Κινηματογραφος

Σινεμά της θερμοκρασίας

Ο Γιάννης Οικονομίδης μιλάει για τον «Μαχαιροβγάλτη»

Γιώργος Κρασσακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 322
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με αφορμή τον «Μαχαιροβγάλτη», ο Γιάννης Οικονομίδης μιλά για το σινεμά και την ζωή, για την σκοτεινή πλευρά του «ελληνικού ονείρου», τους εύκολους χαρακτηρισμούς, τα βήματα μπροστά, την βία των λέξεων, τα στερεότυπα, την κυριολεξία, την «ποίηση του δρόμου»… 

Η ιστορία του Μαχαιροβγάλτη μοιάζει με κάτι που θα μπορούσε να διαβάσει κανείς στα ψιλά μιας εφημερίδας. Τι σε έκανε να θελήσεις να την αφηγηθείς; Αυτό ακριβώς. Έψαχνα κάτι απλό, πάντα αναζητώ την απλότητα. Και καμιά φορά οι απλές ιστορίες τυχαίνει να είναι και αρχετυπικές. Μια οικογένεια που προσπαθεί να διαχειριστεί τις δομές εξουσίας στο «Σπιρτόκουτο», ένας άνθρωπος που καταπιέζεται μέχρι τρέλας στην «Ψυχή στο Στόμα». Και τώρα  στον «Μαχαιροβγάλτη», η ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου που θα μπορούσες να ψαρέψεις από τις πίσω σελίδες. Αλλά από την άλλη είναι και μια βαθιά αρχετυπική ιστορία, μια all time classic περίπτωση. Δυο άντρες μια γυναίκα.

Το υλικό από το οποίο έχουν φτιαχτεί τα περισσότερα νουάρ του σινεμά. Ήταν ένα από τα ζητούμενα σου, αυτή η αίσθηση; Μια ατμόσφαιρα λίγο νουάρ; Ναι. Μια επίφαση αστυνομικής ίντριγκας, μια επίφαση νουάρ υπάρχει στην ταινία ακόμη και μόνο από την επιλογή του ασπρόμαυρου. Αλλά στο μυαλό μου όπως πάντα, είχα τα δικά μου. Τις δικές μου αναφορές, μια άλλη ατμόσφαιρα. Αλλά ναι, τα νυχτερινά κομμάτια της ταινίας παραπέμπουν σαφώς σε μια ατμόσφαιρα αστυνομικού φιλμ. 

Ανάμεσα σε αυτά που περιγράφεις ως «δικά σου», μετράμε ασφαλώς και τον κοινωνικό μικρόκοσμο στον οποίο διαδραματίζονται οι ιστορίες σου. Τι σε κάνει να επιστρέφεις σε αυτό; Είναι ένα μεγάλο κομμάτι της χώρας μας αυτή η μικρομεσαία προς τα κάτω τάξη της Ελλάδας. Και βρίσκω ότι έχει πιο ζωντανό ενδιαφέρον πέρα από τις διανοητικές αναλύσεις που μπορούμε να κάνουμε ή να εξετάσουμε. Για μένα έχει ενδιαφέρον γιατί μυρίζει ανθρωπίλα. Αυτό που με ελκύει στις ιστορίες στις ζωές αυτών των ανθρώπων είναι ότι τις καταλαβαίνω, μπορώ να τις οσμιστώ, να τις διαβάσω, οπότε κατά συνέπεια μπορώ να τις αναπαραστήσω όταν έρχεται η ώρα να φτιάξω μια ταινία. 

Σε ενδιαφέρει να τις αναλύσεις κι όλας; Όχι ιδιαίτερα. Δεν κάνω ένα σινεμά ανάλυσης, δοκιμιακό, ή διανοουμενίστικο. Δεν είμαι ο σκηνοθέτης που κοιτάζει αφ' υψηλού τους ήρωές του, σαν πειραματόζωα. Απεναντίας, αυτού του είδους το σινεμά με απωθεί κιόλας. Απλά είμαι του σινεμά της θερμοκρασίας. Και γι' αυτό το λόγο υπάρχει χιούμορ στις ταινίες μου, γι' αυτό αγγίζω θέματα όπως η βλακεία, η ανοησία. Θέματα που έχουν βέβαια και την δραματική ή την τραγική διάσταση. 

