More in Culture

Η Θεία Λένα στο Μέγαρο και στην καρδιά μας

Η σκηνοθέτρια Μαρία Ηλιού μιλάει για τη γιαγιά της Αντιγόνη Μεταξά, τη Θεία Λένα. Αφορμή το ντοκιμαντέρ «Αγαπημένη Θεία Λένα» που σκηνοθέτησε η ιδία για τη ζωή και το έργο της μεγάλης παιδαγωγού, το οποίο θα προβληθεί στις 18 & 19 Οκτωβρίου 2024 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 932
19’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Θεία Λένα: Η σκηνοθέτρια Μαρία Ηλιού μιλάει για τη γιαγιά της Αντιγόνη Μεταξά, με αφορμή το ντοκιμαντέρ της «Αγαπημένη Θεία Λένα» (18 & 19 Οκτωβρίου 2024 Μέγαρο Μουσικής Αθηνών) 

Σχεδόν όλα τα παιδάκια που μεγάλωναν τις δεκαετίες του '40, του ’50, του ’60, είχαν κάτι κοινό, το «Καλημέρα παιδάκια». Κάθε πρωί, με κολλημένα τα αυτάκια τους στο ραδιόφωνο, άκουγαν την αγαπημένη τους «Θεία Λένα» να διηγείται παραμυθάκια, να τα συμβουλεύει, να τα διασκεδάζει με την ήρεμη, καθησυχαστική φωνή της. Πίσω από την πιο πετυχημένη εκπομπή για παιδιά της ελληνική ραδιοφωνίας βρισκόταν η μεγάλη Ελληνίδα παιδαγωγός Αντιγόνη Μεταξά. Με αφορμή τα 120 χρόνια από τη γέννησή της, το 2025 η εγγονή της, η σκηνοθέτρια Μαρία Ηλιού, ετοίμασε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο της με τίτλο «Αγαπημένη Θεία Λένα», που θα προβληθεί στις 18 & 19 Οκτωβρίου 2024, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Μέσα από τις χαμένες φωτογραφίες και οικογενειακά φιλμάκια, μέσα από τα παραμύθια και τα τραγούδια αλλά και από τις αφηγήσεις του Νίκου Βατόπουλου, Κώστα Γεωργουσόπουλου, Τίτου Πατρίκιου, Κάρμεν Ρουγκέρη, Αλέξανδρου Κιτροέφ, Ελένης Σαλουβάρδου και της ίδιας της Μαρίας Ηλιού, θα δούμε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο της Αντιγόνης Μεταξά, αλλά και τη χρυσή εποχή του ΕΙΡ, με τις παιδικές ραδιοφωνικές εκπομπές της Θείας Λένας και την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1960. Με αυτήν την αφορμή της ζητήσαμε να μας διηγηθεί ιστορίες για την αγαπημένη της γιαγιά.

Η σκηνοθέτρια Μαρία Ηλιού μιλάει για τη γιαγιά της Αντιγόνη Μεταξά, τη Θεία Λένα

― Μαρία, πώς βρέθηκε αυτό το πλούσιο οπτικό και ηχητικό υλικό για τη γιαγιά σου, τη Θεία Λένα;

Πολύτιμο ήταν το υλικό που είχε κρατήσει η μητέρα μου, η Λήδα Κροντηρά, στο οικογενειακό αρχείο. Εκτός από τους 18 δίσκους και τα βιβλία –55 δικά της και πάνω από 100 στη σειρά παιδικής λογοτεχνίας των εκδόσεων Αλυκιώτη με δική της επιμέλεια–, είχε συγκεντρώσει χειρόγραφα, φωτογραφίες, αλληλογραφία, φιλμάκια.

Όλα αυτά τα έκλεισα σε 289 κούτες το 2005, όταν η μητέρα μου έφυγε από τη ζωή. Μαζί με έπιπλα που είχαν αρχειακό υλικό, μετέφερα τις κούτες σε ένα κλειστό διαμέρισμα – το λέμε το «Αρχείο» στην οικογένειά μου. Δυσκολευόμουν όμως να μπω στο αρχείο. Επίσης, μέναμε κυρίως στη Νέα Υόρκη και ερχόμουν μόνο για την παρουσίαση των ταινιών.

― Πότε πήρες την απόφαση να το κάνεις ντοκιμαντέρ – το «Αγαπημένη Θεία Λένα» που θα δούμε στο Μέγαρο;

Το 2015, 10 χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας μου, η οποία συνεργαζόταν με τη γιαγιά μου, ένιωσα πως είχε φτάσει η στιγμή να κάνουμε με τους συνεργάτες μου ένα ντοκιμαντέρ για τη Θεία Λένα και έτσι αποφάσισα να ανοίξω τις κούτες και να αρχειοθετήσω το υλικό.

Η πιο απολαυστική στιγμή ήταν όταν άνοιξα ένα παλιό, ψηλό έπιπλο της σχολής Μεταξά, με 24 συρτάρια, όσα και τα γράμματα της αλφαβήτου, με μεταλλικά γράμματα μπροστά στο κάθε συρτάρι. Ήταν το έπιπλο που ήξερα πως χρησιμοποιούσε καθημερινά ο προππάπος μου στη Σχολή Μεταξά. Τώρα έβλεπα πως εκεί είχε οργανώσει η μητέρα μου το αρχείο της γιαγιάς μου πολύ προσεκτικά, χωρίζοντάς το στα κεφάλαια της ζωής της.

Εκεί βρήκα τις τσίγκινες πλάκες, φωτογραφίες από τη Σχολή Μεταξά στις αρχές του αιώνα, τις παιδικές φωτογραφίες της γιαγιάς μου, τις εγκωμιαστικές κριτικές του Ξενόπουλου όταν η Αντιγόνη, πολύ νέα, πρωτοέπαιξε στο θέατρο, τις κριτικές του Πέτρου Χάρη και του Μάριου Πλωρίτη για τα βιβλία της, του Ανδρέα Καραντώνη και της Γεωργίας Ταρσούλη για τις ραδιοφωνικές της εκπομπές.

