινα και εκεί αρκετά χρόνια και μετά παντρευτήκαμε με τη Σοφία. Η Σοφία τότε είχε το Memphis, δίπλα στο Χίλτον, έτρεχε γι’ αυτό. Καταλήξαμε στο πατρικό της, στο Πολύγωνο, και στήσαμε το Espresso Studio.
Την αγαπούσα την Αθήνα και στον «Ταχυδρόμο» κάναμε ρεπορτάζ με τη Σταυρούλα Παναγιωτάκη: πού να βρείτε καλό καφέ, πού να βρείτε vintage πράγματα. Η Ρούλα η Μητροπούλου είχε τρελαθεί, γιατί τα ήθελε αυτά ο κόσμος. Δηλαδή ο Μίμης στην πλατεία Κάνιγγος, όταν πήγαινα να πάρω γυαλιά, δεν ήθελε να μου πάρει λεφτά. Πονηρός, φοβερός τύπος. Μια φορά τού είχα πει μια φράση και τρελάθηκε, μου το έλεγε συνέχεια. Είχα πάει με μια φίλη μου να πάρει γυαλιά και του έλεγα: «Αυτά που φορούσε η Μιλέν Ντεμονζό». Του άρεσε. Μου το έλεγε συνέχεια από τότε.
Ακόμα, πηγαίναμε στις αμερικανικές αγορές. Με μάθαινε πώς να ψωνίζω ο Σουρούνης. Μου έλεγε, στο παντελόνι πρέπει να «μπαίνεις» μέσα. Ἀμα σου είναι εδώ ή εκεί, δεν είναι παντελόνια αντρικά. Και επειδή είχε φοβερές σχέσεις με αυτούς, μας έδιναν τα καλά ρούχα και εγώ εμφανιζόμουν με Κολόμπο καμπαρτίνα, γραβάτες, κονκάρδες. Ήτανε ροκ εν ρολ η κατάσταση. Και γράφαμε γι’ αυτά. Ήμασταν φίλοι όπου και να δουλεύαμε. Όταν βγήκε το «Κλικ» χαρήκαμε που οι φίλοι μας δούλευαν εκεί. Τώρα υπάρχει φοβερός ανταγωνισμός. Δηλαδή ό,τι είναι δικό μου είναι καλό και ό,τι είναι δικό σου δεν είναι. Σε όλα τα επίπεδα, και στη γραφιστική. Νομίζω ότι τα παιδιά σφάζονται γιατί υπάρχει πληθωρισμός στο επάγγελμα.
Την αγαπώ πάρα πολύ την Αθήνα, όχι αυτήν όμως. Αυτή δεν την έχω ζήσει, δεν την ξέρω. Δεν κυκλοφορώ, δεν ξέρω τίποτα πια. Μου φαίνεται πάρα πολύ βρόμικη, παραπεταμένη. Πηγαίνω όμως και πίνω όρθιος καφέ στο Kaya στη Στοά Μπολάνη στη Βουλής. Εκεί πίνεις, ίσως, τον καλύτερο καφέ στην Αθήνα. Κατά τα άλλα, δεν υπάρχουν πια τα Σαββατιάτικα μεσημέρια. Εμείς αυτά ψάχναμε. Η βόλτα μας ήταν με τον Αχιλλέα Θεοφίλου, όταν δουλεύαμε μαζί στη Minos. Συναντιόμασταν τα Σάββατα – πριν ακόμα σκεφτούμε να κάνουμε με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο τους Λευτεριστές. Τότε ο Αχιλλέας ήταν παντρεμένος με τη Χαρούλα Αλεξίου.
Δίναμε ραντεβού στη Χαριλάου Τρικούπη, στο Άτριον, δίπλα στο γκαράζ. Ερχόταν με το 2CV και λέγαμε: «Πού πάμε σήμερα; Θα αγοράσεις το 51ο πουκάμισό σου;» Πηγαίναμε στη Σάμπα, στο Κολωνάκι. Παίρναμε ρούχα. Πηγαίναμε στα βιβλιοπωλεία, στα δισκάδικα. Και κάποια στιγμή, επειδή τρέχαμε από δω κι από κει, λέει: «Υπάρχει ένα ωραίο μεζεδοπωλείο στη Σανταρόζα, που λέγεται Αθηναϊκόν». Ακόμα δεν τα είχανε γκρεμίσει, δεν είχανε κάνει την πλατεία. Κι αρχίσαμε να πηγαίνουμε. Όντως ήταν πολύ ωραίο, με ξύλινες τζαμαρίες, ήσυχος ο δρόμος.
Μια μέρα περνάει απ' έξω ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Και του φωνάζει «Λευτέρη, Λευτέρη» κι εκείνος μπαίνει μέσα. Κι έτσι αρχίσαμε λοιπόν. Mας έδιναν κάθε Σάββατο τα παιδιά που το είχαν το πίσω μέρος της αίθουσας. Κι έχουν περάσει από εκεί οι πάντες, από τον Nίκο Καρούζο και τον Ανδρέα Θωμόπουλο μέχρι τον Νίκο Ξανθόπουλο. Σε παραλήρημα ο Λευτέρης, γιατί τον λέγαμε Πρόεδρο, κάποια στιγμή εμφανίστηκε με ημίψηλο! Κάναμε πλάκες μεγάλες. Ζούσε τότε και ο Θοδωρής Σαραντής. Ε, αυτά χαθήκανε.