Οι ταινίες σου έχουν κοινά στοιχεία μεταξύ τους. Σε φοβίζει ότι αυτό συχνά κάνει πολύ εύκολο για μερικούς το να σε βάλουν σε ένα κουτί;  Κοίτα, αυτά είναι ευκολίες και υπεραπλουστεύσεις. Πέρα από το τι λέει ο καθένας, το θέμα είναι να είμαστε ειλικρινείς και έντιμοι. Και για μένα, οι τρεις ταινίες μου διαφέρουν η μία από την άλλη, από λίγο ως πολύ. Πέρα από το αν σε κάποιους αρέσει η μία ή η άλλη. Ναι μεν είναι οι ταινίες του ίδιου ανθρώπου, και στη βάση η προβληματική μου παραμένει η ίδια: Ο άνθρωπος κι ο τόπος. Αλλά οι ταινίες είναι διαφορετικές. Γιατί κι εγώ έχω αλλάξει στην πορεία. Και γιατί ούτε σε μένα αρέσει να παίζω με σημαδεμένη τράπουλα, δεν είναι ότι έχω ανακαλύψει ένα πράγμα και το αναπαράγω. Δεν έχει ενδιαφέρον για μένα πρώτα απ' όλα κάτι τέτοιο. Αν κάποιοι βιάζονται να με κατατάξουν μάλλον κακοπροαίρετα το κάνουν. 

n

Η ένταση στον «Μαχαιροβγάλτη» είναι υπόκωφη. Οι εικόνες πιο στιλιζαρισμένες. Ήταν μια συνειδητή προσπάθεια να δοκιμάσεις κάτι διαφορετικό; Δεν ξέρω τι ακριβώς με οδηγεί κάθε φορά στο να επιλέξω μια συγκεκριμένη φόρμα για την ιστορία που θέλω να πω. Προφανώς υπάρχουν μέσα μου ατμόσφαιρες, ιδέες, αισθητικές που βρίσκουν την  έκφρασή τους  και που υποθέτω έχουν να κάνουν και με την δική μου ψυχολογική κατάσταση την δεδομένη στιγμή της κάθε ταινίας. Όμως δεν είναι μια συνειδητή επί χάρτου απόφαση. Σαφώς στον «Μαχαιροβγάλτη» υπήρχε η ανάγκη για ένα προχώρημα, αλλά νομίζω ότι το τελευταίο μισάωρο της «Ψυχής στο Στόμα» εμπεριέχει το επόμενο βήμα. Κάπως έτσι το νιώθω. Κι αυτό το ψήγμα στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι να γίνει η επόμενη ταινία, μορφοποιείται και παίρνει μια συγκεκριμένη μορφή μέσα μου. Μέσα από αυτή τη διεργασία, η φόρμα που προκύπτει όσο κι αν φαίνεται αυστηρή, έχει γεννηθεί μέσα από μια ελευθερία. Όχι από έναν πειθαναγκασμό, μια ορθολογική διάθεση και στάση. Και γι' αυτό και το χαίρομαι, γιατί αυτή η φόρμα βγαίνει αβίαστα. 

Ίσως η πρώτη παρατήρηση που θα κάνει κάποιος βλέποντας τον «Μαχαιροβγάλτη» είναι μάλλον «εδώ δεν βρίζουν». Η λεκτική  βία στις προηγούμενες ταινίες σου ένιωθες πως είχε γίνει κλισέ ή ένας εύκολος τρόπος για κάποιους να κατηγορήσουν το σινεμά σου; Ναι, αυτό συνέβη, αλλά μου είναι αδιάφορο. Το αγνοώ. Θεωρώ ότι η γλωσσά είναι μέρος του πολιτισμού της πραγματικότητας, είναι αυτό που έλεγε  ο Δαμιανός «μέρος της μυρωμένης πραγματικότητας». Δεν έχω υπερβάλλει ποτέ το λόγο. τη γλώσσα, τη λαλιά των ηρώων μου. Δεν θα τους έβαζα να λένε όσα λένε, αν δεν πίστευα ότι όντως μιλάνε έτσι. Το πήγαινα το πράγμα μέχρι εκεί που εγώ μέσα μου, πίστευα ότι έτσι θα γινόταν στην πραγματικότητα. Αν ήμουν αόρατος σε μια γωνία κι έβλεπα δίπλα μου την ίδια σκηνή, έτσι θα εξελισσόταν. Αυτό το πράγμα, κάποιος το βλέπει και κάποιος άλλος όχι. Κάποιος θέλει να το δει και κάποιος άλλος κλείνεται. Τραβάει ρολά και λέει, αυτό το πράγμα δεν με ενδιαφέρει. Από την άλλη έχω επίγνωση, ότι είμαστε ένας λαός με πάρα πολλά ταμπού, πάρα πολλά στερεότυπα, πάρα πολλές φοβίες, δεν είναι μόνο η γλώσσα των ποιητών. Υπάρχει και η ποίηση του δρόμου, των ανθρώπων αυτών, η ποίηση της ζωής.  Κι εν πάση περιπτώσει εγώ όταν ξεκίνησα να κάνω σινεμά, αποφάσισα μέσα από την τέχνη μου να κυριολεκτώ. Για μένα το σινεμά είναι κυριολεξία κι όχι μεταφορά. Τώρα αν καταφέρνω να είναι και κυριολεξία και μέσα από εκεί να έχει κι ένα μεταφορικό στοιχείο, έχω κατορθώσει κάτι παραπάνω. Αλλά δεν είναι κάτι που θα το κρίνω εγώ. 