Ανοίγοντας τις κούτες βρήκα και τα οικογενειακά φιλμάκια που είχε τραβήξει η μητέρα μου, κινηματογραφώντας τη ζωή μας και τη γιαγιά μου. Επίσης πολύ σημαντικό, η μητέρα μου είχε κρατήσει τις ηχογραφήσεις που έκανε η Αντιγόνη για τους δίσκους της στο στούντιο του Κοσμά τη δεκαετία του ’60, οπότε βρήκα το ηχητικό υλικό από τα παραμύθια και τα τραγουδάκια. Αυτό ήταν ένα ακόμη σπουδαίο στοιχείο, αλλά πάλι δεν αρκούσαν οι εικόνες.

Ύστερα έγινε κάτι τυχαίο: Είχα καλέσει φίλους στο οικογενειακό μας σπίτι στην εξοχή, στη θάλασσα, και ένας από αυτούς πολύ αγαπητός, ο αρχιτέκτονας Παύλος Καλλιγάς, κοίταζε προσεκτικά τις ξύλινες μπαλκονόπορτες. «Ασχολείσαι με τις ταινίες και ξεχνάς να ασχοληθείς με το σπίτι σου», μου είχε πει γελώντας. «Χρειάζεσαι επειγόντως ξυλουργό!». Πράγματι, μια βδομάδα αργότερα αποφάσισα να κάνω μια συντήρηση. Μέσα σε όλα τα ξύλινα που συντηρήσαμε ήταν και ένα ντουλαπάκι. Ήταν πίσω από το υπνοδωμάτιο μου, που κάποτε ήταν το υπνοδωμάτιο της γιαγιάς μου και μετά της μητέρας μου. Είχε χαθεί το κλειδί για πολλές δεκαετίες και ένα από τα αστεία της οικογένειας ήταν πως μάλλον επίτηδες κάποιος το είχε πετάξει. Ίσως, λέγαμε, να υπήρχε ερωτική αλληλογραφία και κάποιος από την οικογένεια να την είχε κλειδώσει εκεί. «Ας μην γίνουν δράματα», έλεγε η μητέρα μου, χωρίς να το εννοεί. Απλώς και εκείνη δεν είχε χρόνο για επισκευές, «δεν πειράζει ας μείνει κλειστό!». Όταν ήρθε λοιπόν ο ξυλουργός, έσπασε την κλειδαριά για να την αντικαταστήσει. Η έκπληξη ήταν μεγάλη όταν άνοιξε το ντουλαπάκι. Αντί για αλληλογραφία βρέθηκαν οι χαμένες φωτογραφίες από τις εκπομπές της Αντιγόνης, από τις «Χαρούμενες Κυριακές» στο ραδιομέγαρο του ΕΙΡ, τις δεκαετίες 1950 και 1960, από παρουσιάσεις βιβλίων αλλά και από την καθημερινή της ζωή.

Το ντοκιμαντέρ μπορούσε πια να γίνει! Υπήρχε αρκετό οπτικό υλικό για να διηγηθώ την ιστορία της Θείας Λένας. Τότε ξεκίνησε η συντήρηση του φιλμικού υλικού στη Νέα Υόρκη, στο Duart, και του ηχητικού, στο Delux, στο Λος Άντζελες.

To ντοκιμαντέρ πρωτοπαρουσιάστηκε το 2015 στο Μουσείο Μπενάκη, με πρωτοβουλία του Άγγελου Δεληβορριά και της Ειρήνης Γερουλάνου. Τώρα, με αφορμή τα 120 χρόνια από τη γέννηση της Αντιγόνης, θα προβληθεί για δύο βραδιές στην αίθουσα Τριάντη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Παρασκευή 18 και Σάββατο 19 Οκτωβρίου. Συνεργαζόμενοι φορείς είναι το Μουσείο Μπενάκη και το Μέγαρο.

― Ποια εποχή ξεκίνησε το παιδαγωγικό έργο της Αντιγόνης Μεταξά;

Το παιδαγωγικό της έργο ήταν πάρα πολύ ευρύ. Ξεκινάει από τη δεκαετία του ’30, που γράφει παιδικό θέατρο και ανεβάζει παραστάσεις στο Παλλάς με μαθητές της σχολής Μεταξά. Αργότερα αρχίζει τις ραδιοφωνικές της εκπομπές. Η γνωστή σε όλους εκπομπή «Καλημέρα παιδάκια», όπου όλα τα παιδιά στην Ελλάδα άκουγαν τις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60 δεν ήταν η μόνη. Έκανε εκπομπές για όλες τις ηλικίες στο Κρατικό ραδιόφωνο, το ΕΙΡ τότε. Ανάμεσα σε αυτές «Η ώρα του παιδιού», με παραμύθια απ’ όλη τη γη για εφήβους, «Η Θεία Λένα σας γράφει», η «Ιλιάδα» σε σειρές με μουσική του Λεβίδη και με τους καλύτερους ηθοποιούς του θεάτρου τότε, ανάμεσά τους και ο Αιμίλιος Βεάκης, ακόμη και εκπομπές σε κατ’ ευθείαν μετάδοση από τάξεις. Σε τρεις δεκαετίες έκανε πάνω από 4.500 ραδιοφωνικές εκπομπές για παιδιά.

― Αλλά και το εκδοτικό της έργο είναι μεγάλο…

Τεράστιο. Πενήντα πέντε δικά της βιβλία και πάνω από 100 ακόμη που διηύθυνε και επιμελήθηκε για την επιλογή των ζωγράφων και την εικαστική σύλληψη του κάθε βιβλίου της σειράς της παιδική λογοτεχνία των εκδόσεων Αλυκιώτη. Ανάμεσα στα δικά της βιβλία το τρίτομο «Ελάτε να ταξιδέψουμε», με ταξίδια μιας παρέας φίλων στην Ελλάδα, «Ελάτε να παίξουμε», «365 παραμύθια», «Η ώρα του παιδιού», «Άκουσέ με Μαρία μου» με παραμύθια για μικρά παιδιά, «Χίλιες μορφές», αλλά και η περίφημη «Εγκυκλοπαίδεια του παιδιού» που ξεκίνησε δίτομη και κατέληξε εξάτομη. Επίσης, το μυθολογικό λεξικό, αλλά και η «Μυθολογική εγκυκλοπαίδεια» σε τρεις τόμους. Ανάμεσα στα βιβλία της σειράς του Αλυκιώτη: το «Μόμπυ Ντικ», «Οι τρεις σωματοφύλακες», «Τα παραμύθια του Μινχάουζεν», «Ο Μόγλης», «Το νησί των θησαυρών».