Τώρα με τη Σοφία κατεβαίνουμε μια φορά την εβδομάδα με καρότσι και ψωνίζουμε από τη Βαρβάκειο ελιές, ταχίνι. Έχουμε βρει κι έναν ωραίο με κρέατα και παίρνουμε. Επίσης πάμε στο Μπαχάρ για μπαχαρικά. Παλιότερα πηγαίναμε σε όλη την περιοχή εκεί στου Ψυρρή, πριν γίνει αυτό το χάλι με τους τουρίστες και τη βρομιά που αμολάνε από πίσω τους. Όταν πρωτοφτιάχτηκε ήταν ωραία. Πήγαινα στα μαγαζιά, ήθελα, ας πούμε, να φτιάξω πορτ-κλε για τα κλειδιά μου, έβρισκα μια αγκράφα για τη ζώνη μου, τρελαινόμουνα για τέτοια. Τώρα δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Έχει γεμίσει από μαγαζιά τρισάθλια.
Μ’ αρέσει ο παστουρμάς. Επειδή δεν ήθελα να πηγαίνω στις ουρές κανενός μαγαζιού, ρώτησα και μου είπαν ότι στην Ευριπίδου είναι ένας Αρμένης που λέγεται Ζαρκαδιάν, ένα μικρό μαγαζάκι. Πάμε λοιπόν εκεί και πράγματι ήταν ένας ωραίος τύπος με τη γυναίκα του. Έφερνε καλά προϊόντα, βρήκαμε και τον παστουρμά. Αυτός είχε στην είσοδό του ένα τραπεζάκι στρογγυλό και πάνω κάτι πιατάκια με λίγη γραβιέρα, δυο τρία παξιμαδάκια, λίγη ρακή και σ' όποιον έμπαινε τού έλεγε «πάρε». Του λέω «Γιατί δεν κάνεις εδώ πίσω έναν πάγκο, έτσι ν' ακουμπάει κάποιος;» «Δεν γίνεται», λέει, «χρειάζεται άδεια». «Μα δεν θα μαγειρεύεις», του λέω. «Αφού έχεις εδώ υπέροχα πράγματα». Τελικά έρχεται η κρίση του κόβιντ, χανόμαστε, και πάμε έπειτα από καιρό και βλέπω ότι τον έχει κάνει τον πάγκο. «Πού είσαστε;» λέει. «Δεν είχα το τηλέφωνο να σας ευχαριστήσω γι' αυτό που κάνατε».
Σε αυτό πάμε λοιπόν, και στη μπιραρία Barley Cargo, που είναι δίπλα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», στην παλιά «Ελευθεροτυπία», στην Κολοκοτρώνη ψηλά, το γωνιακό με το στενάκι που σε οδηγεί στα παλιά γραφεία του Δ.Ο. Λαμπράκη. Κάνει φοβερά πλευρώτους, ωραία κρεμμύδια, απλά πράγματα. Μια ωραία πανσέτα, πατάτες καταπληκτικές, και επειδή μας αρέσει η Weiss μπίρα, πίνουμε ελληνική Weiss της Πάτρας. Δίνουμε και ραντεβού με τους φίλους μας εκεί.
Υπάρχει κι ένα μαγαζί εδώ στην Πλατεία Πολυγώνου, που το ξέρει πολύς κόσμος αλλά δεν το λέει. Το καφέ Η Μυτιλήνη. Μετά τις 8 το βράδυ πίνουν καμιά μπίρα τα παιδιά μας με φίλους. Την ημέρα φέρνει μεζέδες. Οι τιμές τσάμπα και κάνει καταπληκτικά πράγματα. Ένα από τα πιο νόστιμα είναι το τυρί στη θράκα – αυτό που λέμε «σαγανάκι», αλλά χωρίς λάδια. Κάνει και φοβερούς κεφτέδες, έχει ωραίες ποικιλίες, όλα τα κρεατικά είναι καταπληκτικά, έχει γαυράκι. Σηκώνεσαι κι έχεις φάει τον άμπακα. Μόνο σε τέτοια πάμε.
Το Σήμερα
Το 2004 προτάθηκα από τον Μιχάλη Κατζουράκη και τον Φρέντι Κάραμποτ ως μέλος της Alliance Graphique Internationale και ψηφίστηκα από επιτροπή. Γίνεται ένα κόνφερενς κάθε χρόνο κι εκεί συναντάς όλα τα είδωλα, τα μεγάλα είδωλα. Εγώ τώρα κάνω πράγματα για όπου με καλούνε. Έκανα δύο αφίσες τον Οκτώβριο σε μια μεγάλη εκδήλωση που κάνει το Πανεπιστήμιο του Ντένβερ. Μετά είναι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Χανίων, το οποίο είναι σαν το παλιό καλό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης επί Μισέλ Δημόπουλου και Αντώνη Κιούκα.
Στα Χανιά, το 2023, μου κάνανε δύο εκθέσεις στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου, 50 αφίσες για εκδηλώσεις πολιτισμού, τυπωμένες απ' αυτούς μάλιστα, και 50 αφίσες για τον κινηματογράφο.
Αυτό το στόρι θέλω να το κλείσουμε με μια μεγάλη κουβέντα του Άκη Πάνου. Όταν χωρίζαμε για καληνύχτα, μου έλεγε: «Γεια σου, Δημήτρη, δεν λέμε τίποτα». «Γιατί, Άκη, το λες αυτό»; «Γιατί αυτοί που λένε “θα τα πούμε” λένε σαχλαμάρες. Πού ξέρω εγώ αν θα βγω έξω, πώς θα είμαι; Γι’ αυτό δεν λέμε τίποτα, το αφήνουμε ανοιχτό».