n

Το σινεμά που κάνεις, ένα σινεμά του δημιουργού, απευθύνεται σε ένα κοινό που απέχει πολύ από τους ήρωές σου. Ανησυχείς καμιά φορά αν υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν τις ταινίες σου με μια ματιά τουριστική, σαν μια βόλτα στην άγρια πλευρά, σαν μια επιβεβαίωση του «μια χαρά είμαστε εμείς;» Ναι, για κάποιους μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά δεν νομίζω ότι μπορώ να το ελέγξω. Όταν ολοκληρώνεις ένα έργο, ο τρόπος που ο καθένας το εκλαμβάνει είναι πέρα από τον δικό σου έλεγχο. Αλλά το θέμα είναι οι δικές σου προθέσεις, ο τρόπος που βιώνεις εσύ την ιστορία, ο τρόπος που την χτίζεις. Αλλά τελικά, το καράβι φεύγει μόνο του στο πέλαγος. Και το πώς θα το δει ο καθένας έχει να κάνει μόνο με τον ίδιο. Πίσω από τι ταμπουρώνεται βλέποντας κάτι στην οθόνη. Αλλά εν κατακλείδι πιστεύω ότι και οι τρεις ταινίες μου, έχουν κάτι κρυμμένο που τις κάνει “αγαπησιάρικες”, μέσα σε όλη τη μαυρίλα και τη  βιαιότητα και τη σκληρότητα, πιστεύω ότι έχουν μια χάρη. Ένα βλέμμα αγάπης απέναντι σε όλους και σε όλα παρ' ότι οι ήρωές μου δεν είναι και τα καλύτερα παιδιά, ούτε οι ιστορίες μου έχουν τα πιο εύκολα θέματα. Αλλά νιώθω ότι υπάρχει μια χάρη, και είναι αυτό που κάνει και τους ανθρώπους να τις βλέπουν. 

Κάποιοι θα τις περιέγραφαν απαισιόδοξες. Συμφωνείς μαζί τους;  Όχι γιατί οι ταινίες μου έχουν χιούμορ. Ένα πράγμα είναι απαισιόδοξο όταν είναι από από παντού μαύρο. Όταν είναι άσχημο και κλειστό στον εαυτό του και δεν έχει καθόλου χιούμορ. Και το χειρότερο απ' όλα, η μεγαλύτερη αμαρτία για μένα, είναι να είναι και σοβαροφανές. Αυτές οι κατασκευές είναι απαισιόδοξες, με μια  βαθύτερη έννοια, ότι είναι αρνητικές απέναντι στην ίδια τη ζωή. Πιστεύω ότι η δουλειά που κάνω εγώ και χάρη έχει και χιούμορ και σαρκασμό και σπαρταριστούς διαλόγους και πιστεύω ότι καταφάσκει υπέρ της ζωής. Δεν την αρνείται. Εν τέλει πιστεύω ότι οι ταινίες μου παράγουν μια αισθητική που λέει ναι στη ζωή και δε λέει όχι.

Αυτό που απουσιάζει από τις ταινίες σου είναι η μουσική. Αν δεν κάνω λάθος στον «Μαχαιροβγάλτη» αρχικά είχες την ιδέα να βάλεις μουσική. Ναι, αλλά τελικά είδα ότι έδινε στην ταινία μια μελοδραματική διάσταση που δεν ήθελα να έχει.