Αλλά της Αντιγόνης της άρεσε να βρίσκει νέους τρόπους να πλησιάζει τα παιδιά και έτσι έβγαλε και δίσκους βινυλίου με παραμύθια, τραγούδια και παιχνίδια. Και όταν δημιουργήθηκε η τηλεόραση, έκανε και τηλεοπτικές εκπομπές για παιδιά, με γνωστότερη τη «Συντροφιά με τη Θεία Λένα». Ίσως είναι η μόνη παιδαγωγός που χρησιμοποίησε κάθε μέσο για την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία των παιδιών και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το συνολικό της έργο.

― Η Θεία Λένα ήταν η αγαπημένη των παιδιών για δεκαετίες. Αλήθεια, πώς ήταν εκείνη μικρή;

Όταν ήταν πολύ μικρή, ίσως 7 χρονών, της ζήτησε ο πατέρας της, ο ιδρυτής της Ελληνογαλλικής Σχολής Μεταξά, να φωτογραφηθεί με τα παιδιά της Σχολής την 25η Μαρτίου, σε μια αναμνηστική φωτογραφία, με τις στολές της επανάστασης του 1821. Όμως η Αντιγόνη αρνήθηκε να βάλει τη γυναικεία φορεσιά, λέγοντας πως και εκείνη ήθελε να είναι ένας γενναίος φουστανελάς. Ο πατέρας της, που της είχε τρομερή αδυναμία, υποχώρησε χαμογελώντας, κι έτσι στο ντοκιμαντέρ, σε μια φωτογραφία, θα τη δείτε να καμαρώνει, όλο χαρά, σαν μικρός φουστανελάς.

Ήταν τρομερά άτακτη! Η οικογένεια φοβόταν πως θα την αποβάλουν από κάθε σχολείο της Αθήνας. Στο Αρσάκειο που στάλθηκε για να «φρονιμέψει», κατάφερε να γελοιοποιήσει έναν πολύ αυστηρό δάσκαλο, που όλοι έτρεμαν, πασαλείβοντάς τον με κάρβουνο χωρίς εκείνος να το καταλάβει, με αποτέλεσμα όλη η τάξη να ξεσπάσει σε γέλια.

― Νέα υπήρξε και πρωταγωνίστρια στο θέατρο. Μπορείς να μας διηγηθείς ιστορίες από εκείνη την εποχή;

Στα δεκαέξι της χρόνια, μετά τις σπουδές παιδαγωγίας που είχε κάνει στο Παρίσι, αποφάσισε να σπουδάσει υποκριτική, αλλά ο πατέρας της διαφώνησε. Η νεαρή Αντιγόνη συγκρούστηκε μαζί του, λέγοντάς του πως έπρεπε να την αφήσει ελεύθερη να σπουδάσει αυτό που ονειρευόταν. Παρ’ όλα αυτά ο πατέρας της (σ.σ. ήταν κόρη του εκπαιδευτικού Γεωργίου Μεταξά) το απαγόρευσε. Η Αντιγόνη όχι μόνο εξακολούθησε να πηγαίνει στη δραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου, αλλά και πρωταγωνίστησε στις εξετάσεις του πρώτου έτους στη «Στέλλα Βιολάντη».

Μόλις τέλειωσε τις σπουδές της έπαιξε στο Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά, στον «Πειρασμό», και μετά ακολούθησε ως ηθοποιός τον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη στην επαρχία, στη Σάμο, στη Μυτιλήνη, στην Αίγυπτο, φτάνοντας ως το Χαρτούμ. Οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. Το παλκοσένικο που έπαιζαν κάθε φορά φτιαχνόταν από τους ίδιους τους ηθοποιούς, οι οποίοι ένωναν σανίδες και τραπέζια στις ταβέρνες για να το φτιάξουν! Τελικά η Αντιγόνη, επειδή αρρώστησε από τα αλλεπάλληλα ταξίδια από πόλη σε πόλη, αναγκάστηκε να γυρίσει.

Μόλις επέστρεψε στην Αθήνα, παντρεύτηκε τον παππού μου, τον Κώστα Κροντηρά. Είχαν γνωριστεί και ερωτευτεί όταν έπαιζαν μαζί τους ρόλους των ζευγαριών στη δραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου. Ο Κώστας, εκτός από το πτυχίο της δραματικής σχολής, είχε μόλις αποφοιτήσει και από τη Νομική Αθηνών. Για να γίνει ο γάμος δέχτηκε τους όρους του πεθερού του – εγκαταλείπει, λοιπόν, το θέατρο και γίνεται ο νέος διευθυντής της Σχολής Μεταξά.

Η Αντιγόνη διδάσκει υποκριτική στο Ελληνικό Ωδείο και γράφει θεατρικά έργα για παιδιά, ενώ γεννιέται η κόρη τους, Λήδα, η μητέρα μου. Το 1932, μόλις η Λήδα μεγαλώνει λίγο, η Αντιγόνη οργανώνει μια σχολή υποκριτικής για παιδιά και αρχίζει να ανεβάζει τα θεατρικά της έργα παιγμένα από παιδιά, με πρωταγωνίστρια την κόρη της και ένα αγόρι, τον γνωστό σήμερα ποιητή Τίτο Πατρίκιο! Είναι η πρώτη φορά που δημιουργείται στην Αθήνα θέατρο για παιδιά. Οι παραστάσεις γίνονται συχνά και το «Θέατρο του παιδιού» παρουσιάζει, για δέκα χρόνια με επιτυχία, τη μία παραγωγή μετά την άλλη στο Παλλάς.

Το 1938, μόλις ανοίγει ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών, η Αντιγόνη καλείται να παρουσιάσει τα θεατρικά της για τα παιδιά απ’ το ραδιόφωνο. Σύντομα γίνεται υπάλληλος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και αρχίζει τις παιδικές εκπομπές της με τα παραμύθια – εκπομπές που θα συνεχίζονται για πάνω από 30 χρόνια.

Στην Κατοχή οι Ιταλοί θα επιτάξουν το σχολείο, που μεταφέρεται λίγα τετράγωνα πιο κάτω, και θα ακυρώσουν τις θεατρικές της παραστάσεις γιατί απέφυγε να διαφημίσει τον φασιστικό θεατρικό οργανισμό «Μπαλίλλα». Η Αντιγόνη, όμως, θα συνεχίσει στη ραδιοφωνία με τις εκπομπές της, γιατί ως γνωστόν οι παιδικές εκπομπές ήταν οι μόνες που δεν περνούσαν από λογοκρισία. Είναι γνωστό ότι η «Θεία Λένα», όπως ονομάστηκε η εκπομπή, προσπαθούσε να αντισταθεί με κάθε τρόπο στους κατακτητές και να εμψυχώνει τα παιδιά, γνωρίζοντας τους την ιστορία του τόπου τους.

Στα φοβερά αυτά χρόνια, εκτός από τις εκπομπές της, παρουσιάζει σε συνέχειες και την «Ιλιάδα», σε διασκευή Γιάννη Λιγνάδη και μουσική Δημήτρη Λεβίδη, με την ορχήστρα του σταθμού, προσπαθώντας να δώσει κουράγιο στα παιδιά και να τα κάνει να νιώσουν περήφανα για την καταγωγή τους και τον πολιτισμό τους.

Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι ότι η Αντιγόνη, από την αρχή της Κατοχής, πηγαίνει στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και καταφέρνει να πάρει ψεύτικες ταυτότητες και να σώσει τα παιδιά της εβραϊκής κοινότητας που ζούσαν στη Σχολής Μεταξά, τα οποία κατάφερε να παρουσιαστούν ως χριστιανοί ορθόδοξοι σε όλη την περίοδο της Κατοχής. Επίσης, δεν είναι καθόλου γνωστό ότι, τα ίδια χρόνια, σχεδόν κάθε μέρα έβαζε στη σάκα της κόρης της ένα περίστροφο, το οποίο η μητέρα μου –τότε 12 χρονών–, πηγαίνοντας στο σχολείο, άφηνε σε μια πολυκατοικία στον σύνδεσμο του ΕΔΕΣ για να το πάει στο βουνό, στην Αντίσταση.

― Άλλες ιστορίες που έχεις ακούσει από την ίδια ή τη μητέρα σου;

Από οικογένεια Βενιζελικών, βρίσκεται πολιτικά στο Κέντρο και την περίοδο του εμφυλίου και των δύσκολων χρόνων που ακολουθούν έχει γερές φιλίες με κόσμο από διαφορετικές δημοκρατικές πολιτικές παρατάξεις. Η Αντιγόνη διάλεγε ανθρώπους και όχι κόμματα. Πολύ στενή φίλη, από πολύ νέα, με τον Μάνο Κατράκη, χρησιμοποιεί τις γνωριμίες της και καταφέρνει να τον φέρει από την εξορία στην Αθήνα, χωρίς να υπογράψει δήλωση. Αφού ο Μάνος επιστρέφει στην πόλη και κανείς δεν τον παίρνει να παίξει στο θέατρο, μια που θεωρείται ανεπιθύμητος αριστερός, η Αντιγόνη γράφει παραμύθια με φωνές ζώων που αναμεταδίδονται, με μεγάλη επιτυχία, από την πρωινή της παιδική εκπομπή στο ραδιόφωνο. Η γνώριμη φωνή που έκανε όλες τις φωνές των ζώων δεν είναι άλλη από αυτή του Μάνου Κατράκη. Εξασφάλισε έτσι έναν μισθό και την ανωνυμία του. Επιπλέον, τα ίδια δύσκολα χρόνια συνεργάστηκε για τη μουσική της εκπομπής με τον νεαρό Μίκη Θεοδωράκη, που επίσης κρατούσε την ανωνυμία του.

Λίγα χρόνια αργότερα, ο αγαπημένος της σύζυγος (που εξακολουθούσε να έχει τη διεύθυνση της Σχολής Μεταξά και συγχρόνως σκηνοθετούσε, κάθε Τετάρτη, το «Θέατρο στο ραδιόφωνο») αποφάσισε να πουλήσει το βασικό περιουσιακό στοιχείο της οικογένειας, ένα κτήμα της Αντιγόνης στην Κηφισιά, για να χρησιμοποιήσει το ποσό για τη χρηματοδότηση του σχολείου. Η γιαγιά μου διαφώνησε, αλλά δεν κατάφερε να τον πείσει. Το κτήμα πουλήθηκε σε καλή τιμή, τα χρήματα μπήκαν στην τράπεζα, αλλά ξαφνικά έγινε το κραχ και το κτήμα έγινε χαρτονομίσματα χωρίς καμιά απολύτως αξία. Ο παππούς μου, απελπισμένος, δεν ήξερε πώς να την αντικρίσει. Μόλις το έμαθε η Αντιγόνη, τον αγκάλιασε και του είπε: «Πάει αυτό τέλειωσε, Κώστα μου. Tο σημαντικό είναι πως είμαστε καλά και αγαπημένοι. Ας κοιτάξουμε μπροστά και θα τα ξαναφτιάξουμε όλα απ’ την αρχή».