Εσύ, όσο προετοιμάζεις μια ταινία, ή γράφεις ένα σενάριο, ακούς μουσική, διαβάζεις βιβλία, ή προτιμάς να ζεις στο σύμπαν της; Κάνω τα παντα, ζω, διαβάζω, βλέπω, εκτός από τις στιγμές όπου η πίεση ανεβαίνει πολύ.  Αλλά ποτέ δεν προδικάζω την ταινία, δεν χτίζω ένα φιλμ με βάση κάτι που έχω προαποφασίσει. Άλλωστε και τα σενάρια που γράφω δεν έχουν σκηνοθετικές οδηγίες. Για μένα αυτό είναι πια κανόνας. Οτιδήποτε έρχεται για να προδικάσει το έργο ή να μου προαποφασίσει την φαντασία, storyboard κλπ δεν έχουν θέση στη δουλειά μου. Τα πιο ωραία πράγματα έρχονται όταν είσαι ελεύθερος στο ποτάμι και πας... Αλλά το θέμα μου το ξέρω πολύ καλά πάντα. Δεν είμαι ποτέ αδιάβαστος.

Οπότε, υποθέτω το ρεπεράζ, οι χώροι, οι τοποθεσίες είναι κομμάτι που σε αφορά απόλυτα, κάτι που καθορίζει την ταινία. Πάρα πολύ. Οι χώροι και οι φάτσες. Οι χώροι, και τα πρόσωπα, η διανομή των ρόλων είναι για μένα η μισή ταινία.

Στον Μαχαιροβγάλτη εκτός από τον Βαγγέλη Μουρίκη, οι δυο άλλοι πρωταγωνιστές σου, ο Στάθης Σταμουλακάτος και η Μαρία Καλλιμάνη, είναι καινούργιοι στο σινεμά. Πως τους επέλξες; Τον Στάθη τον είχα εντοπίσει αρκετά χρόνια πριν, στο Πέναλντι, μια παράσταση του Γιώργου Παλούμπη και μου είχε κάνει εντύπωση πολύ η σωματικότητα της ερμηνείας του.  Είχε κάτι πολύ γήινο, το πολύ ζωώδικο που τελικά πιστεύω ότι έδωσε πολύ στον ρόλο του Νίκου. Και σαν χαρακτήρας, και σαν πρόσωπο και σαν σώμα. Την Μαρία την γνώρισα μέσα από τον Ερρίκο τον Λίτση, μετά από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις που είχα με διάφορες ηθοποιούς, σχεδόν πάνω που είχα χάσει κάθε ελπίδα. Τότε ο Ερρίκος έκανε την ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα «Χώρα Προέλευσης», όπου η Μαρία είχε έναν μικρό ρόλο. Ανακάλυψα ότι έχει μια πολύ μεγάλη δύναμη μέσα της. Και μια ικανότητα να μεταμορφώνεται στην οθόνη. 

Η στιγμή στην οποία βγαίνει η ταινία στις αίθουσες είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Πως βλέπεις την περιρέουσα ατμόσφαιρα; Εντάξει, είναι σαφές ότι ζούμε σε μια χώρα που βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, αλλά αυτό είναι κάτι που λέγαμε ήδη από το «Σπιρτόκουτο». Μιλάω στο πληθυντικό γιατί το σινεμά είναι μια συνολική δουλειά -τις ταινίες μου δεν τις κάνω μόνος μου. Για μας από εκεί φαινόταν η αρχή της πτώσης. Ήταν η εποχή του χρηματιστηρίου τότε. Εμένα δεν με ξαφνιάζει. Μίλαγα γι' αυτό δέκα χρόνια πριν. Ίσως αυτοί που εκπλήσσονται σήμερα είναι αυτοί που τότε έλεγαν, αυτά δεν συμβαίνουν, η Ελλάδα δεν είναι έτσι κι άλλα τέτοια. 

Και τι νομίζεις ότι ακολουθεί;  Δεν ξέρω, αλλά φοβάμαι, βία. Δεν θέλω να γίνω προφήτης, αλλά νομίζω ότι έρχεται βία και μάλιστα μια βία πρωτόγνωρη για την ελληνική κοινωνία. Μια βία που δεν την ξέρει ο Έλληνας. Που μέσα της έχει το συστατικό του παραλόγου. Μια βία δίχως αίτιο κι αιτιατό. Εύχομαι να έχω λάθος.