Και πράγματι έτσι έγινε. Αυτή η μικρόσωμη γυναίκα είχε μεγάλη ψυχική δύναμη. Mέρος αυτής της δύναμης σίγουρα προερχόταν από την αρμονική σχέση της με τον σύζυγό της και την απέραντη αγάπη που της είχε. Τους θυμάμαι και τους δυο σκυμμένους στα γραφεία τους, για χρόνια, να δουλεύουν μαζί την «Εγκυκλοπαίδεια του παιδιού», τις «Χίλιες μορφές», το «Μυθολογικό λεξικό», στο διαμέρισμα τους στη Βασιλίσσης Σοφίας, σε ένα σαλόνι γεμάτο λήμματα, στα τραπέζια, στους καναπέδες, στο χαλί, παντού.

Και όταν τα βιβλία ήταν έτοιμα στο τυπογραφείο, πηγαίναμε και οι τρεις γενιές γυναικών να τα υπογράψουμε για να μην υπάρξουν κλεψίτυπα. Καθόμασταν οι τρεις μας δίπλα δίπλα, η γιαγιά μου, η μητέρα μου και εγώ –τότε 6 ετών– και σφραγίζαμε τα βιβλία, ενώ ο κόσμος του τυπογραφείου έφερνε κεράσματα.

― Τι χαρακτήρας ήταν και πώς κατάφερε, εκείνη την εποχή, να πείσει τον πατέρα της να μην αναλάβει τη διεύθυνση του σχολείου του;

Ήταν χαρακτήρας πολύ ευθύς, η χαρά της ζωής. Αποφασιστική και με ξεκάθαρους στόχους. Επίσης είχε μια έμφυτη αισιοδοξία. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά μπορεί να στεναχωριόταν, να βούρκωνε, αλλά μετά ξεκινούσε με νέα ορμή.

Ο προπάππος μου, ο Γεώργιος Μεταξάς, ήθελε, όπως σου είπα, η κόρη του να γίνει δασκάλα, να διδάξει στη σχολή Μεταξά και μετά να αναλάβει τη διεύθυνση του σχολείου. Έτσι την έστειλε να σπουδάσει παιδαγωγικά στο Παρίσι. Η Αντιγόνη, που έζησε με τη μητέρα της στο Παρίσι, στα χρόνια των σπουδών της πήγαινε συχνά σε παραστάσεις και εντυπωσιάστηκε από το γαλλικό θέατρο, αλλά και από τη Σάρα Μπερνάρ, τις τελευταίες παραστάσεις της οποίας τις είδε. Αποφάσισε λοιπόν να γίνει ηθοποιός.

Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, αντί να διδάξει στο σχολείο ως δασκάλα, ανακοίνωσε στον πατέρα της πως θα πάει στο Ωδείο Αθηνών να σπουδάσει υποκριτική για να γίνει ηθοποιός. Εκείνος της εξήγησε πως αυτό ήταν αδύνατο. Στην Αθήνα της δεκαετίας του ’20, πώς μπορούσε η κόρη τού λυκειάρχη Γεωργίου Μεταξά, ιδρυτή και ιδιοκτήτη της σχολής Μεταξά που βρισκόταν στο κέντρο της Αθήνας, απέναντι από τον Βασιλικό Κήπο, να γίνει θεατρίνα; Θα ήταν τρομερό σκάνδαλο για το σχολείο, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Η Αντιγόνη που ήξερε πόση αδυναμία της είχε, του έδωσε δυο φιλιά και απάντησε πως θα κάνει αυτό που ονειρεύεται.

Ο πατέρας της την απείλησε πως θα την αποκληρώσει, αλλά η Αντιγόνη γράφτηκε στη δραματική σχολή. Ο Γεώργιος Μεταξάς, πέρα από την αρχική απελπισία που θα πρέπει να ένιωσε, καταλάβαινε πως η κόρη του είχε το δικαίωμα να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Και έτσι, αν και για αρκετούς μήνες απέφευγαν ο ένας τον άλλον μέσα στο ίδιο σπίτι, όταν στο τέλος του πρώτου έτους η Αντιγόνη πρωταγωνίστησε στη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου ο πατέρας της πήγε όλο καμάρι στην πρεμιέρα με μια αγκαλιά λουλούδια για να την συγχαρεί. Την άλλη μέρα η κριτική του Ξενόπουλου στην εφημερίδα ήταν εγκωμιαστική – έλεγε πως η νεαρή Αντιγόνη ήταν μια νέα Κοτοπούλη.

Στη σχολή, όπως σου είπα, ήταν που γνώρισε και τον Κώστα Κροντηρά. Έπαιζαν ρόλους ζευγαριών που βέβαια ερωτεύονταν, οπότε δεν άργησαν να ερωτευτούν και εκείνοι! Το ζευγάρι, βέβαια, δεν βιαζόταν να παντρευτεί και έτσι ακολούθησαν και άλλες οικογενειακές θύελλες.

― Μετά γιατί δεν συνέχισε την καριέρα της ως ηθοποιός, ενώ φαινόταν ότι θα μπορούσε να γίνει σπουδαία;

Το γιατί δεν συνέχισε την καριέρα της ως ηθοποιός, ενώ οι κριτικές ήταν εγκωμιαστικές όταν άρχισε να παίζει στο θέατρο, έχει να κάνει και με τα εμπόδια που συνάντησε. Για παράδειγμα, αρρώστησε πολύ άσχημα σε περιοδεία με τον Βεάκη στο Χαρτούμ. Αλλά έχει να κάνει και με τον γάμο της με τον Κώστα Κροντηρά –που από ηθοποιός σε μια μέρα έγινε διευθυντής της σχολής Μεταξά, μια που η Αντιγόνη δεν ήθελε αυτόν τον ρόλο– και κυρίως με τη γέννηση της κόρης της. Κατάλαβε πως δεν μπορούσε να λείπει κάθε βράδυ και το πρωί να κάνει πρόβες.

Αλλά σύντομα το μικρόβιο του θεάτρου, όπως έλεγε η ίδια, την ξανχτύπησε. Έτσι άρχισε να γράφει και να σκηνοθετεί παιδικές παραστάσεις, μόλις η κόρη της έγινε πέντε χρονών, που είχαν μεγάλη επιτυχία τότε στην Αθήνα.

Βέβαια, αν το καλοσκεφτεί κανείς, πραγματοποίησε και την επιθυμία του πατέρα της να ασχοληθεί με την εκπαίδευση με τρόπο πολύ πιο ευρύ από αυτόν που εκείνος είχε φανταστεί! Δεν έγινε δασκάλα και διευθύντρια της σχολής Μεταξά, αλλά έγινε μια πολύ σημαντική παιδαγωγός για τα παιδιά όλης της Ελλάδας, για πάνω από τρεις δεκαετίες.

― Η πρώτη σου θύμηση;

Ίσως να μην είναι η πρώτη, αλλά είναι σημαντική. Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα μου, ενώ ήμουν πολύ μικρή ακόμη, έφερε μεγάλο πόνο στην οικογένεια και οι παππούδες μου άφησαν το διαμέρισμά τους στη Βασιλίσσης Σοφίας και ήρθαν να ζήσουν μαζί μας. Η Αντιγόνη παρατήρησε πως ενώ πριν τον θάνατο του πατέρα μου μιλούσα ακατάπαυστα, μετά έπαψα. Ένα πρωί με πήρε μαζί της στη ραδιοφωνία και, σε απευθείας μετάδοση, μου ζήτησε να πω ένα τραγουδάκι. Έτσι ξανάρχισα να μιλάω και να εκφράζομαι, αλλά συγχρόνως έγινα και ένας από τους σταθερούς της συνεργάτες!

Ο μαγικός κόσμος του ραδιοφώνου άλλαξε για πάντα τη ζωή μου, μαθαίνοντάς με, ήδη από αυτήν την ηλικία, πως ο κόσμος της αναπαράστασης μπορεί να λυτρώσει από τις ιστορίες της ζωής, αλλά και πως και οι ίδιες οι ζωές μπορούν να αλλάξουν από τις αφηγήσεις.

Εκείνη την περίοδο άρχισα να μαθαίνω από τους ηχολήπτες του ΕΙΡ πώς γινόντουσαν οι ήχοι, prima vista και σε απευθείας μετάδοση, τόσο στη δική της πρωινή εκπομπή όσο και στην απογευματινή εκπομπή του παππού μου στο «Θέατρο στο ραδιόφωνο». Όταν ήμουν άρρωστη και δεν μπορούσα να πάω στον σταθμό, άνοιγα το ραδιόφωνο και άκουγα, όπως όλα τα παιδιά, την πρωινή εκπομπή «Καλημέρα παιδάκια» και χανόμουν στον κόσμο των παραμυθιών και στη μουσική του πιάνου. Τι απογοήτευση όταν ακουγόταν το τραγουδάκι του τέλους και ξεκινούσε η μουσική από την επόμενη εκπομπή, «Το σπίτι των ανέμων».

― Πώς ήταν η Θεία Λένα με τα άλλα παιδιά;

Ήταν πολύ άμεση, αισιόδοξη και ευρηματική. Στις εκπομπές της που έπαιρναν μέρος μικρά παιδιά τα έκανε να νιώθουν άνετα. Είχε το χάρισμα να μεταδίδει χαρά και προσμονή για το παραμύθι και το τραγούδι που θα ακολουθούσαν, αλλά είχε και τον τρόπο να μοιράζεται μαζί τους τον μαγικό κόσμο των παραμυθιών και της φαντασίας.

Αλλά και στα παιδιά, τα τόσα πολλά παιδιά που την άκουγαν από το ραδιόφωνο στο σπίτι τους, έδινε την αίσθηση αν όχι τη βεβαιότητα, ότι κάθε παιδί το νοιαζόταν και το αγαπούσε, ότι είχε μια προσωπική σχέση μαζί του. Σε αυτό βοηθούσε και το «Γαλάζιο πουλάκι». Οι μαμάδες έγραφαν σε επιστολές τι θα ήθελαν τα παιδιά τους και η Θεία Λένα στην επόμενη εκπομπή της έλεγε το παραμύθι που ήξερε πως περίμενε πώς και πώς, ας πούμε, η Κατερίνα. Έτσι η Κατερίνα αναρωτιόταν πώς η Θεία Λένα ήξερε τις επιθυμίες της, αλλά και τις αταξίες της καμιά φορά.

Η Αντιγόνη πίστευε πως κανείς δεν πρέπει απλώς να ψυχαγωγεί τα παιδιά, αλλά και να τα εκπαιδεύει με τρόπο που σχεδόν να μη γίνεται αντιληπτός. Μέσα από τα παραμύθια της πολύ σημαντικές αξίες για τη ζωή έφταναν στα παιδιά. Η έννοια της προσφοράς, της συνεργασίας, της καλοσύνης, της ειλικρίνειας, της δημιουργικότητας. Αλλά συγχρόνως ήταν προικισμένη με το χάρισμα της γλώσσας, μιας πολύ καλής δημοτικής, οπότε μέσω των παραμυθιών της τους μάθαινε καλά ελληνικά, ενώ στο σχολείο τους δίδασκαν καθαρεύουσα!

Τα παιδιά τα ίδια, όχι μόνο οι γονείς, έστελναν γράμματα στη Θεία Λένα. Τη θυμάμαι να γυρνάει από τη ραδιοφωνία με σάκους γεμάτους γράμματα από όλη την Ελλάδα. Τα άνοιγε και απαντούσε σε όλα, κι ας ήταν ο όγκος τεράστιος.

― Μπορείς να μας διηγηθείς την πιο αγαπημένη σου ανάμνηση από τη γιαγιά σου;

Καθαρά Δευτέρα του 1969 και είχαμε οργανώσει πικ νικ στη εξοχή. Ξυπνήσαμε το πρωί κι έβρεχε ασταμάτητα. Η απελπισία μου ήταν απέραντη και τα δάκρυα στην άκρη των ματιών μου. «Α, τι ωραία!», είπε η γιαγιά μου, «Να κάτι που δεν περίμενα... Έχω μια καταπληκτική ιδέα!». Απλώσαμε το μεγάλο τραπεζομάντηλο στο πάτωμα, σπρώξαμε το τραπέζι στην άκρη, καλέσαμε τους φίλους και κάναμε πικ νικ στο σαλόνι. Περάσαμε τόσο όμορφα, ήταν μια από τις πιο ωραίες Καθαρές Δευτέρες της ζωής μου. Και τον χαρταετό τον πετάξαμε την πρώτη Κυριακή που είχε αέρα!

Μια άλλη φορά, θα ήμουν ίσως 12 χρονών –οι παππούδες μου μετά τον δεύτερο γάμο της μητέρας μου είχαν επιστρέψει στο σπίτι τους στη Βασιλίσσης Σοφίας– είχα πάει να μείνω μαζί τους για λίγες μέρες.  Ένα βράδυ, πολύ αργά τη νύχτα, η γιαγιά μου παρατήρησε κάτω από την πόρτα του δωματίου που κοιμόμουν, να βγαίνει ένα αμυδρό φως. Άνοιξε ξαφνικά την πόρτα και με βρήκε στο ντιβάνι, κουκουλωμένη με τα σεντόνια και τις κουβέρτες, με έναν φακό, να διαβάζω τους «Τρεις σωματοφύλακες». Πάγωσα. Σήκωσε μαλακά τα σεντόνια ξεσκεπάζοντάς με και μόλις είδε τα τρομαγμένα μου μάτια, με χάιδεψε και κάθισε δίπλα μου. Άναψε το πορτατίφ και μου είπε: «Το δικό μου εγγόνι δεν θα διαβάζει και δεν θα γράφει κρυφά, ούτε στις 2 τη νύχτα. Διάβαζε όσο θέλεις και όποτε θέλεις, αλλά άναβε το φως και όχι τον φακό, γιατί θα χαλάσεις τα μάτια σου. Κι αν μια μέρα δεν πας στο σχολείο, δεν πειράζει. Πιο σημαντικό είναι που διαβάζεις τους “Τρεις σωματοφύλακες”!»

― Πώς είναι να ζεις σε ένα σπίτι τόσο «καλλιτεχνικό»; Η σταρ ήταν η γιαγιά ή ο παππούς;

Είναι πολύ ωραία! Υπήρχε βέβαια το βάρος του ξαφνικού θανάτου του πατέρα μου, αλλά η παρουσία της γιαγιάς και του παππού στο σπίτι έφερνε έναν ανεμοστρόβιλο χαράς και δημιουργικότητας. Η φαντασία μετουσιωνόταν σε κάτι χειροπιαστό και αυτό ήταν ένα από τα μεγάλα δώρα που μου έδωσαν. Ήταν κάτι καθημερινό. Μια συζήτηση την ώρα του φαγητού, μια ιδέα που έφερνε τη γέννηση ενός ακόμα βιβλίου, μιας εκπομπής, ενός δίσκου. «Πώς σου φαίνεται», με ρωτούσαν με τον ίδιο τρόπο που το συζητούσαν μεταξύ τους, όπως και με τη μητέρα μου. Άσε που υπήρχαν περίοδοι που το σπίτι στην Αθήνα και στην Κινέττα ήταν γεμάτο λήμματα της «Εγκυκλοπαίδειας» – όλοι έγραφαν και εγώ αντέγραφα όπου χρειαζόταν, ενώ ακουγόταν κλασική μουσική και οι φίλοι μπαινόβγαιναν ή για να βρεθούν ή για να συνεργαστούν με την Αντιγόνη.

Ακόμη, μου άρεσε πολύ να παρακολουθώ στο σαλόνι μας τις πρόβες του παππού μου για το «Θέατρο της Δευτέρας» και «της Τετάρτης» όπου πρωτοπαρουσίαζε και ραδιοσκηνοθετούσε σημαντικά θεατρικά έργα στο ραδιόφωνο – από Σαίξπηρ, Ανούιγ, Πιραντέλλο και τόσα άλλα.

Η σταρ όμως ήταν η γιαγιά. Όπου πηγαίναμε την αναγνώριζαν, πολλές φορές ίσα από τη φωνή της. Αλλά η Αντιγόνη ήταν πολύ απλή και φιλική με όλους. Είχε το χάρισμα της χαράς της ζωής. Θυμάμαι πως με ελάχιστα μέσα οργάνωνε υπέροχες αποκριάτικες και πρωτοχρωνιάτικες γιορτές. Πως με λίγα πολύχρωμα χαρτόνια και στολίδια το σπίτι μεταμορφωνόταν. Πως τις Κυριακές ερχόντουσαν φίλοι, πολλές φορές απροειδοποίητα, το σπίτι γέμιζε με γέλια και χαρούμενες κουβέντες, ενώ κυριαρχούσε το ρητό «Οι καλοί χωράνε παντού», και μια αυτοσχέδια μακαρονάδα έσωζε την κατάσταση.

― Η μητέρα σου, η Λήδα Κροντηρά, συνέχισε την ιστορία ή ήταν διαφορετικά αυτά που έκανε;

Η μητέρα μου συνέχισε πράγματι την ιστορία για πολλά χρόνια. Σπούδασε και εκείνη παιδαγωγικά και υποκριτική σαν τη μητέρα της και συμμετείχε από μικρή στο «Θέατρο του παιδιού», μετά στις ραδιοφωνικές εκπομπές με τη μητέρα της, αλλά έγραψε και βιβλία για παιδιά. Όμως μετά από κάποια ηλικία, γύρω στα 50, ανακάλυψε έναν πιο προσωπικό της δρόμο – βιβλία για παιδιά που έχουν να κάνουν με την αρχαιολογία. Συνεργάστηκε τότε με την Εκδοτική Αθηνών και έβγαλε μια σειρά βιβλίων για παιδιά για την αρχαία Αθήνα, του Δελφούς και την Κρήτη του Μίνωα. Νομίζω πως ήταν μεγάλη χαρά για εκείνη να συνεχίσει το έργο της μητέρας της, αλλά και να βρει έναν δικό της χώρο.

― Νιώθεις το βάρος της οικογενειακής σάγκα καμιά φορά;

Όταν ήμουν παιδί θαύμαζα και λάτρευα τη γιαγιά μου. Ήταν σαν δεύτερη μάνα στην πραγματικότητα, τόσο κοντά μου ήταν. Στην εφηβεία μου άρχισα να νιώθω κάπως άβολα όταν άγνωστοι μου έλεγαν με ενθουσιασμό πόσο χαίρονταν που ήμουν η εγγονή της Θείας Λένας. Αυτό κράτησε ίσως για μια δεκαετία ώσπου να προχωρήσει η επαγγελματική μου ζωή, να είμαι ευχαριστημένη με τον χώρο που είχα ανακαλύψει, τον κινηματογράφο, όταν είχε πάρει η δική μου προσωπικότητα τη μορφή της με τον χρόνο κι είχα κάνει και οικογένεια.

Εκείνη την περίοδο της παρατεταμένης εφηβείας απέφευγα να πω πως είμαι η εγγονή της Αντιγόνης, αν και πάντα εξακολουθούσα να την αγαπώ βαθιά και να την θαυμάζω. Μετά τα τριάντα –δηλαδή εδώ και τριάντα χρόνια– δεν υπάρχει ίχνος βάρους, μόνο χαρά και ευγνωμοσύνη που είχα αυτήν την τρομερή τύχη να μεγαλώσω σε μια τέτοια οικογένεια και με αυτήν τη γιαγιά.

― Το τέλος;

Η Αντιγόνη είχε το χάρισμα όχι μόνο να ξέρει πώς να ζήσει και να χαρεί τη ζωή, αλλά ήξερε και πώς να ζήσει τους διαφορετικούς κύκλους της ζωής. Ήξερε πως να μπει στη ζωή και να προχωρήσει, αλλά ήξερε και πώς να βγει από τη σκηνή της ζωής, με χαμόγελο και αξιοπρέπεια, όταν αρρώστησε από καρκίνο του αίματος. Την θυμάμαι ως την τελευταία στιγμή να γράφει, να μου διηγείται ιστορίες, να σκαρφίζεται εκδρομές, στο σπίτι μας στη θάλασσα, στην Κινέττα. Δεν την άκουσα ποτέ να γκρινιάζει. Έφυγε από κοντά μας με γενναιότητα και ένα πλατύ χαμόγελο, ίσως επειδή έζησε μια ζωή πλήρη, έχοντας δημιουργήσει, έχοντας αγαπήσει και αγαπηθεί. Άφησε πίσω της ένα έργο τεράστιο, με το οποίο μεγάλωσαν παιδιά στην Ελλάδα για 50 χρόνια.

― Τυχαίνει να συναντάς ανθρώπους που να σου λένε ότι μεγάλωσαν με το «Καλημέρα παιδάκια»;

Πάρα πολύ συχνά. Κυρίως κόσμος από 50 ετών και πάνω. Θυμούνται λεπτομέρειες από τις εκπομπές, συγκεκριμένα παραμύθια και τραγούδια. Όταν μιλούν για τις εκπομπές βλέπεις ότι αυτές οι ραδιοφωνικές ώρες με τη Θεία Λένα στην παιδική τους ηλικία, έχουν αφήσει κάτι πολύτιμο μέσα τους. Λένε συχνά πως στο αυστηρό και άκαμπτο περιβάλλον του ελληνικού σχολείου και μερικές φορές και σε αυστηρές οικογένειες, οι εκπομπές της Θείας Λένας ήταν ώρες ελευθερίας, όπου ο μαγικός κόσμος των παραμυθιών και της φαντασίας τούς άνοιγε νέους ορίζοντες.

― Όλοι όσοι μεγάλωναν με τη Θεία Λένα θα έχουν την ευκαιρία να θυμηθούν τα παιδικά τους χρόνια στις 18 & 19 Οκτωβρίου στο Μέγαρο Μουσικής, όπου θα προβληθεί το ντοκιμαντέρ «Αγαπημένη Θεία Λένα» που έχεις σκηνοθετήσει. Αλήθεια είναι και για παιδιά;

Ναι, είναι και για παιδιά που θέλουν να μάθουν ποια ήταν η Θεία Λένα, μέσα από άγνωστο οπτικό και ηχητικό υλικό και αφηγήσεις. Είναι βέβαια και για τους μεγάλους που ήταν παιδιά τις δεκαετίες 1950-1970.

― Η Θεία Λένα άφησε αυτό το έργο σαν παρακαταθήκη. Πώς μπορούν να διαβάσουν, να χαρούν και να ταυτιστούν τα σημερινά παιδάκια με το έργο της;

Θεωρώ ότι τα παιδιά και σήμερα μπορούν να ταυτιστούν και να ανακαλύψουν τα παραμύθια της ακριβώς γιατί είναι διαχρονικά. Υπάρχουν δύο βιβλία της που επανεκδόσαμε πρόσφατα, «Η ώρα του παιδιού» για μεγαλύτερα παιδιά και το «Άκουσέ με Μαρία μου» για μικρότερα. Σύντομα θα κυκλοφορήσει ένα ακόμα βιβλίο, καθώς και τα παραμύθια και τα τραγούδια σε CD και δίσκους βινυλίου για να γιορτάσουμε τα 120 χρόνια από τη γέννησή της.

Ξεφύλλιζα το «Η ώρα του παιδιού» από τις εκδόσεις Παπαδόπουλου και παρ’ όλο που ξέρω τόσο καλά αυτό το βιβλίο, που η ίδια επιμελήθηκα, με εντυπωσιάζουν κάθε φορά τα παραμύθια της. Έχουν κάτι το κοσμοπολίτικο, παραμύθια από όλη τη γη, ενώ οι ευφάνταστες ζωγραφιές του βιβλίου έχουν γίνει από τους καλύτερους ζωγράφους της εποχής. Έχουν όμως και καλά κρυμμένες σημαντικές αξίες για τη ζωή. Και αυτές είναι πιστεύω διαχρονικές.  

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου